Ο ακραίος γύφτουλας, δηλαδή (κατά την γνωστή ρατσιστική αντίληψη) ο αγενής, άξεστος, χωρίς τρόπους, που συμπεριφέρεται κατά το καυλούν χωρίς να έχει εσωτερικεύσει κανένα κανόνα.

Στο Δ.Π. υπό gizaha

  1. se ena tragoudi pou aresei se esena na doume tha s'aresei na erxete o kathe giftarmas kai na vrizei olous tous allous apo katw; (Εδώ).

  2. Τόσο σότο ούτε γυφταρμάς που πουλάει κλεμμένο κινητό ή Rayban γυαλικό στην Πατησίων. (Εδώ).

  3. Στο θεό σου όταν σου 'ρθει δεν την αμολάς
    Ανθρώπινο δεν είναι μου λέει «Ε, είσαι γυφταρμάς»
    Ρεύομαι καυγάς «Μωρή, ξεκόλλα
    Στην Κίνα αν δε ρευτείς το θεωρούν προσβόλα.
    (Από το άζμα Αντρικές Γουρουνιές των Ημισκουμπρίων)

Στο 1.35. (από Khan, 08/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για κάθε λογής λεβεντομαλάκα με αξιώσεις.

Το λήμμαν έχει σαφείς ρατσιστικές γκαταβολές, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως για να στιγματίσει συμπεριφορές πομπώδους μικροπρέπειας και ξεφτίλας, ασχέτως φυλής, θρησκείας, φύλου, και ταλιμπάν.

Βλ. επίσης: γύφτουλας, βλαχοδήμαρχος, μπαστου(ρ)νόβλαχος.

1. Χατζηδάκης, παρθένος νεοφιλελεύθεροος. Βρούτσης, κυκλαδίτης γυφτοπρόξενος. Κεδίκογλου, ωραιοπαθής, Πεταλωτής ο Β΄. Πιπιλή, (γάμησέ τα).

2. Σε καίνε όλα αυτά που έγραψα για τις παρανομίες που κάνουν, όχι όλοι οι ποδηλάτες του κόσμου, αλλά οι συγκεκριμένοι χωρίς καμιά παδεία και οδική συμπεριφορά ελληναράδες, κάφροι και γυφτοπρόξενοι, κατεβασμένοι απ'τα βουνά «ποδηλάτες» της Γκατζολούπολης που πήρανε ένα ποδήλατο για να το παίξουνε κάποιοι ή απλά γιατί έγινε της μόδας!

3. Τσαντιρομεσιτης γυφτοπροξενος κ φανατικος συριζα

4. Κάποτε, ζούσε σε κάποια πλάτη, ψηλά σε ένα κώλο, ένα μικρό μικρό τράιμπαλ ξεκωλόσημο....το τράιμπαλ ήταν μικρό ασθενικό και λίγο φυλακόβιο, αλλά η ιδιοκτήτριά του το αγαπούσε, το αγαπούσε πολύ, και, το τάιζε, και σιγά σιγά τοπ ξεκωλόσημο έγινε ξεκωλοσέντονο, γινε ξεκωλοταπετσαρία. Η ξεκωλοταπετσαρία εξαπλωνόταν με εκθετική πρόοδο στους κώλους κι’ άλλων γυναικών. Αρχικά σαν εμφανίστηκε σαν αθώο τραϊμπαλ κωλαράκι στο διάβα του. Τρομοκράτες; Αρμαγεδδών; Τα εξαγριωμένα πλήθη λεβενονοικοκυραίων με πυρσούς και τσουγκράνες άρχισαν να στήνουν αυτοσχέδιες αγχόνες σε κάθε γωνιά. Πρωτοστατες σ' αυτη την τρελη επιδημια εγκληματικοτητας εις βαρος αθωων κατα τ' αλλα ξεκωλων, ηταν μια ομαδα απο εξαγριωμενες γιαγιουμπες συνεπικουρουμενες απο διαφορες μπαζολες και τους ευνουχισμενους φλωροκουπες γιους και συζυγους τους. Η συνοχη του κοινωνικου ιστου ειχε πλεον διαταραχθει ριζικα και, ακομα χειροτερα, ολες μα ολες οι αξιαγαμητες γκομενες το κλειδωσαν με αποτελεσμα το ασπρισμα των τοιχων σε ολη την επικρατεια μέχρι που ο άσσος σπαθί έβαλε υποψηφιότητα για γενικός γυφτοπρόξενος. το ασυμβίβαστο της ιδιότητας αυτής με το επάγγελμά του ως ποντικομαμή προκάλεσε χάος στο βασίλειο, αφού δεν υπήρχε πλέον κάποιος που να φυλακίζει το σκόρο. το άβα περλέ εξαντλήθηκε κ πωλείται μόνον στη μαύρη αγορά έναντι της σοφοκλέους και τα κωλόμπαρα δεν έχουν τί να σερβίρουν μαζί με τα φιστίκια κ όλα τα παρελκόμενα. κ ζήσαν αυτοί καλά, κ μεις τη ρόκα μας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος.

- Μάγκες δεν έρχομαι στην συναυλία. Δεν έχω χρήμα.
- Τι δεν έχεις χρήμα ρε τσιγκανόπουστα; 5 ευρώ στοιχίζει το εισιτήριο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:

  • Ρατσιστική: προσβλητικός χαρακτηρισμός κατά των τσιγγάνων, στο ίδιο πνεύμα με τα καράγυφτος, γιούφτος, κ.α.,
  • Συμπεριφορική: o αγενής, άξεστος, μικροπρεπής και ατομιστής ξεφτίλας. Ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, κοινωνικής τάξης και χρώματος.

Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).

  1. - Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
    (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)

  2. - « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
    (Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
    (από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο δράσεις εκείνου του ατόμου που προσπαθεί να επιδεικνύεται με φθηνούς εντυπωσιασμούς αμφίβολης αισθητικής. Οι υπερμεγέθεις γούνες, τα ψεύτικα χρυσαφικά, η επιλογή λευκού χρώματος (π.χ στο αυτοκίνητο) είναι ενδείξεις μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Συνήθως αυτά τα άτομα δανείζονται ή φοράνε χρησιμοποιημένα ρούχα και τα παρουσιάζουν ως δικά τους.

- Μα καλά, λευκή Mercedes πήγε και πήρε; - Αφού είναι αρχοντόγυφτος.

(από chrismegas, 28/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται ανάμεσα στους άνδρες, ως επί το πλείστον, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει και ορισμένες περιπτώσεις γυναικών.

Ως μεγυφτάνα λοιπόν χαρακτηρίζουμε τον τύπο του ανθρώπου που, στην απεγνωσμένη προσπάθεια του να ξεχωρίσει στο πλήθος και να εντυπωσιάσει τους πάντες γύρω του, ντύνεται τόσο εκκεντρικά που κάνει το Μιλάνο να πενθεί και φέρεται τόσο εξεζητημένα που θυμίζει έντονα τον Βασιλιά Ταμτάκο! Χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι τα άπειρα καράτια χρυσού πάνω του, το αυτοκίνητο που θυμίζει έντονα το Enterprise, το Dolce & Banana ντύσιμο, το βλαρχοντικό του στυλ και γενικότερα η πλήρης απώλεια αίσθησης της υπερβολής.

- Το είδες το καινούριο Rolex του Κώστα; Φυσάει!
- Μπα, μου θέλει και Rolex ο μεγυφτάνας;! Φόλεξ είναι, ρε χαζέ, σε λίγο θα βγάλει ουρά και θα σκαρφαλώσει στο δέντρο!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγυφτάνα, τώρα και σε οικογενειακή συσκευασία για μεγαλύτερη οικονομία! (από Tsatsaras the Pimp, 09/04/11)το κλασικό βίδεο με το νιπσλίπ της Αννούλας (από johnblack, 09/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο οπαδός του ΠΑΟΚ.

-Με ποιους παίζουμε το Σάββατο;
-Με τους Τουρκόγυφτους στην Τούμπα.

Βλ. και Βούλγαρος, γύφτοι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι αποκαλούνται συλλήβδην όλοι οι υπήκοοι του προς Βορρά κρατιδίου της Φυρομίας aka Βαρντάρσκα ή Ντράβσκα Μπανοβίνα, που προήλθε από τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Ο πληθυσμός των Ρομά που εγκαταβιούν στο εν λόγω κρατίδιο ανέρχεται στο υπολογίσιμο 10% του συνολικού πληθυσμού, τρίτο ποσοστό μετά τους σλάβους και τους αλβανούς, ενώ και οι πολιτισμικές επιδράσεις του Ρομά στοιχείου είναι ιδιαίτερα έντονες στη χώρα αυτή.

Το λήμμα έχει μια σαφή μειωτική χροιά και χρησιμοποιείται από όσους δεν συμπαθούν τις ανιστόρητες, αλυτρωτικές διαθέσεις που εκφράζονται από την ηγεσία του κρατιδίου σε βάρος του Ελληνικού διαμερίσματος της Μακεδονίας.

  1. (από σισυφώνειο σχόλιο):
    Δεν είμαι μισάνθρωπος, αυτός είναι γυφτοσκοπιανός...αααααχαχαχαχα ααααααααα
    Και μ' αυτά που έγραψε, λίγα του ΄σουρα!!!

  2. (από εδώ):
    Ο Γυφτοσκοπιανός… πρόεδρος ήθελε να έρθει στην Αθήνα… με αεροπλάνο που θα έφερε τα σήματα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Ο θρασύς… Για να μπορεί ο βλαξ να έχει τέτοια σήματα πρέπει να έχει την ελληνική έγκριση!... Τίποτε, ο γύφτος…δεν καταλαβαίνει… και φαντάσθηκε ότι μπορούσε … προκλητικά(!) να εισέλθει στην ελληνική επικράτεια… με τα πλαστά σήματά του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γαμησιάτικο μπινελίκι παλαιάς κοπής, της μοδός στα '70ς και '80ς, ίσως λόγω οριενταλιστικού ρομαντισμού. Σύγκρινε: Τουρκόγυφτος.

- Αχ, τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα!
- Να μού 'κανες και κάτι, αλλά πού;

Γαρύφαλλο στ\' αυτί, Άννα Μαρία Κάλφα (από poniroskylo, 19/04/09)ΟΚ, το βρήκαμε και το ορίτζιναλ (από poniroskylo, 19/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που ντύνεται με γραβάτα-κοστούμι αλλά είναι ή εντελώς άσχετα και παράταιρα το παντελόνι με το σακάκι ή τη γραβάτα ή το πουκάμισο, ή είναι πολύ παλιάς μόδας, και γενικά τον φοράει το ρούχο και δεν το φοράει. Είναι ο τύπος που φοράει κουστούμι για να πάει στο σκυλάδικο και να το παίξει κάποιος ενώ στην καθημερινότητα ντύνεται με ό,τι βρει. Αυτός που προσπαθεί να το παίξει κυριλέ.

Ο Χ είναι γυφτοκυριλές, πάει στα μπαράκια με κολλημμένο μαλλί, κουστουμιά και άσπρη καλτσούλα και νομίζει ότι κάποιος έγινε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία