Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Σε μπεζάκι, εις την Λαρισαϊκήν.

Ανήκει στην μεγάλη κατηγορία εκφράσεων που ξεκίνησαν ως ανέκδοτα αλλά τελικά σλανγκαυτονομήθηκαν.

Βλ. επίσης: Δεν μας χέζεις εσύ κι ο γρύλος σου, παιδιά να οργανωθούμε, μιλάς με γρίφους, γέροντα κ.α.

  1. Το ορίτζιναλ ανέκδοτο:

Ένας Λαρισαίος επισκέπτεται μια αντιπροσωπία τουτού στην Αθήνα:
- Χαίρετε, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω; - Ψάχνου για αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Σιμπιζάκι; Δυστυχώς όχι, έχω όμως ένα εξαιρετικό Ibizaκι με τις προδιαγραφές αυτές…
- Τότε δεν μ’ καν....
Πάει σε άλλο μαγαζί. - Γεια σας, τι θα θέλατε;
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Ξέρετε, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Ό,τι βλέπετε
Τελικά επιστρέφει αποκαρδιωμένος στην Λάρσα και πάει στην μάντρα της γειτονιάς του.
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Μωρ’ κι σιμπιζάκι έχει και σι κοκκινάκι κι ότι τραβάει η ψυχούλα σ’ έχει!

2.- ιμίαιμα πανέμορφα κουταβάκια περίπου 40 ημερών χαρίζονται. Παράδοση κατ'οίκον στην περιοχή Θεσσαλονίκης. Ή ελάτε να διαλέξετε. Ένα από τα κουταβάκια, το μοναδικό σε σιμπιζάκι χρώμα, θα φιλοξενήσω εγώ στο σπίτι. Θαυμάστε το μετά από ένα μπανάκι...
(από εδώ)

  1. - Ο Λευκος Πύργος ναι είναι ακομαι σιμπιζάκι... κατι άκουσα ότι θα τον βάψουν μολις τελειώσει το μετρο...
    (από εδώ)

  2. - Μιλάμε γα πολύ γέλιο σε σχέση πάντα με το μύθο που κυκλοφορεί. Λες και ήταν σύναξη καθηγητών για σεμινάριο Δια Βίου Εκπαίδευσης. O κόσμος είχε πιά περάσει στον Βινγκεστάιν και αυτή ακόμα προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα προβλήματα με Καρτέσιο. Ηταν δε χαρτόδετα σε σιμπιζάκι. Ουτε καν δερματόδετα οι καρμίρηδες.
    (για συνάντα της λέσχης Bilderberg, από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι θλιβερό γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αγνοούσαμε την βουκολική αυτή λέξη μέχρις ότου ο ευφραδής Βύρων Πολύδωρας (επινοητής του Στρατηγού Ανέμου και της ασύμμετρης απειλής) αποφάσισε να μας την υπενθυμίσει και να της δώσει νέα διάσταση με μια εξαίσια αγόρευσή του στη Βουλή από την οποία το μόνο νόημα που βγαίνει είναι πως γράνα θα πει υδραγωγός. Όλα τα υπόλοιπα λεγόμενά του μάλλον σε χαζό τριπάκι φέρνουν και η αποκρυπτογράφησή τους χωρίς τη λήψη ναρκωτικών είναι μάταιη και ουτοπική.

Η λέξη γράνα λοιπόν είναι σλαβικής προέλευσης, ενσωματώθηκε στην ελληνική γλώσσα στα μεσαιωνικά χρόνια, χρησιμοποιείται ιδιωματικά και όντως θα πει υδραγωγός, αλλά και χαντάκι.

Η εν λόγω αγόρευση/διδασκαλία του Πολύδωρα έγινε αυτό που λέμε instant classic και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της καλτ κληρονομιάς μας μαζί με την επική τελευταία εκπομπή του καναλιού 67, το άσμα «Άντε σπάσε ρε μαλάκα» από την ταινία «Καμικάζι αγάπη μου», τον παράγοντα Εδεσσαϊκού και τα τόσα άλλα μνημεία του νεοελληνικού πολιτισμού.

Ας τα διαφυλάξουμε γιατί, εν τέλει, «γι' αυτά πολεμήσαμε»!

  1. (Η αγόρευση του Βύρωνος Πολύδωρα)

«Σας ζητώ να εκτιμήσετε... ειλικρινώς σας ζητώ να εκτιμήσετε... ειλικρινώς σας ζητώ να εκτιμήσετε... ότι πάσχουμε... ως κράτος... ως κοινωνία... ως διοικητική δομή... από τους εργάτες -εντός εισαγωγικών- του πεδίου!

Ποιος θα δει την κομμένη γράνα; Γράνα! Που σημαίνει υδ-ρα-γω-γός! Που καταστρέφει το νερό! Τοοο.. έδαφος! Και ύστερα γλείφει και κόβει την άσφαλτο! Και θα έρθουμε εμείς ύστερα... οι Συβαρίτες πολιτικοί της μαλθακότητας και της τρυφηλότητας και των σχεδιασμάτων... έχασαν... έχασαν από τον Κρότωνα... Θα έρθουν οι Συβαρίτες πολιτικοί να πουν: εδώ, τα δισεκατομμύρια... στην Τσακώνα πρέπει να καταβληθούν τάχιστα! Γιατί ο δρόμος Τριπόλεως-Καλαμάτας κάνει εξ' αιτίας της διακοπής απ' το νερό... Αλλά και στη Μαλακάσα το ίδιο έγινε!»

  1. (Από εδώ)
    «Είχε προηγηθεί , από τα μέσα του 7ου αιώνα η ανοργάνωτη εγκατάσταση Σλαβικών Νομάδων που διείσδυσαν ανεμπόδιστα και σχημάτισαν σκόρπιους καθαρά αγροτικούς οικισμούς, χωρίς καμία συνοχή μεταξύ τους. Με το πέρασμα των χρόνων και προ της εμφάνισης των Φράγκων είχαν σχεδόν όλοι απορροφηθεί από το κυρίαρχο Ελληνικό περιβάλλον. Στην οριστική αφομοίωση συνετέλεσε δραστικά και η επιτυχημένη προσπάθεια εκχριστιανισμού από το Βυζάντιο.
    Κατάλοιπα αυτής της εγκατάστασης είναι τα διάφορα τοπωνύμια που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούνταν (Βυδισοβα στο Δήμο μας και Γαράντζα - Παυλίτσα - Γαρδίτσα στον περίγυρο). Επίσης λέξεις με καθαρά αγροτικό νόημα (όπως γράνα, σβάρνα, λόγγος, καρβέλι, κ.λ.π).»

Η αγόρευση που άφησε εποχή. (από Cunning Linguist, 25/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το να έχεις στην Κρήτη έναν ελαιώνα, ένα σπαρμένο (δημητριακά), ένα αμπέλι, ένα κοπάδι ή οτιδήποτε άλλο «συμισιακό» σημαίνει ότι, επειδή εσύ μένεις μακριά, έχεις ξεκουτιάνει, έχεις κληρονομήσει το χωράφι αλλά δεν έχεις ιδέα από αγροτικά ή δεν έχεις τρακτέρ, βαριέσαι ή έχεις την εισοδηματική πολυτέλεια να μην ασχοληθείς, εκχωρείς σε κάποιον άλλο μερικώς το δικαίωμα εκμετάλλευσής του, με άλλα λόγια, βάζει αυτός τη δουλειά με αντάλλαγμα ένα μεγάλο ή μικρό μέρος της σοδειάς (δεν είναι, δηλαδή, απαραίτητα μοίρασμα εξ ημισείας, για την ακρίβεια σχεδόν ποτέ δεν είναι, συνήθως ο «κεφαλαιούχος» έχει μεγαλύτερη μερίδα αλλά ο «εργάτης» μπορεί να κλέψει).

Αυτή η πολύ παλιά και διαδεδομένη ακόμα και σήμερα μορφή σύμβασης δεν είμαι σίγουρος ότι έχει αποκλειστικά ή κυρίως φεουδαλική προέλευση (ειδικά στην Κρήτη δύσκολο, λόγω περιορισμένων γενικά μεγεθών του κλήρου), και μάλλον προέρχεται από τις συμφωνίες μικροκαλλιεργητών, όπως φανερώνει και το όνομα των συμβαλλομένων: συζευτές (ή και ζυζευτές), αυτοί, δηλαδή, που συζευγνύουν, έχουν από κοινού ένα βόδι για το όργωμα (η συγκεκριμένη συμφωνία ονομαζόταν συζεψιά, αλλά ο όρος συζευτής επικράτησε για κάθε είδους συμισιακή συμφωνία, βλ. και το ριζίτικο:

[I]Φωνήν και κλάημαν άκουσα στ' Ορθούνι και στσι Λάκκους,
το Γιάνναρη σκοτώσανε, χαημός στο παλικάρι.
Δεν πάει μπλιο στον Ομαλό στα ρημοκούραδαν του
να βρει τσι συζευτάδες του, να ιδεί και τσι βοσκούς του,
να τωνε δείξει χειμαδιό και τόπους εδικούς του.[/I])

Στην Κρήτη ο όρος συμισιακά βρίσκει πλήθος μεταφορικές χρήσεις. Επειδή στη σχέση μεταξύ συζευτών εμφιλοχωρούσε πάντα η προσπάθεια ο ένας να κλέψει τον άλλο και κάθε είδους μανιαμουνιά στο μοίρασμα της γαιωπροσόδου, χρησιμοποιείται ο όρος για να σκωφθούν περιπτώσεις μοιράσματος κείνων που παραδοσιακά δεν πρέπει να κανείς να τα μοιράζεται: γυναίκα, αμάξι, μπιστόλι κλπ (βλ. και την παροιμία «συμισιακό σκουτέλι [μικρή γαβάθα για νερό, μέλι κλπ] σπάσιμο ή χύσιμο θέλει»).

Ετυμολογία: φαντάζομαι συν+ημισειακός.

- Μού 'πε η Κρίστι να πάμε το Σαββατοκύριακο στο χωριό μου, θέλει λέει να το δει....
- Ίντα διάολο, συμισιακή θα την έχομε;
- Ντα δεν έχετε χωρίσει μωρέ;
- Κατέω 'γω; Απροχθές, πάντως, π' επήγα να πάρω τσι πετσέτες μου από το σπίτι τζη τα ξαναφιάξαμε τρεις-τέσσερις φορές εκειά στο ντιβάνι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πανοποντοδοσία αποκαλείται η πλέον προκλητική μορφή μπαγαποντοδοσίας. Εκ των «πανο» (< «πάνω», ανορθογραφιστί και «ποντοδότης»).

Ο πανοποντοδότης λειτουργεί ως extreme σπαστήρ: εγγράφεται με πλειάδα ψεύτικων ονομάτων και αστράφτει την λημματολάσπη του μέχρι να πετύχει την επιθυμητή για αυτόν βαθμολογία.

Στην τελική, ο πανοποντοδότης δεν σέβεται το σάιτ, τους συσλανγκιστές του, αλλά ούτε και τον εαυτόν του.

Υφίσταται λοιπόν σήμερα (9/2/09) το φαινόμενο της πανοποντοδοσίας στο slang.gr;

Επειδή είναι κουλό να πετάει κανείς ατεκμηρίωτες τζακουζιές (εκ του j'accuse) ας εξετάζουμε στατιστικά την μηδενική υπόθεση ότι δεν υφίσταται πανοποντοδοσία.

Η μεθοδολογία μας έχει ως εξής:

  1. Χρησιμοποιούμε δείγμα των 40 πλέον αστεράτων λημματοδοτών.

  2. Ορίζουμε για τον κάθε λημματοδότη τον δείκτη π ως τον μέσο όρο (μ.ο.) του αριθμού των ψήφων που έλαβε στα πέντε λήμματα και ορισμούς του με την χαμηλότερη βαθμολογία. Ο μέσος όρος του π όλων των λημματοδοτών ορίζεται ως **Π**.

  3. Έστω ότι δεν υφίσταται πανοποντοδοσία. Τότε το π του κάθε παίκτη δεν πρέπει να έχει στατιστικά σημαντική απόκλιση από το μέσο **Π**.

  4. Διαπιστώνουμε ότι ο μ.ο. Π= 5,5 και όλες οι τιμές π κυμαίνονται σε ένα στενό εύρος περίπου 3 έως 7, με εξαίρεση το π του χρήστη Panos2 που είναι 13,3 (υπερδιπλάσιο του μέσου Π).

  5. Η πλέον ενδεδειγμένη στατιστική ανάλυση για να διαπιστωθεί εάν το «ύποπτο» π του Panos2 αποτελεί έκτροπη τιμή (outlier) είναι το Grubbs’ Test.

Συμπεράσματα:

Τρέξαμε το Grubbs’ Test και διαπιστώσαμε με στατιστική βεβαιότητα 95% ότι η τιμή του panos2 αποτελεί έκτροπη και συνεπώς απονέμουμε στον εν λόγω χρήστη το Kavli Prize Πανοποντοδοσίας.

Βιβλιογραφία:

Grubbs, Frank (February 1969), Procedures for Detecting Outlying Observations in Samples, Technometrics, Vol. 11, No. 1, pp. 1-21.

Μπορείτε να κατεβάσετε ένα excel template για το Grubbs’ Test απεδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Κύπρος) Ντυμένη προκλητικά προς άγρα αρσενικών. Αρνητικός χαρακτηρισμός, λέγεται συνήθως από γυναίκα για γυναίκα κοροϊδευτικά και με έναν τόνο ζήλιας. Συνεπώς, η αναφερόμενη πρέπει να είναι όχι απλά σενιαρισμένη στην τρίχα αλλά μάλλον να λατερνοφέρνει, όχι απλά παρφουμαρισμένη, αλλά μάλλον προς το παστωμένη, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Για την προέλευση της έκφρασης, ενώ η εύλογη (για έναν καλαμαρά) ερμηνεία θα ήταν ίσως το ευπαρουσίαστο ενός περιποιημένου εδέσματος κότας, ο κύπριος που έχω εδώ πρόχειρο μου εξήγησε ότι κόττα είναι προστακτική του ρήματος κοττώ που σημαίνει «παίρνω», ενώ το ρεπανάκι αναφέρεται στο πέοςμε το συμπάθιο.

Η ετυμολόγηση φαίνεται ακόμη ευσταθέστερη αν έχουμε υπόψη, όπως μου λένε, πως στην Κύπρο ως ρεπανάκι δηλώνεται το ελλαδίτικο (λευκό) ρεπάνι, ή αλλιώς ρέβα, το οποίο σε σχέση με το κόκκινο είναι κάπως μεγαλύτερο, μακρουλότερο και λευκότερο –αν και όχι και τόσο πικάντικο, πράγμα που οδηγεί μοιραία την κουβέντα σε φιλοσοφικότερα ερωτήματα περί ποιότητα, ποσότητα, ευ, πολλώ και άλλα δε δαιμόνια...

Έν επρόλαβεν ν' αποσαραντώσει ο μακαρίτης, τζι' εβγήκεν 'πόξω, πού 'ν' η πλατεία, πού 'ν' ο καφενές, με τα κολιέρκα της, τα δαχτυλίθκια της, κόττα ρεπανάκι.
(από τον κύπριο που έχω πρόχειρο)

Η ρέβα - οπτικά, πιο πολύ γογγύλι παρά ρεπάνι (από poniroskylo, 01/08/09)Ένα αξιόλογο άσπρο ρεπάνι, της ποικιλίας Daikon (από poniroskylo, 01/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται για τροφαντά κορίτσια ή αγόρια που έχουν ντυθεί είτε περίεργα είτε προκλητικά.

Μα καλά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη ο Κώστας... σα φτσι είναι....!!!! Πού να έρθουν και τα καρναβάλια δηλαδή...

(από Ladysapia, 27/08/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κουβαλάω κάποιον στην πλάτη, συνδυάζεται με το ρήμα παίρνω. Εμφανίζεται σε πελοποννησιακές διαλέκτους, ιδιαίτερα στη Μεσσηνία.

- Θα με πάρεις καλικούτσα γιατί κόπηκαν τα πόδια μου;
- Και σου 'λεγα να πάρουμε αυτοκίνητο αλλά δε μ' άκουγες!

Σε άλλες γλώσσες: pickaback, piggyback (αγγλικά), huckepack (γερμανικά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος οδηγού που ενδημεί στην τιμημένη πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας. Μπορείς παντού να κάνεις μαλακίες με το αμάξι, από μανουριές και ταρζανιές μέχρι να γίνεσαι χάρος ή σπαζαρχίδας, όταν μιλάς στο κινητό και χάνει όλη η κοινωνία το φανάρι για να στρίψει αριστερά.

Για να γίνεις μιναρολεβιές, όμως, πρέπει να κλείνεις τη Μαιζώνος επειδή θες να ανέβεις την Αράτου και ξέμεινες στη μέση, να διπλοπαρκάρεις το έντρυ μοντέλο της Πόρσε μπροστά στη Ραδινού ή να διπλοπαρκάρεις (πάλι) στη Μαιζώνος (δυο βήματα απ' το προηγούμενο σημείο), επειδή πρέπει να αφήσεις τη γκόμενα στην 'Όλγας. Σημειωτέον ότι σε εκείνο το σημείο και η πρώτη σειρά παρκαρίσματος είναι παράνομη.

Το επιστέγασμα μιναρολεβιέ, το οποίο, δυστυχώς δεν θα συνοδευτεί από ντοκουμέντο, είναι το εξής έργο μοντέρνας γλυπτικής. Δύο παπάκια, παράλληλα μεταξύ τους, κάθετα στο πεζοδρόμιο και συνδεόμενα με μαδέρι που ακουμπάει ανάμεσα στη σέλα και το τιμόνι, βρίσκονται διπλοπαρκαρισμένα και φυλάνε την κενή θέση παρκαρίσματος μπροστά από ξυλουργείο. Τύπος τριπλοπαρκάρει το άθλιο αγροτικό του για να πάει στο τυροπιτάδικο που βρίσκεται απέναντι, και του οποίου ο ιδιοκτήτης μουφάρει ασύστολα ότι οι μπουγάτσες του είναι καλύτερες από της Θεσσαλονίκης, γιατί αυτός «τους ξέρει αυτούς». Η Κορίνθου είναι σχεδόν κλειστή.

Πρέπει, εν κατακλείδι, να είσαι ταυτόχρονα και μινάρας και λεβιές, μάλλον υποτιμητικός χαρακτηρισμός οδηγού. Αν και από μόνο του το λεβιές παραπέμπει σε αρνητικούς φαλλικούς συνειρμούς που θα έκαναν τον Μέγα Αντιπατρινό Φρόυντ να κοκκινίσει.

Τα ως άνω παραδείγματα αποσκοπούν στο να πείσουν τον αναγνώστη ότι το είδος όντως ενδημεί στην Πάτρα και ότι ο μαλάκας πατρινός οδηγός έχει μια διαφορετική χροιά, οπότε αξίζει μια ειδική ορολογία.

Με το παρόν λήμμα, εισηγούμαι την ένταξη του μαθήματος «Πατρινογνωσία» στο πρόγραμμα σπουδών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.

(πραγματικό γεγονός, το αρχοντικό-υπεράνω-γαμάω-τάω ύφος του τύπου ήταν όλα τα λεφτά)
- Ρε μινάρι, σου λέω ανέβαινα χτες την Καρόλου και ένας θεός μιναρολεβιές είχε διπλοπαρκάρει αριστερά στο δρόμο, αλάρμ τίποτα, στ' αρχίδια του, και έδινε επικά γλωσσόφιλα στην πατσόλα γκόμενα ενώ γύρω του γινόταν ο χαμός.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπαίνω μπροστά και/η εμποδίζω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμποδίζεται η διέλευση κάποιων ζώων με κινήσεις των χεριών και αντίστοιχα ηχητικά μηνύματα του τύπου: Οοοοόξ! Ξουτ! κττ.

Πάντα Καλλίτσα, πάντα κι ο τράος άκουρος! (εδώ η Καλλίτσα πρέπει να εμποδίσει την "απόδραση" του τράγου, από το χώρο που έχουν στριμωχτεί τα "ζα" για να τα κουρέψουν).

Ετυμολογία από το απαντώ (με την έννοια του αντικρίζω, στέκομαι απέναντι)

Στο επόμενο παράδειγμα, που κυκλοφορεί στο νησί σαν ανέκδοτο, το παντώ δεν αναφέρεται σε ζώα:

Ήντα να κάμω μάνα; Το βρατσί θε να βαστώ, τη ψωλή θε να παντώ; Ώσπου να μπήξω τη φωνή, μου τον έκαμε χωνί!

Το παντώ με την έννοια του συναντώ υπάρχει με την μορφή "μου πάντηξε".

-Μωρέ Μανωλιό, μπας κι είδες το προκομένο το Γιαννούλη;

-Ναι μπάρμπα, μου πάντηξε παραπάνω. Ενούς τσιγάρου δρόμος θά'ναι και δε θά'ναι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει δουλεύω, ασχολούμαι, τραβιέμαι

Άλλη μια λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου με "δυτική" προέλευση αυτή τη φορά. Πιθανή προέλευση από το γαλλικό "travailler". Ψάχνοντας εδώ βρήκα και τα εξής : το παλαιό γαλλικό traveillier (“υποφέρω”), το "κοινό" (vulgar) λατινικό tripaliare, από το tripalium. Επίσης το ομόρριζα: καταλανικό treballar, πορτογαλικό trabalhar και ισπανικό trabajar.

Οι δυτικές επιρροές στη ντοπιολαλιά της Κύθνου είναι κυρίως ιταλικές (βενετσιάνικες), πράγμα που φαίνεται να μην ισχύει για τη συγκεκριμένη λέξη, τουλάχιστον από τη μικρή έρευνα που έκανα στο διαδίκτυο. Αν υπάρχουν πρόσθετες πληροφορίες (λέγε με Χαν) ευπρόσδεκτες όπως πάντα.

-Τι έγινες ρε βλάμη* και σε χάσαμε τόσες μέρες; Πού τραβαγιάρεις; -Άστα, χτίζω κάτι βουλιάχτρες** στη Κατωμεριά κι έχω μπλέξει άσκημα. Δε ξεμπερδεύω ούτε σε δέκα μέρες!

*βλάμης: φίλος, λέξη με αρβανίτικη προέλευση.

Οι λέξεις με αρβανίτικη προέλευση είναι σχετικά περιορισμένες, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου, όπου, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπήρξε μαζική εγκατάσταση "αρβανίτικων" πληθυσμών. Στη νησιωτική χώρα, εκτός των νησιών του Αργοσαρωνικού και την Εύβοια, αρβανίτες υπάρχουν στην Άνδρο, όπου διεκπεραιώθηκαν από τα απέναντι Καβοντορίτικα χωριά. Φυσικά, οποιαδήποτε σχετική πληροφορία είναι ευπρόσδεκτη.

**βουλιάχτρα: γκρεμισμένος τοίχος από ξερολιθιά, εξ αιτίας κάποιας δυνατής νεροποντής.

Όπως στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου η καλλιέργειες, γινόταν σε αναβαθμίδες ("σκάλες" στην Κύθνο, "τράφους" στη Νάξο, "πεζούλες" σε διάφορα άλλα μέρη), δηλαδή ατέλειωτα χιλιόμετρα τοίχων από ξερολιαθιά, στις πλαγιές των λόφων, που συγκρατούσαν το λιγοστό χώμα. Η συντήρηση αυτών των τοίχων ήταν απαραίτητη προκειμένου να "υπάρχουν" τα χωράφια. Διαφορετικά το χώμα έφευγε και έμεναν σκέτα βράχια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία