Ο κάτοικος της Σίφνου, λόγω της εφέσεως των Σιφνιωτών στην κατασκευή τσουκαλιών και σταμνιών. (Δες).
Πάμε απέναντι στους τσουκαλάδες.
Ο κάτοικος της Σίφνου, λόγω της εφέσεως των Σιφνιωτών στην κατασκευή τσουκαλιών και σταμνιών. (Δες).
Πάμε απέναντι στους τσουκαλάδες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πισινός, κώλος.
Αυτή η γκόμενα έχει και γαμώ τους τσούφκους.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι η υποχονδρία.
Πέθανε απ’ την υποκοντρίλα του. Τον παρακαλάγανε τα παιδιά του να εμβολιαστεί και αυτός εκεί! (Δες).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έτσι κορόιδευαν οι Συμιακοί μετανάστες τους γνωστούς για την τσιγκουνιά τους κατοίκους της πόλης της Ρόδου.
Μόνος σου μπογιατίζεις το σπίτι σου; Είσαι εσύ ένα ροδίτικο φελάκι... Δώσε, ρε συ, κάτι σε έναν άνθρωπο να σ' το βάψει αφού δεν είναι δουλειά σου... Τσιγκούναρε...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Ο Ηρακλειώτης, αποκαλούμενος από Ρεθυμνιώτες. (Δες).
Πάλι οι φραγκοφονιάδες μας κυβερνούν.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σοροπιαστό γλύκισμα που φτιάχνεται από φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, μουλιασμένες στο γάλα, κατόπιν τηγανισμένες στο λάδι και τέλος περιχυμένες με μέλι και κανέλα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη συνταγή.
Φολεγανδρίτικο. Πιθανόν να μην το ξέρει πια κανείς εκεί, καθότι πρόκειται για παλιό αυτοσχέδιο γλυκό και παλιά λέξη.
Προφ ιταλικής ρίζας, από το frittula (σιτσιλιάνικη λέξη), βλ. εδώ, κάτι σα να λέμε «τηγανιά».
- Θυμάσαι πώς έκανε η Δέσποινα τις φρίδουλες;
- Μμμμ... όχι, αλλά ας αυτοσχεδιάσουμε και θα το βρούμε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η γκόμενα στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.
Γκάιντα ρε, τάχα το χαλόνι ! (= κοίτα ρε κώλο το γκομενάκι !)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στην Αγία Παρασκευή Λέσβου «χαμπαρολόγος» λέγεται ένα κοκκινωπό έντομο, αβλαβές. Θεωρείται καλός οιωνός. Πιστεύεται ότι αν το δεις στο σπίτι σου θα έχεις (καλές κατά κανόνα) ειδήσεις από ξενιτεμένο μέλος της οικογένειας.
Δες τον χαμπαρολόγο που κάθεται στο παράθυρο!!!! Θα τηλεφωνήσει ο αδερφός σου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.
Γιαννιώτικο ιδίωμα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη εις την κρητικήν, ιδίως κατά τα παιδικά παιχνίδια, αλλά και γενικότερα: ζαβολιά, απάτη, κλεψιά, cheat - κατά τους φίλους μας τους Αμερικανούς.
Χιλετζιάρης είναι αυτός που κάνει χιλετζιές.
- Όταν ο Κωστάκης «τα φυλάει» κάνει χιλετζιές, όλο κοιτάζει και βλέπει που κρυβόμαστε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!