Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Στα καλιαρντά είναι η διδασκαλία, ή ο δάσκαλος ή δασκάλα, επειδή ζαλίζουν τα τεκνά (<tikno = μικρό, μικροκαμωμένο στη ρομανί).

- Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή;

- Ἄς τα, χρυσή μου, μπουτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή;

- Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα. (Παράδειγμα του τιτανοτεράστιου Αἴαντος αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλιαρντή λέξη εκ των λέξεων της ρομανί džal, džala, džal-tar που σημαίνουν φεύγω. Τζαστικό σημαίνει φευγιό, φυγή, διώξιμο και λέγεται συνήθως ως αβέλω τζαστικό δηλαδή φεύγω, παίρνω δρόμο, την κάνω, την κανά.

  1. Θα σας αβέλωνα πιασμάν τώρα μωρή γκαζοζού, αλλά εντός ολίγου πρέπει να αβελώσω τζαστικό. (Από το μπου).
  2. Ωρα να βουέλω τζαστικο. Ουψα και στο λατσοδίκελμα. (Από το μπου).
  3. εξκιούζμι τώρα αλλά αβέλω τζαστικό γιατί έχω ραντεβού μ’ένα κέκ στη παραλία που έχει όλα τα δόντια του. (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι η ζάλη και δη η ερωτική ζάλη, εκ του δικέλω (=βλέπω < dikhel στη ρομανί) και του σβούρα. Δηλαδή φάση η όρασή μου γίνεται σβούρα,

Όλα γύρω μου γυρίζουν

είμαι δικελοσβουριασμένος.

Μόλις τον είδα τον γκούρμπαντο, έπαθα μια δικελόσβουρα άλλο πράμα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κλοπή ή το κλοπιμαίο στα καλιαρντά εκ της λέξης της ρομανί čor = κλέφτης. Βλ. και τσουρνεύω, τζουρνεύω, τσουρνοκαρότεκνο. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το εξειδικεύει κάμποσο στα Καλιαρντά (Αθήνα, 1971), λέγοντας πως μπορεί να αναφέρεται ειδικότερα στην "κλοπή πορτοφολιού παιδεραστού κατά τη διάρκεια της συνουσίας από τον φίλο του κιναίδου, που είναι κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι". Είναι να μη σου τύχει.

Και τώρα μαέστροι γίναν στο πιασμάν
της πούλης μας, στο πρεζαντέ επάνου
και το τσουρνό το σέρνει ρουλεμάν
ντάνες εκαταντήσαμε, Χαβάη Κατελάνου. (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλιαρντή λέξη εκ των λατσός = όμορφος (< lačho = όμορφος, καλός στη ρομανί) και του ιταλικού fortuna = τύχη. Ό,τι πρέπει για καλιαρντοευχές.

Εχει ο γκούρμπαντος γενέθλια; Πολύχρονος να 'σαι, πολύχρονος και λατσοφουρτούνας!!!!!! Α κι εγώ να σε χαίρομαι όχι μόνο η αρτίστα του βωβού! (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει νηστεύω στα καλιαρντά εκ των γκόντης= Θεός (<αγγλικό God) και του στερητικού α- και του χάλω= τρώω (<hal που έχει την ίδια σημασία στη ρομανί).

Ενώ ο λαός γκονταχαλώνει και αβέλει διακόνα στο μπερντέ και στο γυροδιακονιάρισμα. (Με τον τρόπο του Χάρρυ Κλυνν).

Σαρακοστιανός χίπστερ. (από Khan, 03/04/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κότα στα καλιαρντά, ρομανί προέλευσης (khajni = κότα, προφέρεται κχαϊνί).

  1. Αβέλω χαρχάλω (Με έπιασε πείνα) βουέλω να χάλω (Και θέλω να φάω) κακνά της κακνής δικελτά (Αυγά μάτια τηγανητά) Αβέλω μπαλόμπα (Έχω γίνει χοντρή) Και νάκα η μπόμπα (Και δεν κάνω πίπες) Μονάχα τα μπουτ πιασμαντά (Μονάχα βάζω συνέχεια χέρι) (Από το άσμα Καλιαρντοσύνες)

  2. Της κακνής τα κακνά αβελέ τα δικελτά ... γελιο που χουν τα καλιαρντα.τι τα μιλατε ομως εσεις οι ξεφωνημενες αφου τωρα εχουμε και καλα δημοκρατια. (Από μπουρδελοσάιτ).

(από Khan, 12/11/14)Καλιαρντός πλην καλιαρντοφοβικός Γεωργίου. (από Khan, 12/11/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η νηστεία στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού γκόντο- που δηλώνει τα σχετικά με τον Θεό (< αγγλικό God), το στερητικό άλφα και το χάλω που σημαίνει τρώω (ρομανί προέλευσης), εν ολίγοις η αφαγία για θρησκευτικούς λόγους.

Ενώ ο λαός λιγδομπερντές βικιολοβουρδιασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη, αβέλει διακονά στο μπερντέ κι έχει πέσει στην αχαλού και στο γυροδιακονιάρισμα. (Από σκετσάκι του Χάρρυ Κλυνν)

(από Khan, 18/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα φαγητά στα καλιαρντά, απαντά στον πληθυντικό, από το hal που σημαίνει το ίδιο στην ρομανί.

Σας αβέλω λατσαβαλέ, αφρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερτερομπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο να έχουν αρπάξει την ζωμοσακούλα και να δένουν μπαλόμπα και καλιαρντά χαλέματα. Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη κοντόχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γεροδιακονάρισμα. (Αποκατέ).

"Δεν βγαίνει ένας πούστης να μιλήσει", του Χάρρυ Κλυνν. (από Khan, 20/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.

- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία