Πρόκειται για σεξουαλικό φετίχ, κατά το οποίο ο ένας σύντροφος ουρεί πάνω στον άλλον. Ο όρος προέρχεται από το χαρακτηριστικό κιτρινωπό χρώμα των ούρων.

Συναντάται και ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία και δεν πρέπει να συγχέεται με την ουροφαγία.

- Τι έγινε χτες, έβαλες;
- Μόνο; Μαλάκα, δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Η γκόμενα τα ήπιε όλα και μετά μου ζήτησε και χρυσό ντους!
- Ηρέμησε ρε Τσαρώφ.
- Αλήθεια ρε φίλο. Άδειασα τελείως σε λέω.

βλ. και χρυσή βροχή

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τιραμισουρεαλιστική έκφραση.

Απαντάται συνήθως υπό μορφήν ερώτησης, ρητορικού τύπου: Μα καλά ρε μαλάκα, εσύ τη μαρμελάδα στ' αυτιά τη βάζεις; Ή ως νουθεσία: Σου 'χω πει τόσες φορές, τη μαρμελάδα την τρώμε, δεν τη βάζουμε στ' αυτιά μας... Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται αντί μαρμελάδας η πολυαγαπημένη μερέντα: Το ξέρουμε ότι σ' αρέσει η μερέντα, αλλά μπορείς τουλάχιστον να μην τη βάζεις στ' αυτιά σου;

Η αιτία της επίπληξης προφανής. Κάτι είπαμε στον άλλο, κι αυτός δεν το άκουσε, είτε επειδή ήταν αφηρημένος είτε επειδή όντως έχει κάποιο ψιλοπροβληματάκι με την ακοή του, που πιθανόν ακόμη να μη γνωρίζει. Και αντί λοιπόν να μας απαντήσει επί της ουσίας, βγάζει ένα μακρόσυρτο όσο και σπαστικό «Τίιιιιιι;;» που μας κάνει να τα πάρουμε στο κρανίο και να του τα χώσουμε δεόντως.

Συναφείς εκφράσεις

  1. Κουφάλογο. Κομματάκι βαρύ και ενδεχομένως προσβλητικό.
  2. Βγάλε τα γράσα απ' τα αυτιά. Κι αυτή η έκφραση είναι δηλητηριώδης, καθώς τα λιπαρά γράσα παραπέμπουν στο κερί που σχηματίζεται μέσα στην κοιλότητα του αυτιού και δυσχεραίνει την ακοή. Είναι σαν να λες στον άλλο ότι είναι βρωμύλος και δεν πλένει τ' αυτιά του.
  3. Περήφανος στ' αυτιά. Ήπια σχετικά έκφραση, μάλλον μπαμπαδίστικη.
  4. Τα αυτιά σου τα πέτσινα.

Σημειωτέον ότι ποτέ δεν χρησιμοποιούμε τα ανωτέρω όταν προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με έναν πραγματικά κουφό, άτομο δλδ με αποδεδειγμένα προβλήματα ακοής. Εκτός αν είμαστε τελείως κάφροι, ασεβείς και κανίβαλοι.

Τέλος, παραμένει άλυτο μυστήριο το γιατί κανείς να επιλέξει να τοποθετήσει τη μαρμελάδα στ' αυτιά του αντί να τη φάει. Μήπως για να μην παχύνει; Και γιατί δεν λέγεται κάτι αντίστοιχο και για τα μάτια, όταν δλδ κάποιος αδυνατεί να διακρίνει κάτι που του δείχνουμε;

— Πήδηξα που λες εκείνο το γκομενάκι που είχαμε γνωρίσει τις προάλλες...
— Τιιιιιί; Ξαναπές το μία, δεν σ' έπιασα, έχει και πολλή βαβούρα εδώ...
— Ε ρε μαρμελάδα στ' αυτιά που 'χει πέσει...
— Τι είπες πάλι; Μίλα πιο δυνατά ρε...
— Ρε δε μας γαμάς λέω γω βραδιάτικα, βαρηκοΐα και πάσης Ελλάδος...

Δοχείο συλλογής μαρμελάδας στην υποσαχαρική Αφρική (από Vrastaman, 02/10/09)

Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο, παστελάδα, τίκρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ούλτρα-σούπερ-ντούπερ υπερθετικός του «σου γαμάω».

Μην συγχέεται με περιπτώσεις σε φάση «το μάτι μου», που είναι ιδιαιτέρως λάιτ, δηλαδή σιγά και τί έπαθε το θύμα τώρα, ρίχνει λίγο νεράκι και πάει πέρασε. Όοοχι, εδώ μιλάμε για μεγάλες ζημιές. Το «σου γαμώ τα μάτια» χρησιμοποιείται σε προχώ περιπτώσεις, όταν τα βάρδουλα, το ταμτιριρί, το φελέκι, το μουνί της Εύας που τον πέταγε, το κέρατο, το σόι, τα χάλια του, είναι πλέον ξεπερασμένα και δεν αρκούν για να εκφράσουν το μέγεθος της ζημιάς που έχει ήδη, ή θα πάθει ο καημένος ο γαμηθείς.

Εννοείται ότι για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, σου 'χω γαμήσει ήδη ό,τι τρύπα ή ό,τι άλλο έχεις και δεν έχεις (περιλαμβανομένων σπιτιών κ.λπ. περιουσιακών στοιχείων), όποιον αγαπάς και δεν αγαπάς, γενικώς σου χω γαμήσει τα πάντα όλα. Ακολουθώντας (γαμιώντας) σπειροειδή ανοδική πορεία, επανέρχομαι να γαμήσω μέλη του σώματός σου, αλλά πλέον, περνώντας σε μια ανώτερη σφαίρα, δεν περιορίζομαι στις ανοιχτές γνωστές διόδους, αλλά διεισδύω και στις πιο ασυνήθιστες και εξεζητημένες: ακόμα και σε εκείνες που δεν αποτελούν καν δίοδο, ούσες φραγμένες με διάφορα εμπόδια. Στην περίπτωση του λήμματος, υπάρχουν τρύπες υποδοχής μεν, φραγμένες από τους γνωστούς λιπώδεις βολβούς δε.

Ο γαμών δεν κωλώνει, σου γαμεί τα μάτια, να τα δεις όλα. Ή, το πιο πιθανό, να χάσεις το φως σου.

Εννοείται, η φράση παίζει και με την γνωστή έννοια «γαμάω και δέρνω», όπως και στο παράδειγμα.

Τέλος, το μά-τι, παίζει να χρησιμοποιείται και ως πιο σεμνό υποκατάστατο της μά-νας, όπως η πανα-χαϊκή υποκαθιστά στο μπινελίκι την πανα-γία (αίσχος).

Ασίστ: Χανκ από ΔΠ, που πήρε την ασίστ από μένα, ντίλι ντίλι ντίλι.

Από εδώ (αφού το χω έτοιμο, μην διασπαθίζουμε πόρους τώρα):

«Το παοκοσύνθημα τα σπάει το χω ξαναπεί κι αλλού, τί τα σπάει, τα σμπαραλιάζει, τί τα σμπαραλιάζει, τους γάμησε τα μάτια χαχαχαχ»

Ρασοφόρος βυζαντινός δήμιος γαμάει τα μάτια βούλγαρου αιχμαλώτου, μετά τη μάχη στο Κλειδί, 1014.  (από johnblack, 21/07/09)I fuck, you fuck, we all fuck for eye fuck (από Vrastaman, 21/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για να ξεπαρθενευτείτε και όσοι ελάχιστοι (;) ακόμα θεωρείτε τα πάντα γύρω από το σεξ και την γυναίκα να περιβάλλονται με το θερμό κόκκινο χρώμα του πάθους, έχω να σας μιλήσω για «τα καφέ». Ή «τα σκούρα», ή «τα τελευταία».

Είναι το απολειφάδι αίματος που εμφανίζεται στην σερβιέτα ή ακόμα χειρότερα στο βρακί κατά το ξεκίνημα ή το τελείωμα της περιόδου (όταν η ροή δεν είναι κανονική), ή στα μισά του κύκλου (για διάφορους λόγους, ωορρηξία, πρόβλημα, εγκυμοσύνη, άλλα) ή, τέλος, στην φάση της κλιμακτηρίου (εκτός αν πλημμυρίζεις, που είναι η άλλη πιθανή εκδοχή, όσο ξέρω).

Τα καφέ είναι μια απεχθής κατάσταση που μποχάει, που δεν λέει να τελειώσει (μπορεί να κρατήσουν μέεεερες), που αποτελεί δυσάρεστο συναπάντημα για τον άντρα, ο οποίος σα μαλάκας δεν εννοεί να σε πιστέψει ότι δεν έχει τελειώσει η περίοδος και νομίζει ότι κάνεις κορδελάκια γιατί δεν τον θέλεις και τελικά την πατάει όταν δει μπροστά του (στο γλειφομούνι) ή πάνω στον περί πολλού θεωρούμενο πέοντά του τα σιχαμερά μεζεδάκια που θυμίζουν σπληνάντερα (αυτό το τελευταίο: κλόπυράιτ Μες).

  1. – Τι έγινε με τον γυναικολόγο, όλα καλά;
    – Το ανέβαλα, ακόμα δεν μου έχει τελειώσει η περίοδος, πέντε μέρες έχω τα καφέ...

  2. – Αυτή τη φορά η περίοδος με πέθανε στον πόνο, τέσσερεις μέρες τα καφέ... μέχρι να έρθει κανονικά κατάπια ό,τι παυσίπονο είχα και δεν είχα.
    – Δεν το κοιτάς μπας κι έχεις αρχή κλιμακτηρίου;
    – Φάει τη γλώσσα σου μωρή, 32 χρονών είμαι ακόμα!
    – Ε τότε δες μην είναι ψευτοπερίοδος και είσαι έγκυος...
    Απόλλων;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει πως κάποιος έχει τέτοιες σηκωμάρες, τέτοιες καύλες ασήκωτες και απάλευτες, τόσο η λίμπιντο έχει χτυπήσει κόκκινα, ώστε αρχίζει να παραβλέπει το Λευιτικόν 18:23 και ξαφνικά καλοβλέπει τα καπούλια του γαιδαράκου του κυρ-Μένιου. Δεν πα να μουλαρώσει (καθότι ως γάιδαρος είναι και ξεροκέφαλος), δεν πα να είναι στην ανηφόρα, αυτός θα τον σπρώξει ασάλιωτα, αβάδιστα, αβαβά και αβασάνιστα.

Για να σοβαρευτούμε τώρα και να μιλήσουμε επιστημονικά, είναι προφανές ότι μετά το κατώφλι της πρώτης μοίρας, το μέγεθος της καύλας βρίσκεται σε σχέση ευθείας αναλογίας με τις μοίρες της ανηφόρας.

Πέρα από τα παραπάνω, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται και με ακόμα πιο μεταφορική σημασία για να δείξει ότι κάποιος δεν μασάει το μπούτσο του, ότι είναι ο γαμιάς της γειτονιάς, ο μάο γαμάω.

  1. - Θα κανονίσεις με τίποτα γκόμενες γι' απόψε;
    - Δεν μπορεί καμιά καλή για σήμερα...
    - Μωρέ ό,τι νά 'ναι φέρε! Έχω κάτι καύλες αυτόν τον καιρό, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα!
    - ΟΚ, θα δω τι μπορώ να κάνω...

  2. (Από εδώ)
    «mages piaste dio dramamines i mpourmpoulithra irthe me rimes pios iligos mori flora egw gamaw gaidouri stin anifora»

Βλέπε και γαμάω γαϊδάρα στον ανήφορο, γκαστρώνω γαϊδούρα στον ανήφορο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προ καιρού υπέβαλα στο δημόσιο πρόχειρο έκκληση για λήμμα που να ορίζει την εκνευριστική συνήθεια αρκετών γυναικών να φιλούν στο στόμα τον σύντροφό τους μετά της ολοκλήρωση μίας πίπας (μπλιάχ!).

Ο Γεώργιος Πρεζάκκης ανταποκρίθηκε με το ευρηματικότατο λήμμα Φιλοπίππου το οποίο αφ' ενός μεν συνδυάζει «αρχαιότητα, θέα, πίπα και ίππο» αφεδύο δε παραπέμπει στου Φιλοπάππου, «το πάλαι ποτέ στέκι για τσιμπούκι στο αυτοκίνητο (και πατάμε τα φρένα για σύνθημα να έρθουν οι ματάκηδες)».

Ωστόσο, το Σιδηρούν Προσωνύμιον έθεσε μια σκωπτική παρατήρηση, αφήνοντας μια πικρή επίγευση στα χείλη όλων μας: «υπάρχει και το φιλί μετά το γλειφομούνι, το η πίπα μετά τον κώλο και μετά φιλί (χα!) και όλ' αυτά που πρέπει να συμπεριληφθούν)». Κατέστησε λοιπόν επιτακτική την εύρεση ενός λιγότερο φαλλοκεντρικού λήμματος που να εμπεριέχει κάθε πιθανό συνδυασμό και παραλλαγή του φαινομένου «εκδικητικόπιπα».

Εξ ου προτείνεται η μπαγαποντολειχία (εκ των μπαγαπόντης και λείχω) ως επαμφοτερίζων και μητροσεξουαλικός συμβιβασμός.

Φτού Κύριε (φυλακήν) τω σπέρματί μου!

Η ανταπόκριση του σλανκεπώνυμου πλήθους στην αρχική μου ερώτηση στο Δημόσιο Πρόχειρο υπήρξε σπερματορροϊκή. Δυστυχώς όμως, τα λήμματα δεν αναρτήθηκαν, ίσως για τον φόβο των Ιουδαίων. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παρουσιάσω τις καλύτερες σχετικές προτάσεις:

  1. Τσιμπούμεραγκ, ιδέα του Χαλικού. Κττμγ πρόκειται για το απόλυτο σχετικό λήμμα, άξιο μυρίων σπεκ και καραπέκ, είθε να αναρτηθεί πάραυτα! [σ.ς.ήδη αναρτήτηκε] Ο ίδιος πρότεινε και το προσφυές μακάριοι οι πτωχοί τω σπέρματι.

  2. Χυσόφιλο και εκδίκηση της πιπατζούς από τον συμπάσχοντα acg. Δεν θα περίμενε κανείς κάτι λιγότερο από το αδιαμφισβήτητο ρεμάλι του σαϊτόστ!

  3. Πιποφιλία, από τον πνευματικό Αγιατολάχ και μπυροκροτητή μας Χεσούς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αφόδευση σε δημόσιες τουαλέτες, κατά την οποίαν αποφεύγεται η επαφή με την λεκάνη (δηλ. στον αέρα), προκειμένου να μην κολλήσει μικρόβια (όπως νομίζει), ο χέστης.

Το σχήμα είναι απλό: ο σκληρά δοκιμαζόμενος από τις συσπάσεις του εντέρου του επισκέπτης, κατεβάζει προσεκτικά το πανταλόνι (ή ανασηκώνει την φούστα κατά περίπτωση), ανοίγει καλά-καλά τα ποδαράκια του, τουρλώνει την κωλάρα του, στοχεύει με το μάτι σκύβοντας ανάμεσα στην οπή της λεκάνης και στα μπούτια του (στο περίπου) και στην συνέχεια αμολάει καδένα τα κουράδια του, όπως στον χαλέ.

Βέβαια, έτσι και κυκλοφορούν μικρόβια στην τουαλέτα, ελάχιστα προφυλάσσουν τέτοιες πρακτικές (άσε που όλο και καμιά ζώνη ή κανα μπατζάκι, τσάντα, στρίφωμα παλτού κλπ θ’ ακουμπήσει τη λεκάνη ή το πάτωμα), από την άλλη η λήψη τέτοιας στάσης, πέραν του ότι απαιτεί γερούς τετρακέφαλους και ευλυγισία (δηλ. δεν συμφέρει να κρατά κανείς τον χαρακτήρα τον αλύγιστο), μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον ψεκασμό της επιφάνειας της λεκάνης (και των πλακακίων) με σκατονίδια, σε περίπτωση κατάληψης του χρήστη από ευκοιλιότητα τύπου σερπαντίνας (κι άμε να βάζεις μετά σε τάξη τ’ ασυμμάζευτα)...

Για το λόγο αυτό, ο γάντζος στην πόρτα της τουαλέτας για το κρέμασμα των προσωπικών ειδών του χρήστη, αποτελεί κεφαλαιώδους σημασίας εφεύρεση για την ανθρωπότητα, μαζί με το μηχάνημα που βγάζει αριθμημένα χαρτάκια για τις ουρές, το copy-paste, το undo, το κουμπάκι που βουλώνει τον ήχο της τηλεόρασης κι αυτό που εναλλάσσει κυκλικά δυο κανάλια μεταξύ τους.

Αλλά, περισσότερα για τα must των αποχωρητηρίων, βλ. ορισμό εδώ και σχόλια εδώ.

- Αμάν! - Τί σ’ έπιασε ρε;
- Μου’ ρθε ένα όσκαρ!
- Δεν περιμένεις κανα μισάωρο να πιούμε το ποτό μας να πάμε σπίτι, ν'αποφύγεις και το αεροχέσιμο σ’ αυτό το μπουρδέλλο;
- Ποιο μισάωρο; Έχει ξεμυτίσει το μολυβάκι σου λέω! - Ε τότε εντάξει, τουαλέτα έχει πίσω απ’ το μπαρ όπως κατεβαίνεις τα σκαλιά, άντε με την ευχή μου και μ’ έναν πόνο να βγει!

Σ.Σ. Στο γλωσσάρι των σηματωρών του ναυτικού Oscar (O) είναι ο κωδικός για το κατεπείγον σήμα, ενώ Romeo (R) = σήμα ρουτίνας και Papa (P) = στα παπάρια σου, όπως λένε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που λέγεται με διάφορες παραλλαγές προειδοποιητικά και αφορά κυρίως τους διαφόρων ειδών λεβεντομαλάκες, όσους δλδ. έχουν αρχίσει από καιρό να ξεφτιλίζονται, να χάνουν τη μπάλα, ή που τις λαμογιές τους τους έχουν πάρει χαμπάρι και οι πέτρες, αυτοί ωστόσο, διατηρούν τη λεβεντιά τους και προχωρούν ακάθεκτοι, κάνοντας το λεβέντη. Πράγματι, η λεβεντιά είναι μεθυστική. Όταν κάποιος, ωστόσο, είναι τόσο λεβέντης και τόσο στον κόσμο του, η κατακραυγή μπορεί όντως να πάρει διαστάσεις βροχής από ροχάλες, και η ανταμοιβή του καλλιτέχνη να έρθει σε τάλιρα.

  1. Σύντροφοι δεν βρέχει. Μας φτύνουν!
    (από πασοκτζήδικο blog, πριν την ανάκαμψη)

  2. Ένα θεμελιώδες ερώτημα που οφείλει να θέτει κάθε δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό είναι το «βρέχει ή μας φτύνουν;».
    Από δημοσιογραφικό blog

(από xalikoutis, 09/10/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση παρμένη από πασίγνωστο ποίημα του αποδίδεται στον πάντα επίκαιρο Γιώργου Σουρή, το οποίο αναφερόταν -πού αλλού;- στην σκατάσταση της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα.

Το όλο ποίημα ήταν μια τιραμισουρεαλιστική απάντηση, ελληνικής κοπής, στο ''ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης'' του Μπάιρον. Από το ίδιο ποίημα προέρχεται το περιβόητο σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, από σκατά να σηκωθείς και σε σκατά να πέσεις. Διότι άμα πέσεις στα σκατά, άντε να την σκα(τ)ουλάρεις!...

Τίποτε δεν απόμεινε
στον κόσμο πια για μένα,
όλα βρωμούν τριγύρω μου
και φαίνονται χεσμένα.

Όλα σκατά γενήκανε
και ο δικός μου κώλος
σκατά εγίνηκε κι αυτός,
σκατά ο κόσμος όλος.

Μόνο σκατά φυτρώνουνε
στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε,
σκατάδες στο τετράγωνο.

Μας έρχεται κάθε σκατάς,
θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε
πως αποσκατωθήκαμε.

Σκατά βρωμάει τούτος δω,
σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό,
σκατά βρωμά κι ο κρίνος.

Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά,
και με χαρτί χεσμένο
ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό
προβάλλει σκατωμένο.

Σκατά τα πάντα θεωρώ
και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ,
σκατά πάω να χέσω,
απ’ τα σκατά θα σηκωθώ
και στα σκατά θα πέσω.

Όταν πεθάνω χέστε με,
τα κόλλυβά μου φάτε
Και πάλι ξαναχέστε με
και πάλι ξαναφάτε,
μα απ’ τα γέλια τα πολλά
κοντεύω ν’ αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μου φεύγουν από πίσω.

Σκατά ο μεν, σκατά ο δε,
σκατά ο κόσμος όλος
κι απ’ το πολύ το χέσιμο
μου πόνεσε ο κώλος!

Γ. Σουρής

Σκατά και στο slang.gr.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εάν και η αρχική προέλευση είναι από το φαγητό, χρησιμοποιείται γενικώς για να εκφράσει δυσαρέσκεια για κάποια κατάσταση. Συνήθως συμπληρώνεται με την ερώτηση «Πάλι φράουλες;» ή με την αναφώνηση «Γιαξ! Φράουλες;!» δίνοντας μια σουρεαλιστική εικόνα ανατροπής στην αναμενόμενη αντίδραση του συνομιλητή. Συναντάται και ως «σκατά με ρύζι».

- Και ποιο είναι το αποτέλεσμα;
- Σκατά με φράουλες!
- Πάλι φράουλες;

Αλλά οι φράουλες μπορούν να απολυμανθούν για να μην έχουμε προβλήματα. (από Galadriel, 16/02/09)κι άλλη συνταγή... (από gaidouragathos, 11/09/11)Καλλιτεχνικό αρρωστούργημα της Theresa Ritchie στην Αγγλία, με την ακτιβιστική πρόθεση να πείσει τους ιδιοκτήτες σκύλων να μαζεύουν τα κόπρανα των πετς τους. (από Khan, 03/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία