Πολύ κρύο. Τόσο που ψοφάνε τα πάντα.
Βγήκα χτες και το μετάνιωσα. Ψόφος κακός σου λέω.
Πολύ κρύο. Τόσο που ψοφάνε τα πάντα.
Βγήκα χτες και το μετάνιωσα. Ψόφος κακός σου λέω.
Δες και ψόφος στο cySlang.com. Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψωλόκρυο
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υποψιάζομαι ότι κάτι δεν πάει καλά και ψάχνομαι. Έχει προέρθει πιθανόν από την παρεξηγημένη κίνηση κάποιου να ξυστεί λόγω της παρουσίας ψύλλων στο κορμί του, με την αντίστοιχη κίνηση να βρει το πορτοφόλι του.
Βλέπε και το υποψυλλιάζομαι του τηλεπαθητικού χρήστη Βράστα
- Άσε ρε Μανωλάκη, θα τον πληρώσω εγώ τον λογαριασμό.
- Να είσαι καλά και ευχαριστώ, αλλά δεν ψάχνω το πορτοφόλι μου,
κάτι με τρώει και δεν ξέρω τι είναι ρε γμτμ...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Άνδρας ή γκομενίξ με έφεση στο ψυχικό - δεν αναφερόμεθα εις το ομώνυμο ντεμέκ βουπού, αλλά εις το γαμήσι του ελέους. Ή σε κάθε συμπονετική αγαθοεργία του πέοντος, με την ευρύτερη έννοια.
Επίσης, το αρχέτυπο της πουτάνας με την χρυσή καρδιά, όπως μας υπενθύμισε ο Hoxha στο παρακάτω σχόλιό του.
- Ακους εκει που θελει και σεβασμο το τσουλακι του γραφειου!! Δεν της φτανει που βρεθηκε αυτος που ειναι και ψυχικιαρης και την πηρε που θα εμενε στο ραφι η πομπεμενη!
(εδώ)
- εστειλε και γραμμα στη Σουλαρα για παρτη μου καθοτι ψυχικιαρα και μονο καλα κανει στη ζωη της και την εχω σε καργα εχτιμησις και λιγες κουβεντες περι παρτης της μην τραβηχτουμε σαν τα σεντεκλερια 'δω μεσα!
(εκεί)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ιδιάζων χαρρυκλυννικός όρος για να πεις «ψυχοπάθεια» ή «ψυχοπαθολογία», αλλά αφορά κυρίως σε ελαφρές νευρωσούλες. Υποθέτω ότι πριν τσιμπήσει τον όρο ο Χάρρυ Κλυνν ήταν σύνηθες μαργαριτάρι λαϊκών τύπων. Είναι ένας slangically correct τρόπος να απαντάς σε Γιαλόμα. Συνήθως λέγεται «μην πάθουμε καμιά ψυχολογία» και εννοούμε ότι δεν πρέπει να καταπιεζόμαστε, για να μη μας μείνει κανένα απωθημένο κ.ο.κ.
(Ο Χάρρυ Κλυνν ως οικογενειάρχης κάνει πικνίκ στην παραλία):
Ελλεεινίδα μαμά (τσιρίζοντας):
- Λαλάαααααακη, μην κάνεις τα κακά σου πάνω στο τραπεζομάντηλο, κάν' τα μες στη θάλασσα!
Έλλεεινας μπαμπάς:
- Ωχού, ας το παιδί να ενεργηθεί, μην πάθει καμιά ψυχολογία άμα λάχει να 'ούμε...
Γιαλόμα:
- Έχεις σκεφτεί γιατί θες να κάνεις σεξ μαζί μου αυτήν την στιγμή, τι προσπαθείς να αποδείξεις στον εαυτό σου;
Γιαλομοπαθής:
- Ωχού, άσε με με τις ψυχολογίες πρωϊνιάτικα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχω λαλήσει, έχω σαλτάρει, έχω πάθει λαλά, ταράκουλο και τραμπάκουλο ένα πράμα, τραγουδώ ♪♫ τραλαλά ♪♫ καθώς με κυνηγάει με την απόχη ο συμπαθής κύριος με την λευκή ποδιά.
Οι λαίουρες και οι τετρατριχοτόμες γιαλόμες προκρίνουν το ψυχικό τραλαλά.
- Η αριστοφανική λέξη (...) έχει καταγραφεί στο βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες. Ο editor αρνείται να την δεχτεί ολόκληρη, παθαίνει ψυχικο τραλαλά και βάζει διαστήματα. Ιδού: «λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκ ρανιολειψανοδριμυποτριμμα τοσιλφιολιπαρομελιτοκατακ εχυμενοκι-χλεπικοσσυφοφαττοπεριστερ αλεκτρυονοπτοπιφαλλιδοκιγ κλοπελειολαγωοσιραιοβαφητ ραγανο-πτερυγών»
(εδώ)
- Είναι γεγονός, μάγκες μου, ότι ο ιμπεριαλισμός τρέμει. Έπαθε ψυχολογικό τραλαλά με τα αυξημένα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. Η Κάγκελα Μέρκελ πάσχει εδώ και δέκα μέρες από ιλίγγους, κεραυνός έπεσε στο αεροπλάνο που μετέφερε τον Ολάντ...
(εκεί)
- Δεν θα πρέπει κάποιος επιτέλους να πληρώσει για το ψυχολογικό τραλαλά που περνάει όλη η Ελλάδα; (παραπέρα)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δεν κάνω κάτι ουσιαστικό ή δημιουργικό, τεμπελιάζω, είμαι αφηρημένος.
-Πού να χάθηκε ο Γιάννης, δεν τον βλέπω στη σχολή τελευταία.
-Κλασικά, ψωλαρμενίζει!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το πολύ κρύο. Παραλλαγή της λέξης ψοφόκρυο.
- Πώς ήταν ο καιρός στην Αυστρία τα Χριστούγεννα;
- Ψωλόκρυο, φίλε... Μέσα μείναμε...
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η πολύ μεγάλη πείνα.
Έχει πέσει μεγάλη ψωμολύσσα, δεν υπάρχει ούτε ψωμί να φάμε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κυριολεκτικά λυσσάω για (να φάω) ψωμί, δηλαδή πεινάω πολύ αλλά δεν έχω λεφτά να αγοράσω ούτε ψωμί να φάω. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει οικονομικές δυσκολίες (βλέπε και κάνω το σκατό μου παξιμάδι). Επιπλέον, μπορεί να δηλώνει και την εθελούσια πείνα για λόγους αδυνατίσματος.
Ουσιαστικό: η ψωμόλυσσα.
- Καλά, τόσοι άνθρωποι στον κόσμο ψωμολυσσάνε κι εσύ παραγγέλνεις δυο πιάτα και δεν τρως τίποτα; Τι μαλάκας είσαι;
- Τι θα κάνεις τα Χριστούγεννα;
- Σπίτι... Αφού μου έχουν καθυστερήσει τους μισθούς κι έχω ψωμολυσσάξει να πούμε, για ταξίδια κι έξοδα είμαι τώρα...
- Ρε αναίσθητε, εγώ κάνω δίαιτα και ψωμολυσσάω κι εσύ πήρες γλυκό να φας μπροστά μου;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία