Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

«Πάω κάποιον καροτσάκι»: τον αναγκάζω να ακολουθήσει τον ρυθμό μου.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πρωτίστως στο οδήγημα, όταν έχεις μπροστά σου κάποιο όχημα που πάει αργά και το οποίο είναι αδύνατο να προσπεράσεις, άρα σου επιβάλλει την ταχύτητά του και είναι σα να σε σέρνει πίσω του, σα να είσαι (σ)το καροτσάκι του.

Μπορεί όμως και να είναι θετικό, δηλ. το προπορευόμενο όχημα να σε βγάλει από μια δύσκολη θέση, αν εκμεταλλευτείς το γεγονός ότι σε καλύπτει.

Πέρα από το οδήγημα, μεταφορικά σημαίνει ότι κάνω κάποιον ό,τι θέλω, τον κατευθύνω όπως εγώ νομίζω.

  1. - Αργήσατε...
    - Ε, ήταν ένας μαλάκας φορτηγατζής μπροστά μας σε όλη τη διαδρομή, δέκα αυτοκίνητα από πίσω του, δεν άφηνε κανέναν να περάσει, καροτσάκι μας πήγε ο καργιόλης...

  2. - Γρήγορα ήρθατε!
    - Ήμασταν τυχεροί, κολλήσαμε πίσω από το λεωφορείο της γραμμής και μας έφερε καροτσάκι εδώ, δεν χαθήκαμε πουθενά.

  3. - Τι λέει ο νέος διευθυντής;
    - Μεγάλο λαμόγιο. Καροτσάκι θα μας πάει αυτός, πού να του πάμε κόντρα, όλους τους έχει αγοράσει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκιά καινούριας κοπής. Το νόημα είναι το ίδιο με την έκφραση «το βλέπω λίγο δύσκολο». Η έκφραση μίκρυνε και πήρε κατάληξη δανεισμένη από τον ποδοσφαιριστή Λέτο. Και εγένετο --> δυσκολέτο!

- Φεύγω σήμερα.
- Θα περάσεις να μας χαιρετήσεις;
- Το αεροπλάνο φεύγει σε μια ώρα, δυσκολέτο εξάδελφε...

(από electron, 21/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατευθείαν από το χώρο της πολιτικής παραφιλολογίας.

Εξόχως μειωτικός χαρακτηρισμός. Επιφυλάσσεται σε βουλευτές και λοιπά στελέχη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, προσδεδεμένους στο άρμα της Ντόρας Μπακογιάννη. Προσδεδεμένοι σε βαθμό αφοσίωσης και αφοσιωμένοι σε βαθμό αηδίας.

Οι ντοράκηδες είναι πολλοί. Άλλωστε το 90% των εν ενεργεία γαλάζιων βουλευτών, δημάρχων, νομαρχών, συνδικαλιστών κλπ στήριξε Ντόρα στις χθεσινές εκλογές. Κάποιοι ωστόσο είχαν άλλη άποψη...

Κυρίως όμως, όταν γίνεται λόγος για ντοράκηδες, «φωτογραφίζονται» ορισμένα μεγαλοστελέχη, συνήθως εκ παντέρμης Κρήτης ορμώμενοι: Βουλγαράκης, Μεϊμαράκης, Κωστής Χατζηδάκης κ.α. Par excellence οι δύο πρώτοι, γνωστοί γόηδες και μπήχτηδες. Τα πρωτοπαλίκαρα, κάτι σαν Ηρακλείς του στέμματος ένα πράμα...

Οι φαρμακόγλωσσες λένε πως κατά το παρελθόν, αρκετοί ντοράκηδες είχαν σεξουαλικές σχέσεις με την Κυρία, στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν την εύνοια του μπαμπά της. Ποτέ όμως δεν την αγάπησαν πραγματικά. Οι φήμες αυτές αναπαρήχθησαν προσφάτως από την καινούρια εφημερίδα του Μάκη, η Ντόρα όμως άσκησε αγωγή και ζητάει 3 μύρια ευρά αποζημίωση για ψυχική οδύνη και ηθική βλάβη κ.λ.π.. Όταν τη ρώτησαν τι θα κάνει τόσα λεφτά, απάντησε με άνεση πως τα θέλει για να εξασφαλίσει τα γεράματά της. Μπιλίβ ιτ.

  1. Kavala Blogs » Το Μποστάνι » ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΑΠΟ EMAΣ ΣΤΗΝ κ. ΝΤΟΡΑ... ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΤΟΡΑΚΗΔΕΣ.... (ΜΕΡΑ ΠΟΥΝΑΙ). Βλ. εδώ.

  2. Οι… Ντοράκηδες!
    Προκαλεί εντύπωση η εμμονή κάποιων «μεγαλοδημοσιογράφων», προοδευτικής, υποτίθεται, απόκλισης να κόπτονται υπέρ της ενότητας της Νέας Δημοκρατίας, χαρακτηρίζοντας μέχρι και... «διχαστική» την προχθεσινή πρωτοβουλία Αβραμόπουλου.
    Βλ. εδώ.

  3. Ντοράκηδες kαι σαμαρικοί στην Κ.Ο.
    Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
    Βλ. εδώ.

Επίσης βλ. ντορίτος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Κλασσική λέξη της σχολής Χρόνη Μίσσιου. Είναι το μισό τσιγάρο που φουμάρουν οι χαρμάνηδες φυλακωμένοι για να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Το τσιγάρο είναι μισό, είτε γιατί ήταν αποτσίγαρο που το μαζέψανε από κάτω (γόπα), είτε γιατί ο μαγκίτης κάτοχός του το έκοψε μόνος του στα δύο για να το μοιραστεί με τον ατσίγαρο συγκρατούμενό του ή για να φυλάξει το υπόλοιπο για αργότερα. Όταν το τσιγάρο ήταν λιγότερο και από μισό, το λέγανε «τριτάκι».

  2. Το μισό κιλό κρασί, που παραγγέλνεις σε ταβέρνα.

  3. Επίσης δηλώνει κάθε τι το ατελές, το μισό, το λίγο, το σκάρτο, το μπασμένο και το ανολοκλήρωτο. Βλ. και μισοριξιά, μισοχυσιά

Συνειρμική ασίστ: ο Πονηρόσκυλος και τα στούκας του.

  1. Έφαγα και εκεί που παιδευόμουνα με την τιριτόμπα να ανάψω ένα μισαδάκι, να σου πάλι οι σιδεριές. Κρύβω τα σύνεργα και πιάνω φινιστρίνι.
    (Χρόνης Μίσσιος).

  2. Μια από αυτές τις νύχτες και μετά από αρκετά μισαδάκια, εγώ ο Ματθαίος και ο Μανόλης ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας, αφήνοντας τον καφετζή να μαζέψει τα τελευταία ποτήρια από το τραπέζι.

  3. Μετά από αρκετή σκέψη και κουβέντα με αρκετούς καταξιωμένους συναδέλφους αποφάσισα να φτιάξω μερικά μικρά πατώματα που τα λέω μισαδάκια ... Όπως έχω ξαναγράψει σταμάτησα να κάνω μόρσα (δόντια) εδώ και καιρό φτιάχνω μόνο πατώματα με πατούρες κόλλα πολιουρεθάνης και βίδες για γρηγορότερα. Μου στοίχισαν 2,40€ το μισαδάκι (χωρίς τελάρα, κόλλα, και βίδες). Πιστεύω να δουλέψουν τα μελισσάκια την Άνοιξη και να τα γεμίσουν γρήγορα. (από μελισσοκομικό σάιτ !!!).

  4. Aνοιξα τη θήκη για τα κέρματα του πορτοφολιού μου και την έψαξα νευρικά. Το μισαδάκι lexotanil που βρήκα μέσα, ήταν μια ανακούφιση. Το κατάπια με το σάλιο, ιδεολογικά δεν αγοράζω νερό από περίπτερο – παλιά οι κεντρικοί δρόμοι είχαν ψύκτες. (από το μπλογκ του Μ. Φάις)

  5. Και στην πιάτσα των προπονητών ο μόνος που επέμενε για το τεράστιο ταλέντο του Καστίγιο ήταν ο Νίκος Αλέφαντος. Ήταν ο μόνος που τον στήριξε μέσα στον Ολυμπιακό στις δύσκολες στιγμές του. Και όταν πέρυσι χίμηξαν όλοι πάνω του για να τον φάνε και οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν «μπαρμπαδάκι και μισαδάκι» και ότι είναι τσαρλατάνος σαν ποδοσφαιριστής, ο Γεωργίου βγήκε και έγραψε φόρα παρτίδα, ότι ο Καστίγιο είναι ο Μέσι της Ελλάδας. (από το καφενείο των φιλάθλων)

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι κορόιδευαν οι Συμιακοί μετανάστες τους γνωστούς για την τσιγκουνιά τους κατοίκους της πόλης της Ρόδου.

Μόνος σου μπογιατίζεις το σπίτι σου; Είσαι εσύ ένα ροδίτικο φελάκι... Δώσε, ρε συ, κάτι σε έναν άνθρωπο να σ' το βάψει αφού δεν είναι δουλειά σου... Τσιγκούναρε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Τα αφρισμένα κύματα της θάλασσας έτσι όπως φαίνονται από μακριά, σαν κοπάδι πρόβατα που βόσκουν στον θαλασσινό ορίζοντα.

  2. Η παλιά μέθοδος κατά της αϋπνίας, η οποία κττμγ δεν αποδίδει: αν δεν μας πιάνει ο ύπνος, προσπαθούμε να φανταστούμε έναν φράχτη από τον οποίον πηδάνε ένα-ένα τα πρόβατα ενός κοπαδιού. Και λέμε: «ένα προβατάκι πηδάει τον φράχτη, δύο προβατάκια πηδάνε τον φράχτη, τρία προβατάκια πηδάνε τον φράχτη» -κοκ μέχρι να μας πάρει, από τη μονοτονία του πράγματος, ο ύπνος.

  1. - Έρχεται αέρας, κλείσε τα παράθυρα!
    - Τελέρε μαλάκα, χαρά θεού είναι, θα σκάσουμε!
    - Άκου τι σου λέω, σήκωσε μπουρίνι, δεν βλέπεις στο βάθος τα προβατάκια; Κοντά εφτάρι βαράει και έρχεται γαμιώντας!

  2. - Πάλι δεν είχα ύπνο χθες...
    - Ε κάνε και συ προβατάκια μια φορά...
    - Αμ δεν έκανα; Δεν πέτυχε όμως... Μετά το όγδοο προβατάκι πλακώσαν όλα μαζί κι έχασα το μέτρημα...
    - Ε δεν ξανάρχιζες από την αρχή;
    - Το έκανα, και πάλι τα ίδια. Στο τέλος σηκώθηκα και άναψα την τηλεόραση και έβλεπα τελεμάρκετινγκ μέχρι τα ξημερώματα.

Γιατί ρε συ δεν αποδίδει; (από Galadriel, 08/10/12)

για το 2., βλ. και κωλοχαρτομετρία

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τριπάκι στην λυσεργική αποκαλείται η δόση παραισθησιογόνου αλλά και το συνεπαγόμενο ψυχεδελικό άκουσμα.

Το τριπάκι έχει όμως καθιερωθεί και με την ευρύτερη έννοια της καλώς ή κακώς εννοούμενης καύλας, ψώρας, ρουτίνας ή ενασχόλησης με οποιοδήποτε αντικείμενο ή υποκείμενο.

Μπορείς να μπεις σε τριπάκι του εγώ, σε τριπάκι ενοχής, σε τριπάκι φιλοτελισμού, σε τριπάκι οιουδήποτε ονείρου που τρίζει ωσάν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας (βλ. παραδείγματα). Η αρνητική διατύπωση «μη μπαίνεις στο τριπάκι» είναι βεβαίως-βεβαίως συνώνυμη του ξεκόλλα.

Εκ των αγγλικών trip και trippin’ που όμως έχουν πιο περιορισμένο πεδίο χρήσης.

Βλ. επίσης: κανάλι, λούκι, γκεζί, αρρώστια, πώρωση.

- Οι αγρότες δεν θα πρέπει να μπουν στο τριπάκι του λαθρεμπορίου πετρελαίου.
(Σλανγκομούνα Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στη πρωινή εκπομπή του Άρη Πορτοσάλτε στο Σκάι, 19/1/10)

- Δεν μπαίνουμε στο... τριπάκι ότι έχουμε ήδη προκριθεί στο Πεκίνο, αλλά πρέπει να αποδείξουμε στο γήπεδο ότι είμαστε ικανοί.
(Νίκος Ζήσης, εδώ)

- Πολιτικοί στο τριπάκι του Facebook - Αρχηγοί, υπουργοί και βουλευτές άνοιξαν προσωπικά ημερολόγια και συζητούν με φίλους τους.
(Το ΕΘΝΟΣ)

- Μερικοί μπαίνουν στο τριπάκι να πουλήσουν πολλούς δίσκους, αντί να φτιάχνουν καλή μουσική...
(εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρωτοακούστηκε από τον βιαστή της ελληνικής γλώσσας, αλλά και ταυτόχρονα τον πρωτοπόρο της σλανγκικής κουλτούρας (Τάκη Τσουκαλά).

Εικάζεται ότι είναι ένας φανταστικός χώρος, στον οποίο θα θέλαμε να στείλουμε - διώξουμε ενοχλητικά άτομα ή άτομα που δεν θα θέλαμε να δούμε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Μια μορφή λοιπόν απομόνωσης - τιμωρίας για τα άτομα που δεν κάνουμε κέφι.

  1. - Ρε με έχει πάρει η Κατερίνα εκατό τηλέφωνα και δεν έχω απαντήσει, δε γουστάρω.
    - Ε σήκωσέ το ρε και πες της να πάει στο δωματιάκι.

  2. Σε παρέα:
    - Ρε Νίκο δε παίζουμε κανα τάβλι; Βαρέθηκα!
    - Οκ μέσα.
    - Και ‘μεις οι κοπέλες;
    - Δωματιάκι...

  3. Και το αυθεντικό:
    - Αυτό, το απαιτώ!
    - ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ! Εγώ δεν απαιτώ. Πήγαινε στο δωματιάκι να απαιτήσεις...

Η εγκυρότητα του ορισμού αμφισβητείται στα σχόλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποκοριστικά των γνωστών ελληνικών τσιγάρων «Καρέλια».

Χρησιμοποιούνται κυρίως μεταξύ τρακαδόρων ή τραμπαδόρων ή απλά λάτρηδων των συγκεκριμένων τσιγάρων.

- Πσιτ, έχει κανείς κανα Καρελάκι;

- Έι, ψηλέ! Τράβα στο περίπτερον για ένα καρέλι μαλακό.

(από OstySan, 16/05/10)(από Khan, 25/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ασχολούμενος με ζητήματα λαϊκής μεταφυσικής, ψιονικής δραστηριότητας, ουφολογίας, φασματολογίας, αποκρυφισμού, παραϊστορίας κουτουλού, αλλά όντας ημιμαθής και άσχετος ανάγει τα πάντα όλα σε τέτοιου είδους αιτίες και αφετηρίες καταλήγοντας τελικά να είναι γραφικός.

Ιδιαιτέρως δε η κατάληξη -άκος είναι αυτή που δίνει στο υποκείμενο την έννοια της ημιμάθειας, αλλά και της σούπερ γραφικότητας, καθώς χρησιμοποιείται ως μειωτική.

- Σου είπε για χτες βράδυ ο Ιορδάνης, που είδε κάτι παράξενα σαν ούφο;
- Έλα ρε, τι να μας πει πάλι ο χαρδαβελάκος; Αυτός είναι το ούφο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία