Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η λέξη «αριθμός», όπως προφέρεται από ανθρώπους άνω των 60 ετών.

Υπάλληλος ΙΚΑ: - Σας ξαναλέω κυρία μου... πρέπει να επιστρέψετε το 20% του επιδόματος, άρα 52,77 ευρώ. Understando;;;

Γρια: - Πέμου το πάλι μάτια μου, δεν ήμανε καλή στην αρθιμιτική...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τηλεοπτικό κανάλι (ή και άλλο από τα μήντια) που αποσιωπά σημαντικές πληροφορίες, όταν αυτές δεν βολεύουν ένα ισχύον καθεστώς. Προφανώς, από τροπή του σταθμού Mega Channel. Κατ' επέκταση μπορεί να χαρακτηρίσει και έναν άνθρωπο που σιωπά απέναντι σε μια εξουσία.

Σχετικά: μούγκα στη στρούγκα, μουγκαφόν, μούγκαφων, μούγκαfone, σους δε μπε.

  1. Όταν πρόκειται για τον Παπανδρέου, από μέγκα τσάνελ μετατρέπεται σε μούγκα τσάνελ. (Εδώ).

  2. Και αμα βλέπω και Μούγκα Τσάνελ (Πασόκ Τσάνελ) λέω πως ο μέσος Ελληνας θα πληροφορηθεί σωστά χωρίς να του γίνει πλύση εγκεφάλου; (Εδώ).

  3. Ο σύζυγος Μούγκα Τσάνελ:
    Τωρα, αν και εξακολουθει να μην τους θελει και να παθαινει διαφορα ψυχοσωματικα οταν τους βλεπει, διακρινω εναν ωχαδερφισμο, ενα «μουγκα τσανελ» και δεν καταλαβαινω τι παιχτηκε..
    Αν και μου το ελεγαν οτι αλλαζουν οι αντρες, και μαλιστα μετα απο λιγα χρονια ακομα θα του φταιω εγω για ολα και θα ειναι μελι γαλα με τους δικους του...δεν το πιστευα, μελι γαλα ας ειναι και μακαρι, αλλα οχι να βγω και φταιχτρα με ολα οσα μου εχουν κανει....

Μηντιακός τουκανισμός. (από Khan, 22/02/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λογοπαίγνιο με το τηλεπάθεια που σημαίνει την απάθεια, η οποία καλλιεργείται από την τηλεόραση.

Επειδή στην τηλεόραση τα βλέπεις όλα, και δημιουργείται μια ψευδαίσθηση ότι είσαι «μέσα στα γεγονότα», δεν σου κάνει εντύπωση μετά αν βλέπεις φόνους, βιασμούς, πολέμους και ταλιμπάν. «Στις ειδήσεις τα βλέπεις και τρως», που λέει κι ο μελωδός.

Επίσης, επειδή ακριβώς υπάρχει η τηλεόραση, κάποιος μπορεί να μην βγει από το σπίτι του για να συμμετάσχει σε ένα γεγονός, λ.χ. διαδήλωση, ομιλία, ποδοσφαιρικό αγώνα, αφού μπορεί να το δει στην τιβί. Έτσι ενθαρρύνεται στο να γίνει καναπεδάκιας. Ακόμη περισσότερο με την διαδικτυακή τηλεόραση και τις εκπομπές on demand, που δίνουν την ευκαιρία και σε ιντερνετομαλάκες να τραγουδήσουν μαζί με τον λεπά «και κάνω έρωτα μαζί σου με τηλεαπάθεια, σ'έναν κόσμο μπερδεμένο, όλο απάθεια».

  1. Η τοποθέτηση security, οι ασφαλίτες και οι εξακριβώσεις ταυτότητας, οι κάμερες παρακολούθησης καθώς και η τρομοκρατία που καλλιεργείται ότι στα πάρκα και τις πλατείες κινδυνεύει ο καθένας από μετανάστες, πρεζόνια και κλεφτρόνια, απλά μαντρώνουν τους ανθρώπους μέσα στα σπίτια τους, καθιστώντας τούς όμηρους της αποξένωσης, της αντικοινωνικότητας και της τηλεαπάθειας. (Εδώ).

  2. Η αλήθεια είναι ότι τώρα τελευταία έχω αρχίσει να πιστεύω στην ύπαρξη της τηλεαπάθειας, δηλαδή στην νοητική μετάδοση ασυγκινησίας μεταξύ των μελών της κοινωνίας, χωρίς την παρεμβολή μέσου μεταδόσεως. (Πιστεύετε στην 6η αίσθηση και την τηλεπάθεια;).

  3. Η τηλεαπάθεια (ετυμ. τηλεόραση + απάθεια) είναι παραψυχολογικό φαινόμενο και ερευνάται επισταμένα από τους επιστήμονες psi. Ορισμένοι ισχυρίζονται πως είναι σύγχρονο νόσημα (αυτό που δεν έχει σήμα δηλαδή) των καρεκλοκενταύρων που βλέπουν απαθείς τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, του Ιράκ, τον πόλεμο των ηλιθίων γενικώς. [...]
    Συνήθεις εκφράσεις των τηλεαπαθών:
    μάγκες γεια χαραντάν και τα κουκιά μπαγλάν
    τι έγινε ρε με τις πίτσες, κόκκαλα έχουνε να 'ούμ'
    ΓΚΡΟΥΧ (=ρέψιμο) (Από την Φρικηπαίδεια).

(από Khan, 24/04/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδίωμα που προέκυψε από εκπομπή του συμπαθεστάτου Γιώργου Γεωργίου ο οποίος την χρησιμοποιούσε αναφερόμενος σε διάφορες προσωπικότητες όπως Καπουτζίδης, Γαβαλάς κτλ. Σημαίνει ακριβώς το ίδιο με την σούφρα, δηλαδή σφιγκτήρας, κωλοτρυπίδα κτλ., απλά φτιάχτηκε προφανώς για να μην δημιουργηθεί πρόβλημα με το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο.

- Ο Φουρθιώτης δεν ήταν αυτός;
- Άλλη σούφρα-φρα κι αυτή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αυτογκόλ. Η – με άλλα λόγια – επιτομή της χαζομάρας και της ανικανότητας ή/και του υπερβάλλοντος ζήλου ή της εμφανούς διαφοράς δυναμικότητας μεταξύ των ομάδων που αναμετρούνται, ή πληθώρας άλλων λόγων στους οποίους καταλήγουν μετά από αχρείαστα (;) διεξοδική ανάλυση οι αθλητικογράφοι.

Σε ό,τι από τα παραπάνω κι αν οφείλεται το εκάστοτε αυτογκόλ, αφήνει πάντα μια ξινίλα στον οπαδό της ομάδας που το σημειώνει-και μια χαιρεκακία στον αντίπαλο. Ο Μόνιτς ξορκίζει για τους μεν την ξινίλα με χιούμορ και προσφέρει στους δε μια λάιτ εναλλακτική για καζούρα, παραπέμποντας εμμέσως στο σκοπό που εξυπηρετεί κάθε ανέκδοτο.

Το λήμμα προέρχεται από ανέκδοτο λοιπόν, και αποτελεί ένα από τα πολλά ακατέργαστα διαμάντια της ποδοσφαιρικής αργκό, καθώς οι ποδοσφαιρόφιλοι πολλά επινοούν, ακόμα περισσότερα αναπαράγουν αβίαστα, ενώ σπάνια είναι σε θέση να παράσχουν επαρκείς επεξηγήσεις για την αργκό τους.

Ο Πανούτσος σε κάποιο άρθρο του υπερασπίστηκε απόλυτα την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός τουλάχιστο φόρουμ – του χώρου του ποδοσφαίρου εν προκειμένω-όπου να μπορεί ο καθένας να εκφράζεται χωρίς να πολυσκέφτεται τις καταστροφικές εν δυνάμει συνέπειες της αστόχαστης άποψης που εξέφρασε- γιατί απλούστατα, τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί λέγοντας (ακόμα) μια μαλακία για τα ποδοσφαιρικά.

Να σημειωθεί ότι όταν πρωτοκυκλοφόρησε το ανέκδοτο, η ενωμένη Γιουγκοσλαβία ήταν και φτηνή αγορά και τίγκα ξέχειλη στα ταλέντα, οπότε κάθε ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα είχε κι από έναν «πορτοφολά»- προσωνύμιο που δόθηκε από τον «Φίλαθλο» στους Σέρβους μπαλαδόρους – στους Ρουμάνους δόθηκε το «κλέφτης». Στη δε ΑΕΚ επί Μπάγεβιτς (πρώτη θητεία) μέχρι και οι σεκιουριτάδες του γηπέδου ήταν συμπατριώτες του.
Εξ ου και το εξυπνακίστικο - ψαρωτικό του ανεκδότου κι ο κύριος λόγος που αφομοιώθηκε.

Το ανέκδοτο:
- Πόσο ήρθε;
- Νικήσαμε 2-0...
- Ποιοι τα βάλανε;
- Το ένα ο Μάκης και το άλλο μόν(ο)ι τ(ου)ς
- Πήραμε Σέρβο;

Το παράδειγμα απ’ τη ζωή βγαλμένο:
«Ο Σόλι προσπάθησε να γυρίσει την μπάλα για τη Ρόζεμποργκ, που κόντραρε στον Κωστούλα και πήρε ύψος, ο Νικοπολίδης βγήκε να τη μαζέψει και για αυτό ο Ανατολάκης έσκυψε, όμως η μπάλα πέρασε πάνω από τον τερματοφύλακα του Ολυμπιακού, ο οποίος στη συνέχεια την κυνήγησε και πάνω στη γραμμή προσπάθησε να τη διώξει.Αυτή βρήκε στον Μαυρογενίδη και κατέληξε στα δίχτυα. Παιδαριώδες λάθος της άμυνας..»

- Το μαλάκα το Μόνιτς...
- Τι έκανε το νούμερο..Σκόρδο-κρομμύδι ρεεεεεεειιι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τι θέλει να πει ο ποιητής: Από εδώ και στο εξής δε θα μιλάς, τουμπέκα.

Το λογοπαίγνιο λέγεται όταν κάποιος μας τα έχει κάνει τσουρέκια και λοιπά, και λοιπά.

Φροξυλάνθη προς τον σύζυγο της:

- Τι κάνεις εφτού ρε ανεπρόκοπε, μας έχει φάει τη ζωή.

Σύζυγος, έχει πάρει ανάποδες:

- Γυναίκα, απ' εδώ και τουμπεξής μη με ζαλίζεις, άντε τώρα κατάλαβες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαιρετισμός που απευθύνεται σε συναντήσεις καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας, εμπνευσμένος από την ανεπανάληπτα προσεγμένη παραγωγή της σειράς «Xena» (Ζήνα).

Είχε μπει στο παράδειγμα. Κάποια σχέση θα έχει. (από Galadriel, 18/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανασυλλαβισμός του μαγαζί.

Προφ αποτελεί όρο της μπουρδελοσλάνγκ και αναφέρεται σε μαγαζί τύπου putzinstitut/ ευαγές ίδρυμα, όπου προσφέρεται σεξ μεταξύ των υπηρεσιών των κορασίδων.

Περαιτέρω, υπάρχουν μερικές λεπτές αποχρώσεις:

Το γαμαζί είναι ο γενικός όρος, το generic term. Μπορεί να αναφερθεί σε όλα, σε μπουρδέλα, στούντιο, κωλόμπαρα, στριπτιτζάδικα κ.ά. Ακόμη κι αν δεν προσφέρουν ακριβώς μπριζόλα, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως γαμαζί, ενώ κυρίως λέγεται αν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας τρέντι γκλαμουριάς που το καθιστά μαγαζί κι όχι ντέλο. Δηλαδή πιο πολύ για strip clubs. Τέλος, το γαμαζί δεν είναι και τόσο υποτιμητικός όρος, είναι κάπως ουδέτερος.

Το μπριζολάδικο λέγεται για γαμαζί που πρσφέρει σεξ χωρίς αυτό να είναι απολύτως επίσημο, αλλά ύστερα από κάποιου είδους συνεννόηση, ύστερα από ευνόητα υπονοούμενα.

Το κρεοπωλείο είναι ένα κλικ πιο υποτιμητικό, δηλαδή πουλάει κρέας (μπριζόλα) ως μη ώφειλε. Αφορά σε παρακμή πρώην πτωχού πλην τίμιου φραπενείου, που πλέον δεν είναι τίμιο. Ενώ το κρεαταγορά εστιάζει περισσότερο στην επίδειξη παρά στην πήδηξη. Αμφότερα είναι πιο πολύ ασθενείς μεταφορές και όχι τεχνικοί όροι.

Τέλος, υπάρχουν οι νεόκοποι όροι:

  • κουρτινάδικο: το στριπτιτζάδικο, όπου ο πριβέ χώρος του κλείνει με κουρτίνα, οπότε μπορεί να παίξει και σεξάκι, με την συγκατάθεση της διεύθυνσης του γαμαζιού, πιθανόν λόγω κρίσης. Συναφείς όροι:
  • κουρτινιάζω= γαμώ κεκλεισμένων των κουρτινών, και
  • κουρτινάτο, κατά τα τραπεζάτο, καρεκλάτο κ.τ.ό.: Το κουρτινάτο είναι το λόγω κρίσης ενισ-χυμένο φλοκατσίνο, ένα είδος φραπέ με μουνί (κατά το μπουγάτσα με μουνί) και το σερβίρουν κυρίως οι παρακμιακές αράμπικα του γαμαζιού και όχι οι πρώην ντεφραπεϊνέ νυν δε απλώς ντεμπριζολέ μη μου άπτου ντίβες. Υπάρχει, δηλαδή, συχνά μια απονομή ρόλων στον θίασο του γαμαζιού.

Πάντως, γουγλικώς, δεν δικαιώνεται η ανάρτηση των σχετικών με την κουρτίνα όρων, καθώς δεν φαίνονται αρκούδως παγιωμένα.

Τέλος, δευτερευόντως, ο όρος γαμαζί μπορεί και να αποτελέσει απλώς βρισιά για οποιοδήποτε μαγαζί.

- απο γνοστους στο γαμαζι σκεπτοντε οι γινεκες να την κανουν.
- χριαζετε ποιοτικι ανανεοσι το γαμαζι
- τα αλλλα θελουν κλισιμο.
(Εδώ).

(από Khan, 22/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ό,τι και τα μπορέλι και Μπορμπόκης, δηλαδή ένας μαγκίζων τρόπος να πεις μπορεί χρησιμοποιώντας το όνομα γνωστού ποδοσφαιριστή, εν προκειμένω του Βίκτορ Μπόρμπα Φερέιρα Ριβάλντο.

(από Khan, 21/02/11)(από Khan, 27/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι η συντομία του «δε μπορώ να».

Είναι μακρυνός συγγενής του «ναούμ'» που σημαίνει «να πούμε».

  1. Γιώργη, πού ήσουν τόσες ώρες ρε;
    - Άσε μας ρε μαλάκα δεμπόα χέσουμε σε αυτό το σπίτι όση ώρα θέλουμε;

  2. Παιδιά θα πάμε απόψε για clubbing;
    - Εσείς πηγαίνετε, εγώ δεμπόα πάω, έχω τη γιαγιά μου με πυρετό.

  3. Ρε συ φίλε, μόλις γύρισα απ τη δουλειά και δεμπόα πάω να δω αν μου έβαλαν τα λεφτά. Πας μια εσύ γιατί είμαι πίτα ρε συ ναούμ';

βλ. και έαε, κοακόλα, τελέρε

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία