O συγκεκριμένος Frangrec όρος με ευρύτατη και πολυετή χρήση στο χώρο της εγχώριας σόου-μπίζ σήμερα αναφέρεται κυρίως σε νεαρό ή πρωτοεμφανιζόμενο, στο χώρο του θεάματος, θηλυκό, με χαρακτηριστική φωτογένεια, φρεσκάδα και σεξ-απίλ, που φέρει ελπίδες για μεγάλη καριέρα στην τηλε-πιάτσα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις ταυτίζεται με την σταρλετ-ίτσα, δηλαδή το φιλόδοξο κοριτσάκι - καβλίδιο που δεν διστάζει να κάτσει στα γόνατα μεγάλων κυρίων - παραγωγών που θένε να της ξηγήσουν το παραμύθι προκειμένου να αποκτήσει τη δόξα και το χρήμα που επιθυμεί.

Επιπλέον, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την επιτυχημένη εργένισσα - σεξουαλικά ανεξάρτητη λαμπερή γυναίκα του σήμερα, με καριέρα και στρας.

Όμως, οι συγκεκριμένες 2 ερμηνείες δεν είναι ακριβείς, άσχετα αν με αυτές τις σημασίες χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος από τους εγχώριους τηλε-κανίβαλος και κριτικούς. Η προέλευση της χρήσης του όρου στην ελληνική σόου-μπίζ-σλανγκ θα πρέπει να αναζητηθεί στα θεατρικά και κινηματογραφικά κιτάπια, όπου η πρωταρχική του σημασία είναι ακριβής: γυναικείος ρόλος, πρωταγωνιστικός ή δευτερεύων, κωμικός ή τραγικός, της ευάλωτης, ανυπεράσπιστης και βασανισμένης γυναίκας που τραβάει το γολγοθά της για να βρει κάποτε την ευτυχία (είτε στον έρωτα, είτε στη δουλειά, είτε στα παιδιά της κλπ.)...

Σκηνοθέτας: - Καλό το κειμενάκι σου και για το ρόλο του τζιτζιφιόγκου κάποιον θα βρούμε. Ποιαν θα βρούμε, όμως, να παίξει κάτι σαν το ρόλο της Μάουρα στο «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης»; Την Παπουτσάκη; Είναι εύκολο, όχι όμως για ρόλους ενζενύ!
Σεναριογράφος: - Έχεις δίκιο. Η Παπουτσάκη δεν κάνει, too hot. Η Καραμπέτη ούτε να μας φτύσει... Μήπως η Γερασιμίδου; Και να την κάνουμε... μητριά του τζιτζιφιόγκου που είναι παράφορα ερωτευμένη μαζί του; Μην την κάνουμε μάνα και μας πουν ανώμαλους!

Θεσμοφοριάζουσες. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (από patsis, 23/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα παλιά τα χρόνια, όπου θεωρείτο εντροπή και αίσχος η προγαμιαία τεκνοποίηση, πολλά ερωτευμένα ζευγάρια που «κακοπάθαιναν», ηναγκάζοντο αίφνης να υπανδρευτούν, δηλαδή, μόλις στο δίμηνο η εγκυμονούσα σιγουρευόταν για την κατάστασή της ενώ εξωτερικά δεν έδειχνε γκαστρωμένη, ακόμα. Επομένως, η σύλληψη ανηγάγετο στην 1η νύχτα του γάμου και μετά επτά μηνών, η γυνή εισήρχετο στην κλινική για να γεννήσει.

Σε συνδυασμό με το υποτιμητικό σχήμα του χαρακτηρισμού «7μηνίτικος», τη στιγμή όταν η μητέρα ή ο πατέρας ένιωθαν ότι ο φίλος-συγγενής-γείτονας, κλπ., σχολιαστής της κατάστασης, ακριβώς, προσπαθούσε να υποτιμήσει το τέκνο, ανταπαντούσαν με την συγκεκριμένη, «δυσερμήνευτη» για την κοινωνία, φράση.

Το ίδιο απαντούσαν και σε περιπτώσεις όπου το τέκνο είχε ταχεία ανάπτυξη και από τα δέκα του είχε ήδη μπόι 1.60, επομένως, οι τρίτοι εξέφραζαν την απορία, πώς γίνεται ένα 7μηνίτικο να ψηλώνει τόσο. Ήξεραν, όμως, οι γονείς... ;-)

Και αυτό από την Κρήτη.

*Σε καμία περίπτωση δεν ανακυκλώνουμε παλαιούς μύθους, γενετιστικούς. Φυσικά η επιστήμη έχει προοδεύσει και οι παλαιές αντιλήψεις που οδηγούν σε τέτοιου είδους διακρίσεις «από τη γέννα» δεν υφίστανται πλέον. Ούτως η άλλως, ο όρος «7μηνίτικος» είναι αδόκιμος, «δεν υπάρχει, μαλάκω».

Κίσεζ.

Θείος Μάκης: Να σας ζήσει το κοπέλι κιόλας! Άκουσα, βέβαια, ότι είναι επταμηνίτικο. Αλλά, απ' ό,τι βλέπω, τούτο είναι γαιδούρι!

Νεο-μαμά: Επταμηνίτικο είναι, θείο, αλλά στην ώρα του (με σκέρτσο)!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράσις χορτοσλάνγκ-τεκεδοσλάνγκ, αναφερόμενη στην φούντα, προϊούσα γυριστροπαρέας.

Απαντάται στην απελπισία του κύκλου, που αδημονώντας για «την άφιξη του παπά, με τα άμφια, για να τελέσει το ευχέλαιο», απευθύνεται στον στρίφτη που την καθυστερεί για αδιευκρίνιστους λόγους. Ο ίδιος, με τη σειρά του απαντά με την εν λόγω για να παινέψει το αριστούργημά του ως προς την γεύση και την μαεστρία της στρεπτικής κατασκευής, παραλληλίζοντάς το με την πεντανόστιμη, στριφογυριστή χορτόπιτα, σπεσιαλιτέ της Σκοπέλου.

1ος στον 2o: Άντε ρε, μία ώρα... Δεν την παλεύω ρε... Ανοίγεις φύλλο για σπανακόπιτα;
2ος στον 1o: Μην αγχώνεσαι, ξέρω τι κάνω... Θα σ' την κάνω σκοπελίτικη και θα γλείφεις τα δάχτυλά σου...
3oς στον 1ο: Αγχώσου, ρε... (άσχετο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επική απειλή έναντι ενοχλητικά έως επικίνδυνα λαίμαργου τύπου, γαργαντούα, μονοφαγά ή καταπιόνας που ό,τι του σερβίρεις θα το καταπιεί αμάσητο. Επομένως, κρύβεις την επικίνδυνη ουσία στη λουκουμόσκονη, ή του πλασάρεις την ουσία υπό μορφήν λευκής σκόνης, πλανώντας τον ότι πρόκειται περί λουκουμόσκονης, ζάχαρης άχνης, κουτουλού, και πάρ' τονε κάτω, σαν σακί με πεπόνια.

Ακούγεται συνήθως σε χώρους γυμναστηρίων, χέλθ-φίτνες σέντερς, όπου οι αυταρχικοί γυμναστές επιτίθενται στους ανεπίδεκτους μαθήσεως και απροσάρμοστους διατροφής, χτυπώντας τους στο ευαίσθητο τους σημείο! «Τα γλυκάααα (με reverb, delay και συνοδεία γαστροπεπτικων ήχων)».

Στην λογοτεχνική-φιλολογική χρήση της φράσης μπορεί να υπεισέρχεται το κονσέπτο του αργού, γλυκού θανάτου (βλ. Σωκράτης και κώνειο, μπιριμπίρι...).

Εμπνευσμένη από την διάσημη ταινία «Αγκαλίτσας» στην οποία ο διάσημος Έλλην σταρ Παπαναστασίου μετέφερε κόκα, νομίζοντας ότι επρόκειτο περί λουκουμόσκονης...

-Μπούληηηηηη! Πάλι καταβρόχθισες όλο το ταψί της γαλατόπιτας; Ε δεν υποφέρεσαι! θα σε αυτοκτονήσω με λουκουμόσκονη! Δεν θα κάνω απλήρωτες υπερωρίες εγώ επειδή εσύ δεν το ρουμπώνεις! Πε και πα, είπα (whiplash)!

(από ΠΡΩΤΕΥΣ, 14/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απειλή νεο-γραφιά έναντι ενοχλητικού συναδέλφου, στον χώρο εργασίας.

Συνώνυμο των «θα πάρω πέτρα», «θα γίνει της Καλλέργαινας», «κρατάω μαχαίρι» κλπ., μόνο που ο νεο-ραγιάς στερείται των απαραίτητων φυσικών πόρων που του παρέχουν τα απαραίτητα εγχειρίδια υλοποίησης της απειλής. Το μόνο που διαθέτει είναι ο μοντέρνος εξοπλισμός γραφείου, ο οποίος και πάλι, είναι χρεωμένος στη δαπάνη του υπουργείου που έχει δανειστεί από την τάδε π***να, ή είναι με λήζινγκ και άλλα κουραφέξαλα που μας βομβαρδίζουν κατακέφαλα και δεν μπορώ να κατανοήσω ο βλάχος. Αλλά έτσι όπως πάμε, εκτός από τις «ιπτάμενες ποντικιές», σε λίγο θα χρεώνονται και οι «δημόσιες, δωρεάν πετριές» της άλλοτε λεβέντισσας ρωμιοσύνης.

Συχνά συνοδεύει το «μη με κοιτάς» ή το «μην επαναληφθεί».

Συνήθως εκστομίζεται με ύφος Φούντα ή Λοβέρδου, ήτοι απλού λαϊκού αγανακτισμένου τίμιου πειραιώτικου αγοριού (χωρίς τα κροκοδείλια δάκρυα του 2ου)...

Μη με κοιτάς μωρή... θα φύγει ποντίκι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διάταξη επιμήκους, πλαστικού (ή από σύνθετα πολυμερή), σωλήνα, μικρής διατομής, με οπή στο κέντρο βάρους της διατομής του και καθ'όλο το μήκος του, την οποία οπή διατρέχει συστοιχία συρμάτων χαλκού.

Ως εμπορικό εξάρτημα συναντάται ως ανταλλακτικό σε όλα, σχεδόν, τα καταστήματα εμπορικών ειδών. Βασικό χαρακτηριστικό, η μη λειτουργικότητα, η αχρηστία, ο χώρος που καταλαμβάνει και η εστία μολύνσεως που προκαλεί και η γενικότερη σπατάλη. Η χρησιμότητά του αφορά στη διακοπή κάθε επικοινωνίας μεταξύ ηλεκτρικών συσκευών, τηλεπικοινωνιακών δικτύων και χρηστών αυτών, τουτέστιν, στην παύση ανεπιθύμητων ηλεκτρονικών αιτημάτων φιλίας.

Παρετυμολογία: Κακ-ώδιον από την «κακή ωδή»: μπινελίκια, γαλλικά, μούντζες τα οποία το δύστυχο αποδέχεται ύστερα από τη διαπίστωση του κατόχου ότι τσάμπα τραβιόταν όλη μέρα στην πιάτσα για να το βρει.

Αντιτίθεται στο αρχαιότερο «καλώδιον». Παρετυμολογία: Όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα τηλέφωνα από «όνυξ»: «Τι ωραία που μιλάτε ωραιοτάτη δεσποσύνη! Τι γλυκυτάτη η φωνούλα σας!» Απ: «Ω, δεν είναι τίποτα, ευγενικέ μου κύριε! Είναι αυτό το καλώδιον που μας συνδέει (κανονικά) και με κάνει να ακούγομαι νέα και αφρατούλα!»

Κακώδια στην καθημερινή πρακτική: του μάους μετά από χρήση από αριστερόχειρα, της πρίζας της τοστιέρας μετά από χρόνια έκθεση στην υγρασία της βρύσης, το χαντσφρή που έρχεται πακέτο και αναγκάζεσαι να το αγοράσεις ξανά και ξανά (μέχρι να αλλάξεις κινητό), το σκαρτ, το καμμένο τροφοδοτικό, το ηλεκτρικής κιθάρας-ενισχυτή που αγοράζεις σαν καινούριο από γνωστούς αντιπροσώπους στο κέντρο της πόλης, τα καλώδια στο ΚΕΠΗΚ, κ.α.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ατημελήτως ξυρισμένη ή παντελώς αξύριστη θήλεια γάμπα, ως σλανγκιστί εκαλείτο κατά την των 90αζ δεκατίαν, ήτις καθίσταται εμφανής υπό του αδυνάτου ίνα κρύψει τις λεπτομέρειες καλσόνιου, ιδίως δε του λευκού.

(2 φίλοι στο Άλσος σχολιάζουν τον 3ο φίλο για το νέο του αμόρε)

1ος: Ωραίο το μικρό του Τόλη... Λίγο το δοντάκι το πεταχτό, λίγο το μαλλάκι αφανέ, αλλά θα το στρώσει, αυτός. Θα το σουλουπώσει...
2ος: Δεν είδες χαμηλά τι παίζει, φίλε, όμως! Δεν είδες τον καραπιάλη, να σε σκιάξει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασική, μάλλον, παιδική προστακτική της μαρίδας, απευθυνόμενη σε ψηλό τύπο, άρτι αφιχθέντα επί του πεδίου των παιγνίων.

Επίσης, απαντάται και ως μπασκετο-καζούρα, από τον κόουτς προς τα τσικότσεντερ-φόρια που εξέχουν από το υπόλοιπο τημ, σαν μια πούτσα στο Αιγαίο.

Τέλος, εκστομίζεται ως χιουμοριστική φιλοφρόνηση από έκθαμβους θαμώνες κωλόμπαρων, μόλις αντικρίσουν το νέο, ημίγυμνο, κατάξανθο πουλέν με το 20-ποντο...

Κυρ-Τάσος: - Πώς το είπαμε, ρε Μπάμπη, το ψηλό;
Μπάμπης, assbartender: - Λουντμίλλα...!
Κυρ-Τάσος: - Λουντμίλλα, έλα δω κούκλα μου να σε πώωωω!
Λουντμίλλα: - Νjεεεεε, τι θέλjεις;
Κυρ-Τάσος: - Κατέβα να φάμε, μωρό μου!
Όλοι παρέα: - Ούχαχααχαχαχα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο Κούλης (Κυριάκος) που ακούει cure.

  2. Ο Κούλης (Κυριάκος) που θεραπεύει ή που χρήζει θεραπείας.

  3. Όρος παραπλανητικός που απευθύνεται, εξ απαλών ονύχων, σε χαζοχαρούμενα τσιφτετελοκοριτσάκια, βαριά μέχρι 18, προκειμένου να πειστούν να ακολουθήσουν τους γκοθάδες συμμαθητές τους στο σκοτεινό μπουντρούμι, έχοντας πιστέψει ότι θα ακούσουν ελληνάδικα, και να χάσουν το αίμα τους από δαύτους.

  4. Συνειρμός που γεννάται σε περιδιαβαίνοντες έξω από τα καφέ στην πλατεία Εξαρχείων, την πάλαι ποτέ εναλλακτικογέννα, την οποία πλέον έχουν αλώσει αλλότριοι πληθυσμοί του κολωνακιώτικου τρεντ, καθώς «εκεί που άκουγες τους Cure τώρα ακούς Κουρκούλη».

  5. Συνειρμός που γεννάται όταν βλέπεις τα παιδάκια emo να ψωνίζουν στο Κολωνάκι ή σε κλαμπ στην παραλιακή.

  6. Κοργιαλάς.

- Κορίτσα, πάμε «κρύπτη» το Σάββατο.
- Μα, Δαμιανέ, πού να πάμε, να ακούσουμε τα άγρια και τα καταθλιπτικά που ακούς εσύ;
- Ελάτε, ελάτε, θα σας αρέσει. Θα παίζει και κιουρκούλη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο έχων κοχόνας - ή κοχόνια (πλήρης εξελληνισμός της κατάληξης). Τα κοχόνας (cojones) είναι οι όρχεις ισπανιστί. Ως εκ τούτου, η λέξη αποτελεί δάνειο από τα Ισπανικά και χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, με τη σημασία «ορχειδάτος».

Πιθανότατα εισάχθηκε κατά την περίοδο των πρώτων 2-3 ετών της τρέχουσας δεκαετίας, όταν και η κουτσή Μαρία ενεγράφετο σε παρακολουθήσεις μαθημάτων της Ισπανικής, μήπως καταφέρει ποτέ να βιώσει το αρχιτεκτονικό θαύμα της Βαρκελώνης από τις αγκάλες κάποιου καλλιτέχνη τύπου Χαβιέ Μπαρτέμ. Κοινώς, απ' όταν τα Ισπανικά γίναν τρέντι.

  1. Σέντερ μπακ κοχονάτο.

  2. Ναυαγοσώστης με κοχόνια - κοχονάτος.

  3. Επιστήμων με κοχόνια και ουχί κοχόνια επιστήμων.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία