Επιπλέον ετικέτες

Σλανγκικός γυναικότυπος βυζουμπάτης πιπινέζας με κορμί που, πολύ απλά, γαμάει. Εκ των τούμπανο και πουτσομεζές.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων διευκρινίζω ότι πρόκειται για ανενδοίαστη λεξιπλασία, και ευχαριστώ τον Κηάν για την έμπνευση (βλ. μικρός τουμπανιστής).

- Δεν έχω λέξη για πιπινέζα με μεγάλο στήθος και τούμπανο σώμα. Πώς θα ονόμαζες αυτόν τον γυναικότυπο;

- Ξερωγώ; Μπάσο τούμπανο; Βυζοτύμπανο; Ταμπουρομούνα; Κοντό μουνί όλο βυζί; Τουμπαμάρω; Τουμπανομεζές;

- Προκρίνεται το τουμπανομεζές με διαφορά, το μεζές περικλείει το χαμηλό ανάστημα, κατά το πουτσομεζές, ενώ το τούμπανο περικλείει και το πληθωρικό στήθος και την εκγύμναση, ωραία θα κοιμηθώ ήσυχος απόψε...

(συζήτηση καμένων σλάνγκων)

Τουκανισμός: Έχει 1.55 ύψος. (από Khan, 05/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπουρδελοκατσαρόλα χαρακτηρίζουμε μια γυναίκα η οποία δεν είναι άξια προσοχής, ή απλά δεν την πάμε.

Ήσουν, είσαι και θα είσαι μια μπουρδελοκατσαρόλα και δεν πρόκειται να ασχοληθώ μαζί σου! ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ!

Η κατσαρόλα του μπουρδέλου... (από Τσακ εις την μέσην, 30/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δυο τρεις μεγάλες κατηγορίες κατηγορίες σφυρίχτερμαν οι οποίες ενίοτε αλληλεπικαλύπτονται:

Οι σφυρίχτερμεν χαρτογραφούνται τόσο σε μπουτς όσο και σε φαμ παραλλαγές.

Ετυμολογία: εκ των σφυρίχτρα (δύο πρώτες περιπτώσεις), σφυρίχτρα (δεύτερη) και σφίχτερμαν.

  1. - σε πολλά σύγχρονα αφηγήματα, όχι κατ' ανάγκη πουστρομανιέρας, αλλά ίσως και πουστρονεωτερισμού βλέπουμε ένα μενάζ α τρουά νέας κοπής: Αυτό αποτελείται από έναν συνεσταλμένο, ομορφούλη άντρα τ. πουστρίγκος, συχνά κοντούλη, μία αρρενωπή γυναίκα και ένα τεκνό, είτε τύπου ήρωα ταινιών του Visconti, είτε σφ(υρ)ίχτερμαν. (Χάνκων o Μεγαλόσλανγκος, εδώ)

  2. Vrastaman: - Το σφυρίχτερμαν παίζει;
    ironick: - αχαχαχαχα, κάτι σε γκέουλα σφίχτη τροχονόμο δηλαδή;
    (εκεί)

  3. - Δεν είναι κι ο σφίχτερμαν που τον έχει σφυρίχτρα; Συφτωματικά σήμερα μου έλεγε μια γκόμενα για ένα απο το μεγαλύτερα τούμπανα της Κυψέλης που τον έχει τσιγάρο. (Jeanoir, παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη αυτή, όπως ολοκάθαρα φαίνεται, αποτελείται από δύο συνθετικά - το πούτσα και το πόρνη.

Χρησιμοποιείται κυρίως για άνδρες, αντί της λέξης loser, ελληνιστί = χαμένος, κορόιδο. Πολλοί φίλοι αποκαλούνται μεταξύ τους κατ' αυτόν τον τρόπο, ώστε να πειράξουν ο ένας τον άλλον.

  1. 'Αντε, μωρή πουτσοπόρνη!

  2. Όλο παιχτήρι είσαι παλιο-πουτσοπόρνη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιγράφει κίναιδο μεγάλο σε ηλικία, που διατηρεί την σεξουαλικότητά του παρά τα χρόνια του. Προέρχεται από το πούστης + (γερό)λυκος. Προσοχή, δεν είναι ηλικιωμένος. Τους παππούδες πούστηδες τους λέμε διαφορετικά.

Πουστρόλυκος για παράδειγμα, είναι αυτός που σε νυχτερινή πτήση Αθήνα-Θεσ/νίκη κόλλαγε σε έναν πιτσιρικά να τον πηδήξει. Ο πιτσιρικάς δεν του καθότανε γιατί «θα μας δούνε». «Όχι βρε κουτό, δεν βλέπεις, κοιμούνται όλοι». Κοιτάει γύρω του δύσπιστος ο πιτσιρικάς και του λέει ο πουστρόλυκος «να, πήγαινε να τους ζητήσεις δήθεν τσίχλα που βούλωσαν τα αυτιά σου και θα δεις ότι κοιμούνται». Όντως το έκανε ο μικρός, διαπίστωσε ότι κοιμούνται όλοι, οπότε έκατσε και τον πήδηξε ο γέρος. Όταν έφτασαν στη Μίκρα, ένας παπάς διαμαρτυρήθηκε «Έχω έναν πονοκέφαλο, άλλο πράγμα!». «Και γιατί δε μας ζήτησες ασπιρίνη» του λέει η αεροσυνοδός. «Τι λες καλέ; Ο άλλος τσίχλα ζήτησε και τον γάμησαν, ασπιρίνη θα ζητούσα εγώ;»

- Τον είδες τον ταρίφα. Ροδάνι πάει η γλώσσα του.
- Ναι τον πουστρόλυκο. Άπαιχτος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που περιγράφει νεαρό, καλοσχηματισμένο και κοντό κοπελάκι. Όχι όμορφο αλλά ναζιάρικο. Σα τη Κοκκινοσκουφίτσα αλλά στην πουτανί εκδοχή της. Κάτι σαν το καβλοράπανο αλλά στο πιο πρόστυχο. Στην τελειότερη εκδοχή της, η πουτανοσκουφίτσα διαθέτει αθώα φατσούλα που παραπέμπει σε σαδομαζοχιστικά όνειρα.

Συνήθως χώνεται σε μια παρέα, την πέφτει σε όποιον τον έχει φάει η μαλακία περισσότερο απ' τους άλλους, πηδιούνται για μία και μοναδική φορά, και μετά την πέφτει κάθε μέρα και σε άλλον απ' την παρέα. Εννοείται ότι στον επόμενο λέει ότι ο προηγούμενος τον είπε «μαλάκα» προκειμένου αυτοί να τσακωθούν και αυτή να καλύψει τα ίχνη της. Αυτό το βιολί συνεχίζεται μέχρι να κάνει όλη την αντροπαρέα ένα μάτσο χάλια ή και μουνί καπέλο. Εξαφανίζεται το ίδιο αιφνιδιαστικά όπως εμφανίστηκε.

Η αναφορά στην Κοκκινοσκουφίτσα δεν είναι τυχαία. Η παραμυθένια ηρωίδα εμφανίζεται ως αθώα παιδούλα στην αρχή, αλλά στο τέλος τον λύκο τον ξεφυτίλιασε (όρος που θα προστεθεί στο μέλλον).

Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα λήμματα πουστρόλυκος και πουστρογυριστούλης.

- Τι έγινε ρε μαλάκα; Πού χάθηκες;
- Εγώ πού χάθηκα; Εσύ έχεις να πάρεις τηλέφωνο από πέρσι. Και δε μου λες μπάϊ δε γουέι, με κείνη τη ψιψινέλ τη Μαρία τα έχεις ακόμα;
- Όχι ρε. Χωρίσαμε σχεδόν την ίδια μέρα. Εξαφανίστηκε, ούτε που κατάλαβα τι έγινε. Εγώ νόμιζα ξαναγύρισε σε εσένα.
- Παπάρια γύρισε σε εμένα. Μας έκανε όλους άνω κάτω και εξαφανίστηκε η πουτανοσκουφίτσα.

Πού είναι ο λύκος να του ρίξω ένα μουνί; (από Khan, 25/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλητάμπουρας + γαμώ! Ο ξέμπαρκος που γαμεί ό,τι βρει, εφόσον χαρακτηρίζεται από έλλειψη προτύπων γυναικείας ομορφιάς. Είναι η «ευτελής» έκδοση του γαμίκουλα.

Στο μυαλό μου, είναι ο τέλειος τύπος για τσόντα... Ο Γκουσγκούνης!!

- Πωπω ρε δικέ μου! Τι κάνει αυτός ο Βασίλης και γαμάει συνέχεια;
- Σιγά ρε μαλάκα. Τέτοιος αληγάμουρας που είναι, τί περίμενες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο πάρσιμο, γαμήσιμος, φακάμπλ.

- Γιατί δε βγαίνεις με το Βαγγέλη ρε Πόπη;
- Δεν ξέρω, είναι λίγο κάγκουρας...
- Ναι αλλά είναι πάρταμπλ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράγωγο του ρήματος φασώνω. Η κοπέλα η οποία συμμετέχει ενεργά σε φάσωμα. Παραπέμπει ηχητικά στο «μαθητευόμενη», το οποίο συμβολίζει τη διάθεση για μάθηση / φάσωμα.

- Η Τούλα, παρότι ντροπαλή, πλέον έχει γίνει αστέρι!
- Ε τι περίμενες; Τόσα χρόνια φασητευόμενη κάτι έμαθε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται σε ηδονική και ταυτόχρονα γκλάμουρ κατάσταση. Π.χ. όταν μια παρέα αντρών, που πίνουνε κοκτέιλ αραγμένοι σε φουσκωτές πολυθρόνες στην πισίνα, δέχεται απροσδόκητη επίσκεψη από τσούρμο ολόγυμνων μοντέλων. Κάτι τέτοιο είναι καβλουάρ, δηλαδή πολύ εκλεπτυσμένα ηδονιστική και προκλητικά σπάταλη. Μπορεί να χρησιμοποιείται και ειρωνικά σε αυτόν που είναι γουόναμπη καβλουάρ τύπος.

Προέρχεται από σύνθεση των λέξεων savoir vivre και καύλα.

- Πήγαμε χτες στο κωλάδικο και ήρθανε κάτι μούναροι ίσαμε με εκεί πάνω και μας ζητήσανε να τις κεράσουμε τζώνη μαύρο.
- Και τις κεράσατε;
- Ναι.
- Πολύ καβλουάρ την είδατε. Μου φαίνεται σας πιάσανε τον κώλο κανονικά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία