Επιπλέον ετικέτες

Φακελάκι ή άλλη συσκευασία που μοιάζει με ναρκωτικό αλλά δεν είναι· ή που, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μπουρούχα. Πρόκειται για κλασική μέθοδο απόσπασης μπαγιόκου από άσχετους και ψημάρια.

Κατ' επέκταση, πακέτο αποκαλείται η φιδιά, η μούφα. Εξ ου και η έκφραση τρώω πακέτο.

1.
Έφαγα πακέτο : όταν σου πουλήσουνε ψεύτικο πράγμα. Συνταγή: Κύβος Κnor διαλύεται σε μίξερ με προσθήκη ζάχαρης άχνης για να ασπρίσει. Δεν το ξεχωρίζεις. Το θύμα που αγοράζει συνήθως σε δημόσιο χώρο δεν έχει τον χρόνο να το ελέγξει .Το καταλαβαίνει όταν πάει σπίτι και αναφωνεί : έφαγα πακέτο

  1. Συνήθως αυτοί που μοιράζουν πακέτα , φροντίζουν να εξαφανιστούν για ένα διάστημα για να μην εισπράξουν τίποτα μαχαιριές.
    (Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου, Το λεξικό της ντάγκλας, Εκδόσεις Opera 1995, σελ. 71)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρόπος διακίνησης ναρκωτικών (κυρίως ζαπρέ ή χαπιώνε), συνήθως σε φυλακές.

Το πράμα τοποθετείται σε καλά λιπασμένη καπότα, προσεκτικά δεμένη στην άκρη με σπάγκο. Το υπόθετο χώνεται στην σούφρα ή / και στην μουνότρυπα του βαπορακίου, ενώ ο σπάγκος κρέμεται απ έξω για εύκολη αφαίρεση. Αμα τη αφίξει στον προορισμό, το υπόθετο καθαρίζεται από μεζέδες και η άσπρη προωθείται στους αδημονούντες ζέους.

1. Ταξίδευε από τον Πειραιά στη Σύρο έχοντας μέσα της ένα… υπόθετο γεμάτο «σκληρά» ναρκωτικά, μια νεαρή γυναίκα που εντοπίστηκε από άνδρες της Ασφαλείας Ερμούπολης κατά την άφιξη της στο νησί με το πλοίο της γραμμής!

2. Ταξίδεψαν μαζί στην Αθήνα για να αγοράσουν ναρκωτικά οι δύο φίλοι από τον Βόλο. Για να μην τους εντοπίσουν οι αστυνομικοί, ο μεγαλύτερος τα έκρυψε σε ευαίσθητο σημείο του σώματός του ως… υπόθετο και ανέθεσε την οδήγηση στον ανήλικο φίλο του!

3. Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν διαχωρίσει την ποσότητα ηρωίνης και την είχαν μετατρέψει σε οκτώ υπόθετα.

Βλ. επίσης: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995), σελ.91.

Υπόθετο με μεζέ (από σφυρίζων, 22/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πετραδάκι, μικρή πέτρα στα Γιαννιώτικα. Επίσης κασκαρίκι και κατσκαρίκι.

Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αρμένικο khachkar (խաչքար) που σημαίνει πέτρα με σταυρό. Βλ. επίσης και την οροσειρά Kaçkar στον Πόντο και την έκφραση κασκαρίκα.

- Πώς έγινες έτσι ρε;
- Έφαγα μια σαβούρδα σε κάτι κατσκαρίκια στο χωριό!
- Σε κάτι τί;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το καμμένο υπόλειμμα. Σπανιότερα το απομεινάρι, το κατακάθι, το κουκούδι.

Διεκδικεί τη θέση του στο σλανγκρ, λόγω τοπικότητας του ιδιωματισμού για λόγους καταγραφής και μόνο. Δεν το ‘χω ακούσει πουθενά πλην της ιδιαίτερης πατρίδας μου (Γκάτζλαντ) και γίνεται πολλαπλή αναφορά σε Πασχαλινά τραπεζώματα κατά τα οποία συγγενείς συναγωνίζονται στις επιστημονικές γνώσεις τους για το ορθό ψήσιμο του οβελία, σπληνάντερου κλπ.

Ψάχνοντας την από νέτι προέλευση της λέξης, ο Κακάτσης είναι πατριδωνυμικό επώνυμο αρβανίτικης προέλευσης, ο καταγόμενος από το Κακάτσι της ΝΑ Αλβανίας (εδώ).

Ακόμα από νέτι: χάλα χάλα, Ποντιακός Χορός της περιφέρειας Κακάτσης (Αργυρούπολη). (εδώ).

  1. Βγάλτο συμπέθερε απ’ τη σούβλα, κατσίκι θα φάμε ή κακάτσι;

  2. Κακάτσι το ‘κανες γυναίκα το φαΐ, άχρηστη σα τη μάνα σου κι εσύ.

  3. Σταμάτα να βγάζεις κακάτσια απ’ τη μύτη σου, θα σου πέσει.

(από VAG, 22/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.

«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.

(από Khan, 06/11/11)

βλ. και πράσο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εισπνεόμενες ναρκωτικές ουσίες, σκόνες, ηρωίνη και κοκό.

- Θα τρομάξεις να το γνωρίσεις το Λάκη. Έμπλεξε εδώ και κάνα χρόνο με κάτι πλουσιόπαιδα και έχει εξελιχθεί σε καλλιτέχνη των μυριστικών.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για ποικιλία μαλακού ψημένου μαυρακίου με προέλευση συνήθως το Αφγανιστάν. Αγοράζοντάς το ενισχύετε τον αγώνα των χασασίνων.

- Ξένες συμμορίες πήραν το πάνω χέρι στον «πόλεμο» που μαίνεται στις πλατείες της Αττικής για τον έλεγχο της αγοράς των ναρκωτικών. Αλβανοί, κατά πρώτο λόγο, αλλά και -τελευταία- Νιγηριανοί και Πακιστανοί (που εισάγουν στη χώρα μας το αφγανικό χασίς, που είναι γνωστό στις πιάτσες με την επωνυμία «πλαστελίνη») ξαναμοιράζουν τις «περιοχές ευθύνης», τις περισσότερες φορές όχι αναίμακτα.
(εδώ)

- ...το χασίς. Επίσης γνωστό ως τσοκό, τσοκάδι, πλαστελίνη, κουράδι.
(εκεί)

- Το μαύρο που σου είπε ο Φούντας (το ψημένο δηλαδή) είναι το επεξεργασμένο. Παρασκευάζεται με κοσκίνισμα. Μούφα γενικά και οι πλαστελίνες (τα μαλακά ψημένα) μούφα γενικότερα. (παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πευκοβελόνα, στην σλανγκική των τακτικών επισκεπτών του Ο.ΚΑ.ΝΑ., είναι η βελόνα της σύριγγας με την οποία γίνεται η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών ουσιών, πράξη γνωστή ως σουτάρισμα. Η λέξη προέρχεται από το φύλο του Πεύκου το οποίο έχει τη μορφή βελόνας.

Πευκοβελόνες βρίσκουμε άφθονες σε πάρκα (pun intended).

Μερσί στον knasso :-)

- Κοίτα 'κει ρε μαλάκα! Ο τύπος βγάζει αβέρτα την πευκοβελόνα μπροστά στον κόσμο!
- ... Γάμησε τα, κατάντια φίλε μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πακέτο - στοίβα χαρτονομισμάτων οποιασδήποτε αξίας και με οποιαδήποτε σειρά, τα οποία για να χωρέσουν στην τσέπη του παντελονιού διπλώνονται στα δύο. Και γίνεται φανερή η παρουσία τους στην τσέπη γιατί καταλαμβάνουν αρκετό χώρο.

Σίγουρα δεν χωρούν στο πορτοφόλι, το οποίο συνήθως δεν κουβαλάει μαζί του όποιος έχει παστάλι ή παστάλια. Ο τρόπος που τα βγάζει κανείς από την τσέπη είναι και ένα είδος επίδειξης. Αν τα χαρτονομίσματα είναι είναι λιγότερα σε ποσότητα και τα διπλώνει κάποιος όλα μαζί, έτσι ώστε να παίρνουν κυλινδρικό σχήμα, τότε λέμε πως τα έκανε μασούρι.

Παστάλι είναι μια στίβα από αποξηραμένα καπνόφυλλα περίπου ίδιου μεγέθους την οποία φτιάχνουν οι καπνοπαραγωγοί κατά τη διαλογή των καπνόφυλλων, ώστε όταν συγκεντρωθούν πολλά παστάλια να τοποτεθητούν όλα μαζί σε καπνοδέματα για να τα παραλάβει αργότερα ο καπνέμπορας.

Δεδομένου ότι κανένα φύλλο καπνού δεν έχει ολόιδιο σχήμα και μέγεθος με τα υπόλοιπα, ένα παστάλι καπνόφυλλων έφτασε να χαρακτηρίζει και τα χρήματα που στοιβάζονται με τον ίδιο τρόπο.

Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τούρκικη λέξη.

- Τι έγινε μεγάλε χθες το βράδυ, έβγαλες τίποτε γούστα;
- Με τι λεφτά ρε παιδιά; Τραβάω ζόρια τώρα τελευταία...
- Πλάκα μας κάνεις ρε κόπανε, αφού οι τσέπες σου είναι γεμάτες παστάλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα γυαλιά απομίμηση των Ray Ban, αλλά από περίπτερο (στα περίπτερα της Ομόνοιας βρίσκεις τα πάντα).

-Ο πούστης ο Βαγγέλας πάλι καινούρια γυαλιά πήρε;
-Μην ψαρώνεις ρε μαλάκα, περιπτερέημπαν είναι. 5 ευρώ τα πήρε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία