Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».

Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βρίσκομαι σε πολύ άσχημη κατάσταση λόγω υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ναρκωτικών ή λόγω φόβου.

-'Ασε, εχθές ήπια 20 μπύρες και έκλασα μπιφτέκια.

Βλ. και κλάνω μαλλί, κλάνω πετούγιες, κλάνω πατάτες, κλάνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.

Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.

Δες και λιάρδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έχω λιώσει από κούραση, ξενύχτι, αλκόολ, ναρκωτικά ή και όλα μαζί.

- Ξύπνα! Είχαμε πει ότι θα πάμε θάλασσα σήμερα!
- Άσε με να κοιμηθώ ρε μαλάκα, είμαι κομμάτια από χθες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ισχυρή σύνδεση της αφραγκίας με τον αλκοολισμό, αλλά και με συγκεκριμένο τύπο οινοπνεύματος (ο αλκοολικός μεγιστάνας δεν πίνει μπύρα, πίνει Henessy).

- Κοίτα τον Θανάση, νοίκι δεν έχει να πληρώσει, 10 κάιζερ χτύπησε πάλι...
- Τι να πεις, όπου φτωχός κι η μπύρα του...

(από Khan, 22/01/14)(από Khan, 12/09/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αμερικανική έκφραση, ιδιαίτερα δημοφιλής στους κύκλους των φοιτητών, οι οποίοι φημίζονται για τα ιδιαίτερα «άγρια» πάρτυ τους στα διάφορα κολλέγεια και αδελφότητες.

Η φράση περιγράφει εν συντομία την επίδραση της γενναίας κατανάλωσης μπύρας (αν μπορεί να χαρακτηρισθεί μπύρα ο Αμερικάνικος νερουλιασμένος ζύθος), στην υφή του προϊόντος κενώσεων της επόμενης ημέρας.
Κοινώς, η μορφή των σκατών του υπερ-καταναλωτή μπύρας η οποία μοιάζει με λάσπη. Το πρώτο συνθετικό αναφέρεται στην μπύρα Budweiser (ουδεμία σχέση με το ομώνυμο και σαφώς ανώτερο Τσέχικο προϊόν), η οποία είναι γνωστή ως Bud.

Προφανώς, το πρακτικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο με οποιονδήποτε ζύθο, πλην όμως η έκφρασις θα έχανε το ομοικατάληκτον και την κωμική της ιδιότητα εάν φερ' ειπείν κυκλοφορούσε ως «Heineken Mud».

Χωρίς να θέλει να προδικάσει, ο καταχωριστής είναι σχεδόν βέβαιος ότι οι άρρενες που διαβάζουν το παρόν, χαμογελούν ενθυμούμενοι ηρωϊκές ημέρες Bud Mud στη ζωή τους...

- Τι έγινε ρε Μήτσο; Κομμένο σε βλέπω...
- Άσ 'τα, χθες είχε beach party και κατέβασα καμιά 20αρια λίτρα μπύρα.
- Τι λες ρε συ! και δε σε τρέχανε στα επείγοντα;
- Όχι, αλλά σήμερα όλη μέρα είχα ενσωματωθεί στη λεκάνη... Το απόλυτο Bud Mud σου λέω...

(από Desperado, 20/07/08)(από Desperado, 20/07/08)

Βλ. και μπεκροχέσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται για να τονίσει την κατάσταση κάποιου μετά από πραγματικά υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Συγγενικό λήμμα με διάφορα άλλα που φανερώνουν την σχέση που έχει η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ με την αδυναμία ελέγχου και των πιο απλών λειτουργιών του σώματος (στην προκειμένη περίπτωση τον έλεγχο του σφιγκτήρα του πρωκτού).

- Πώς πέρασες χθες ρε;
- Άσε μαλάκα, έχεσα παντελόνια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά έκφραση που σημαίνει μεθάω ελαφρά. Συνώνυμο του «τα κοπανάω».

- Μαμά γιατί είναι έτσι σήμερα ο μπαμπάς;
- Ε, τα έτσουξε χθες λιγάκι με τους φίλους του, δεν είναι τίποτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γενικά ο όρος παραπέμπει σε βραδιά, όπου μπορεί να μιλήσει ένας συγγραφέας για το έργο του, για ένα νέο βιβλίο του, να γίνει αναφορά στο έργο ενός υπόγειου λογοτέχνη, να γίνει συζήτηση γλωσσολογικών θεμάτων, να μιλήσουν διάφοροι λογοτέχνες για τα αναφερόμενα θέματα, να γίνουν ερωτήσεις από δημοσιογράφους, κριτικούς, λοιπούς παρευρισκομένους, να γίνει υπογραφή αντιτύπων βιβλίων, κλπ.

Κατά τη βραδιά, όπως είναι φυσικό, το ύφος του λόγου των ομιλητών είναι λόγιο, δεν γίνονται διακοπές των συνομιλητών, η ένταση του ήχου κρατείται σε λογικά επίπεδα, το ντύσιμο των προσκεκλημένων είναι ευπρεπές και είναι από καλό, ως σχετικά επίσημο, προσφέρονται χαλαρά κεράσματα (π.χ: γλυκά, βουτήματα, τσάι, πορτοκαλάδα, κλπ) και το πρόγραμμα λήγει νωρίς το βράδυ. Όλα φαίνονται πως ακολουθούν κάποιο πρωτόκολλο που αρμόζει στη βραδιά.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε υποτιμητικά για μια βραδιά, στην οποία υποτίθεται πως θα γίνει... άγριο γλέντι, ξεσάλωμα, πως θα υπάρχει ανεβαστική μουσική με ένταση σχετικά δυνατή, πως... θα γίνει η κρασοκατάνυξη, κρασοπατινάδα, πως το καρουισκάκι θα ρέει σαν τον Αχελώο, πως θα υπάρχει χορός, πως θα πέσει ο χορός της αρκούδας μέχρι τελικής πτώσεως, πως θα πέσουν ... μπυρουέτες, πως θα υπάρχουν ενδιαφέρουσες παρουσίες (π.χ: εκφυλογκόμενες, λικνιτζούδες, ανάφτρες, παστάκια, κλπ) και πως το γλέντι θα λήξει τις πρωινές ώρες.

Αντ' αυτού η βραδιά αποδεικνύεται κατώτερη των προσδοκιών. Τα πάντα κυλούν χαλαρά, δεν υπάρχουν ενδιαφέρουσες παρουσίες, η βαρεμάρα ατέλειωτη, η μουσική αδιάφορη και σε χαμηλή ένταση, και η βραδιά τελειώνει νωρίς.

- Πώς περάστε χθες στο νέο κέντρο που σας σύστησε ο Πέτρος;
- Παπαριές. Μας μιλούσε ο μαλάκας για τη βραδιά του απόλυτου ξεσαλώματος με ζωντανή ορχήστρα, ρεμπέτικα, αφηνιασμένα άλογα και λοιπά αμαρτωλά και μας πήγε σε μια φιλολογική βραδιά. Αισθανόμαστε σα να είχαμε πάει για παρηγοριά σε μνημόσυνο.
- Σας είχε πει νομίζω πως εκεί συχνάζει κι η Λίλιαν.
- Ναι. Είπε κι άλλα κουλά.
- Και τι έγινε;
- Άσ'τα. Δεν υπήρχε ζωντανή ορχήστρα, κάτι μπάζα ήταν εκεί, το service χάλια. Η... βαρεμάρα. Κι όσο για τη Λίλιαν... Μας είπαν πως έχουν να τη δουν από τότε που βγήκαν οι λάσπες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Νικολάι Γκόγκολ (βλ. εδώ και εδώ) ήταν Ρώσος ποιητής, συγγραφέας και μυθιστοριογράφος και θεωρείται ένας εκ των γιγάντων της ρώσικης λογοτεχνίας και ο πατέρας του ρώσικου ρεαλισμού. Γεννήθηκε το 1809 από γονείς Κοζάκους. Πασίγνωστα έργα του: ο Τάρας Μπούλμπα, το ημερολόγιο ενός τρελού, κλπ. Ένα χρόνο πριν πεθάνει ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους, όπου ένας ιερέας τον έπεισε πως η εργασία του είναι αμαρτωλή. Αυτό τον έκανε να καταστρέψει τα αδημοσίευτα χειρόγραφα του. Πέθανε στη Μόσχα το 1852.

Όταν κάποιος λέει, τη φράση: γίνομαι Γκόγκολ, δε μιλάει για μετενσάρκωση του Γκόγκολ. Μήπως όμως εννοεί πως θα γίνει λογοτέχνης σαν αυτόν; Το τοπίο θα ξεκαθαρίσει παρακάτω.

Όταν κάποιος λέει, γίνομαι Γκόγκολ, εννοεί πως έχει γίνει γκολ. Έχει πιει τα κέρατα του κι είναι σε μαύρα χάλια. Είναι σκνίπα! Είναι στη φάση που μετά βίας κρατάει επαφή με την πραγματικότητα κι εκπέμπει την ατάκα: γίνομαι Γκόγκολ από το «μαύρο κουτί» του (είναι «απογειωμένος» γι' αυτό και ο λόγος για «μαύρο κουτί»).

Το διπλό γκο (στη φράση: γίνομαι Γκόγκολ) εκφέρεται από τραύλισμα της γλώσσας ένεκα κατάποσης του Βόλγα (ποτάμι συμβατό με την πατρίδα του Γκόγκολ). Στη φάση που είναι πουτινιές δεν μπορεί να κάνει, καθότι ο Πούτιν δεν είχε γεννηθεί τότενες. Μπορεί να κάνει κάτι άλλο όμως.

Μπορεί να δημιουργήσει λογοτεχνικά έπη, όπως το ημερολόγιο ενός τρελού νούμερο Χ (κάθε μεθυσμένος δημιουργός κι ένα update), ο άγριος Κοζάκος αρχηγός Τάρας Μπούλμπα Χ (που τον είχε ενσαρκώσει στον κινηματογράφο ο Γιουλ Μπρίνερ) κλπ. Πίνοντας, πίνοντας, αντί να καραφλιάσει αυτός (αφού δε θα καταλαβαίνει τι λέει), θα κάνει τους άλλους Γιουλ Μπρίνερ (παρεμπιπτόντως σε κάποια σκηνή του Τάρας Μπούλμπα παίζει άγριο πιόμα).

Άρα μεθώντας, κάνει φιλολογικό μνημόσυνο στον Γκόγκολ και συνεχίζει το έργο του στο οχληρό περιβάλλον των οινοποτείων. Αν λοιπόν θέλει κανείς να διασωθεί το έργο του δεν έχει παρά να ηχογραφεί την ώρα της δημιουργίας.

Κλείνοντας αποτείνω τις θέρμες μου ευχαριστίες στους φίλους Ιονά και Παυλέα για την ωραία ιδέα. Ειλικρινά, παιδιά αποδείχτηκε πολύ ενδιαφέρον το λήμμα. Όταν το αναλάμβανα είχα κάποια υποψία αλλά με τίποτα δεν μπορούσα να φανταστώ, την απόλαυση που θα με περίμενε στην πορεία. Γκόγκολ σπέκια !

Μεθυσμένος: Η γη γυρίζει, χικ. Καλά το 'πε κι ο Γαλιλαίος που δεν ήταν από τη Γαλιλαία, αλλά από την Ιταλία.
Ταβερνιάρης: Μαζεύτε τον ρε. Ξέφυγε ο κρασοπατέρας!
Μεθυσμένος: Δεν είμαι κρασοπατέρας... χικ... Γίνομαι Γκόγκολ... Ξέρεις ποιος είναι ο Γκόγκολ; Ο πατέρας του ρώσικου ρεαλισμού είναι. Μην εμποδίζετε το δημιουργό... χικ... να ξεράσει τις ιδέες του... χικ. Ταβερνιάρης:Τα 'χει κάνει ρώσικη σαλάτα μου φαίνεται. Μεθυσμένος: Όπως ο Γκόγκολ έσκισε κάποια αδημοσίευτα τεφτέρια του... χικ... έτσι και το δικό μου έργο δε σώζεται... χικ... Κακόμοιρε δημιουργέ... Κανείς δε σε σκέφτεται... χικ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία