Ο πιο χάλιας, αντίθετο του «καλύτερος».
Ο πιο χάλιας, αντίθετο του «καλύτερος».
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κοπέλα που φαίνεται χάλια παρουσιαστικά (βασισμένο στο ότι μόλις τη βλέπεις κλείνεις τα παντζούρια - για να μη τη βλέπεις ντε!).
- Καλό γκομενάκι.
- Παντζούρω ρε σαβουρογάμη...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η χειρότερη. Απο το «χάλι» και «καλλίτερη».
Πολύ χάλι η γκόμενα -- η χαλίτερη του μαγαζιού.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, σβάρτσος, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.
- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πέραν της γνωστής φίρμας με φορτηγά, εδρεύουσας στην Αθήνα, αποτελεί και μειωτικό χαρακτηρισμό για παχουλή γυναίκα που έρχεται με φόρα.
Μιχάλη στη μπάντα, θα σε περάσει κοντοσούβλι ο γιαμαρέλλος.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο χαοτικός (πάνκης) ή απλά χαοτικός, έχει το ίδιο νόημα με τον κατσαπάνκη: άτομο που ζει για μπύρες, βία και σεξ (αν τύχει).
Έχει την στερεότυπη εικόνα του πάνκη (μοϊκάνα, καρφιά, κ.λπ.) για να εδραιώνει καλύτερα την συμπεριφορά του. Τον συναντάς σε πανκ συναυλίες ή σε πλατείες. Κοινωνικός προβληματισμός του είναι η αστυνομία. Γενικά είναι άτομο αδιάφορο για τα πάντα, εκτός και αν κάποιος κάνει το λάθος και κριτικάρει τα αγαπημένα του πανκ συγκροτήματα.
Πλάκωσαν χαοτικοί κι άρχισαν να σπρώχνουν τον κόσμο, να σπάνε μπουκάλια και να βρίζουν.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Γέμιση του εδέσματος «μπουγάτσα με κιμά». Μεταφορικά: υποτιμητικός όρος, συνώνυμο του μπουχέσαςμπουχέσας.
-Πού να τα καταφέρει ο μπουγατσοκιμάς ρε, αυτός όλα έτοιμα τα θέλει.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ένας τύπος ο οποίος είναι κοντός και όταν κλάνει σηκώνει σκόνη. Συνήθως έχει σχήμα σόμπας και το κεφάλι του μοιάζει με μπουρί.
- Ρε Μαρίκα ξέχασες έξω από το σπίτι τη σόμπα.
- Όχι ρε Γεωργία, ποια σόμπα, ο ανηψιός μου είναι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η ευπαρουσίαστη κοπέλα, η όμορφη και σέξυ.
- Πωπω, η Κατερίνα από το σχολείο είναι αυτή ρε; Που ήταν γεμάτη σπυράκια και σώμα σαν άντρας; Πώς έγινε έτσι τούμπανο ρε;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία