Επιπλέον ετικέτες

Η ξεπεσμένη πουτάνα, πρώην καλή και τώρα γρια-μάπα... Όταν κάποια ξεπεσμένη παριστάνει την όμορφη. Έκφραση λιμανιού Πειραιά του 50' και πιο πριν.

Ίσα μωρή βακέτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια αστεία λέξη που χρησιμοποιείται ως αόριστος κωμικός χαρακτηρισμός για άτομο που θέλουμε να παρωδήσουμε. Στο έργο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 44) βρίσκω την ετυμολογία της: "Ο βαρδαλαμπούμπας ήταν η δερμάτινη καλύπτρα (δαχτυλήθρα) που χρησιμοποιούσαν οι πολυβολητές στα παλιά εμπροσθογεμή κανόνια για να προστατεύσουν τον αντίχειρά τους, που έκλεινε την οπή του οπαίου. Ετυμολογείται από το ενετικό varda-la-bomba, όπως λεγόταν το σύνεργο αυτό. Συνεκδοχικά, βαρδαλαμπούμπας είναι ο αντίχειρας και μεταφορικά έτσι λέγεται ο κοντόχοντρος άνθρωπος, που μοιάζει με αντίχειρα".

Ο Νίκος Σαραντάκος παραθέτει παραδείγματα από τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων που έδωσε αυτήν την ονομασία σε έναν ήρωα του Φιλάργυρου του Μολιέρου κατά τη μετάφρασή του, και από τον Γιάννη Σκαρίμπα που ονόμασε το 1976 τον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν ως "βαρδαλαμπούμπα του φαρισαϊσμού"! Για περισσότερα βλέπε στο σχετικό σημείωμα. Τα παραδείγματα που βρίσκω στο Διαδίκτυο δείχνουν ότι, με κάποιες εξαιρέσεις που θα δείτε, συνήθως έχει χαθεί η αρχική ετυμολογία και το βαρδαλαμπούμπας χρησιμοποιείται ως γενικός μειωτικός κωμικός χαρακτηρισμός, κάπως όπως τα χλιμίτζουρας και φίτσουλας. Κάποιοι που γνωρίζουν την αρχική σημασία επικεντρώνουν και αυτοί μάλλον στη χαρακτηριολογική σημασία για να δηλώσουν άνθρωπο κοντόχοντρο και ωσεκτουτού αμπλαούμπλα, μαλθακό, νωθρό, κλασικό μαλάκα Έλληνα και άλλα, ανάλογα με την ερμηνεία που δίνει στη λέξη ο κάθε βαρδαλαμπούμπας.

  1. Η καθοδική μας πορεία στο σπιράλ του θανάτου ίσως μας αναγκάσει να ξυπνήσουμε από την ληθαργική μας αφασία και από την υπνοβασία στο κενό και στο τίποτα. Εάν ο κάθε φραπεδόμαγκας και καφεδορουφήχτρας, εάν ο κάθε βλιτομάμμας και λουκουμομπεμπές, αν η κάθε κυρία με την ναρκισσιστική της πείνα, αν ο κάθε βαρδαλαμπούμπας με την ρηχή σκέψη και τις βαθιές τσέπες, εάν ο κάθε μεταπολιτευτικός αριστερούτσος με τα ιδεολογικά του αεροκοπανήματα, αν ο κάθε βολεμένος και βλαμμένος… αν όλοι μας δεν κάνουμε μία βουτιά σε βαθιά και θολά νερά και δεν καταλάβουμε ότι οι σημερινοί τοκογλύφοι δολοφονούν και σταυρώνουν τους λαούς στο όνομα της τοκογλυφίας, την οποία φροντίζουν να νομιμοποιούν και να Θεοποιούν οι συνειδητά Α-συνείδητοι συνεργάτες τους θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. (Εδώ).
  2. Ο Βαρδαλαμπούμπας κοντόχοντρος και ολοστρόγγυλος άνθρωπος, μόνιμα με ένα κουβανέζικο πούρο στο στόμα, μάλλον υποκατάστατο της πιπίλας. Ήρθε με μία Πόρσε του κουτιού. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ έξυπνος για να καταλάβεις ότι είναι από αυτούς πού προτιμούν την κόλαση της αλαζονείας απ το ξεφάντωμα των αγγέλων. Βαρδαλαμπούμπας ο πάμπλουτός με τη διπλή ηθική. Ανέντιμος κάθε Δευτέρα, Τετάρτη Και Παρασκευή και η παραμυθία της εντιμότητας κάθε Τρίτη , Πέμπτη και Σάββατο. Την Κυριακή έβαζε την μάσκα της προσωπικότητας και πήγαινε στην εκκλησία να την αφιερώσει στον ΘΕΟ. -Είσαι καλά; Λέει από συνήθεια ο Βαρδαλαμπούμπας στον μαλακοπίτουρα.
    -<<Δόξα τω Θεώ , καλά είμαι>>. -Το βλέπω. Έχεις περιοριστεί στον άρτο τον επιούσιο, μη τυχόν και σού έρθει η όρεξη και για κάτι παραπάνω.
    -Ίσως στον επουράνιο παράδεισο. -Ναι Μαλακοπίτουρα ως τότε θα μένεις για πάντα έξω από τον παράδεισο στη Γή. (Υπαρξιακός διάλογος για το νόημα της ζωής μεταξύ του κου Βαρδαλαμπούμπα και του κου Μαλακοπίτουρα εδώ).
  3. ΒΑΡΔΑΛΑΜΠΟΥΜΠΑΣ: Ειρωνικός χαρακτηρισμός των ελαφρών, των θορυβωδώς ανοήτων, των επιδερμικών και αταλάντων του φαίνεσθαι αντί του είναι, προθύμων πελατών και επικινδύνων υπηρετών, που επιτυχώς ανά την Ελλάδα έχουν εγκαθιδρύσει την γενεσιουργό τους αιτία, την συνωμοσία της μετριότητος , αναδεικνύοντας καθησυχαστικά και περιφέροντας σε κάθε χώρο ως αποδεκτό πρότυπο την κολοβή αξιοπρέπειά τους. Εκ της με εντυπωσιακή ηχητική Ενετικής εκφράσεως της πυροβολικής varda la bomba , ( ας την φανταστούμε ως ηχηρά διαταγή "vaaaaaaaardaa la bombaaaaa" που θα ανέμενε κανείς σε σπουδαίους με σπουδαίο να επιτελέσουν έργο να απευθύνεται -πλην όμως...) που σημαίνει ...δακτυλήθρα, εν προκειμένω δε δακτυλήθρα εκ μαλακού δέρματος, την οποία οι υπηρέτες και ανίκανοι δια να εκτελέσουν σημαντικότερο έργο φορούσαν στον αντίχειρα της δεξιάς προκειμένου να καθαρίσουν τα πυροβόλα των αληθινά μαχομένων. Συναντά καθημερινά ο καθημερινός Έλληνας τέτοιες κομπορρημονούσες "δαχτυλήθρες" του αντίχειρα και ευγενώς δεν χρησιμοποιεί τον μέσο του.- (Έεεετσι).
  4. Η περσόνα της Παρασκευής: Θοδωρής Κανελλόπουλος (Θεοδωρής, ντοριρίς, βαρδαλαμπούμπας). (Εδώ).
  5. Ο νεαρός πετεινός Κικιρής, ο φιγουρατζής κόκορας κυρ-Βαρδαλαμπούμπας, ο φασαριόζος σκύλος Μουντζούρης είναι οι ήρωές μας. (Από το παραμύθι της Πηνελόπης Δέλτα "Στο Κοτέτσι", βλ. εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι μειωτικός χαρακτηρισμός για έναν επαρχιώτη που είναι χοντρός, οπότε κατά το συναμφότερον βλαχαδερού και ευχοντρίας δίνει την εικόνα ενός πολύ άξεστου ανθρώπου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) δίνει και το αρχοντοχωριάτης ως επεξήγηση, ενώ το ετυμολογεί από το ιταλικό carne (=κρέας) που χρησιμοποιείται συχνά στα καλιαρντά. Είναι δηλαδή ο βλάχος (με την ευρεία σημασία του χωριάτη, του επαρχιώτη) που έχει πολλά περιττά κιλά/ κρέατα πάνω του.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη πιθανότατα βενετικής προελεύσεως, με λατινική όμως ρίζα [λατ. gubernum, «κυβέρνηση»] περιγράφει την κρατική εξουσία, την πολιτεία που διατηρεί το μονοπώλιο άσκησης νόμιμης βίας, στα όρια της συντεταγμένης πολιτείας.

Συνήθως χρησιμοποιείται με ειρωνική ή αρνητική χροιά και αναφορά στην εκάστοτε κυβέρνηση.

  1. Άρθρο εφημερίδας: Η Eurobank «βγάζει δόντια» στο... γκουβέρνο
    Ίσως μία από τις πιο... «γαργαλιστικές» των τελευταίων ετών, με αυτά που λέει αρκούντως… διπλωματικά, ήταν η συνέντευξη του εικονιζόμενου κ. Νίκου Καραμούζη στον «Ελεύθερο Τύπο» της Κυριακής. Απαντώντας στις ερωτήσεις των συναδέλφων, ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της EFG Εurobank… «έσφαξε άγρια, αλλά με το βαμβάκι».

  2. Είναι έξαλλοι, επειδή πιστεύουν, και σωστά, ότι αυτοί έφτιαξαν το γκουβέρνο, αυτοί το στήριξαν, από Μικρασία έως Ουκρανία, και το γκουβέρνο που αποτελείται από τους ίδιους, τους πούλησε. Δεν κατάλαβαν ότι δεν υπάρχει γκουβέρνο στην Ελλάδα. Υπάρχουν μόνον κομπραδόροι που γουστάρουν την κατάστασή τους. Μιά κερασιά, φορτωμένη τριάντα κιλά κεράσι γιά φίλημα, ακόμη κι άν ο μεγαλύτερος αγύρτης το πουλήσει είκοσι ευρώ το κιλό, παράγει όσο ένα λεπτό δουλειάς ενός ημιπολυτελούς άνκορμαν. Αλλού είναι τα λεφτά, τελεσιδίκως.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει τη βρώμα στα καλιαρντά. Μάλλον από το τυρί γοργοντζόλα (βλ. εδώ για ετυμολογία) που έχει μια χαρακτηριστική οξεία οσμή.

Λοιπόν νάμαι κι εγώ εδώ η δειλή!!! Εξκιούσμι Λουκίες μου αλλά τέτοιο ξεκατίνιασμα δεν έχω δικέλει ποτές !!! τέτοια γοργόντζα πια, να βγάνετε τα άπλυτά σας στη φόρα και να καταριόσαστε μεταξύ σας, εσείς πρώην φιλινάδες και συναγωνίστριες, σα τις σαρμούτες για τα τσέτουλα, λυσσαγμάν πια!!!! (Αποκατέ).

-ΤΑ ΕΒΑΛΑ στο φαι που τρως μαν.
-Καλη σας ορεξη.
-Μπά μωρή γοργόντζα... Που να βουέλετε πιασμαντό σε μουτζό και φακιροπίπιζα να γίνεται... (Από το μπου)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην ποικιλία της Κέρκυρας είναι ένα είδος μικρού καπονιού, που θεωρείτο το «ψάρι του φτωχού», ήταν πολύ φθηνό γιατί έχει πολλά αγκάθια. Πιθανώς από το ιταλικό -βενετικό capone.

Θα φάμε καπορονιόζους σαν να είμαστε τίποτα φτωχοί;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ποκερικής προέλευσης λέξη, η σημασία της οποίας διευρύνθηκε συν τω χρόνω εντυπωσιακά. Ένας εξειδικευμένος τεχνικός όρος χαρτοπαιγνίου διάγει στας ημέρας μας έναν δεύτερο βίο, περιγράφοντας πάντοτε σύνθετα και συνδυαστικά φαινόμενα. Αναλυτικότερα:

  1. Κερδοφόρος συνδυασμός φύλλων στο πόκερ. Η απλή κέντα (straight) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά, π.χ. Α, 2, 3, 4, 5, όχι όμως του ιδίου χρώματος. Η κέντα-φλος ή αλλιώς κέντα-χρώμα (straight flush) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά και του ιδίου χρώματος, π.χ. 5, 6, 7, 8, 9 κούπα.

  2. Συνδυασμένη ενέργεια δύο ή παραπάνω ατόμων που στέφθηκε από επιτυχία αποφέροντας αξιόλογα οφέλη, συνήθως οικονομικής φύσεως. Η επιτυχία της ενέργειας-κέντας δεν είναι απαραίτητα τετελεσμένο γεγονός, αρκεί να εικάζεται με μεγάλες πιθανότητες. Με την ίδια περίπου σημασία χρησιμοποιείται κι ο όρος μόντα, που όμως είναι πιο γενικός.

- Kέντα κάνουν δυο φίλοι που βάζουν από κοινού λεφτά και αγοράζουν μια επιχείρηση, π.χ. παίρνουν το franchise για το everest, ή παίρνουν τον «αέρα» από κάποιο μπαράκι.
- Κέντα κάνουν (πάλι) δυο φίλοι που αποφασίζουν να συγκατοικήσουν ώστε να μοιράζονται τα έξοδα. - Κέντα κάνουν (ξανά μανά) δυο φίλοι φοιτητές που συνεννοούνται να αντιγράφει ο ένας απ' τον άλλο στις εξετάσεις.

  1. Άλλη μια λέξη για το γαμήσι, τη συνουσία. Και λέω συνουσία, διότι θέλω να δώσω έμφαση στο συν-αινετικό της υπόθεσης. Δυο άνθρωποι τα μιλάνε, τα συμφωνάνε κι αφού γίνουν αυτά πέφτει ο πήδουλας. Ένας βιασμός ποτέ δεν είναι κέντα, είναι ποινικώς κολάσιμη μονομερής ενέργεια. Εν προκειμένω, χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το κέντημα, καθώς και το ρήμα κεντάω = γαμώ.

  2. Μεγάλη αστυνομική επιτυχία, συνήθως σύλληψη κάποιου «μεγάλου κεφαλιού» του οργανωμένου εγκλήματος, π.χ. Παλαιοκώστας. Ενέργεια που προετοιμαζόταν μεθοδικά και σχεδιαζόταν από καιρό, ενώ ήχθη εις πέρας με τη συνεργασία διαφορετικών υπηρεσιών (Ασφάλεια, Τροχαία, Άμεση Δράση).

  3. Στο χώρο των πρεζάκηδων, η κέντα είναι η σύλληψη ή κάποια άλλη ζημιά απ' τους μπάτσους, που όμως γίνεται κατά τύχη, επειδή απλά είχε καύλες ο μαλάκας ο Δίας. Δηλαδή οι μπάτσοι είχαν στηθεί για κάποιον άλλο, πιο μεγάλο (βλ. περίπτωση 4), έπεσαν ωστόσο στη φάκα τους μικρότερα ψάρια, που έκατσε να βρίσκονται φορτωμένοι με ντραγκς στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα. Μιλάμε για τρελή ατυχία, γι' αυτό και σε τέτοιες φάσεις πρέπει πάντα να είσαι στην τσίλια. Ποτέ δε ξέρεις που έχει στηθεί η κέντα και σε περιμένει. Αν την ψυλλιαστείς, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας πάσο, ήτοι να συμπεριφερθείς σα να μη τρέχει κάστανο...

  1. - Έμαθες ότι πουλιέται εκείνη η καφετέρια κοντά στον ηλεκτρικό στο Μαρούσι, που αράζαμε παλιά;
    - Α ναι ρε συ, κατάλαβα, μιλάς για την τρύπα που πηγαίναμε μετά το φροντιστήριο. Κάτσε να δεις πως τη λέγανε τώρα..
    - Τι σημασία έχει αγόρι μου πως τη λέγανε... Θα της βγάλουμε εμείς άλλο όνομα!
    - Για κάν' το μου πιο λιανά αυτό, τι εννοάς;
    - Ε να, έχεις εσύ κάτι φραγκάκια στην άκρη, θα χτυπήσω κι εγώ ένα δάνειο, στήνουμε χαλαρά την κέντα και το παίρνουμε το μαγαζί!
    - Το σκεφτόσουν πολλή ώρα αυτό;
    - Έλα ρε, σκέψου μόνο τα μουνιά που έχουμε να κεντήσουμε ως αφεντικά κι έτσι..

  2. Με τις πυτζάμες στο σπίτι τους, έπιασε τους δύο της Siemens, Σκαρπέλη και Γεωργίου σε Κηφισιά και Δάφνη, απόψε ο Γιάννης Ραχωβίτσας. Είχε ένταλμα από τον 4ο ανακριτή και το εκτέλεσε ακαριαία. Εαν δεν τους έπιανε θα τον έθαβαν ότι έκανε τα στραβά μάτια. Νωρίτερα δεν είχε ανοίξει μύτη με τα μέτρα στο Σύνταγμα στη πορεία των μουσουλμάνων. Κέντα για τον «Ραχώ». Να λέμε και κανα μπράβο. Το χρειάζονται. (Από εδώ)

  3. - Πώς κι έτσι στεγνός τώρα τελευταία; Εσύ μας κέρναγες πάντα τις καλύτερες κοακόλες όταν ερχόμασταν σπίτι σου, τι τρέχει τώρα;
    - Ξέρω γω, την άκρη μου ρώτα..
    - Ωχ, ο Σήφης ο κατσαρίδας; Τι έγινε, τον τσακώσανε; Λέγε ρε, αφού ξέρεις..
    - Οκ, αφού θες να τα μαθαίνεις όλα, έπεσε ο μαλάκας σε μια κέντα απάνω στο Σχιστό, στα γύφτικα. Για άλλον πήγαιναν και δέσανε το δικό μου, κωλοατυχία μου μέσα..

αυτή κι αν είναι κέντα. (από johnblack, 17/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σύνολο από λέτσους, ή κάποιος που είναι εντελώς τελείως λέτσος. Ετυμολογείται από το ιταλικό lezzo που σημαίνει δυσοσμία. Λετσαρία είναι όχι μόνο κάποιος που βρωμάει ή είναι λερωμένος, όπως είναι η αρχική ετυμολογική σημασία (βλ. λέτσος), αλλά κυρίως κάποιος που φοράει ό,τι να 'ναι, ρούχα τελείως κακόγουστα και σε μεταξύ τους τελείως αταίριαστους συνδυασμούς, που πείθουν τον θεατή του ότι δεν έχει να φορέσει άλλα, πιθανόν επειδή είναι φτωχός, και φόρεσε τέσπα ό,τι μπόρεσε να βρει ή ότι είναι τσακωμένος με το γούστο ή, ακόμη χειρότερα, ότι είναι λέτσος από άποψη.

Με λίγα λόγια είναι το αντίθετο του κυριλέ, αν και υπάρχει ένα μεταξύ, ο κυριλέτσος. Η έκφραση λέγεται συνήθως όταν περιμένουμε κάποιον λόγω των συνθηκών και της ευρύτερης συνάφειας να εμφανιστεί κυριλέ (λ.χ. σε posh club ή εστιατόριο, ή σε επίσημη περίσταση), κι αυτός εμφανίζεται ως λέτσος. Η φράση χρησιμοποιείται συχνά από μικροαστάκηδες για να χαρακτηρίσει ό,τι ξεφεύγει από τις νόρμες ενός καλοβλαμμένου μικροαστού, όπως λ.χ. συγκεντρώσεις προσφύγων ή μεταναστών, αριστερούτσικη αισθητική κ.ά.

  1. ΠΛΑΚΩΣΕ Η ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΛΕΤΣΑΡΙΑ! ΦΩΤΟ: Ο ΚΟΛΛΗΤΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΕΣΣΑΣ ΤΟΥΣΕΝ, ΝΟΜΙΖΕΙ ΠΩΣ, Η ΒΟΥΛΗ ΕΙΝΑΙ «ΒΙΛΑ ΑΜΑΛΙΑ» ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΞΥΠΟΛΗΤΟΣ... ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΩΣ ΝΤΥΜΕΝΟΣ! (Στόκος).
  2. Στο μεταξύ ο λαός βλέπει όλους αυτούς τους νταήδες με τα ξεκούμπωτα πουκάμισα για να φαίνονται μαύρες τρίχες της ψευτοπαλικαριάς τους που συνδυάζεται με τη γενική λετσαρία στην εμφάνιση που παραπέμπει σε παιδιά της εργατιάς και του πονεμένου λαού, ενώ μόνο λίγοι απ’ αυτούς έχουν κάποια ένσημα ή εμπειρία σε κανονική δουλειά. Αυτή όμως η εμφάνιση είναι που εκφράζει και ταιριάζει στη λαϊκίστικη και μάγκικη ρητορεία με την οποία χάιδευαν επί χρόνια αυτιά ανθρώπων ενός κατώτερου μυαλού ή μισθού που υπάρχουν μέσα στο εκλογικό σώμα της χώρας μας. Όμως δεν είναι μόνο η γενική λετσαρία στην εμφάνιση που ίσως παραπροβλέπεται από ορισμένους. Είναι πολύ περισσότερο οι διάφορες φυσιογνωμίες ή ακριβέστερα οι διάφορες αστείες έως τρομακτικές φάτσες όλων αυτών που ενδεχομένως θα τους φάμε στη μάπα, κατά το κοινώς λεγόμενο αν καταφέρουν τελικά να επικρατήσουν σ’ αυτές τις εκλογές. (Εδώ).
  3. Πρόσεχε! Η δουλειά ξεκίνησε σοβαρά. Υπεύθυνα. Με στόχευση. Με προοπτική. Σου έλεγε η Γερμανία θέλω 1.142 ξυλουργούς. Όχι μπάτε σκύλοι αλέστε. Χρειάζομαι ηλεκτρολόγους 857, σου έλεγε ο Γερμανός. Στείλτε μας και τόσους οικοδόμους, τόσους υδραυλικούς, τόσους ανάλογα με την κάθε ειδικότητα. Και όλοι σε «γκέτο». Σε ειδικές περιοχές. Να ελέγχεται η κατάσταση. Εδώ στην Ελλάδα πλάκωσε η γυφτιά, η λετσαρία και συμπεριφερόταν σα γυφτιά και λετσαρία. Γιατί; Επειδή και ο Έλληνας είναι ένας σκέτος λέτσος. Ένας γύφτος. (Ινσέψιο εδώ).
  4. Στο αιθριο της αρχιτεκτονικης σχολης του Πολυτεχνειου εχουμε στρωθει με την Ντανυ και τον Τασουλη και ψαχνουμε εναν τεταρτο για να παιξουμε πρεφα. Περνα μια κοπελα ντυμενη λετσαρια με σκισμενο τζην κι ενα ξεθωρο μπλουζακι. Κρατα ενα μεγαλο χαρτοφυλακα απο αυτους που πουλα το “Πλαισιο”. Βλεποντας την απο μακρυα, η Ντανυ μας ρωτα: "Να την φωναξω για τεταρτη;". (Εδώ).

Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα ελευθερίων ηθών, μάλλον εκ του ιταλικού libertà (=ελευθερία). Είναι καλιαρντό, αλλά όχι μόνο. Πάντως είναι παρωχημένη λέξη, παλαιική.

Δύσκολα τα πράματα
φίλε εαυτέ μου
και τα βήματά σου,
κάνουν τα πεζοδρόμια να στενάζουν.
Αβέλεις ντρέσες
και κραγιόνια στα χείλια
κόκκινά σου φοράς.
Σφήνες στα μυαλά σου
κι απολιάζεις στα μπο
των χειλιών σου τα χαμόγελα.
Βαβελιάζεις στα γραπτά σου
σούκρα βεριτά μα ποιός
να καταλάβει ποιός
και μολορουφιέσαι
συνέχεια στις σελινιές βαθιά,
τα κατόλια βρέχουν
το αγαπημένο σου μπλου τζιν
και η αγάπη που σε γέννησε
σου παίρνει αργά όλη τη δόξα πίσω.
Κόζα-στακόζα κι ο καφές
ο πρώτος
μα κι ο δεύτερος.
Ο σκύλος σου χαζεύει
από το παράθυρο μια αδέσποτη
σκύλα τροτέζα λιμπερτόζα
και το φώς της λούνας μετρήθηκε 1 λουξ.
(Καλιαρντοποίημα αποκατέ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία