Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ο τριπλασιασμός του αρχικού ποσού που έβαλε η μάνα σαν μπάνκα στην εικοσιμία.

Άμα τη συμπληρώσει του τριπλάσιου ποσού επιτρέπεται το χτύπημα του συνόλου.

Π.χ. η μπάνκα ανοίγει με ν ευρώ, άρα ο παίκτης επιτρέπεται να ποντάρει ν-1.

Στα Σ=>3ν, αφού δηλαδή άφησαν κάποιοι τον οβολό τους, ο επόμενος παίκτης δύναται να ποντάρει το ισόποσο.

- Έγινε στούκι;
- Ναι, βαράτε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λεγόταν τουλάχιστον τη δεκαετία του '60, τουλάχιστον στην Αθήνα, από τ' αγόρια που έριχναν αμάδα ή χαρτάκια.

Η φράση εξασφάλιζε ότι ο ειπών θα 'παιζε οπωσδήποτε τελευταίος, οπότε, αν οι άλλοι είχαν φέρει την αμάδα ή το χαρτάκι τους πιο κοντά στον τοίχο, θα μπορούσε να κάνει τζαν και το ρίξιμο να ξαναρχίσει. Όταν κάποιος έλεγε την παραπάνω φράση, όποιος προλάβαινε έλεγε «υπολείπων όλους», έριχνε συνεπώς προτελευταίος. Τέλος, όποιος τρίτος προλάβαινε, έλεγε «όλους» κι έπαιζε αντιπροτελευταίος.

Αντίστροφη ήταν η σειρά στο κυρίως πιάτο. Ο πρώτος στο ρίξιμο της αμάδας μάζευε απ΄όλους κι έριχνε και πρώτος τα χαρτάκια. Ό,τι ερχόταν από την καλή πλευρά, δικό του. Όσα μένανε πήγαιναν στο δεύτερο, κλπ.

«Σώνει υπολείπων όλους», φώναξε πρώτος ο Χλέπας.
«Υπολείπων», πρόλαβε να πει ο Τούρκος.
«Όλους», έκλεισε ο Βλαχάδερας.
«Πετράκη, ρίξε πρώτος», ορμήνεψε ο Τούρκος. «Εσύ δεν πρόλαβες να πεις τίποτα».

Δημήτρης Φύσσας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πριν από κάθε ομαδικό παιδικό παιχνίδι συνηθίζεται να τα βγάζουνε για να επιλέξουν τις ομάδες, τους αρχηγούς ή το παιδί που αναλαμβάνει κάποιον συγκεκριμένο ρόλο απέναντι στα υπόλοιπα (π.χ. τυφλόμυγα, μάνα, αυτός που φυλάει στο κυνηγητό κτλ).

Ο πιο συνηθισμένος τρόπος είναι τα παιδιά να σχηματίζουν κύκλο και κάποιο από αυτά να λέει ένα τραγουδάκι συλλαβή-συλλαβή (π.χ αμπεμπαμπλόμ..., βλ. παραδείγματα και βίντεο), δείχνοντας σε κάθε συλλαβή και ένα παιδί και διαλέγοντας το παιδί που δείχνει στην τελευταία συλλαβή. Άλλοι τρόποι είναι με αριθμάκια, με ξυλαράκια διαφορετικών μεγεθών, με κορώνα-γράμματα κτλ (βλ. παράδειγμα 1).

  1. (από εδώ)
    «-ΤA BΓΑΖΟΥΜΕ; Για το πώς κανονιζόταν η πρωτιά στο παιχνίδι, ποιός θα έκανε τον αρχηγό ή τη μάνα ή ποιός θα τα φύλαγε ή πώς θα μοίραζαν τους παίκτες. H διαδικασία γινόταν με διάφορους τρόπους. Περιγράφουμε μερικούς:

1) Mε τα πόδια: «Βάζουμε πόδια;» Δυο παιδιά έκαναν τους αρχηγούς και στέκονταν, ο ένας απέναντι του άλλου σε απόσταση, 3-4 μέτρα. Άρχιζαν να πλησιάζουν το ένα παιδί το άλλο, «βάζοντας πόδια», δηλαδή για κάθε παιδί το τακούνι του δεξιού παπουτσιού ακούμπαγε στη μύτη του αριστερού κ.ο.κ.. Όποιος πατούσε με το πόδι του, το πόδι του άλλου πρώτος, έπαιρνε πρωτιά και έκανε επιλογή παικτών.

2) Με κεραμιδάκι ή πλατύ βότσαλο: Έφτυναν στο ένα μέρος και έλεγαν «Ήλιος και βροχή» «Φτυσμένο, άφτυστο», το στριφογύριζαν στον αέρα σαν το «κορώνα-γράμματα».

3)Μονά-ζυγά :Έφερναν τα χέρια πίσω, έβαζαν στη μια φούχτα στην άλλη πετραδάκια και έφερναν την φούχτα μπροστά. Όποιος πετύχει τα πετραδάκια, αν είναι «μονά ή ζυγά» στη φούχτα, έπαιρνε πρωτιά.

4) Με μπάστακα: Πέτρα –σημείο, όπου ρίχνουν τα παιδιά πέτρες από μια γραμμή και όποιος πήγαινε πιο κοντά, έπαιρνε πρωτιά.

5)Σε όποιο χέρι υπάρχει πετραδάκι: Έπαιρναν ένα πετραδάκι, έφερναν τα χέρια πίσω του, μετά έφερναν τα χέρια μπροστά κλειστά και ρωτούσαν : « σε ποιο είναι η πέτρα»; Όποιος το έβρισκε έκανε τη μάνα.

6)ΜΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ: Άρχιζε ένα παιδί να λέει τραγουδάκι, δείχνοντας συγχρόνως με το δάκτυλο ένα- ένα παιδί. Τον τελευταίο στίχο τον έλεγαν πιο αργά από τους άλλους. Όποιο παιδί έδειχνε τελευταίο έκανε τη μάνα, τον αρχηγό ή τον φύλακα ή είχε πρωτιά. Τέτοια τραγούδια ήταν τα παρακάτω:

Α)ΑΝΕΒΗΚΑ ΣΤΗΝ ΠΙΠΕΡΙΑ
Ανέβηκα στην πιπεριά
να κόψω ένα πιπέρι
κι η πιπεριά τσακίστηκε
και με κόψε το χέρι.

Δώσ’ με το μαντιλάκι σου
το χρυσοκεντημένο
να δέσω το χεράκι μου που το ‘χω ματωμένο.

Β)ΑΝΕΒΑΙΝΩ ΣΤΗ ΣΥΚΙΑ Ανεβαίνω στη συκιά και πατώ στην καρυδιά( ή στη ρεβιθιά!)
πίνω το γλυκό κρασί
απ’ την κούπα τη χρυσή
και φωνάζω κούι-κούι
και κανένας δε με ακούει.

Γ) ΑΛΦΑ- ΒΗΤΑ Άλφα βήτα το ρορό,
το κεφάλι σου ξερό.
(και το δικό μου μαλακό).

Άλφα βήτα κόψε πίτα,
δωσ’ και μένα ένα κομμάτι
(ή δωσ’ και μένα την πατίκα)

Δ) ΑΪ ΓΙΑΝΝΗ ΘΕΟΛΟΓΟ
Αϊ Γιάννη Θεολόγο
πες με ντον καλό τον λόγο….

Ε) ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΑΠ’ ΤΗ ΣΙΓΗ
Το καράβι την αυγή έρχεται απ’ τη Σιγή….

ΣΤ) ΜΑΓΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
-Αμπεμπαμπλόμ
Αμπεμπαμπλόμ του κειθεμπλόμ
Αμπεμπαμπλόμ του κειθεμπλόμ μπλιμ μπλομ.»

  1. (από εδώ)
    «“Παίζουμε κρυφτό;” “Ναι” “Αλλά, ποιος θα τα φυλάει;” “Να τα βγάλουμε!”

Αυτό το μικρό βιβλιαράκι μας δίνει μερικούς τρόπους για να δούμε ποιος τελικά “θα τα φυλάει” και όχι μόνο.

Σε κάθε παιδικό παιχνίδι, ομαδικό φυσικά πριν αρχίσουμε αποφασίζουμε είτε ποιος παίζει πρώτος, είτε ποιος κυνηγάει –εάν πρόκειτε για κυνηγητό- είτε ποιος “θα τα φυλάει” –εάν πρόκειτε για κρυφτό-.

Στην πρισπάθεια μας να συγκεντρώσουμε, να διαδώσουμε και να διατηρήσουμε στην μνήμη μας το “στοιχάκια” που λέγαμε ρυθμικά πριν ξεκινήσουμε το παιχνίδι μας, δημιουργήσαμε αυτό που κρατάτε στα χέρια σας.

ΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ;

Τα παιδιά μαζεύονται σ΄ ένα σημείο σχηματίζοντας κύκλο.

Ένα από αυτά, λέει ρυθμικά το στιχάκι και σε κάθε συλλαβή ή λέξη δείχνει κι από ένα παιδί (συνήθως από τα δεξιά στα αριστερά). Το παιδί που δείχνει όταν πεί την τελευταία συλλαβή είναι αυτό που θα “τα φυλάει” ή που θα παίξει πρώτο, μπορεί όμως και να συμβεί το αντίθετο. Σ΄αυτή την περίπτωση το παιδί απομακρύνεται από τον κύκλο και τα υπόλοιπα παιδιά συνεχίζουν μέχρι να μείνει ένα, το τελευταίο απ΄όλα, το οποίο θα “τα φυλάει”, θα κυνηγάει ή θα παίξει πρώτο ανάλογα.»

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος προερχόμενος από την πόκα. Τα βλέπω - ή, σε βλέπω - στην πόκα σημαίνει «ακολουθώ» το ποντάρισμά του προηγούμενου παίκτη.

Το «ακολουθώ» είναι σε εισαγωγικά, διότι εννοεί την ακολουθία στο ποσό (και όχι κάποιο ανέβασμα), αλλά επίσης διότι σλανγκοποιεί την έκφραση εκτός της πράσινης τσόχας. Όπου, Τα βλέπω σημαίνει σε ακολουθώ, συμφωνώ, τα λες καλά, μαζί σου.

Άλλος ένας όρος που ξεφεύγει σε ποκαδόρους, όπως το πάσο, ή το ντούκου...

  1. - Λέω σήμερα να πάμε από Θησείο μεριά....
    - Πάλι; - Εσυ ρε Πάνο, τι λες:
    - Εγώ σας βλέπω σε ότι αποφασίσετε. - Εντάξει, πάσο από μένα, πάμε Θησείο.

  2. - Λοιπόν συνεχίζουμε για ορεινή Αρκαδία;
    - Μέσα, ας το εξαντλήσουμε, αφού φτάσαμε ως εδώ, και ακόμα δεν νύχτωσε. Εσύ Μήτσο;
    - Τα βλέπω... εγώ θα χαλάσω την παρέα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται κατά τη διάρκεια χαρτοπαιγνίου, όπως π.χ. το πόκερ, όταν ο παίκτης θέλει να ποντάρει όλα τα λεφτά του ή τις μάρκες του.

Αν ο παίκτης που ποντάρει τα ρέστα του χάσει, χάνει όλα του τα λεφτά και μένει εκτός παιχνιδιού.

Σημειωτέον: Ρέστα είναι τα υπόλοιπα, αυτά που έχουν απομείνει.

(Παράδειγμα διαλόγου σε παιχνίδι πόκερ, μεταξύ τεσσάρων παικτών, αφού έχουν φανερωθεί τα πέντε κάτω φύλλα)
Α: Μπαίνω με 5€.
Β: Σκατόφυλλο... Πάσο...
Γ: Θα τα παίξω όλα για όλα! Τα ρέστα μου!
Δ: Κι εγώ πάσο...
Α: Τι έχεις; Γ: Φούλ του δέκα! Εσύ;
Α: Χα, σε έσκισα!! Φουλ της ντάμας!! Γ: Όχι, ρε γαμώ τη γκίνια μου, γαμώ... Πάνε τα λεφτάκια μου...

Δες επίσης και δίνω ρέστα και ταπί

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιά έκφρασις, (μάλλον ακόμα εν ισχύι), που σημαίνει σπαταλώ μανιωδώς (δηλ. μαλακωδώς) το υστέρημά μου στα μηχανάκια (βλ. Μένης Κουμανταρέας) / φλιπεράκια / ούφο (βλ. και «ουφάδικο») / μπιμπλίκια (ηχοποίητον) / φρουτάκια (ενήλικος τηλε-αυνανισμός δίκην τζόγου βλ. γνωστόν σκάνδαλον με πατρινόν πασόκον βουλευτήν) κ.ά.

Το ρήμα «ταΐζω», προκειμένου δια χρηματοδότησιν-θρέψιν της χίμαιρας του τζόγου δεν είναι άγνωστον και εις έτερα τυχηρά παίγνια (π.χ. οι αλογομούρηδες λένε: «Πάμε να ταΐσουμε τ' αλόγατα» βλ. και Κ. Μπουγάς «Το άλογο το φαβορί»), ενώ παλαιά εις το μπαρμπούτι, οι κουμαρτζήδες έλεγον «πάμε να τον χώσουμε» = ν' ακουμπήσουμε / στάξουμε / πέσουμε το παραδάκι).

Εις τα συνοικιακά μπιλιαρδάδικα / φλιπεράδικα και λοιπά κρίμα-κι-άδικα (προ ίντερνετ και πλέι-στέισον), όπου η πάλαι ποτέ μητρική ιαχή «Τάκηηηηηη! Μακριά απ' τον κηπουρόοοοο!», απηχούσεν αλήστου μνήμης εποχάς ανησυχίας περί του ανιούλου απηθυσμένου, δεδομένου ότι οι μετ' εφήβων συγχρωτιζόμενοι επαγγελματίαι (π.χ. ψιλικατζείς, πλανόδιοι πωληταί ερίου γραίας, κηπουροί, καραγκιοζοπαίκται, στραγαλάδαι, επιδιορθωταί ποδηλάτων κλπ), αρέσκοντο εις την λακέρδαν και οι πιτσιρίκοι έβγαιναν με τον κώλο φινιστρίνι, συνηγελάζοντο λαϊκοί νεανίαι, οίτινες σκορπούσανε το πενιχρόν χαρτζηλίκι των στα μηχανήματα του διαόλου, ίνα ξεκαβλώσωσιν, ελλείψει ετέρων ενδιαφερόντων (π.χ. ποιος έγραφε τον γιο του ωδείον; = Τί; Πούστης θα γίνει;) ή γκόμινας (για να γαμήσεις έπρεπε να πας στα μπουρδέλα ή να παντρευτείς)...

Εις τον αυτόν χώρον, ενδημούσεν υπό τα αδιάφορα όμματα των κερδοσκόπων τέως καφετζήδων, κάθε καρυδιάς δικοτυλήδονον: Παπατζήδες, μικροκλέφτες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, βαραόντα, όλα τα μαχαιρώνω, λόμπες, άνεργοι, αργόσχολοι, μπανιστηριτζήδες, βαπόρια και άλλαι συμπαθείς κοινωνικαί τάξεις, ώστε άν το μειράκιον εξέμενε από ψιλή και είχεν αποκτήσει την έξιν του παιγνίου, δεν είχε παρά να διαλέξη...

Ούτω πως, μεταξύ άλλων αγορίστικων συγκριτικών διακριτικών ισχύος, προσετέθη (ήδη από της πουτάνας δεκαετίας του '50) και η ικανότης τερματίσεως-μηδενισμού του φλιπερακίου, με τον ολιγώτερον κατά τον δυνατόν οβολόν.

Άλλωστε, η ποικιλία και η εναλλαγή των εικόνων και των άθλων που καλείτο να καταγάγη ο παίκτης εις έκαστον επίπεδον («πίσταν»), εξήπτεν την φαντασίαν των παρισταμένων και συνεπώς, ο δυνατός παίκτης ήτο εκείνος «που τους πήγαινε μακρύτερα»...

Μάλιστα, παλαιά ηδύνατο ο τερματίσας το παίγνιον να ξαναπαίξη αυτομάτως από την αρχήν δίχως αντίτιμον ή προσφυγήν εις τα μεγάλα μέσα: Π.χ. Στράβωμα κέρματος ή Ρίψιν του αυτού νομίσματος δεμένου με πετονιά ώστε να ξανατραβιέται επ' άπειρον ή ακόμα και (από τους τολμηρότερους) αναποδογύρισμα του μηχανήματος προς άγραν ψιλών(!)

Τότε, παρενέβαινε αντίζηλος τις, (ιδίως οσάκις παρίσταντο έκθαμβαι κορασίδες αμφιβόλων ηθικών φραγμών), ίνα μετριάση τον θρίαμβον του ικανού παίκτου και έλεγεν δηλητηριωδώς: «Το 'χεις ταΐσει καλά βλέπω!» ήτοι, έχεις σπαταλήσει μια περιουσίαν, ώστε να δύνασαι να γνωρίζης όλα τα κόλπα του συγκεκριμένου παιγνίου και να φθάνεις αλωβήτως εις το τέλος = Δεν είσαι μάγκας, αλλά τα χώνεις γερά... Δηλαδή, ακόμη και το άψυχον τηλε-παίγνιον είχε κοινωνικόν τινά χαρακτήρα, αφού παρίσταντο κι άλλοι και συμμετείχον παντοιοτρόπως εις αυτό, πλησίον του παίκτου ιστάμενοι, ενώ σήμερον προτιμάται η κατά μόνας αποβλάκωσις ανηλίκων τε και ενηλίκων(!)

Αλλά ήδη το νοσταλγικόν «μάμε» (Multiple Arcade Machine Emulator) σηματοδοτεί ότι η ανωτέρω εποχή μας έχει αφήσει γεια, βγάζοντας την γλώσσαν τρόπον τινά εις τους παλαιοτέρους με το ηχητικόν σήμα των (δωρεάν πλέον) credit, ωσάν να πίπτωσιν αι μετρημέναι δραχμαί μας...

Μαλάκα, μου 'δωσε κανονάκι! Τελευταία πίστα και το μηδενίζω!
— Εμ, αφού κάθε μέρα εδώ είσαι! Το 'χεις ταΐσει το μηχάνημα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

.

Το τέσσερα-δύο στο τάβλι, προφανές λογοπαίγνιο με το τετράδιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μικρότερος σε μέγεθος βόλος.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Τα τζιτζιλόνια -άλλως και τζιτιζιλονάκια- ήταν πολύ μικρά για νά' χουν πρακτική αξία στο παιχνίδι - τι βάρος είχαν και τι να χτυπήσεις μ' αυτά και να πάει έστω και μια πιθαμή παραπέρα; Αλλά ήταν πολύ όμορφα, συχνά με φωτεινά νερά μονόχρωμα μέσα στο γυαλί. Είχαν και συναισθηματική αξία και γιατί συνήθως είχαμε λιγότερα από δαύτα και διότι η άγραφη σύμβαση ήταν ότι τα τζιτζιλόνια τα έδινες τελευταία σ' αυτόν που κέρδιζε - έπρεπε, δηλαδή, νά' χεις χάσει σχεδόν όλους τους άλλους βόλους σου για να σου πάρουν και τα τζιτζιλονάκια.

Απαντάται και ως η τζιτζιλόνα και σημαίνει γενικώς την αγοραστή γυάλινη μπίλια.

- Το κίτρινο το τζιτζιλονάκι, το αλλάζεις; Πέντε μπίλιες θα σου δώσω.
- Το πουλάω. Πενήντα λεπτά. Κι άμα θες.

(από poniroskylo, 16/04/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνική (κυρίως) περιγραφή στην κατάσταση που έχει περιέλθει ο αντίπαλος στο τάβλι.

Χρησιμοποιείται όταν ο αντίπαλος φέρνει διπλές που αφενός men έχει τα τις παίξει μόλις και με τα βίας, αφετέρου the καταστρέφεται όλη του η στρατηγική στο ταβλικό πεδίο μάχης.

- Τριάρες...
- Τις έχεις!
- %$#^%$#

(από Fotis Nitsiopoulos, 10/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία