Βορειοελλαδίτικο για ένα υπερμεγεθέστερο καβλόσπυρο από το απλό βυζί του Μαυρόγιαννου.

Έχει όλες τις αρετές του προαναφερθέντος λήμματος στο έπακρο, αλλά εντοπίζεται συνήθως στην περιοχή του κώλου, εμποδίζει το κάθισμα και λερώνει το βρακί με αίμα και πύο από πίσω. Παρεξηγήσιμο…

  1. - Ρε καρντάση θυμάσαι ένα κέρατο σαν βυζί που πέταξα στο κούτελο χθες; Τώρα έχω και ένα στο κώλο τεράστιο! - Bυζούνι, ε;

  2. - Παιδί μου, θέλω να σου μιλήσω…
    - Ναι, μπαμπά…
    - Η μαμά σου με είπε ότι το βρακάκι σου εκτός από κίτρινο μπροστά και καφέ πίσω, έχει και σημάδια από αίμα και από κάτι άλλο πιο γαλακτερό… Πες μου παιδί μου… τον αρμέγεις τον ταύρο, μήπως;
    - Πλάκα με κάνεις ρε γέρο, γαμώ την τρέλα μου, γαμώ… έχω βγάλει βυζούνι στον κώλο και μ’ έχει γαμήσει και συ με λες τώρα σαχλαμάρες…

και χωρίς βυζούνι, καλό είναι! (από BuBis, 25/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βασίλισσα των ύβρεων, μας έρχεται απευθείας από την ορεινή ενδοχώρα της Μαρτυριάρικης Μεγαλονήσου.

Σαραντάσπορος είναι αυτός που έχει γίνει από σαράντα σπόρους, ήτοι σαράντα διαφορετικά σπέρματα. Για να το κάνουμε ακόμη πιο φραγκοδίφραγκο, είναι αυτός του οποίου η μάνα έμεινε έγκυος τον ίδιο, αφού πρώτα την έχυσαν σαράντα διαφορετικοί άντρες.

Ο σαραντάσπορος έχει σαράντα διαφορετικούς πατεράδες, όπως ακριβώς ο περιβόητος Freddy Krueger (Εφιάλτης στο δρόμο με τις Λεύκες), του οποίου η μητέρα, η Amanda, νοσηλεύτρια σε άσυλο ψυχοπαθών, κλειδώθηκε κατά λάθος κάποια νύχτα μέσα στο άσυλο, όπου βασανίστηκε και βιάστηκε επανειλημμένα από δεκάδες ψυχάκηδες και κάθε είδους αποβράσματα. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια ο Φρέντυ.

Αν και γνωρίζουμε πολύ καλά οτι είναι αδύνατο κάποιος να έχει πάνω από έναν φυσικό πατέρα (εφόσον όσα τρισεκατομμύρια διαφορετικά σπερματοζωάρια και να μπουν στη μήτρα, ένα μόνο θα επικρατήσει και θα γονιμοποιήσει το ωάριο), το λαϊκό φαντασιακό δεν αποκλείει διόλου αυτή την ελκυστική προοπτική, αρνούμενο να υπακούσει στους βαρετούς κανόνες της γραμμικής αριστοτελικής λογικής.

Στο ίδιο κλίμα με το σαραντάσπορος, στην Κύπρο (αλλά και σε πολλά άλλα μέρη) παίζει πολύ και το τουρκόσπορος , αυτός δλδ του οποίου πατέρας δεν είναι αυτός που όλοι επισήμως αναγνωρίζουν ως πατέρα του, αλλά κάποιος περαστικός τούρκος με τον οποίο γαμιόταν η μάνα του.

Αυτά για να θυμηθούμε λίγο, πως, αν και βρισίδια υπάρχουν πολλά και χοντρά, σαν τα χωριάτικα βρισίδια δεν έχει. Αυτά είναι που πραγματικά σπάνε κόκαλα. Διότι στο χωριό, όταν τρως στη μάπα τα ίδια 20 άτομα για μια ολόκληρη ζωή, επόμενο είναι να σιχαθείς και να μισήσεις (ορισμένους τουλάχιστον) ως εκεί που δεν πάει άλλο. Στο χωριό, οι δικλείδες ασφαλείας για την εκτόνωση κοινωνικών εντάσεων, που αφθονούν στην πόλη, είναι εκ των πραγμάτων πολύ περιορισμένες. Μια από αυτές είναι οι λεκτικοί διαξιφισμοί, ύβρεις αλλά και κατάρες πολύ συχνά (κι ακούς στα χωριά κάτι κατάρες να σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο). Και η ανθρωπολογική διατριβή μου παίρνει εδώ τέλος να μη μου λέτε πως γράφω μυθιστορήματα.

(μητέρα και κόρη, στο χωριό)

- Μάμμα, αρέσκει μου πολλά ο Πανίκκος της Θεκλούς. Θέλει με che τούτος che εν να παντρευτούμε..
- Μα επέλλανες τέλλεια κόρη; Επήρες το πόφαση να μας καταστρέψεις;
Μα ένι ξέρεις πκιός εν ο παπάς τούτου του μιτσή; - Όϊ ένι ξέρω..
- Άκου che εν να μάθεις. Παπάς του εν ο Στιλλής του Πελλογιωρκή, ο σαραντάσπορος.
- Ίντα μπου εν να πει τούτη λέξη πάλε;
- Εν πολλά κακόν πράμα. Σα μμιαλώσεις che γίνεις γέναικος εν να σου πω..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νάουσα Ημαθίας. Ντοπιολαλιά που σημαίνει ρεύομαι. Πιθανόν ηχομιμητικό από τον ήχο (γκρουγκ) που κάνει ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο. Το ρήμα έχει και μέση φωνή, εμφανιζόμενο ως «ρουγκαλνιέμαι», ενώ παράγωγα ουσιαστικά είναι τα
α. ρουγκάλνισμα, πληθυντικός ρουγκαλνίσματα ή / και
β. ρουγκαλνιά (κλίνεται όπως η κλανιά)

- Κοκακόλα παράγγειλες;
- Έσκασα στο φαΐ, και την πήρα να ρουγκαλνίσω λίγο, να ξαλαφρώσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ντοπιολαλιά Μακεδονίας που σημαίνει ότι στην ομιλία ξεφεύγουν σάλια απ' τους σιελογόνους αδένες του ομιλούντος.

- Καλημέρα παιδιά!
- Αρά, τι πρατσκαλνάς και μας μούλιασες πρωί πρωί, παλιοσαλιαμούτι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρήμα ξιταφάω-ξιταφώ σημαίνει αναδίδω μια εξαιρετικά διαπεραστική δυσωδία, ως από στάβλου.

Χαρακτηριστικός τύπος που ξιταφούσε μονίμως, ήταν (είναι;) ο Μήτρος από το Φ'λί (Φελλίον) Γρεβενών, που πριν από 30 χρόνια ερχόταν τα απογεύματα με μια μπάλα παραμάσχαλα στο γήπεδο του Πυρσού Γρεβενών και τραβούσε τσουκίδες σε κενό τέρμα, πανηγυρίζοντας έξαλλα κατόπιν για τα τέρματα που πετύχαινε.

Αν και βρισκόταν τότε στα 30 φεύγα, αναζητούσε (ως άλλος Βέρθερος) να παίξει μπάλα μαζί με τη μαρίδα, μόνο που δεν το πετύχαινε ποτέ, γιατί κανένας δεν του είχε μιλήσει ποτέ για το Ρεξόνα, και η πιτσιρικαρία ήταν αδυσώπητη στο ποιον αποδεχόταν σαν μέλος της και ποιον απέρριπτε.

Συνώνυμα: ζέχνω, ζωοκοπώ, βρωμώ

— Σε πήρε η μπόχα; Τι είναι αυτό που ξιταφάει; Μήπως ήρθε...
— Ι Μήτρους απ' το Φ'λί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κακαράντζα, το μικρό, σφαιρικό, κυβικό ή πολύεδρο κόπρανο συμπαγούς υφής (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).

- Έχεσες τίποτες ωρέ Παντελή;
- Τι να χέσω; Μόνο κάτι βερβελιές έβγαλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι ο άπλυτος που φοράει λερωμένα ρούχα.

Είναι, φυσικά, υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στα Χανιά. Ο Τιρτιράκης ήταν ένας καθυστερημένος και πονηρός «πολυτεχνίτης». Δεν είχε συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά καταγινόταν με ο,τιδήποτε κι αν του ζητούσες και το έπαιζε ειδικός, χωρίς να έχει φυσικά ιδέα. Π.χ. του ειχε ζητήσει μια γυναίκα να της βάψει τα υπνοδωμάτια. Αυτός πήρε τη μπογιά και έβαψε απο τους τοίχους και τα πλακάκια μέχρι τις πρίζες και τις ντουλάπες. Επίσης, έβαψε και το μηχανάκι του με μπλε μπογιά για να δείξει πόσο καλός φανοποιός είναι (είχε βάψει μέχρι και τα φανάρια).

Φυσικά, πάντα είναι άνεργος και τον περιποιούνται μόνο όσοι τον λυπούνται ή του λένε π.χ. να συμμαζέψει κάποια παλιά αποθήκη και τον πληρώνουν (αν δεν κάνει καμιά καταστροφή) και του δίνουν ό,τι παλιό θέλει από μέσα.

Έμεινε γνωστός για την υποψηφιότητα του για δήμαρχος των Χανίων, με σκοπό μόλις βγει να δώσει χρήματα στον κόσμο. Όλοι τον είχαν πάρει στην πλάκα και του φώναζαν στο δρόμο «Γεια σου πρόεδρε». Ο άνθρωπος πίστεψε τα λόγια των συμπολιτών του και θεωρούσε πως είναι ο νέος δήμαρχος τον Χανίων. Όπως ήταν φυσικό, πήρε μόνο ελάχιστες ψήφους (τον ψήφισαν ορισμένοι αντί λευκού). Την επόμενη των εκλογών όσοι των ρωτούσαν «Πρόεδρε, τι έγινε; Γιατί δεν βγήκες;» έπαιρνε την απάντηση «Άσε άσε... Είμαι πολύ απογοητευμένος... Μπερδευτήκανε οι ψηφοφόροι μου και αντί για να βάλουν σταυρό στο όνομα Τιρτιράκης έβαλαν στο Βυρβιδάκης... Μου φάγανε τους ψηφοφόρους!»

Στις μέρες μας θα τον δεις καβάλα στο μηχανάκι του να κάνει βόλτες στα Χανιά, φορώντας πάντα λερωμένα ρούχα και καλημερίζοντας όποιον δει μπροστά του.

Από πότε έχεις να κάνεις μπάνιο ρε τιρτιρή;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι ο αηδιαστικός.

Ο Ηλίας Μπαμπούκος ήταν υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στα Χανιά. Η δουλειά του ήταν να μοιράζει φυλλάδια μέσα στον δημοτικό κήπο των Χανίων ή στην πλατεία της αγοράς. Είχε μια τεράστια κοιλιά και πάντα η μπλούζα του ήταν λαδωμένη. Σου έδινε το φυλλάδιο μονο αν του το ζητούσες ο ίδιος και πάντα σαλιώνοντας τον αντίχειρά του για να το πιάσει. Πολλοί του φώναζαν «Μπαμπούκο, πιάσε ένα σπέσιαλ» και αυτός αμέσως σάλιωνε κάλα τον αντιχειρά του, τον δείχτη και τον μέσο για να στο δώσει (ή σπανίως τα ένωνε και τα έφτυνε).

Όμως, δεν προκαλούσε μόνο με αυτό αηδία στους άλλους. Την ίδια κίνηση έκανε για να καθαρίσει κάποιο λεκέ απο τα ρούχα του, από το δέρμα του ή ακόμα και τις ξεραμένες λάσπες από τα παπούτσια του. Μάλιστα, μπορεί να σάλιωνε τον αντίχειρά του παραπάνω από μια φορές χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι λάσπες που μπαίνουν στο στόμα του. Ακόμα, φυσούσε τη μύτη του πάνω στο χέρι του, το έτριβε πάνω στην μπλούζα του στο σημείο της κοιλιάς και στη συνέχεια το καθάριζε και αυτό με τον αντίχειρα.

Όταν δεις κάποιον να κάνει ο,τιδήποτε από τα παραπάνω μπορείς να τον χαρακτηρίσεις ως μπαμπούκο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λεπτό λιπαρό στρώμα μείγματος ιδρώτα υπό μορφήν στερεοποιημένων αλάτων και σκόνης λόγω νέφους, που διατρέχει την ανθρώπινη επιδερμίδα, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στην πόλη (hot time... summer in the city). Συνώνυμο της μάκας.

Το μείγμα αυτό γίνεται αντιληπτό στον φιλόσοφο άνδρα κατά την μηχανική τριβή του προσώπου του με τα δάχτυλά του, όταν αυτός βρίσκεται υπό βαθείς προβληματισμούς, όπερ και η τοιαύτη ουσία συμπυκνώνεται ακόμα περισσότερο σε μαύρα βρωμομπαλάκια. Η τύχη των συμπυκνωμένων αυτών σωματιδίων είναι να εκσφενδονιστούν - αποτιναχτούν από το χέρι του ανδρός και να καταλήξουν στο πάτωμα ή να παρασυρθούν στην ατμόσφαιρα.

- Μια χαρά ήμουνα στο χωριό μου στα Άγραφα. Τώρα που κατέβηκα στην Αθήνα να σπουδάσω, όποτε καλοκαιρεύει όλο μου το σώμα γεμίζει σγάρτσα και αναγκάζομαι να κάνω μπάνιο (άκουσον-άκουσον) τουλάχιστον μέρα παρά μέρα!

Lovin\' Spoonful - Summer In The City (από allivegp, 19/08/10)

παραλλαγή: σκόρτσα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω το χοντρό μου.

- Δεν τον ξαναπαίρνουμε μαζί μας διακοπές.
- Γιατί ρε; Πάλι λιάρδα τον σέρνατε όλη μέρα;
- Εκτός από αυτό, με το που πιάσαμε λιμάνι, αρχίζει να έχει κάτι πόνους. Τον πήγαμε κατευθείαν Βοστάνειο.
- Και τι είχε ρε;
- Αφού τον ξέρεις ρε! Όταν πάει διακοπές δε σπάνει με τίποτα! Άλλη φορά μόνο για κάνα τριήμερο μαζί μας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία