Χαρακτηρίζουν βίαιες χειρονομίες / βιαιοπραγίες ενός ή περισσοτέρων ατόμων προς ένα ή περισσότερα άτομα, χρησιμοποιώντας μέλη του σώματος ή και διάφορα αντικείμενα, με σκοπό την κακοποίηση και την επιφορά σωματικών βλαβών.

Λαμβάνουν χώρα κυρίως σε εξωτερικούς χώρους, μιας και δημιουργούνται συνήθως από μεγάλη μάζα ατόμων που την αποτελούν διαδηλωτές ή οπαδοί, οι οποίοι όμως προκαλούνται κατά κανόνα από μπάτσους. Η φορά του λήμματος είναι προς τους μπάτσους (εφόσον υπάρχουν) και σχεδόν ποτέ από.

Οι πιο συχνοί συνδυασμοί στους οποίους αναφέρεται το λήμμα είναι όταν πλακώνεται: α) όχλος με μπάτσους, β) όχλος με όχλο, γ) μικρή ομάδα ατόμων (μ.ο.α.) με μπάτσους, δ) μ.ο.α. με μ.ο.α., ε) άτομο με μπάτσο και σπανιότερα στ) άτομο με άτομο.

Τέλος, εκτός από τα ακατάσχετα κλωτσομπουνίδια, πέφτουν και ορισμένα αντικείμενα, τα οποία χρήζουν αναφοράς. Έτσι τα δημοφιλέστερα αυτών είναι οι πέτρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται κομμάτια πεζοδρομίου και διάφορα παράγωγα τσιμέντου και ασφάλτου, οι μολότοφ, τα καδρόνια, οι σιδερολοστοί, αλλά και εξαρτήματα τουαλέτας (σιφόνια, λεκάνες κ.α.), όταν συμβαίνουν εντός γηπέδου ή άλλου κλειστού χώρου.

Πιθανή προέλευση του λήμματος είναι ο παραλληλισμός, μέσω ποδοσφαίρου, του σουτ με την κλοτσιά. Στην συνέχεια το σουτ ελληνοποιήθηκε, πήρε κατάληξη πληθυντικού και πλέων έτσι χρησιμοποιείται μονίμως.

Συνώνυμα: βρωμόξυλο, μπουνίδι, μάπες κ.α..

- ...και σας κάναμε ντου δέκα άτομα μέσα στα λεωφορείο και πάλι σούτια φάγατε!
- Αφού μπουκάρατε με τις μπάτσοι μέσα ρε μουνί! αλλά μετά, για θυμήσου καλά, ποιος έφαγε τα σούτια; ποιος έτρεχε έξω από το λεωφορείο αρπαγμένος από μολότοφ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος κουρέματος, γνωστότατο στην αργκό των κομμωτών, το οποίο είναι κοντό καρέ που τελειώνει σε απόλυτη ευθεία στο ύψος των αυτιών. Η ονομασία του προέρχεται, προφανώς, από την ομοιότητα του κουρέματος με καπελάκι.

Έδωσε βροντερό παρών στα τέλη του 80 με αρχές του 90, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες βρίσκοντας όμως συντριπτικά περισσότερη εφαρμογή στα ανοιχτόχρωμα αγοράκια.

Η κόμμωση ήταν λιγάκι εξεζητημένη (γι αυτό το επέτρεπαν μόνο οι προχώ γονείς στα παιδιά τους) με αποτέλεσμα σχεδόν όλα τα κοριτσάκια να προτιμούν τους κατόχους της, για τον ίδιο λόγο που τα αγοράκια δείχνανε ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτές που φορούσανε φούστα λαμπάντα ή φούστα-μπλούζα με κρόσσια (τα οποία δεν ήταν ξεχωριστά αλλά αποτελούσαν προέκταση του υφάσματος και δημιουργούνταν από το κάθετο και περίτεχνο σκίσιμο της μπλούζας) ή, ίσως σε λίγο μεγαλύτερες ηλικίες, πουκάμισο δεμένο κόμπο στο κάτω μέρος του και άλλα τέτοια ωραία.

Κατά την συγγραφή του λήμματος ανακάλυψα ότι αποτελεί υποκατηγορία του καρεδάκια και ότι στην Αγγλική συναντάται είτε ως bowl cut, είτε ως mushroom cut και σπανιότερα ως pot cut (απ' όπου και τα μύδια).

- Μαμά μαμά μαμά! θέλω κι εγώ να κουρευτώ καπελάκι!
- Σκάσε βλαμμένο! αυτά είναι του διαβόλου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε άτομα του περιθωρίου, κατωτάτης κοινωνικής υποστάθμης, που έχουν κατέβει δηλαδή όλα τα σκαλιά της παρακμής (όπως αναφέρει και ο silencer51).

Έτσι, όπως το ρετάλι κυριολεκτικά είναι απομεινάρι από μεγάλο κομμάτι υλικού, όπως ύφασμα, σύρμα, σκοινί, λαμαρίνα κ.α., μεταφορικά είναι, κατά μία έννοια, απομεινάρι ανθρώπου.

Το λήμμα βέβαια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με την καλή έννοια για να καταδείξει άτομο χαλαρό, ενάντια στο σύστημα και τον καθωσπρεπισμό, ψιλοχύμα και μπορεί και ψιλοαναρχικός αλλά τουλάστιχον, γενικότερα, αριστερός και τις περισσότερες φορές καλό παιδί.

Συνώνυμα: παρτάλι, ρεμάλι, κουρέλι κ.α..

- Καλά, στα αρχίδια σου όλα ε; Είσαι μεγάλο ρετάλι! Πού πας ρε με τη μολότοφ στη κωλότσεπη;
- Τι, φαίνεται;!
- Αν φαίνεται; Μπαμ κάνει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για το μέρος εκείνο το οποίο εξυπηρετεί στην απόθεση και ομαλή προώθηση των ούρων, πολλές φορές και των κοπράνων, προς το αποχετευτικό σύστημα.

Είναι σύνθετη λέξη η οποία αποτελείται από το πιπί που, στα μωρουδίστικα, σημαίνει τσίσα (όπως τσιτσί είναι το κρέας, λολό το νερό, τουτού το αυτοκίνητο και άλλα τέτοια περίεργα) και το ρουμ (room), που στα Αγγλικά σημαίνει δωμάτιο.

Το λήμμα απευθύνεται σε κάθε είδους τουαλέτα στην οποία μπορείς να κάνεις και το ψιλό σου και το χοντρό σου και πολλές φορές ακόμα και να μπανιαριστείς.

Χρησιμοποιείται κυρίως για δημόσιες ή τουαλέτες εστιατορίων και καφετεριών, ενώ αν χρησιμοποιείται στις οικιακές τουαλέτες είναι γιατί ο συνηθέστερος λόγος που τις επισκέπτεται κανείς είναι για να κατουρήσει.

Το λήμμα πιθανόν να προϋπήρχε, άλλα μετά την δημόσια εμφάνισή του στο σίριαλ «της Ελλάδος τα παιδιά» (εκστομίστηκε από τον Μπέζο) η δημοτικότητα και η χρήση του εκτινάχθηκε στα ύψη.

Συνώνυμα: μέρος, βεσέ, καμπινές, καλ(λ)ιόπη κ.α..

«...με αγχωνει το γεγονος οτι πινω συνεχεια νερα και θελω να πηγαινω συχνα τουαλετα(στην τελευταια μου δουλεια με κοροιδευαν επειδη καθε 20 λεπτα πηγαινα στο πιπι-ρουμ...)» από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που λέγεται για πτώση κατά μήκος σκαλοπατιών, κυρίως όταν είμαστε στο κατέβασμα.

Συμβαίνει συνήθως από παραπάτημα λόγω βιασύνης, από γλίστρημα, από μπουρδούκλωμα σε αναδιπλωμένο χαλάκι ή ακόμα και λόγω ελαττωματικού σκαλοπατιού.

Ο πιο ήπιος τρόπος να «μετρήσεις» τις σκάλες είναι όταν αυτές είναι πλατιές και ξύλινες ή και έχουν καλά στερεωμένο παχύ χαλί. Ιδιαίτερα επώδυνες είναι οι μαρμάρινες και οι μεταλλικές σκάλες υπηρεσίας (αυτές οι πολύ στριφογυριστές), στις οποίες, στο τελείωμα του «μετρήματος», λόγω του σχεδιασμού τους, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχεις δεθεί κόμπος.

Τέλος σχετικά ήπιες είναι και οι σκάλες των πολυκατοικιών που, αν και συνήθως μαρμάρινες, έχεις δυνατότητα να σταματήσεις στο πλατύσκαλο, ενώ αν και χαρκορίλα, στην πτώση από φορητή αλουμινένια σκάλα εργασίας, δεν χρησιμοποιείται τόσο η παρούσα έκφραση.

(αληθινός διάλογος)
- Ρε φίλε! Τι μελανιές είν' αυτές;!
- Φαίνονται;
- Αν φαίνονται; είσαι μπλε σαν στρουμφάκι! Τι έγινε;
- Ε, να, χτύπησε το τηλέφωνο και βγήκα απ' το μπάνιο γυμνός και με τις σαπουνάδες, φόρεσα τις σαγιονάρες, και όπως κατέβαινα τις μαρμάρινες σκάλες τις μέτρησα κανονικά!
- Και;
- Τι και;
- Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταμεσονύχτιο μαγαζί που προσφέρει βαριά λαϊκή μουσική και ποτό αμφιβόλου ποιότητος ενώ προσφέρεται για υπερβολές και ασωτίες σε άτομα που θέλουν να καούν ή που είναι ήδη καμένα.

Τέτοια μαγαζιά είναι κυρίως συνοικιακά σκυλάδικα που οι τοίχοι τους έχουν ποτίσει από μυρωδιά τσιγάρου και οινοπνεύματος με χαρακτηριστικά λιτό ντεκόρ περασμένων δεκαετιών ενώ σε καμία περίπτωση δε διαθέτουν ζωντανή μουσική.

Δεν είναι κωλόμπαρα αλλά ούτε απέχουν και πολύ απ' αυτά ενώ διαθέτουν φανατικούς θαμώνες, αρκετούς με λερωμένο ποινικό μητρώο.

Συνώνυμα: μπιστολάδικο, μπουζουκλερί, γαβγάδικο κ.α..
Σχετικό: τελειωμενάδικο.

- Τι να απέγινε ρε 'συ ο Στέλιος ο δάσκαλος;
- Πάει αυτός, χάθηκε. Μέτα που βγήκε από τη στενή συχνάζει όλο σε κάτι καμενάδικα, σ' αυτά που σου βάζουν ουίσκι από μπουκάλι με δίχως μπίλια και ανοίγουν σαμπάνιες χωρίς αλκοόλ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανεπίσημος ποδοσφαιρικός όρος για το υπερβολικά δυνατό σουτ που γίνεται με την την «μύτη» του παπουτσιού. Συνήθως λαμβάνει χώρα σε ανεπίσημους ερασιτεχνικούς αγώνες, σε αλάνες ή σε 5Χ5 πλέον.

Σαν αποτέλεσμα έχει συνήθως άμεσο ή έμμεσο (σε περίπτωση που η μπάλα βρει σε σταθερό σημείο και εξοστρακιστεί) τραυματισμό με οδυνηρά αποτελέσματα.

Με λίγα λόγια είναι σουτ και όποιον πάρει ο χάρος. Μπορεί να γίνει και με κλειστά μάτια κάτι που καταδεικνύει την πρόθεση του παίκτη όχι τόσο να βάλει γκολ όσο να στείλει συμπαίκτη σε νοσοκομείο.

Συνώνυμα: ξερό, τσαρούχι, ματσόλα, καραβολίδα, κωλομύτι κ.α..

Ρε συ Αριάδνη, τι μύτος ήταν αυτός;! Είπαμε να σε παίξουμε αλλά εσύ θα σκοτώσεις κανένανε!

Alpha Romeo Mito (από allivegp, 09/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προερχόμενο από το γνωστό κρύο ανέκδοτο*, η εν λόγω επίσης κρύα φράση, η οποία αναφέρεται κυρίως στον αθλητικό τομέα, λέγεται όταν πιστεύεις πως θα προχωρήσεις σε ιστορικές νίκες, αλλά και γενικότερα όταν περιμένεις να γίνουν σπουδαία πράγματα (όπως προαγωγή, γάμος, καινούρια γκόμενα κ. α.).

Λέγεται όταν καταλαβαίνεις πως θα συμβεί κάτι το οποίο είναι προφανές από τα συμφραζόμενα, όταν «μυρίζεσαι» ότι θα συμβεί.

  • το οποίο λέει πως, κατά τον τελικό του Ευρωμπάσκετ το '87 και ενώ ο Καμπούρης βρίσκεται στη γραμμή τον βολών έτοιμος να εκτελέσει το φάουλ που του έχει δοθεί στη εκπνοή του αγώνα, τον πλησιάζει ο Γκάλης και του λέει τρομαγμένος στο αυτί : «Ρε μαλάκα! μη σουτάρεις! μυρίζει τινινίνι!». Ο Καμπούρης δεν του δίνει καμία σημασία, σουτάρει, ευστοχεί και ετοιμάζεται να εκτελέσει τη δεύτερη βολή, όταν τρομοκρατημένος τον πλησιάζει ο Γιαννάκης και του λέει στο αυτί : «Ρε μαλάκα! μη σουτάρεις! μυρίζει τινινίνι!». Ο Καμπούρης τελικά σουτάρει, ευστοχεί και τότε ακούγεται από τα μεγάφωνα : «τινινίνι τινινίνινι τινινίνι νί τινινίνινινινι νίνι νινινί...»)
  1. Εγώ ένα έχω να πω :
    «ΜΥΡΙΖΕΙ ΤΙΝΙΝΙΝΙ»
    Όλα τα λεφτά χθες ήταν οι πανηγυρισμοί σε Γεωργίου και προβλήτα Νικολάου και ο Sport FM που έβγαζε οπαδούς απ' όλη την Ελλάδα χύμα και τα χώνανε...!!! (από εδώ)

  2. - Να σου πω την αλήθεια, δε νομίζω πως θα πάρω πτυχίο.
    - Δε νομίζεις;!
    - Όχι, είμαι σίγουρος!
    - Χαχα! Μυρίζει τινινίνι δηλαδή.
    - Ποίος σου έμαθε αυτή τη μαλακία και τη λες συνέχεια;

(από Khan, 17/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που χρησιμοποιείται για να καταδείξει κατάσταση κατά την οποία παρουσιάζεται δυσκολία στην αφόδευση λόγω ιδιαίτερης σκληρότητας των κοπράνων -χαρακτηριστικό γνώρισμα, πολλές φορές, των δυσκοίλιων- με αποτέλεσμα την καταπίεση (ψυχική και σωματική) και το χάσιμο χρόνου. Η σκληρότητα, ο όγκος και το σχήμα του κόπρανου δε, είναι τέτοια που παραπέμπει εύκολα στον καρπό του αειθαλούς και κωνοφόρου πεύκου, το γνωστό κουκουνάρι.

- Πού ήσουν τόση ώρα;
- Στην τουαλέτα, έκανα τατουάζ στον κώλο μου το καπάκι της λεκάνης...
- Τι;
- Τι τι ρε μαλάκα, δεν καταλαβαίνεις, με πήγε κουκουνάρι!

Κουκουναριές Σκιάθου! Εδώ το χέσιμο α λα κουκουνάρι δένει με το τοπίο και δίνει την... απόλαυση! (από GATZMAN, 07/10/10)Γαλοπούλα γεμιστή με σλανγκικα κουκουνάρια (από GATZMAN, 08/10/10)

Βλέπε και κουράδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για το γήπεδο ποδοσφαίρου της ομάδας του Πειραιά, τον Ολυμπιακό, γνωστό και ως τηγάνι.

Προέρχεται από τη μετονομασία του πραγματικού ονόματος του γηπέδου που είναι το Καραΐσκάκη, αλλάζοντας το δεύτερο συνθετικό από -σκάκη σε -τάβλι.

Χρησιμοποιείται ευρέως σε στέκια φιλάθλων ποδοσφαίρου, σε δρόμους, σε πλατείες και σε γήπεδα.

- Παίζετε με γαύρο την άλλη βδομάδα, ε;
- Ναι, μέσα στο Καραϊτάβλι.
- Έλα ρε! Σας έχει εντός στο τηγάνι;

Το Καραϊτάβλι πριν... (από PUNKELISD, 12/12/10)Το Καραϊτάβλι τώρα. (από PUNKELISD, 12/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία