1. Στην θάλασσα καθώς παίζουμε και γελάμε... πιάνουμε κάποιον φίλο μας από το κεφάλι και τον βουτάμε μέσα, καθώς αυτός βουλιάζει έχουμε την ευκαιρία να πατήσουμε και με τα πόδια μας πάνω του ώστε να τον κρατήσουμε πιο πολύ ώρα μέσα στο νερό μπας και πιει λίγο και κλάσουμε στα γέλια.

  2. Τζούρα από μπάφο, όταν αυτός είναι στα τελευταία του.

  1. - Θα κάτσεις να σου κάνω μια πατητή; Δεν είμαι βαρύς..
    - Για μαλάκα ψάχνεις;

  2. Δεν μου σκας καμιά πατητή από αυτόν τον μπάφο; Δεν την έχω ακούσει ρε φίλε.

Στο 8:01. (από vikar, 10/06/11)

βλ. και πατητή μάρκα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τελευταία τζούρα του γάρου, γνωστή και ως καυτή. Ονομάζεται έτσι, καθώς, κατά Χότζα, «επειδή το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι' αυτό και η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».

Μόνο μια δυο μπριζολάτες έχουν μείνει...

Ακόμη: καρκινιάρικη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μαύρο που καπνίζεται με μια πατέντα που μετατρέπει σε ναργιλέ ένα ποτήρι γεμάτο νερό.

Αντί νορμάλ τζιβάνας βάζουμε μια πολύ μακριά, σχεδόν σε μέγεθος καλαμακιού, την τυλίγουμε με σελοτέι ώστε να αδιαβροχοποιηθεί (το απλό καλαμάκι δεν μας κάνει, έχει πολύ μεγάλη και ελεύθερη διάμετρο σε σχέση με τη τζιβάνα), ανάβουμε το γάρο, βυθίζουμε το ιδιότυπο αυτό τσιγαριλίκι (όχι από τη μεριά της κάφτρας) μέσα σε ένα ποτήρι με νερό, καπακώνουμε το ποτήρι με την παλάμη μας, ο μπάφος είναι ανάμεσα σε 2 δάχτυλα και όλο το άλλο στεγανό, και από το κενό του αντίχειρα με τον δείκτη, το οποίο εφάπτεται του χείλους του ποτηριού, ρουφάμε τον καπνό θαρραλέα.

Πατέντα περασμένων ένδοξων δεκαετιών, δεν ξέρω αν παίζει ακόμα, τώρα που τεσπα η αγορά βρίθει μικροναργιλεδακίων.

Θυμάσαι ρε μαλάκα τότε που κάναμε διάφορα κόλπα για να γίνουμε; Τι γεμιστάκια, τι με το σπιρτόκουτο, τι ποτηράτα...

Δεν βρήκα ποτηράτο, βρήκα όμως κοκακολάτο. (από Vrastaman, 19/06/11)

Δες και -άτος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χασίς καθώς και η ανάλογη φυτεία. Συνθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην Κρήτη για τις χασισοκαλλιέργειες. Η λέξη παίζει και με το πράσινο μίας έτσι κι αλλιώς κατάφυτης περιοχής.

- Ωραίο χωριό το (Χ)...
- Ναι, έχει πολύ πράσινο...

Τhe Kinks - The Village Green Preservation Society (από allivegp, 06/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

- Τι είναι αυτά ρε; Winston μπλε πήρες ρε καρκινιάρη;

- Βρε καρκινιάρη, κι άλλο άναψες;»

- Δες τον καρκινιάρη, έχει να κάνει μπάνιο τρεις μέρες!

- Πω ρε μαλακα καρκινιάρη, πάλι dubstep ακούς;

Βλέπε και καρκίνος και φάρσες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψητό λέμε τον μπάφο, γιατί όταν σκάει μυρίζει σαν μπριζόλα. Όταν σου πει κάποιος «πάμε για τίποτα ψητά», είναι συνθηματικό να πάτε για μπάφο.

— Τι θα κάνεις πιο αργά; Έχω κάτι ψητά σπίτι και λέω να τα δοκιμάσω.
Μέσα.

Δες και μπριζολάτη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αν και το λήμμα παραπέμπει στο γνωστότατο χορό ή στο επίσης γνωστό μαντήλι, εδώ αναφέρεται στο πολύ καλής ποιότητος ελαφρό ναρκωτικό, παράγωγο της ινδικής κάνναβης, που φύεται στην Μεσσηνιακή πρωτεύουσα Καλαμάτα και πέριξ αυτής.

Όπως αναφέρει ο φίλος Azargled στο λήμμα κρητικό (βλ. και παρακάτω), το βασικό ουσιαστικό που είναι το «χασίσι» παραλείπεται, όχι μόνο χάριν συντομίας, αλλά και για την αποφυγή πλήρους κατανόησης της φράσης από πιθανή ανυποψίαστη ομήγυρη.

Συνώνυμα: αφγάνι, γάρο, γελαστό τσιγάρο, γκάντζα, ινδική κάνναβις, κανναβούρι, κρητικό, λεμόνι, Μαίρη Τζέην, μαριχουάνα, μαρουγάνα, μαυράκι, μαύρη, μαύρο, μελαχρινή, μονόφυλλο, μπάφος, νταμίρα, νταφού, πράσινο, σινσεμίλια, σκάνγκ / σκάνκ, σοκολάτα, τούφα, τρίφυλλο, τσιγαριλίκι, φοσμπά, φούντα, χασίς, χασίσι, χόρτο κ.α.. (Κοπί το πίτα και από εδώ).

- Πάρε πάστες κι έλα!
- Τι; είμαστε για επίσκεψη ή παίζει τίποτα καλό;
- Καλαματιανό αγόρι μου! Σου λέει τίποτα;...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φέρων πλεξίδες ράστα.

Υπάρχουν τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες ραστοφόρων:

  • Οι θρησκευόμενοι ρασταφαριανοί, όσοι δηλαδή πιστεύουν ότι ο Ρας Ταφάρι Μακόνεν, το κατά κόσμον όνομα του μακαρίτη Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ, αποτελεί θεία ενσάρκωση και πίνουν γκάντζα για του λόγου το αληθές,
  • Οι μουσικοί ή φίλοι της ρέγκε,
  • Όσοι αυθεντικά αγαπούν το συγκεκριμένο λουκ,
  • Βικτιμάδες της μόδας και της πολιτικής.

Φτηνό λολοπαίγνιο με τον ρασοφόρο.

- Ο ραστοφόρος με το τσιμπούκι είναι ένας ξεχασμένος raver φίλος της χαράς… (εδώ)

- Να φύγει κλοτσηδόν (από το τηλεπαιχνίδι) και το νιάνιαρο και ο Χαβανέζος Ραστοφόρος
(εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που είναι κομμάτια από καταχρήσεις, αλκοόλ, ναρκωτικά, σεξ, εθισμούς, από τα σκατά της ζωής, ο αποδιοργανωμένος, ο καμένος.

«Ρε Σοφία, γιατί πολλές γυναίκες τις τραβάει ο παρακμιακός ο άντρας ο κομμάτιας

Πρώτα πρώτα κάνουμε τον ορισμό του παρακμιακού του άντρα του κομμάτια. Είναι ο άντρας ο μαλλιάς (αν και είναι λίγο εκτός μόδας το μαλλί – μπορεί και να το κοψε τώρα- ποτέ όμως δεν έχει αφάνα ή μαλλί μπλε – αυτή είναι άλλη κατηγορία), ο χασικλής, ο νταής, ο ιππότης. Λύκειο πήγε ΣΚΥΠ, Σιβιτανίδειο, Πολυκλαδικό Πειραιά κλπ (μπορεί και στο 1ο Λύκειο Μοσχάτου αλλά χλωμό το κόβω). Φόραγε και βέρμαχτ – τον θυμάστε γιατί είχε μια μυρωδιά μαύρου γύρω τριγύρω. Αν ακόμα δε το πιάσατε πάρτε σκηνικό κινηματογραφικό: Μαλλί μαύρο μακρύ να κρύβει το μισό πρόσωπο – σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα – ένα δάκρυ κυλά καθώς ο ήλιος δύει και η Harley ξεκουράζεται στο back ground.

(σ.ς.: Αν θέλετε να μάθετε και γιατί τραβάει τις γυναίκες, δείτε εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ορισμός της αργκό που εννοεί το γνωστό ναρκωτικό, την άσπρη.

Τι έγινε ρε Γιακουμή, έφερες τη χιονάτη;;;

(από Khan, 29/12/12)(από Khan, 29/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία