Επιπλέον ετικέτες

Το ανδρικό μόριο, το πέος στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Η χρήση της ακόμα και στη δεκαετία του '50 ήταν σχετικά περιορισμένη. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν τις πιο συνηθισμένες πανελληνίως ψωλή και πούτσος.

Αγνώστου (σε μένα) ετυμολογίας. Κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη ως συνήθως. Προτείνω (ως αφετηρία προβληματισμού περισσότερο) δύο εκδοχές:

  1. Μια "δυτική": το ισπανικό cabeza ή το πορτογαλικό cabeça, που σημαίνουν κεφάλι.
  2. Μια "ανατολική": το τουρκικό kabak που σημαίνει κολοκύθι, φλασκί.

Όπως φαίνεται και στην από κάτω φωτογραφία, το σχήμα τους θα μπορούσε να δικαιολογήσει την σχετική παρομοίωση.

κολοκύθα (φλασκί)

"Ήτανε, που λες, τύφλα στο μεθύσι, είχε βγάλει τη καμπέκα του και κατουρούσε μες στη μέση του δρόμου!"

Κάποιοι αποκαλούσαν έτσι κοροϊδευτικά γυναίκες που εξακολουθούσαν να τις αποκαλούν "Μπεμπέκα" παρά την (προχωρημένη) ηλικία τους. (Συνήθως ήταν "ξενόφερτες" νύφες ή "ξενάρες", όπως αποκαλούνταν εκείνες, που δεν ήταν από το νησί).

"Τά 'μαθες Ερήνη μου; Ξενάρα πήρε κι ο Νικολός τση Ρηνιώς! Και ξέρεις ήντα τηνε λένε; Μπεμπέκα! Μωρέ Καμπέκα θα τηνε λέω εγώ κι οποιανού τ'αρέσει!"

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως απαντάται στην έκφραση "μασαρεύω τα πράματα": τακτοποιώ, περιποιούμαι (δηλαδή ποτίζω, αρμέγω, βάζω τροφή όταν χρειάζεται) τα πρόβατα και τα λοιπά ζώα (βούδια, γαδάρους, ζά κλπ). Ετυμολογία από το ιταλικό masseria: αγρόκτημα. Από το masseria προέρχεται και το τοπωνύμιο Μεσσαριά, που συναντάται σε διάφορα μέρη της νησιωτικής χώρας. Από μιά ματιά στο γούγλη βρήκα στη Θήρα, στην Κω, στην Κύθνο και τη Μεσσαρά της Κρήτης. Η εναλλακτική ετυμολογία, "εν μέσω των ορέων" => "μεσαορία" => "μεσαριά", μάλλον αποτελεί πορτοκαλισμό. Τουλάχιστον, όσον αφορά στην Μεσσαριά της Κύθνου, η προτεινόμενη ετυμολογία δίνεται από τον εγκυρότατο μελετητή του νησιού Αντώνιο Βάλληνδα, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ η εναλλακτική δεν "στέκει" τοπογραφικά: Η Μεσσαριά ή Χώρα της Κύθνου είναι χτισμένη σε χαμηλό οροπέδιο, χωρίς να περιβάλλεται από βουνά.

- Νικολό μωρέ! Τα μασάρεψες τα πράματα;
- Τα μασάρεψα πατέρα. Θες άλλο τίοτα, γιά να παένω;
- Όχι γιέ μου, πάενε στο καλό!

Πέρα όμως από την καθαρά αγροτική χρήση, η λέξη έχει επεκταθεί και στην οικιακή/καθημερινή ζωή με την έννοια του "τακτοποιώ", "καταφέρνω", "βολεύω", κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Μωρή Φρόσω, έλα να με βοηθήσεις να μασαρέψουμε το σπίτι. Θά'ρχουνε μουσαφιραίοι*.

μουσαφίρης: φιλοξενούμενος, από το τουρκικό misafir.

- Ηντά'παθε το χέρι σου και τό'χεις δεμένο;
- Μού΄φυε το σφυρί, 'κειδά που κάρφωνα μια πρόκα, και το μασάρεψα!

Επίσης το παρακάτω δίστιχο από παροδοσιακό τραγούδι της τάβλας, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού.

"Στην πόρτα σου ξενύχτησα με δυό σπαθιά ζωσμένος
και πήα να μασαρευτώ και σφάηκα ο καημένος"

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέσα στους ελαιώνες της Μυτιλήνης έχει αναπτυχθεί μία συγκεκριμένη αργκό. Βάζω τις λέξεις που ξέρω κάτω από το ίδιο λήμμα.

α) Τέμπλα: Ειδικά επεξεργασμένο ραβδί έτσι ώστε να εξυπηρετεί το ράβδισμα της ελιάς

β) Κουρούκι: Καρπός ελιάς που δεν έχει μαζευτεί εγκαίρως, έχουν φύγει όλοι οι χυμοί του κι έχει καταστεί τελείως άχρηστος.

γ) Κασίμι: Κτήμα που έχει ενοικιαστεί. Στο κασίμι ένας γεωργός συνθηκολογεί με τον ιδιοκτήτη ενός κτήματος και το νοικιάζει για κάποια χρόνια. Ο γεωργός αναλαμβάνει την υποχρέωση να το περιποιηθεί έτσι ώστε να κάνει πολύ καρπό και οικειοποιείται την σοδειά για το διάστημα αυτό έναντι ενός ποσού ή μέρους της παραγωγής. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης, εκτός από το άμεσο κέρδος που του παίρνει από τον ενοικιαστή, ξέρει ότι θα έχει κι ένα περιποιημένο κτήμα.

δ) Νταϊφάς: Πλήθος γεωργών που μοιράζονται τις υποχρεώσεις, το κεφάλαιο και το κέρδος σε ένα κασίμι. Ό,τι είναι το σύνολο των ομόρρυθμων εταίρων σε μία εταιρία είναι ο νταϊφάς στο κασίμι.

ε) Κωλοριζήτης: Κλαδιά που φυτρώνουν στη ρίζα του δέντρου και παίρνουν μεγάλο μέρος των χυμών του, εμποδίζοντας το υπόλοιπο να κάνει καρπούς και δυσκολεύοντας το στρώσιμο των διχτυών. Φυτρώνουν σε πλήθη και κατά κανόνα κόβονται, εκτός από τις περιπτώσεις πολύ γέρικων δέντρων που αφήνονται ένας- δυο κωλοριζήτες να αναπτυχθούν και να αντικαταστήσουν τον κύριο κορμό που δεν του έχουν μείνει πολλά ψωμιά.

στ) Φαγάς ή γαμιάς.
Κλαδί που φυτρώνει στο κέντρο του δέντρου, απορροφά δυσανάλογα πολύ χυμό σε σχέση με τον καρπό που παράγει κι εμποδίζει τον ήλιο να φτάσει στα υπόλοιπα μέρη που πρέπει. Τον σκοτώνεις όσο είναι μικρός.

ζ) Καλαθάκι: Τις πρώτες φορές που μαζεύει κάποιος ελιές βολεύεται κατά κανόνα να τις μαζεύει με το δεξί, να τις βάζει στο αριστερό, κι όταν έχουν μαζευτεί πολλές στο αριστερό να τις πετάει στο δίχτυ. Σε αυτή την περίπτωση το αριστερό χέρι λέγεται και «καλαθάκι». Αυτή η διαδικασία μειώνει την παραγωγικότητα κι είναι κάτι που προσπαθεί ο κόσμος να καταπολεμήσει αφού είναι πιο αποτελεσματικό να μαζεύεται και με τα δύο χέρια ο καρπός και να ρίχνεται στο δίχτυ. Κάποιοι γηραιοί Μυτιληνιοί χρησιμοποιούν την φράση που λέγαν οι επιστάτες «μην κάνεις καλαθέλια» θέλοντας να πουν «μην κωλυσιεργείς».

η) Σάκιασμα: Η διαδικασία κατά την οποία μαζεύονται οι ελιές από τα δίχτυα και μπαίνουν σε σακιά.

θ) Μπασάκι: Τα παλιά χρόνια, τότε που το λάδι είχε μία υπολογίσιμη εμπορική αξία, οι φτωχοί αθρώποι πήγαιναν μετά το σάκιασμα και μαζεύαν τις ελιές που είχαν μείνει κάτω. Αυτή η διαδικασία λεγόταν «μπασάκι». Σε περιόδους μεγάλης φτώχειας οι κτηματίες άφηναν εσκεμμένα πολλές ελιές αμάζευτες ώστε να τις πάρουν αυτοί που είχαν ανάγκη.

ι) Μηχανή: Το ελαιοτριβείο.

ια) Τσίτα: Πολύ μικρό κλαδί ελιάς που έχει πελεκηθεί έτσι ώστε να τρυπήσει το σακί με τον καρπό και να το εμποδίσει να ανοίξει. Αυτό χρησιμοποιούνταν κυρίως παλιότερα που το υλικό του σακιού ήταν βαρύ, τώρα βολεύει πιο πολύ ο σπάγκος.

α) Αυτή η τέμπλα είναι τόσο κοντή που δεν φτάνει να ραβδίσω ούτε το μισό ύψος του δέντρου.

β) Μέχρι να αποφασίσεις να στρώσεις δίχτυα, όλες οι ελιές σου γίνανε κουρούκια.

γ) Δεν βρίσκω κάτι που να δείχνει την διαφορά του από το κτήμα.

δ) Ούτε δούλευε ούτε πλήρωνε. Ήταν τόσο ανεπρόκοπος που τον διώξαμε από τον Νταϊφά.

ε) Μήτσο, κόψε τους κωλοριζίτες να στρώσουμε δίχτυα με την ησυχία μας.

στ) Κόψε αυτό το κλαδί. Φυτρώνει στο κέντρο και θα εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως γαμιά.

ζ) Μην κάνεις καλαθάκια, μάζευε ελιές και με τα δυο σου τα χέρια.

η) Μόνο το σάκιασμα έμεινε και τελειώσαμε.

θ) Ο γέρος λέει: «όταν ήμουν μικρός το έσκαγα από το σχολείο για να πάω στο μπασάκι να βγάλω κανένα φράγκο.

ι) Σήμερα τελειώσαμε το σάκιασμα και πήγαμε τις ελιές στη μηχανή για να βγει το λάδι.

ια) Παράτα το χουζούρι και βάζε τις τσίτες πιο καλά να μην ανοίξουν τα σακιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.

Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.

Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.

Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.

Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.

Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.

Το Μαναφούκι, του Ντίνου Οικονόμου (από poniroskylo, 14/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το ψάρι, που είναι πιό γνωστό με τ'όνομα πεσκαντρίτσα. Αλλες ονομασίες της σκλεμπού, βατραχόψαρο, φανάρι, φλάσκα, σπερκελέτσο.Η επιστημονική ονομασία της είναι Lophius piscatorius, που σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση, (αυτός που) "ψαρεύει με το λοφίο". Η ονομασία οφείλεται στο ότι, ζεί μισοχωμένη στη λάσπη του βυθού και προσελκύει τα θηράματά της κουνώντας ένα μικρό λοφίο,σαν σκουλήκι, που υπάρχει πάνω από το τεράστιο στόμα της. Μόλις κάποιο από τα πλάσματα του βυθού πλησιάσει για το δελεαστικό μεζέ, γίνεται μεζές το ίδιο! Περισσότερες πληροφορίες εδώ

χλεμπού ή πεσκαντρίτσαχλεμπού ή πεσκαντρίτσα

Στην Κύθνο, από πλευράς ονομασίας, η πεσκαντρίτσα είχε την ίδια αντιμετώπιση με το σαλούβαρδο. Αυτός, εξ αιτίας της ασκήμιας του έγινε σαχλιαμπάκος. Για τον ίδιο λόγο η πεσκαντρίτσα έγινε χλεμπού. Παλιότερα οι ψαράδες τις πετούσαν, επειδή δεν τις αγόραζε κανείς. Σήμερα πουλιούνται, αλλά πρέπει πρώτα να γδαρθούν. Πάντως κάνουν εξαιρετική σούπα.

Αγόρασα μιά χλεμπού σήμερα. Μου την έγδαρε ο ψαράς και την κάναμε βραστή. Λουκούμι!

Όπως και ο σαχλιαμπάκος, χρησιμοποιείται γιά να υποδηλώσει εξαιρετική ασκήμια.

Την είδες τη γυναίκα που πήρε ο Γιώργης; Σκέτη χλεμπού!

Στο σάη υπάρχει το λήμμα πεσκανδρίτσα για γυναίκα που, "παρά την αποκρουστική της ασχήμια έχει κρυφά και γοητευτικά χαρίσματα"

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει φαντασιώνομαι, αναπολώ στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αναφέρεται σε φαντασιώσεις ερωτικού περιεχομένου, αλλά και σε αναπολήσεις, όχι κατ' ανάγκην ερωτικές.

Δεν έχει καμιά σχέση με τα ομόρριζα ιστορίζω που σημαίνει εικονογραφώ εδώ και εξιστορώ / ανιστορώ. που σημαίνει αφηγούμαι εδώ.

Περιγραφή ξαδέλφου μου, που "έπαιρνε μάτι", πίσω από τις γρίλιες, την απέναντι γειτονοπούλα, που "διάβαζε" με ανοιχτό παράθυρο. Κάπου στα τέλη τις δεκαετίας του '60.

"Εκεί που διάβαζε, που λες, τήνε βλέπω που βάνει το χέρι μπροστά, κάτω από το τραπέζι και αρχίζει να κουνιέται σιγά-σιγά. Ποιος ξέρεις τι ψωλές ιστορίζεται; σκέφτηκα κι εγώ κι έγινα ... άσ' τα."

Κι ένα παράδειγμα με την έννοια του "αναπολώ"

Είναι κι όλας τόσα χρόνια πεθαμένος; Τον ιστορίζομαι, σα νά'τανε χτές, που καθουμάστε παρέα στη πεζούλα και πίναμε ούζα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

συνεικάζω / σοπορτάρω / νταγιαντώ

Αυτές οι τρεις λέξεις, πέρα από την εννοιολογική εγγύτητα των δύο τελευταίων, φαίνονται να μη σχετίζονται μεταξύ τους. Για μένα όμως, εκτός του ότι ανήκουν στη ντοπιολαλιά της Κύθνου και τις άκουγα από τη γιαγιά μου από μικρό παιδί, απεικονίζουν ανάγλυφα την ιστορία των περισσοτέρων νησιών του Αιγαίου, κατά την τελευταία χιλιετία.

Το συνεικάζω σημαίνει σχηματίζω, συνθέτω στο μυαλό μου την εικόνα κάποιου προσώπου, αντικειμένου, γεγονότος κλπ.

Η ετυμολογία προφανής: συν+εικάζω (με την έννοια του εικονίζω και όχι του πιθανολογώ).

«Κάτι μου λέει τ' όνομα, γιοκαράκι μου, μα δεν τονε συνεικάζω». Έτσι μού 'λεγε η γιαγιά, όταν (σπανίως, γιατί μέχρι το τέλος είχε πλήρη διαύγεια) δεν θυμόταν κάποιον.

Το σοπορτάρω σημαίνει αντέχω, υπομένω, αποδέχομαι.

Η ετυμολογία από το ιταλικό sopportare , με την ίδια έννοια.

«Το βλέπω έτσι, το βλέπω κι αλλιώς, μα και πάλι δε μπορώ να το σοπορτάρω

Οι τρεις αιώνες (13ος-16ος) «δυτικής» (ενετοί, γενουάτες, καταλανοί κ.ά.) κυριαρχίας στο Αιγαίο άφησαν τα σημάδια τους, μεταξύ άλλων, και στη γλώσσα. Βέβαια στα μικρότερα νησιά, όπως η Κύθνος, υπήρξε σχετικά γρήγορη αφομοίωση του «δυτικού» στοιχείου. Έτσι γύρω στο 1700, όταν o Tournefort επισκέφθηκε το νησί δεν υπήρχε κανένας καθολικός.

Το νταγιαντώ ή νταγιαντίζω έχει την ίδια έννοια με το σοπορτάρω δηλ. αντέχω, υπομένω, αποδέχομαι.

H ετυμολογία από το τουρκικό dayanmak, με την ίδια έννοια.

To νταγιαντώ ή νταγιαντίζω είναι ευρύτερα διαδεδομένο στον ελληνικό χώρο, όπως αποδεικνύεται από αρκετά τραγούδια, παραδοσιακά

«Δε νταγιαντώ δυό πράματα φτώχεια και γεροντάματα»

ή μη

«...Παναγιώτα μου νταγιάντα κι έχει ο Θεός!» από εδώ.

Οι επόμενοι τρεις αιώνες (16ος-19ος) της οθωμανικής κυριαρχίας, άφησαν κι αυτοί τα σημάδια τους στη γλώσσα, παρά το γεγονός ότι η Κύθνος (όπως τα περισσότερα μικρά νησιά δεν εποικίστηκαν από τους Οθωμανούς, επειδή θεωρήθηκαν ανασφαλή γι' αυτούς, λόγω της πειρατείας. Έτσι στο διάστημα αυτό υπήρξε μια ιδιόμορφη «συγκυριαρχία» των νησιών αυτών: Από τα μέσα της Άνοιξης (όταν έβγαινε ο οθωμανικός στόλος από τα Δαρδανέλια) μέχρι της αρχές του φθινοπώρου (που επέστρεφε) ολόκληρο το Αιγαίο ήταν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών. Τον υπόλοιπο μισό χρόνο αλώνιζαν διάφοροι, δυτικοί κυρίως, κουρσάροι. Μερικοί μάλιστα, ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι με τις οικογένειές τους, σε διάφορα νησιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το (ερειπωμένο σήμερα) τμήμα τις χώρας της Κιμώλου, με τα οικόσημα στις προσόψεις των σπιτιών.

Με βάση τα προηγηθέντα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι επιδράσεις από την τουρκική γλώσσα στα νησιά αυτά ήταν έμμεσες και οφείλονταν στην επικοινωνία που είχαν με άλλες περιοχές της, τότε, αυτοκρατορίας, όπου η παρουσία της τουρκικής ήταν πιο έντονη. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το γεγονός ότι, μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους και μέχρι το 1922, υπήρχε διαρκής επαφή και επικοινωνία των, υπό ελληνική κυριαρχία, νησιών, με αυτά, που παρέμεναν υπό τουρκική και με τα μικρασιατικά παράλια.

Παρ' όλα αυτά όμως, η ελληνική γλώσσα παρέμεινε βαθιά ριζωμένη, διατηρώντας «λόγιες» μορφές, όπως το «συνεικάζω», ακόμα και σε ανθρώπους χωρίς γραμματικές γνώσεις (η γιαγιά μου πήγε μέχρι τη δευτέρα δημοτικού).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

κατουμίζω, κατουμάω

Τοπικός ιδιωματισμός (Χίο και Κρήτη σίγουρα, αλλά πιθανόν σε όλο το Αιγαίο) που σημαίνει, με παίρνει ο ύπνος, κλείνουν τα μάτια μου από την κούραση.

Προέρχεται μάλλον από το «κάτω» (δλδ γέρνει το κεφάλι μου κάτω αφού από την κούραση δεν μπορώ να το κρατήσω όρθιο) και η κατάληξη προστέθηκε για να γίνει πιο εύηχο. Παραλλαγή του «κατουμίζω» είναι το «κατουμάω», που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Συνήθως το «κατουμίζω» χρησιμοποιείται για το α' πρόσωπο, ενώ το «κατουμάω» στο β' και στο γ' πρόσωπο.

  1. - Τι θα γίνει, θα πάμε κι αλλού;
    - Πού να πάμε ρε κατεστραμένε; Αφού κατουμάς ολόκληρος.

  2. - Γιατί δεν κλείνεις το μαγαζί να πάμε παρακάτω;
    - Δεν γίνεται. Κατουμίζω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

έμπος (το)

Χαμηλή νέφωση, προμήνυμα βροχής (στη ντοπιολαλιά της Κύθνου). Από μια μικρή έρευνα στο γούγλη, βρήκα ότι, στην μεν Κρήτη, σημαίνει ομίχλη, στη δε Λευκάδα, καταρρακτώδη βροχή, δηλαδή παρεμφερείς έννοιες. Αγνώστου (σε μένα) ετυμολογίας. Πάντως, και στα τρία αυτά μέρη, είχαμε κάποιους αιώνες ενετοκρατίας. Αυτό ίσως μπορεί να δώσει κάποια κατεύθυνση στην αναζήτηση πιθανής προέλευσης και ετυμολογίας. Ευπρόσδεκτη κάθε βοήθεια από γνωρίζοντες περισσότερα.

Είχε ένα έμπος, μιά μαυρίλα,ένα κακό, εκεί, κατά το Πετροβούνι. Έσμιξ' ο ουρανός κι η γης."Τρεχάτε να σπηλιώσουμε*!" φώναξε ο πάππους. Ίσα-ίσα που προλάβαμε να μπούμε στο κελί** και τό 'φερε σαρανταπόταμο!

*σπηλιώνω: βρίσκω καταφύγιο από τη βροχή (στη ντοπιολαλιά της Κύθνου)

**κελί: αγροικία από ξερολιθιά για χρήση από ανθρώπους και ζώα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλη μια "ποιητική" έκφραση από την Κύθνο, που σημαίνει δεν κάνω τίποτα, κωλοβαράω ή ασχολούμαι με κάτι, ανάξιο λόγου ή χωρίς αποτέλεσμα.

-Άστα μωρή Αννεζίνα, θα τα καθαρίσει η Μαρία!

-Ναι, αμή*! Θα κάμει τον άνεμο κουβάρι η ανεπρόκοπη!

*αμή: αμέ

-Είδα το Γιαννούλη στο χωράφι σας και πολεμούσε κατιτίς, μα δε κατάλαβα ηντά'κανε**.

Ήντα νά 'κανε ο άχρηστος! Τον άνεμο κουβάρι!

** ηντά'κανε: τι έκανε (η πλήρης έκφραση είναι "ήντα έκανε", αλλά με την έκθλιψη του τονιζόμενου "ε" ο τόνος του "η"κατεβαίνει στην επόμενη συλλαβή, όπως στο γνωστό Ναξιώτικο τραγούδι: "... ήντα σού'καμα κ' ηντά'χεις..." Ο ρυθμός στον καθημερινό λόγο, όπως αναφέρεται και στον πολύ ενδιαφέροντα διάλογο που ακολουθεί το λήμμα μανάβης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία