Επιπλέον ετικέτες

Καταγραφή στερεοτυπικών φράσεων που χρησιμοποιούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης:

αν είχε λίγο χιούμορ

από υπερδυνάμεις

αυτά ζούμε

αυτή η μάστιγα

αυτό

αυτό που

διαδώστε

είμαστε κι εμείς, είσαστε κι εσείς

η αμήχανη στιγμή που

[w=katadikazotoxapoopoukianproerxetai21284]καταδικάζω το x από όπου κι αν προέρχεται[/w]

κάτι δικά μου

να δω κάτι που θέλω

να τα λέμε κι αυτά

πείτε μου για ... να δω κάτι

πόσο δύσκολο πχιά;

σε είδα

συμβαίνει τώρα

τι δεν καταλαβαίνεις;

τι, όχι;

τι φάση;

χωρίς κανέναν απολύτως λόγο

[w=diedwste_21274]diedwste[/w]

No Hope.

Μεταναστεύστε. Καμία ελπίδα. Καμία σωτηρία. Μέρκελ τράβα την πρίζα. Τι δεν καταλαβαίνεις; Αυτό. Merkel pull the plug. Έλεος κάπου. Πφφφ. One way ticket. Έλεος πουθενά. Τραγική κατάσταση. Λε καταστασιόν τρεζ απελπιστίκ. Αυτό. Kλαίω. Λολ. Καραλόλ. Ρησπέκτ. Kudos. Άσε μας κουκλίτσα μου. Γελάει ο κόσμος. Γελάνε τα πλακάκια της κουζίνας. Η αμήχανη στιγμή που. Ντεκαφεϊνέ. Aγάπη μόνο. Άγάπη ρε. Αγαπουλίνια. Με ξεπερνάει. Να το κοιτάξουμε κάποια στιγμή, ναι; Αφτό. Γατάκια. Νταξ. Kαρδούλες. Πολλές. Κατιδικά μου. Φιλί. με υπερβαίνει γατάκια εμετικό, ψόφος, αυτά ζούμε, ΡΙΠ, κλέβω, καλησπέρες, καληνύχτες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο καμένος μικροβλογοτέχνης τουιτεράς, ο νυχθημερόν τοιουτίζων τσίου με το κάθε του εγκεφαλοκλάνι.

- Aναγκαίο κακό να γίνεις «φεϊσμπουκάκιας» και «τουιτεράκιας» (εδώ)

- Όταν ο Υπουργός της Λετονίας έγραψε στο Twitter του οτι είναι ομοφυλόφιλος, πως το σχολίασε ο γνωστός τουιτεράκιας του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης; (εκεί)

Tουιτεράκιας τ. Καζαντζίδης

Εκ του Twitter και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

τρολ, τρόλι

Έτσι λέγεται στη διαδικτυακή αργκό ο χρήστης του ίντερνετ με διάφορα απωθημένα, ο οποίος κάτω από το πέπλο της ανωνυμίας μπαίνει σε forums, chat rooms ή blogs και γράφει άσχετα ή επιθετικά σχόλια με σκοπό να διαταράξει τη συζήτηση.

Ο όρος troll μάλλον προήλθε από την έκφραση trolling for suckers (= ρίχνω δόλωμα για να πιάσω κορόιδα), όπου trolling είναι μια μέθοδος ψαρέματος με πολλαπλά δολώματα από κινούμενο σκάφος. Πέρα από αυτό όμως, troll είναι και ένα κακόβουλο τέρας της σκανδιναβικής μυθολογίας, οπότε ήρθε κι έδεσε.

- Τι γίνεται ρε Γιώργο; Όλο ξενέρωτα θέματα βάζεις στο blog σου τώρα τελευταία...
- Άσε με ρε, κάθε φορά που βάζω τίποτα «εθνικά ευαίσθητο», μου την πέφτουνε τα τρολ εθνίκια... Βαρέθηκα το ίδιο βιολί όλη την ώρα!

βλ. και τρολιά, τρολάρω, τρολιάζω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φέησμπουκ. Ίδιας κατηγορίας με το δωδ, το ψδ, το εσύ-σωλήνας. Αναγκαίος εξελληνισμός των λέξεων, για να μη νομίζουν οι βάρβαροι ότι έκαναν και κάτι στην τελική. Το γεια-πέντε απορρίπτεται ασυζητητί.

- Πέτυχα ένα νακιμού στο φατσοβιβλίο, το πήδηξα και ανέβασα και βιντεάκι στο εσύτσόντα.
- Εσύτσόντα;;;;
- Γιουπόρν.
- Γιου πορν;; Μπηκόουζ;!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φεϊσμπουκλής, ο φεϊσμπουκάτος που φεϊσμπουκώνει νυχθημερόν στο άγιο φεϊσμπουκάκι.

- Aναγκαίο κακό να γίνεις «φεϊσμπουκάκιας» και «τουιτεράκιας» (εδώ)

- Γιατι να ειμαι υποχρεωμενος να σπαζω τα ματια μου προκειμενου να μπορεσω να καταλαβω τι θελει να πει με τα greekλις του, ο καθε βλαμενος Φεησμπουκακιας που μπαινει και γραφει εδω μεσα???? (εκεί)

Φιξάκι για τον φεϊσμπουκάκια

Εκ του φεϊσμπούκ και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.

Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.

Λόγω όμως...

...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).

- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)

Θώδη στη νοηματική (από protnet, 17/09/10)(από Khan, 01/04/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ουσιαστικό ή ρήμα (κλίνεται όπως το fear).

Τρομάζω. / Ο τρόμος που καταβάλλει κάποιον όταν πρόκειται να εκτεθούν σε τρίτους φωτογραφίες αποδοκιμαστικού περιεχομένου.

Π.χ. φωτογραφίες:

  • ψωνίστικες
  • δήθεν
  • πειραγμένες απο photoshop
  • που φανερώνουν κόμπλεξ
  • σεξουαλικού περιεχομένου

Μην νοιώθεις φωτογραfeared, δεν θα δείξω πουθενά τις φωτό σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία