Στο τάβλι υφίσταται μια εθιμοτυπία. Δεν είναι ούτε μπριτζ ούτε σκάκι, να παίζεται στα μουγκά.
Δεν είναι γνωστό αν ο Θεός παίζει ζάρια, αλλά είναι σίγουρο ότι ο Μακιαβέλι θα ήταν τρανός ταβλομάχος.

Η εν λόγω, είναι μια από τις πολλές ειρωνικές και ψευδο-αφελείς εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται όταν η ενδεικνυόμενη κίνηση είναι ηλίου φαεινότερη και η νίκη βέβαιη. Ο έχων το πάνω χέρι χαζο-διερωτάται, πώς να παίξει την οφθαλμοφανώς ευνοϊκή ζαριά, πράγμα που κρύβει σαδισμό, αφού καλείται (δήθεν) ο γαμούμενος αντίπαλος να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίον θα πουτσισθή...

Η έκφραση μπορεί να λεχθεί αφού ο παίκτης φέρει την ευνοϊκή ζαριά (π.χ. εξάρες), αλλά και (υποθετικά) πριν ακόμα ρίξει, δηλαδή μόλις τελειώσει το παίξιμό του ο αντίπαλος, που έχει αφήσει ανοικτούς λογαριασμούς στο ενδεχόμενο να φέρει στην συνέχεια ο παίκτης μια συγκεκριμένη ζαριά, με την οποίαν π.χ. θα πλακώσει πούλι του αντιπάλου, θα κάνει εξάπορτο κλπ. Έτσι, λέει ο παίχτης π.χ.: (Αν φέρω) «τα πεντάρια μου, πώς θα τα παίξω;» Πολλές φορές, ο εκνευρισμένος αντίπαλος θα αναγκασθεί να πει: «Βρέ, παίξε εκεί τώρα»...

Σημειωτέον η επικαλούμενη ευνοϊκή ζαριά (π.χ. ντόρτια, έξι-πέντε κλπ αναλόγως), πάντοτε συνοδεύεται από την κτητική αντωνυμία «μου», δηλαδή δικαιωματικά μου ανήκει-αξίζει να φέρω αυτό το συγκεκριμένο ζάρι, γεγονός το οποίον παραπέμπει αφ’ ενός στην δεισιδαιμονία των τζογαδόρων πριν να κάτσει η ζαριά, αφ’ ετέρου αφού κάτσει, επιρρωνύει το ταβλαδόρικο, αυτο-εξιλεωτικό της κωλοφαρδίας θέσφατο: «Ο καλός ο παίκτης έχει και καλό ζάρι-δεν συμβαίνει όμως απαραίτητα και το αντίστροφο».

Αν δεν έρθει η καλή ζαριά, τότε ο αντίπαλος λέει: «Έχει και τέτοια μέσα!» και τραβάει (κρυφά) μια βαθιά αναπνοή...

Στη συνέχεια, ο παίκτης σε περίπτωση που κάθεται η ευνοϊκή (γι’ αυτόν) ζαριά, συνήθως καμώνεται ότι παραπονιέται, π.χ. λέει «πάλι;», «όχι ρε γαμώτο!» κλπ και χτυπά τον αντίπαλο δήθεν δύσθυμος, για να μην διαπράξει ύβρι τρόπον τινά, ενώ ταυτόχρονα σπάει τ’ αρχίδια του αντιπάλου κωλυσιεργώντας, αφού τον γαμεί και τον φουμάρει κι από πάνω.

Αντίθετα, αν ο αντίπαλος αφού τελειώσει το παίξιμό του, μένει εκτεθειμένος σε ενδεχόμενη ψωλιά, είτε ένεκα αβλεψίας, είτε γιατί δε γίνεται αλλιώς (φορσέ), τότε ο παίκτης του δείχνει το έκθετο πούλι και ταυτόχρονα λέει πριν τραβήξει: «Τούτο;» ή «Τούτο νυφούλαμ’;» ή «Τούτο μαρ’ νύφ’;» (Ρούμελη), δηλαδή δήθεν διερωτάται με συμπόνοια τί θ’ απογίνει το έρημο το πούλι σε περίπτωση που το τσακώσει, φέρνοντας ένα συγκεκριμένο συνδυασμό.

Αν όμως ο αντίπαλος έχει στην πραγματικότητα πενταετές πλάνο υπ’ όψη του και αποκοιμίζει τον παίκτη, περί δήθεν μαλακισμένης κινήσεώς του, τότε απαντά απαθώς: «Εγώ θα το παίξω κι αυτό» ή «για πάρτη μου», (το τελευταίο λέγεται και στο μπαρμπούτι).

Παρά ταύτα, όσο στο τάβλι το βάθρο του νικητή θα έχει θέση μόνο για έναν, τόσο η αφελώς εύστοχη ερώτηση του Νάντο (αδελφού της Μαφάλντα) «τότε ο άλλος γιατί παίζει;» θα παραμένει επίκαιρη...

(Πλακωτό):
- Έτσι παίζεις; Μου αφήνεις το πεντάρι ανοιχτό;
- Για δούλευε ζάρι, να βλέπω!
- Και τα εξάρια μου, πώς θα τα παίξω;
- Καλά, φέρ' τα πρώτα και μετά βλέπουμε...
- Εξάρια! Πελάααααατες μουουου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνική (κυρίως) περιγραφή στην κατάσταση που έχει περιέλθει ο αντίπαλος στο τάβλι.

Χρησιμοποιείται όταν ο αντίπαλος φέρνει διπλές που αφενός men έχει τα τις παίξει μόλις και με τα βίας, αφετέρου the καταστρέφεται όλη του η στρατηγική στο ταβλικό πεδίο μάχης.

- Τριάρες...
- Τις έχεις!
- %$#^%$#

(από Fotis Nitsiopoulos, 10/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο νεοέλληνας, ως γνωστό, έχει γεννηθεί με διδακτορικό στο κωλοβάρεμα. Σε περίπτωση συγκέντρωσης τριών διδακτόρων στον ίδιο χώρο, το κωλοβάρεμα τριπλασιάζεται ως μέγεθος. Θεωρείται δε τόσο φυσιολογική αυτή η κατάσταση που το μόνο που μπορεί να συμβεί για να αλλάξει είναι να εμφανιστεί κάποιος τέταρτος, δρ και αυτός, για να συμπληρωθεί το καρέ που απαιτείται ώστε να παιχτεί η πρέφα (το γνωστό χαρτοπαίγνιον).

Στην αργκό η έκφραση απευθύνεται πάντα στον εμφανιζόμενο τέταρτο από τον γαμάω της τριπλέτας.

- Τι κάνετε εσείς εδώ;
- Τι να κάνουμε αδερφέ μου, περιμένουμε τέταρτο για πρέφα.

Ζητείται τέταρτος... (από Stravon, 08/09/09)όλα κι όλα, το θέλει το διδακτορικό της!!! (από Stravon, 08/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιά έκφρασις, (μάλλον ακόμα εν ισχύι), που σημαίνει σπαταλώ μανιωδώς (δηλ. μαλακωδώς) το υστέρημά μου στα μηχανάκια (βλ. Μένης Κουμανταρέας) / φλιπεράκια / ούφο (βλ. και «ουφάδικο») / μπιμπλίκια (ηχοποίητον) / φρουτάκια (ενήλικος τηλε-αυνανισμός δίκην τζόγου βλ. γνωστόν σκάνδαλον με πατρινόν πασόκον βουλευτήν) κ.ά.

Το ρήμα «ταΐζω», προκειμένου δια χρηματοδότησιν-θρέψιν της χίμαιρας του τζόγου δεν είναι άγνωστον και εις έτερα τυχηρά παίγνια (π.χ. οι αλογομούρηδες λένε: «Πάμε να ταΐσουμε τ' αλόγατα» βλ. και Κ. Μπουγάς «Το άλογο το φαβορί»), ενώ παλαιά εις το μπαρμπούτι, οι κουμαρτζήδες έλεγον «πάμε να τον χώσουμε» = ν' ακουμπήσουμε / στάξουμε / πέσουμε το παραδάκι).

Εις τα συνοικιακά μπιλιαρδάδικα / φλιπεράδικα και λοιπά κρίμα-κι-άδικα (προ ίντερνετ και πλέι-στέισον), όπου η πάλαι ποτέ μητρική ιαχή «Τάκηηηηηη! Μακριά απ' τον κηπουρόοοοο!», απηχούσεν αλήστου μνήμης εποχάς ανησυχίας περί του ανιούλου απηθυσμένου, δεδομένου ότι οι μετ' εφήβων συγχρωτιζόμενοι επαγγελματίαι (π.χ. ψιλικατζείς, πλανόδιοι πωληταί ερίου γραίας, κηπουροί, καραγκιοζοπαίκται, στραγαλάδαι, επιδιορθωταί ποδηλάτων κλπ), αρέσκοντο εις την λακέρδαν και οι πιτσιρίκοι έβγαιναν με τον κώλο φινιστρίνι, συνηγελάζοντο λαϊκοί νεανίαι, οίτινες σκορπούσανε το πενιχρόν χαρτζηλίκι των στα μηχανήματα του διαόλου, ίνα ξεκαβλώσωσιν, ελλείψει ετέρων ενδιαφερόντων (π.χ. ποιος έγραφε τον γιο του ωδείον; = Τί; Πούστης θα γίνει;) ή γκόμινας (για να γαμήσεις έπρεπε να πας στα μπουρδέλα ή να παντρευτείς)...

Εις τον αυτόν χώρον, ενδημούσεν υπό τα αδιάφορα όμματα των κερδοσκόπων τέως καφετζήδων, κάθε καρυδιάς δικοτυλήδονον: Παπατζήδες, μικροκλέφτες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, βαραόντα, όλα τα μαχαιρώνω, λόμπες, άνεργοι, αργόσχολοι, μπανιστηριτζήδες, βαπόρια και άλλαι συμπαθείς κοινωνικαί τάξεις, ώστε άν το μειράκιον εξέμενε από ψιλή και είχεν αποκτήσει την έξιν του παιγνίου, δεν είχε παρά να διαλέξη...

Ούτω πως, μεταξύ άλλων αγορίστικων συγκριτικών διακριτικών ισχύος, προσετέθη (ήδη από της πουτάνας δεκαετίας του '50) και η ικανότης τερματίσεως-μηδενισμού του φλιπερακίου, με τον ολιγώτερον κατά τον δυνατόν οβολόν.

Άλλωστε, η ποικιλία και η εναλλαγή των εικόνων και των άθλων που καλείτο να καταγάγη ο παίκτης εις έκαστον επίπεδον («πίσταν»), εξήπτεν την φαντασίαν των παρισταμένων και συνεπώς, ο δυνατός παίκτης ήτο εκείνος «που τους πήγαινε μακρύτερα»...

Μάλιστα, παλαιά ηδύνατο ο τερματίσας το παίγνιον να ξαναπαίξη αυτομάτως από την αρχήν δίχως αντίτιμον ή προσφυγήν εις τα μεγάλα μέσα: Π.χ. Στράβωμα κέρματος ή Ρίψιν του αυτού νομίσματος δεμένου με πετονιά ώστε να ξανατραβιέται επ' άπειρον ή ακόμα και (από τους τολμηρότερους) αναποδογύρισμα του μηχανήματος προς άγραν ψιλών(!)

Τότε, παρενέβαινε αντίζηλος τις, (ιδίως οσάκις παρίσταντο έκθαμβαι κορασίδες αμφιβόλων ηθικών φραγμών), ίνα μετριάση τον θρίαμβον του ικανού παίκτου και έλεγεν δηλητηριωδώς: «Το 'χεις ταΐσει καλά βλέπω!» ήτοι, έχεις σπαταλήσει μια περιουσίαν, ώστε να δύνασαι να γνωρίζης όλα τα κόλπα του συγκεκριμένου παιγνίου και να φθάνεις αλωβήτως εις το τέλος = Δεν είσαι μάγκας, αλλά τα χώνεις γερά... Δηλαδή, ακόμη και το άψυχον τηλε-παίγνιον είχε κοινωνικόν τινά χαρακτήρα, αφού παρίσταντο κι άλλοι και συμμετείχον παντοιοτρόπως εις αυτό, πλησίον του παίκτου ιστάμενοι, ενώ σήμερον προτιμάται η κατά μόνας αποβλάκωσις ανηλίκων τε και ενηλίκων(!)

Αλλά ήδη το νοσταλγικόν «μάμε» (Multiple Arcade Machine Emulator) σηματοδοτεί ότι η ανωτέρω εποχή μας έχει αφήσει γεια, βγάζοντας την γλώσσαν τρόπον τινά εις τους παλαιοτέρους με το ηχητικόν σήμα των (δωρεάν πλέον) credit, ωσάν να πίπτωσιν αι μετρημέναι δραχμαί μας...

Μαλάκα, μου 'δωσε κανονάκι! Τελευταία πίστα και το μηδενίζω!
— Εμ, αφού κάθε μέρα εδώ είσαι! Το 'χεις ταΐσει το μηχάνημα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λαμογιά είναι αυτό που κάνει το λαμόγιο. Ως γνωστόν, λαμόγιο είναι ο κράχτης στο παιχνίδι του παπά. Αυτός που κερδίζει σε συνεννόηση με τον παπατζή με προφανή σκοπό να σε παρασύρει στο παίγνιο. Οπότε λαμογιά είναι η συγκεκριμένη συμπεριφορά και γενικότερα να είσαι αβανταδόρος. Ο όρος έχει πάρει ευρύτερη έννοια για να σημάνει οποιαδήποτε διαπλοκή, μίζα, ζήμα, βαλτοπαίδι, βία και νοθεία, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Υπάρχει και η μπυρολαμογιά.

Πηγή: Βάσκος, Άλλος, Χανκ.

Από το άσμα: Πού είναι ο Βάγκνερ, πού είναι ο Πουτσίνι;

Κοίταξε τι γίνεται μες' την κοινωνία
όλοι στροβιλίζονται στην ανωμαλία
κοίταξε αγάπη μου ρίξε μια ματιά
όλοι οι διαπλεκόμενοι
μεσ' στη λαμογιά.

Που είναι ο Βάγκνερ
που είναι ο Πουτσίνι
μονάχα εσύ μου μένεις μόνο
γλυκιά μου αγάπη στο δηλώνω
μόνο εσύ
solo tu.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχει ο ορισμός, αλλά η άποψη μου είναι διαφορετική και εξηγούμαι:

Αβανταδόρος είναι ο βαλτός επί τούτου να αβαντάρει μια κατάσταση να την προωθεί προς την κατεύθυνση που έχει πληρωθεί να σπρώξει.

Ο παπατζής έχει αβανταδόρο για να παίζει τον παπά και να κερδίζει χρήματα από τον παπατζή με απώτερο σκοπό ο αιμοδότης να τσιμπήσει να ποντάρει και να ανεβάσει τον τζίρο του παπατζή.

Επίσης, σε δημοπρασίες παίζει πολύ ο αβανταδόρος, με σκοπό να αυξήσει την τιμή του προς δημοπράτηση αντικειμένου.

- Δεν ξαναπάω δημοπρασία Γιώργο φίλε μου!

- Γιατί ρε Πάνο;

- Ε τι γιατί είχαν 4 αβανταδόρους και ανέβασαν την τιμή κοντά στο καινούργιο, σκέτη απάτη φίλε Τζορτζ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ποκερικής προέλευσης λέξη, η σημασία της οποίας διευρύνθηκε συν τω χρόνω εντυπωσιακά. Ένας εξειδικευμένος τεχνικός όρος χαρτοπαιγνίου διάγει στας ημέρας μας έναν δεύτερο βίο, περιγράφοντας πάντοτε σύνθετα και συνδυαστικά φαινόμενα. Αναλυτικότερα:

  1. Κερδοφόρος συνδυασμός φύλλων στο πόκερ. Η απλή κέντα (straight) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά, π.χ. Α, 2, 3, 4, 5, όχι όμως του ιδίου χρώματος. Η κέντα-φλος ή αλλιώς κέντα-χρώμα (straight flush) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά και του ιδίου χρώματος, π.χ. 5, 6, 7, 8, 9 κούπα.

  2. Συνδυασμένη ενέργεια δύο ή παραπάνω ατόμων που στέφθηκε από επιτυχία αποφέροντας αξιόλογα οφέλη, συνήθως οικονομικής φύσεως. Η επιτυχία της ενέργειας-κέντας δεν είναι απαραίτητα τετελεσμένο γεγονός, αρκεί να εικάζεται με μεγάλες πιθανότητες. Με την ίδια περίπου σημασία χρησιμοποιείται κι ο όρος μόντα, που όμως είναι πιο γενικός.

- Kέντα κάνουν δυο φίλοι που βάζουν από κοινού λεφτά και αγοράζουν μια επιχείρηση, π.χ. παίρνουν το franchise για το everest, ή παίρνουν τον «αέρα» από κάποιο μπαράκι.
- Κέντα κάνουν (πάλι) δυο φίλοι που αποφασίζουν να συγκατοικήσουν ώστε να μοιράζονται τα έξοδα. - Κέντα κάνουν (ξανά μανά) δυο φίλοι φοιτητές που συνεννοούνται να αντιγράφει ο ένας απ' τον άλλο στις εξετάσεις.

  1. Άλλη μια λέξη για το γαμήσι, τη συνουσία. Και λέω συνουσία, διότι θέλω να δώσω έμφαση στο συν-αινετικό της υπόθεσης. Δυο άνθρωποι τα μιλάνε, τα συμφωνάνε κι αφού γίνουν αυτά πέφτει ο πήδουλας. Ένας βιασμός ποτέ δεν είναι κέντα, είναι ποινικώς κολάσιμη μονομερής ενέργεια. Εν προκειμένω, χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το κέντημα, καθώς και το ρήμα κεντάω = γαμώ.

  2. Μεγάλη αστυνομική επιτυχία, συνήθως σύλληψη κάποιου «μεγάλου κεφαλιού» του οργανωμένου εγκλήματος, π.χ. Παλαιοκώστας. Ενέργεια που προετοιμαζόταν μεθοδικά και σχεδιαζόταν από καιρό, ενώ ήχθη εις πέρας με τη συνεργασία διαφορετικών υπηρεσιών (Ασφάλεια, Τροχαία, Άμεση Δράση).

  3. Στο χώρο των πρεζάκηδων, η κέντα είναι η σύλληψη ή κάποια άλλη ζημιά απ' τους μπάτσους, που όμως γίνεται κατά τύχη, επειδή απλά είχε καύλες ο μαλάκας ο Δίας. Δηλαδή οι μπάτσοι είχαν στηθεί για κάποιον άλλο, πιο μεγάλο (βλ. περίπτωση 4), έπεσαν ωστόσο στη φάκα τους μικρότερα ψάρια, που έκατσε να βρίσκονται φορτωμένοι με ντραγκς στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα. Μιλάμε για τρελή ατυχία, γι' αυτό και σε τέτοιες φάσεις πρέπει πάντα να είσαι στην τσίλια. Ποτέ δε ξέρεις που έχει στηθεί η κέντα και σε περιμένει. Αν την ψυλλιαστείς, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας πάσο, ήτοι να συμπεριφερθείς σα να μη τρέχει κάστανο...

  1. - Έμαθες ότι πουλιέται εκείνη η καφετέρια κοντά στον ηλεκτρικό στο Μαρούσι, που αράζαμε παλιά;
    - Α ναι ρε συ, κατάλαβα, μιλάς για την τρύπα που πηγαίναμε μετά το φροντιστήριο. Κάτσε να δεις πως τη λέγανε τώρα..
    - Τι σημασία έχει αγόρι μου πως τη λέγανε... Θα της βγάλουμε εμείς άλλο όνομα!
    - Για κάν' το μου πιο λιανά αυτό, τι εννοάς;
    - Ε να, έχεις εσύ κάτι φραγκάκια στην άκρη, θα χτυπήσω κι εγώ ένα δάνειο, στήνουμε χαλαρά την κέντα και το παίρνουμε το μαγαζί!
    - Το σκεφτόσουν πολλή ώρα αυτό;
    - Έλα ρε, σκέψου μόνο τα μουνιά που έχουμε να κεντήσουμε ως αφεντικά κι έτσι..

  2. Με τις πυτζάμες στο σπίτι τους, έπιασε τους δύο της Siemens, Σκαρπέλη και Γεωργίου σε Κηφισιά και Δάφνη, απόψε ο Γιάννης Ραχωβίτσας. Είχε ένταλμα από τον 4ο ανακριτή και το εκτέλεσε ακαριαία. Εαν δεν τους έπιανε θα τον έθαβαν ότι έκανε τα στραβά μάτια. Νωρίτερα δεν είχε ανοίξει μύτη με τα μέτρα στο Σύνταγμα στη πορεία των μουσουλμάνων. Κέντα για τον «Ραχώ». Να λέμε και κανα μπράβο. Το χρειάζονται. (Από εδώ)

  3. - Πώς κι έτσι στεγνός τώρα τελευταία; Εσύ μας κέρναγες πάντα τις καλύτερες κοακόλες όταν ερχόμασταν σπίτι σου, τι τρέχει τώρα;
    - Ξέρω γω, την άκρη μου ρώτα..
    - Ωχ, ο Σήφης ο κατσαρίδας; Τι έγινε, τον τσακώσανε; Λέγε ρε, αφού ξέρεις..
    - Οκ, αφού θες να τα μαθαίνεις όλα, έπεσε ο μαλάκας σε μια κέντα απάνω στο Σχιστό, στα γύφτικα. Για άλλον πήγαιναν και δέσανε το δικό μου, κωλοατυχία μου μέσα..

αυτή κι αν είναι κέντα. (από johnblack, 17/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο απολύτως απένταρος μάγκας που, ως επί το πλείστον, έχει περιέλθει σ' αυτήν την κατάσταση από απανωτές αποτυχημένες απόπειρες να ρεφάρει χασούρα από χαρτοπαιξία με ατυχή αποτελέσματα. Παρ' όλα αυτά, ο βέρτζινος δε θα κλειστεί στο σπίτι του να κλάψει τη μοίρα του αλλά θα γλεντήσει το καημό του με τράκα κρασάκι-τσιγαράκι. Παλιάς κοπής αντιλήψεις αλληλεγγύης στα πάθη του άντρα θα τον στηρίξουν μέχρι να ξαναπιάσει τη καλή.

- Γύρισε ο Τάκης βέρτζινος πάλι απόψε και τον παντόφλιασε η γυναίκα του.
- Άντε μωρέ τη σκύλα, όταν της τα φέρνει καλά είναι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Κόλπο», δόλιο τέχνασμα, τερτίπι, βρομοδουλειά, κατεργαριά, απατεωνιά, μπαμπεσιά, μπαγαποντιά, παπατζιλίκι, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ανέντιμη ή παράνομη δραστηριότητα για προσπορισμό κέρδους, αισχροκέρδεια, «εκμετάλλευση», νοθεία, «μαγείρεμα» με την κακή την έννοια (λογαριασμών, αποτελεσμάτων κ.λπ.), «μηχανή».

(Bαθιά ανάσα - συνεχίζουμε:).

Αναφέρεται κυρίως σε οικονομικές δραστηριότητες, παίζει όμως και σε ποδοσφαιρικά γήπεδα με την μορφή του τεχνάσματος παραπλάνησης του αντιπάλου και του διαιτητή ενδεχομένως, αν είναι πολύ πετυχημένη (π.χ. πάει ο άλλος να βαρέσει το φάουλ και πηδάει πάνω από την μπαλίτσα χωρίς να την αγγίξει και σκάει από το πουθενά ο δεύτερος που το βαράει κανονικά και τους αφήνει όλους κάγκελα, γιατί δεν το περιμένανε δεν τον περιμένανε α- α, γκολ).

«Κομπιναδόρος» είναι αυτός που κάνει την κομπίνα. «e-κομπίνα» είναι η κομπίνα που γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω διαδικτύου κ.λπ. «Κομπίνα από μέσα» (το λεγόμενον inside job) είναι μια κομπίνα με συνεργασία ανθρώπων του περιβάλλοντος του θύματος.

Ο όρος «κομπινεζόν» χλωμό να έχει ετυμολογική σχέση, αλλά πάλι δεν είναι να παίρνει και όρκο κανείς (μεταγενέστερη διόρθωση: έχει, έχει σχέση, το λέει ο χάνκυ στα σχόλια, το κομπινεζόν είναι βρακί και σουτιέν μαζί και αυτό από μόνο του είναι μια κομπίνα ως συνδυασμός). Σίγουρα έχει εννοιολογική σχέση όταν το κομπινεζόν κρύβει την κοιλάρα ή το πεσμένο βυζί εντέχνως, όσο να 'ναι είναι κι αυτό μια κομπίνα, αλλά είναι θεμιτή γιατί στον πόλεμο και στον έρωτα όλα επιτρέπονται.

Ο όρος κομπίνα εμφανίζεται και στην τέχνη, εφόσον άσμα ηρωικό και πένθιμο του Γιώργου Ζαμπέτα φέρει στίχο «Ελληνας χωρίς κομπίνα, πεθαμένος από την πείνα» κι αυτό αν το καλοσκεφτεί κανείς είναι πολύ τραγικό για την φυλή μας, αφού δείχνει πόσο κομπιναδόροι είμαστε. Και καλά να είσαι εσύ αυτό που τα τρως από τους άλλους - αν είσαι αυτός που στα τρώνε έχουμε θέμα. Έχουμε θύμα. Έχουμε πίκρα.

Από σχόλιο της ιρονίκ (16/6) εδώ:
Με την έκφραση αυτή κορόιδευε ο Κλυν αυτούς που το παίζανε ακόμα λαντέρνα φτώχεια και φιλότιμο ενώ ήταν πια μεσ' στην κομπίνα και απολαμβάνανε ακριβά υλικά αγαθά και γενικά έναν τρόπο ζωής που σαφώς δεν ανήκε στα λαϊκά πρότυπα που πρέσβευε, υποτίθεται, το πασοκ.

Από το μπλογκσυσλαγκιστή:
Αν θέλουν λιγότερη αθλιότητα στο χρηματιστήριο [...] Να βάλουν επιτέλους στην φυλακή τους υπεύθυνους της μεγάλης κομπίνας. Κι άμα δεν τους χωράνε οι φυλακές να σκοτώσουν και μερικούς από αυτούς τους ξεκωλιάρηδες.

Από το e-αρχείο της εφημερίδος:
«Το κάνουμε πάντα στην προπόνηση. Είναι κομπίνα!» έλεγε μετά το παιχνίδι ο Λουτσιάνο για να δικαιολογήσει το διαιτητή, αλλά στην ουσία προκάλεσε τη νοημοσύνη μας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ή «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

Συχνότατα χρησιμοποιείται και σε παρελθόντα χρόνο, σαν «πήρα αμπάριζα», «πήρε αμπάριζα».

Η λέξη αμπάριζα είναι Αλβανικής προελεύσεως και σημαίνει ή «ορμητήριο» ή «φωτιά», δεν γνωρίζω ακριβώς.

Η δε φράση προέρχεται από την «αμπάριζα», ένα παλιό αγορίστικο παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου, που παιζόταν από δύο ομάδες:

Ένας παίκτης της μιας ομάδας έβγαινε από την αμπάριζά του και πλησίαζε την αντίπαλη αμπάριζα προκαλώντας και κοροϊδεύοντας τους παίκτες της. Τότε κάποιος αναλάμβανε να τον κυνηγήσει και ο πρώτος παίκτης υποχωρούσε προς το στρατόπεδό του, ώστε να ακουμπήσει την αμπάριζά του για να ανανεώσει την «φωτιά» και να είναι δυνατότερος από τον καταδιώκοντα. Ή, μπορούσε ένας άλλος παίκτης να «βγει» από την αμπάριζα για να καταδιώξει τον επελαύνοντα αντίπαλο. Όποιος δηλαδή «έβγαινε» τελευταίος από την αμπάριζα, ήταν πιο δυνατός. Και γι' αυτό το φώναζαν: «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω». Δηλαδή; δεν υπολογίζω κανέναν και ορμάω μέσα σ' όλα.

Μέχρι φυσικά ν' ακουγόταν ένα νεότερο «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

-Τί γίνεται, θα τα καταφέρεις με τους χτίστες;
-Βρε παίρνω αμπάριζα και ζήτω που χεστήκανε!

===

-Τα έβγαλε πέρα ο Γιώργος με τους συγγενείς του; -Ρε πήρε αμπάριζα σου λέω και δεν ξέρανε που να κρυφτούνε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία