Επιπλέον ετικέτες

Ο ενεχυροδανειστής.

- Αψιλίες φίλε. Για να πληρώσω το νοίκι, σκότωσα το δαχτυλίδι του παππού και κάτι κολιέδες της γιαγιάς στον ακούμπη.

- Είχα μαζέψει λίγα-λίγα 5 «χαρτιά», πάνε αυτά. Πήρα άλλα τόσα ή κάτι πάρα πάνω, δεν θυμάμαι ακριβώς, (όταν πνίγεσαι που να μετρήσεις πόσες μπουρμπουλήθρες έχεις κάνει;) σαν προκαταβολή για δουλειές που... πρόκειται να κάνω (χρωστάω και το μέλλον μου), έπεσα στο δάνειο που το έβρισκα εύκολα στην αρχή, μετά πιο δύσκολα, φτάσαμε στον ακούμπη, σκοτωθήκανε τα «τιμαλφή» και μετά... μετά ποιος σε... όταν δεν ξέρει πότε, και αν θα τα πάρει;

(κομμάτι από επιστολή του Άκη Πάνου στην τότε Υπ. Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αλβανικό βε είναι είδος ανομοιόμορφου μαυρίσματος που συνήθως δεν αποκτάται σε ινστιτούτα αισθητικής.

Υπάρχουν τρεις γενικές κατηγορίες αλβανικού βε :

  1. Το ηλιοκαμένο look (κυρίως στο λαιμό και τον σβέρκο) που αποκτάται με κόπο και ιδρώτα σε οικοδομές και χωράφια. Πρόκειται για σήμα κατατεθέν υπαιθρίων επαγγελματιών κάθε είδους -- και όχι απαραιτήτως οικονομικών μεταναστών. Αγγλιστί, redneck.

  2. Το μαύρισμα που αποκτούν ορισμένοι κοτσονάτοι συνταξιούχοι και οι γιαγιούμπες τους καθώς απολαμβάνουν το λυκόφως της νιότης τους βολτάροντας ή αράζοντας σε ανοιχτούς χώρους.

  3. Η χαρακτηριστική τριγωνική ασπρίλα που εμφανίζεται καλοκαιριάτικα στην βουβωνική περιοχή πολλών λουόμενων μόλις ξεβρακωθούν.

Μπαίνουν δύο φίλοι σε ένα μπουρδέλο στην Αλάσκα και ρωτάνε τον μπάρμαν: - Ρε φίλε, άσπρες γυναίκες έχετε εδώ; - Φυσικά και έχουμε. - Μαύρες γυναίκες έχετε; - Και με Αλβανικό βε έχετε; - Αλβανικό βε; Όχι, με Αλβανικό βε δεν έχουμε! Γυρνάει αυτός που ρώτησε και λέει στον φίλο του: - Στο είπα, ρε μαλάκα, πιγκουίνο γαμήσαμε χτες το βράδυ…

Αλβανικό βε (από Vrastaman, 14/10/08)Albania Uber Alles! (από Vrastaman, 14/10/08)UCK ! (από Vrastaman, 14/10/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο όρος Άλμα Μάτερ χρησιμοποιείται διεθνώς ως συνώνυμο του πανεπιστημίου στο οποίο φοίτησε κάποιος. Στα λατινικά σημαίνει κυριολεκτικά «η θρέφουσα μητέρα». Προσδιορίζει το ινστιτούτο στο οποίο κάποιος απέκτησε τα εφόδια για την ακαδημαϊκή και επαγγελματική του καριέρα. Δηλαδή ο σταθμός ορόσημο της ακαδημαϊκής πορείας.
Σλανγκικά, ταυτίζοντας το «άλμα» με το «πήδημα», ο όρος αποτελεί το σημείο μηδέν της σεξουαλικής εκμάθησης. Δηλαδή τη γυναίκα η οποία πήρε την παρθενιά του προσδιοριζόμενου προσώπου και του έδωσε τα πρώτα εφόδια στον αιώνιο αγώνα σεξουαλικής βελτιστοποίησης.

- Για πες ρε Μάκη, με τρώει η περιέργεια, πως είναι τελικά η Λίλιαν στο κρεβάτι;
- Τι να σου πω ρε Βάγγουρα, καλή η Λίλιαν αλλά ούτε καν συγκρίσιμη με τη Λάουρα...
- Βρε μανία με τη Λάουρα...Κάθε φορά παρατάς και άλλη γκόμενα γιατί τη συγκρίνεις με τη Λάουρα! Ρε, μπας και σου έχει κάνει μάγια αυτή η γυναίκα;
- Η Λάουρα κολλητέ είναι το Άλμα Μάτερ μου. Δεν ξεχνιέται ποτέ...
- Φίλε ένα Άλμα Μάτερ έχει κάθε άντρας: τη μανουέλα...

Άλμα μάτερ του DT Jesus...Α ρε Αντζελίνα.... (από DT Jesus, 20/02/09)

Ceci malheureusement EST Debbie Harry! (από Vrastaman, 20/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέρα του ήδη καταχωρημένου ιπποκόσμου, υπάρχουν κι άλλες δυο μεγάλες κατηγορίες αλογομούρηδων:

  • Οι σκατόφατσες που συχνά θυμίζουν αλόγατα, άκα οι τ. γκμοχ.
  • Οι σπεκουλαδόροι του χρηματιστηρίου που έζησαν στιγμές δόξας το '99. Τότε που μιλιούνια κρεμjόσαντε από τα χείλη του εφημεριδά στην Σοφοκλέους κ' Πεσματζόγλου μήπως και μάθουν κάτι παραπάνω για τα καλά χαρτιά: την Ιπποτούρ που κάλπαζε, την Ιντερσάτ που απογειωνόταν και τα «κλωνάρια» ή «λαναρόχαρτα» που αυγάτιζαν πακτωλό πλούτου για τους μερακλήδες. Τότε που γνωστός λεβέντης χρηματιστής κυκλοφορούσε στα σκυλάδικα συνοδεία φουσκωτού που έφερε υγραντήρα και μοίραζε φουσέκια Cohibas σε νυκτόβιους επενδυτές. Λίγο μετά τον σεισμό του Σεπτεμβρίου ξεκίνησε ο κατήφορος χωρίς τέλος που συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες μας.

Από το δουπού: Khank.

- Και καπάκι να βγαίνει από πάνω αυτή η beach (sic), η αλογομούρα η Λαγκάρντ, που δεν τη… μαμάς με τίποτε (ακόμη και στη Σιβηρία να ήσουν εξόριστος και άγαμος πάνω από 20 χρόνια) και να μας παραδίδει μαθήματα...
(εδώ)

- Μπράβο στους αλογομούρηδες του Ελ. Χρηματιστηρίου. Μεγαλα κέρδη καταγράφουν οι τράπεζες, που δεν έχουν ρευστό και έχουν μεγαλύτερο haircut. (εκεί)

Σάρα Τζέσικα Αλογομούνα (από Vrastaman, 02/07/12)"η καλή πορεία του Χρηματιστηρίου αντανακλά τη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας" (από Vrastaman, 02/07/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η βραχύσωμη, πλην ελκυστική νεανίς. Εκ του ιταλικού a basso, δηλαδή χαμηλά και του ιστιοπλοϊκού όρου μούδα.

Η προειδοποίηση «a basso μούδα» δηλοί ότι η μούδα είναι στα χαμηλά της και «προσέξτε τα κεφάλια σας, βασιβουζούκοι», όπως θα έλεγε και ο Κάπταιν Χάντοκ.

Η αμπασομούδα λοιπόν είναι εκείνη η νεανίς που είναι τόσο βραχύσωμη που δεν κινδυνεύει από την μούδα, ακόμα και όταν αυτή είναι a basso, πλην όμως είναι και ελκυστική αλλιώς δεν θα ασχολούμεθα.

Ασσίστ ο κ. batcic

— Ώρα δέκα, αμπασομούδα!
— Ωωωω!

Σύγκρινε με κοντοπούτανο, πινεζοπούτανο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ερωμένη (τύποις) άγαμου κληρικού (που ζει εκτός μοναστικού κοινοβίου), άκα αγαμιδίου. Ο όρος έχει παρόμοια εξέλιξη με το συνείσακτη και το λατινικό subintroducta. Δηλαδή επρόκειτο κατ' αρχήν για συγγενείς εξ αίματος του αγαμιδίου που ζούσαν μαζί του για να τον φροντίζουν, ωστόσο ο όρος εφθάρη καθότι εβέντουαλjυ την φροντίδα αυτή την ανέλαβαν και συγγενείς εκ σπέρματος. Η διαφορά είναι ότι ενώ το συνείσακτη είναι λόγιος και μάλλον επίσημος όρος που υπάρχει και στους κανόνες, λ.χ. στον Θεόδωρο Βαλσαμώνα, και σημαίνει κυριολεκτικά την γυναίκα που συνεισάγεται στην οικία αγάμου κληρικού οποιαδήποτε σχέση και αν έχει μαζί του, το ανηψιά είναι πιο ανεπίσημο και λαϊκό και χρησιμοποιείται πιο κουτσομπολίστικα για να καυτηριαστεί ότι μια συνείσακτη δεν είναι πραγματική ανηψιά.

Πάσα: allivegp.

Γιατί μάτια μου να μην γίνω δεσπότης εγώ που την στεφανώθηκα κι έκανα κι έξι παιδιά, και να γίνει αυτός που την έχει ανηψιά;

(Εγγαμίδιον αφήνει την αιχμή του κατά αγαμιδίου).

Tristane Banon, παραλίγο ανηψιά του DSK (από Vrastaman, 20/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντομογραφία του αντικρατιστή, κατά το αντιφά. Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες μανιχαϊστώνε αντικρά:

Το Κόμμα εν τη σοφία το θωρεί αμφότερους και τους δύο τύπους αντικρά αντιδραστικές οπορτούνες, καταδικασμένες στην συνείδηση του λαού.

1.
- ΟΛΟΙ ΣΤΗ ΚΑΜΑΡΑ - ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΗΘΙΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ★αντικρά

2.
- Και ξαναρωτώ όλοι εσείς οι αντιφα αντιρα αντικρα αντικάτσε καλά δημοκράτες τρομοκράτες και λοιπόν βαρεμένοι πως θα αισθανθείτε όταν την κόρη σας ή την εγγονή σας θα την αναγκάσουνε να φοράει μπούργκα ή τον γιόκα σας θα τον μαστιγώσουν επειδή στραβοκοίταξε κάποια;

3.
ΔΕν υπάρχουν νεοφιλ στην Ελλάδα αντικρατικιστες υπάρχουν (θα μπορουσαν να ονομαστουν αντικρά) και εναντιοι στο επάρατο βυσμάτωμα .

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην αργκό των καπεταναίων, αντιναυτικό αποκαλείται το κάθε θέαμα που αντίκειται στην αισθητική και στερείται ναυτοσύνης: το τσαπατσούλικο νετάρισμα των μπόσικων, οι πρόχειρες καντηλίτσες, ο ερασιτεχνικός χειρισμός του σκάφους, κ.ο.κ.

Η έκφραση έχει αρχίσει δειλά-δειλά να ακούγεται και εκτός σκάφους με την ευρύτερη έννοια του αντιεπαγγελματικού.

- Δεν υπάρχει πιο αντιναυτικό θέαμα από κόσμο σε διάφορες πλαστικές στάσεις ναρκισσισμού στην μάτσα, στην πλώρη την πρύμνη και την κουβέρτα, που εκτός των άλλων εμποδίζουν τις μανούβρες και κυρίως την θέα στον τιμονιέρη.
(από εδώ)

- Είναι τελείως αντιναυτικό θέαμα να ταξιδεύει κάποιο σκάφος με τα μπαλόνια ξεχασμένα στις πάντες.
(από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην τραπεζική σλάγκ, αντώνης αποκαλείται ο κάτοχος επιπρόσθετης πιστωτικής κάρτας που εκδίδεται σε υφιστάμενο λογαριασμό κάποιου. Εκ του αγγλικού add-on cardholder.

- Τι έπαθες βρε Μήτσο και τραβάς τα ελάχιστα εναπομείναντα μαλλιά σου;
- Είχα την φαεινή ιδέα να κάνω την Ούρσουλα αντώνη. Αφού με φέσωσε κανονικά, την έκανε για Κίεβο και τώρα κοιμάμαι στα σανίδια.
- Οι μαλακίες πληρώνονται, γιατρέ μου...

Αντωνία εν δράσει (από Vrastaman, 27/10/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι χαρακτηρίζουμε ένα άτομο sui generis, αδέσποτο, ανένταχτο και περίεργο (όχι όμως πάντα με την σεξουαλική έννοια). Μπορεί να είναι ανωμαλιάρης ή και αχαρτογράφητος ή απλώς μπορεί να μην έχει την τυπική εμφάνιση και συμπεριφορά που θα περίμενε από αυτόν η παρέα του. Το σίγουρο είναι ότι φέρνει τον περίγυρό του σε αμηχανία με τον λόγο, τις πράξεις ή τις επιλογές του.

Παρόμοιο το: μια κατηγορία μόνος του.

Η έκφραση πέρασε στην γλώσσα προφανώς εξ αιτίας των ανωμάλων ρημάτων της αρχαίας ελληνικής και της δυσκολίας εκμάθησής τους. Σήμερα μάλλον είναι ή ακούγεται μπαμπαδίστικη. Μπορείς να την πεις και φιλολογική αργκό.

Βλ. και εδώ για σοβαρή γλωσσολογική ανάλυση. Μπάμπη, φάε τη σκόνη μου ουάν μορ τάιμ.

  1. Ξύπνα ρε, αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου... Βούρλο!

Από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαϊδη.

  1. - Έλα, μας χτυπάνε ο Τάκης και ο Γιώργος να κατεβούμε να πάμε στο πάρτυ.
    - Όχι πάλι ο Γιώργος, θα μας ξεφτιλίσει, είναι ανώμαλο ρήμα ο τύπος. Τις προάλλες στο σπίτι της Κατερίνας μέθυσε, έσκισε μια πολυθρόνα με μαχαίρι και μετά προσπάθησε να τη γαμήσει.
    - Σιγά ρε, πώς κάνεις έτσι, και 'γω μια φορά γάμησα ένα πουφ.
    - Την Κατερίνα εννοούσα.
    - Μπίρες πήρες;

βλ. και ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία