Επιπλέον ετικέτες

  1. Ως γαλατάδικο αποκαλείται το πολύ πρωϊνό (ξημερώματα ή/και πριν φέξει ακόμα) δρομολόγιο αεροπορικών και ακτοπλοϊκών γραμμών, το οποίο κατά κανόνα αφορά προορισμούς εντός των συνόρων μίας χώρας. Η εξήγηση της μεταφοράς είναι απλή: Όπως τα παλαιά εκείνα χρόνια ο γαλατάς ξεκίναγε το δρομολόγιο του στα μαύρα σκοτάδια για να αφήσει τη μπουκάλα στο κατώφλι των καταναλωτών-συνδρομητών, έτσι και τα εν λόγω μεταφορικά μέσα ξεκινούν νωρίς προκειμένου οι επιβάτες να είναι στη σωστή ώρα στον προορισμό τους για να πάρουν πρωϊνό. Λέμε τώρα...

  2. Επίσης, αναφορικά με την ώρα που ξεκινάνε, ως γαλατάδικα αποκαλούνται και οι πολύ πρωϊνές ενημερωτικές εκπομπές της τηλεόρασης -ο συντάκτης του παρόντος λήμματος επιφυλάσσεται ως προς την αντίστοιχη ονομασία των ραδιοφωνικών εκπομπών, αν και φαίνεται εκ πρώτης όψεως λογικό να τις πιάνει κι αυτές. Ο συνειρμός με το ωράριο του γαλατά είναι, για μία ακόμη φορά, προφανής.

Υ.Γ. (1) Επίσης, δεν έχει εξακριβωθεί αν η ίδια ονομασία αφορά και τα πολύ πρωϊνά δρομολόγια αστικών και υπεραστικών λεωφορείων αν και για μία ακόμη φορά φαίνεται λογικό να πιάνει και αυτά. Όποιος έχει υπόψη του κάποια ένδειξη για τη στήριξη αυτού του συλλογισμού, ας κάνει τη καλή να την αναφέρει στα σχόλια.

  1. Βασικά από που προέκυψε το «γαλατάδικα»; Γνωρίζεις κάτι για τις ώρες;(btw: «γαλατάδικα» έχει επικρατήσει να λέμε τα πολύ πρωινά δρομολόγια)Μα είναι φυσικό να έχουν αλλάξει τα δρομολόγια τους, 2 χρόνια μετά. Το παράδοξο θα ήταν να επιμένουν επί 2 χρόνια στο ίδιο πλάνο... (Εδώ)

  2. -Ο αεροσταθμός είχε αρχίσει να γεμίζει από κόσμο που έπαιρνε τα γαλατάδικα (πρώτες πρωινές πτήσεις). Έχοντας φτάσει αρκετά νωρίς, αποφασίσαμε να μπούμε σε λίστα αναμονής για νωρίτερη πτήση από την καθορισμένη που είχαμε κλείσει το εισιτήριο. Εύσημα στους Ιρανούς για την ευελιξία τους!! (Πιο'δω)

  3. Λοιπόν, επειδή έχει τύχει να δω ουκ ολίγες φορές τα «γαλατάδικα», όπως έχουν αυτοχαρακτηριστεί, έχω καταλήξει ότι ναι μεν η ΝΕΤ διαθέτει ίσως το πιο αξιόλογο δίδυμο, αλλά αναμφίβολα το καλύτερο πρωϊνό είναι αυτό του MEGA. (Εκεί)

  4. -Η αποστολή του ALPHA μαζεύει από το τραπέζι του μεσημβρινού κολατσιού κασέτες, κινητά και λοιπά απαραίτητα σύνεργα και ετοιμάζεται για αναχώρηση. Η αποστολή του STAR έχει ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής. «Τι θες να κάνουν παρασκευιάτικα; Βλέπεις, αύριο δεν έχουμε και «γαλατάδικα» (σ.σ.: πρωινές ενημερωτικές εκπομπές) για να βγάλουν κανένα ζωντανό» αστειεύεται ο Κώστας, τεχνικός του MEGA, που περιμένει κι αυτός το σφύριγμα για το ξεκίνημα της επιστροφής στην Αθήνα... (Παρακεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φιλέτο είναι οτιδήποτε ζωικό προς βρώσιν απαλλαγμένο από (ή από την ανατομία του μη περιέχον) ίνες, κόκκαλα, πέτσες, λίπη κλπ, είναι μαλακό, ευμαγείρευτο, υγιεινό, ακριβό, εύγευστο και πασπαρτού: μπορεί να γίνει από διαιτητικό πιάτο μέχρι έξτρα γκουρμέ δεγκζερωτί.

Ωσεκτουτού, φιλέτο εις την μεταφορικήν σλανγκικήν είναι οτιδήποτε χαρακτηρίζεται ως καλή επένδυση, καλό κομμάτι, κελεπούρι, περιζήτητο, δυσεύρετο, ευκαιρία, και ταλιμπάν.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για οικοπεδοποιήσιμη γη (και μάλιστα πρόκειται για καθιερωμένη ζαργκόν των αγγελιών), αλλά και γενικότερα.

  1. (από αγγελία)
    «αγορά 4.000τμ αγροτεμάχιο ανάμεσα σε δύο δρόμους 600.000€ 11.000τμ φιλέτο τετραγωνισμένο 1.000.000€ 3.300τμ πρώτο στο δρόμο διαμπερές 1.500.000€. Κομμάτια μεγάλης προβολής ευκαιρίες για κάθε χρήση εμπορική, κάθε μορφής. Σίγουρη επένδυση με μεγάλη απόδοση για έξυπνους επενδυτές»\

  2. (από φορουμαγγελία)
    - Μηλαμε για ΦΙΛΕΤΟ, οχι ευκερια. ΤΗΛ επικινονειας;Και μην μου πης πως αργησα ,γιατη θα τρελαθω.
    - Μόνο φιλέτο; εδω μιλάμε για νουά παρθένο ζουμερό! Ομως μέχρι να μου απαντήσεις έμαθα πως βρέθηκε νερό κοντά στο αγροτεμάχιο που θέλεις, οποτε οπως καταλαβαίνεις ανεβαίνει η αξία του. Επίσης έμαθα πως σε 200-300 χρόνια θα γίνει και σταθμός του Μετρό, οπότε παίρνεις τον αφρό όπως καταλαβαίνεις! Εγώ τελος πάντως θα στο δώσω σε καλή τιμή. Στείλε μου 2-3.000 ευρώ για τα πρώτα έξοδα, χαρτιά, χαρτόσημα, καταλαβαίνεις. μην ανησυχείς, το αγροτεμάχιο θα το πάρεις εσύ, με το κλειδί στο χέρι. Τυχεράκια!
    - Σευχαριστω δεν εχω λογια.Παντως δεν με πηραζει να περιμενω 200-300 χρονια,ο καιρος περνα χωρις να το καταλαβουμε.Της λεπτομεριες απο κοντα.Ακομα δεν μπορω να το πιστεψω. ΜΠΡΑΒΟΜΟΥ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εμφανίστηκε στον μεταπολεμικό Πειραιά και συγκεκριμένα στις περιοχές της Β' Πειραιά, όπου πολλοί οίκοι ανοχής είχαν μια ιδιαιτερότητα: διέθεταν μεσοτοιχία με τρύπα από όπου ο κώλος της γυναίκας ήταν προσβάσιμος στον άνδρα. Εξ ου και κωλάδικο.

Τα αίτια του φαινομένου ανάγονταν στην φτώχεια που ανάγκαζε πολλές γυναίκες να εκδίδονται ακόμα και αν δεν ήταν επαγγελματίες. Για να μην αναγνωρίζονται όμως και για να μην στιγματιστούν ως «πουτάνες» κρύβονταν πίσω από τον τοίχο, αυτά σε εποχές που η φτώχεια και η ανέχεια κυριαρχούσε στα λαϊκά στρώματα.

Στην συνέχεια η λέξη άλλαξε χαρακτήρα αφού την χρησιμοποιούμε για περιγράψουμε ένα μπαρ χαμηλού επιπέδου όπου γυναίκες κάνουν βίζιτες.

  1. Σιγά μην πάω εκεί, αυτό είναι κωλάδικο!

  2. Έχει μια Ρωσιδούλα στο κωλάδικο που πήγα χθες με τον Νίκο, σκέτη κάβλα!

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  • Εργαλείο για να βιδώνεις και ξεβιδώνεις μεταλλικά αντικείμενα, του οποίου η λαβίδα θυμίζει δαγκάνα κάβουρα, εξ ου και το όνομα.

  • Καβούρι είναι και το Crab louse, η γνωστή καβουρογαμόψειρα.

  • Ο κολλητσίδας, αυτός που σε πιάνει στις δαγκάνες του και δεν σε αφήνει να φύγεις. Όχι μόνο η γκόμενα καβουρογαμόψειρα, αλλά και ο φίλος /-η.

  • Ασφαλώς και ο καβουροσλανγκόσαυρος.

Ανακεφαλαιώνοντας, το εξαιρετικά σλανγκενεργό αυτό οστρακόδερμο μας δίνει τουλάστιχον 8 σημασίες, εκ των οποίων οι 5 βασικές (ο μποντιμπιλντεράς, ο κάγκουρας, ο τσιγκούνης, το εργαλείο και ο κολλητσίδας) συν μία αγγλιά, μία αυτοαναφορική και μία πραγματολογική σημασία.

Ακόμη μας δίνει τις εκφράσεις:

Ο λαός μας έχει ακόμη τις εκφράσεις:

  • να καβούρους, δώσε μου αλεύρι, για άδικες ανταλλαγές,
  • τι είναι ο κάβουρας, τι το ζουμί του, για κάτι που δεν επαρκεί, διότι είναι λίγο σε ποσότητα,
  • πάω σαν τον κάβουρα βαδίζω πλάγια, κινούμαι αργά και νωθρά.

    Δες τη Βικούλα.

Πάσα: ΑυτοχτοΝούλης.

  1. - Μπα, δεν γίνεται με το κλειδί, για φέρ' τον κάβουρα ρε μάστορα.

  2. - Πρόσεχε Χάνκυ μη κολλήσεις καβουρογαμόψειρες, γιατί πλησιάζει και η 27η Φεβρουαρίου (Παγκόσμια Ημέρα Frappernité)!
    (Ο σλανγκομπαμπάς Vrastaman δίνει την πατρική του συμβουλή εδώ).

  3. Εἶπεν οὖν ὁ διδάσκαλος:
    - Οὐκ ἔστιν καλὸν λαβεῖν τὸ λῆμμα τῶν Σλάνγκων καὶ βαλεῖν τοῖς καβουρίοις.
    - Ναὶ, κύριε, πλὴν καὶ οἱ καβουροσλανγκόσαυροι ἐσθίουσι ἀπὸ τῆς λημματολάσπης τῆς πιπτούσης ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν Σλάνγκων καὶ εὐφραίνονται.
    - Ὦ τέκνον κάβουρα, μεγάλη σου ἡ δαγκάνα!
    (Από την παραβολή του κάβουρα).

(από Khan, 20/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ξύσιμο είναι μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του. Το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα αυτού του παιξίματος είναι ένας οξύς, χαοτικός και ενίοτε ψυχρός ήχος, ο οποίος μπορεί να γίνει εξαιρετικά ενοχλητικός για το ανθρώπινο αυτί (για το ζωικό δεν το συζητάμε...), ιδιαίτερα σε συναυλιακό περιβάλλον ηχητικού εξοπλισμού και κάλυψης αμφιβόλου ποιότητας, ή σε παλιότερες παραγωγές μέταλ δίσκων. Το ξύσιμο αποτελεί στάνταρ χαρακτηριστικό του παιξίματος συγκροτημάτων που ανήκουν στον ακραίο χώρος τη μέταλ μουσικής, αλλά συναντάται επίσης και σε πανκ / χάρντκορ χώρους.

Το ακουστικό αποτέλεσμα του ξυσίματος περιγράφεται πολλές φορές ως τζιτζίκια.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να γίνει μία διευκρίνηση: το ξύσιμο είναι ουσιαστικά απλά μία ακόμη εκτελεστική τεχνοτροπία, ένας άλλος τρόπος να παίξεις κάποια ριφάκια. Λόγω όμως του μεγάλου κύματος των βλακμεταλλάδικων συγκροτημάτων (και κάποιων ντεθάδικων) που χαρακτηρίζονταν σε πολύ μεγάλο βαθμό τόσο από την έλλειψη συνθετικής πρωτοτυπίας και ταυτότητας, όσο και από τις (συχνά τραγικές) τεχνικές τους ελλείψεις ως προς το παίξιμο τους, το ξύσιμο κατέληξε να είναι συνώνυμο της κιθαριστικής / μπασιστικής κουλαμάρας. Αναληθές και άδικον, καθότι ως τεχνική χρησιμοποιείται συχνά από κιθαρίστες και μπασίστες τόσο του μεγάλου, όσο και πιο μικρού βεληνεκούς (ασχέτως αναντιστοιχίας με το πραγματικό τους ταλέντο).

  1. Οχι, δεν τους συγκρινω με τους Immortal, απλα θελω να δωσω εμφαση στο old schoolαδικο της υποθεσης, που μοιαζει λιιιιιγο κιτς τωρα που το σκεφτομαι, αλλα με την καλη εννοια. Αν δεν το χαν δλδ, δε νομιζω να γουστερνα και τοσο. Βαλτε ολιγη απο ξυσιμο, λιγο κρυο, καμποσα (πετυχημενα) αργα doomy περασματα κι εχετε ενα απλαυστικοτατο δισκακι. Χωρια που ναι κιε ψιλοπιασαρικο. (Από εδώ)

  2. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου “Endless Echoes” κάνει φοβερή εντύπωση με το ξύσιμο της κιθάρας και τις γρήγορες αρμονικές που πλαισιώνονται από κοφτά ντραμς και το ελαφρά emo ρεφρέν. (Από εκεί)

  3. Ο κομπρέσορας χρειάζεται, γιατί θα του δώσει πιο σφιχτό «κρουστό» palm-muting στις ρυθμικές του, με λιγότερο πλαδαρά μπάσα, και επίσης (επειδή τα γνωστά πεταλάκια είναι compressor sustainer) όταν ανεβάζεις το sustain έχω παρατηρήσει οτι στο palm-muting εκτός απο τα σχετικά σφιχτά σου μπάσα ακούγεται ωραία και το απαραίτητο μη-τζιτζικέ «ξύσιμο». Τελικά τον αμέσως επόμενο σχετικό καλύτερο ήχο, μετά απο high gain λάμπα, τον έχω ακούσει με ds-1, λαμπάτο πετάλι παραμόρφωσης που δυστυχώς δεν θυμάμαι ποιο είναι, κομπρέσορα και εκουαλαιζερ. (Παρακάτω)

Δεν είναι χαρακτηριστικό, αλλά έχει γέλιο! (από Mr. Cadmus, 10/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αργκό της τηλεόρασης για την ηλεκτρονική παραποίηση:

  1. Χαρακτηριστικών συνεντευξιαζομένου μάρτυρα που καταθέτει είτε για άλλον είτε για τον εαυτό του, προς απόκρυψη χαρακτηριστικών και διασφάλιση της ανωνυμίας του (δίκην witness protection),

  2. Φυσιογνωμίας συλληφθέντος κατηγορουμένου, προ αμετακλήτου καταδίκης του, προκειμένου να μην προσβάλλεται η προσωπικότητά του (πάλι καλά),

  3. Επιμάχων σημείων εντόνου περιεχομένου (π.χ. βίαιη σκηνή, κανα τσιμπουκάκι κλπ).

Θυμίζει την ηθικώτατη κάλυψη των καυτών λεπτομερειών στα «προσεχώς» ταινιών σεξ και βίας των παλιών σινεμάδων (π.χ. παλιά έβαζαν με πινέζες παπαζωτό ή συνασπισμούς στα στήθη και το γυονί της πορνοστάρ ή ακόμα και στα όπλα των καουμπόηδων).

Η προληπτική αυτολογοκρισία γίνεται για να μην εκτίθεται ο εικονιζόμενος (π.χ. να μην διασύρεται ο κατηγορούμενος, να μη φάνε λάχανο τον καρφή, να μην σκανδαλίζεται ο κοσμάκης και κυρίως για να μη φάει καμιά μηνυσούμπα το κανάλι, αν και ταυτόχρονα υποδηλώνεται τεκμήριο αληθοφάνειας της είδησης = λαυράκι = τηλεθέαση = λεφτά.

Η ηθελημένη μείωση της ποιότητας ανάλυσης της εικόνας του εμφανιζομένου (και άλλες γενικές), κάνει τη φάτσα του να μοιάζει με το παρδαλό μωσαϊκό που είχε το πάτωμα των παλιών σπιτιών μέχρι και το ’80 περίπου (μετά κυριάρχησε το πλακάκι).

Ειδικότερα, όταν κάποιος θέλει να κάνει μια βαρύγδουπη αποκάλυψη (π.χ. υπάλληλος που γνωρίζει κύκλωμα λαδωμένων υπηρεσιών, μπάτσος που «δεν εγκρίνει τις πρακτικές συναδέλφων του» κλπ) ή από «πρώτο χέρι» καταγγελία (π.χ. «περίοικος που ζει την ζοφερή καθημερινότητα» των οίκων ανοχής κλπ), ή μια τηλε-ομολογία (π.χ. μετανοημένος πρεζάκιας που εξηγεί τα αίτια που τον ώθησαν στην τοξικομανία «για να βοηθήσει τα νέα παιδιά που δεν ξέρουν πού μπλέκουν», μάνα ρέηβερ που βιώνει την απόγνωση της συγκατοίκησης με τζαζεμένο παιδί κλπ), αλλοιώνεται με τεχνικά μέσα το πρόσωπό του ή καμιά φορά και η φωνή του ή κάθεται ανάποδα σε μια πολυθρόνα και μετά τα ξερνάει όλα.

Συνήθως, τα μωσαϊκά προοιωνίζουν ένα εντελώς τετριμμένο (πια) παραμύθι (π.χ. ρεμούλες στο Δημόσιο, ναρκωτικά, αντιεξουσιαστές, παραθρησκευτικές οργανώσεις, οικογενειακά δράματα κλπ), που ελάχιστα καθηλώνει την έσχατη επαρχιακή θείτσα.

Όπως εύστοχα παρατηρούν τα Ημισκούμπρια για τα αυξημένα νούμερα τηλεθέασης που σημειώνει μια αληθινή «κατάθεση ψυχούλας»:

[i]…Θ’ ακούσετε ιστορίες από σβέρκους κι από πλάτες, ηρωινομανείς, ορειβάτες, ζευγολάτες…
Μιζέρια-δυστυχία και πόνος τραγικός, όλα σας τα προσφέρουμε στο πακέτο του ενός! [/i]

Το μωσαϊκό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε εκπομπές «αβάσταχτης αλήθειας», που ξεκίνησαν με τη Μονογενή με συνταρακτικούς τίτλους σε στυλ «Φάκελλος Σατανισμός» κλπ (όπως και άλλες ομώνυμες φακελο -εκπομπές, που έτσι προδίδουν την πηγή των πληροφοριών τους), έπειτα μας πήρε από το χέρι ο Παπαρδέλλας να γνωρίσουμε τα άγνωστα παιδιά μας (είχαμε-δεν είχαμε), μετά μας ήρθε κι εκείνο το κουνάβι που ξετρυπώνει τους εξαφανισμένους (θένε-δε θένε), συνεχίσαμε με Γρανίτα και καταλήξαμε στη ρηαλητεία.

Οι μουσικές καταδίωξης, τα επιβλητικά headlines και τα τεχνικά τερτίπια των εκπομπών (χρώμα-ήχος-εφέ), έπειθαν την κυρα-Περμαθούλα να ψελλίσει «τιπεστώρα» και το μπάρμπα-Μπρίλιο ν’ ανακλαδιστεί «τσ-τσ τι γίνεται στον κόσμο», πριν κάνουν το σταυρό τους και πάνε για ύπνο. Αλλά μπαφιάσαμε πια…

Τη σήμερον ημέρα ελάχιστοι ψευτοχορταίνουν με μωσαϊκά και φορμάικες και το λαϊκό αίτημα είναι για όλο και περισσότερο ωμή «αλήθεια» (εννοείται μόνον η σκοτεινή πλευρά της που πουλάει, αφού υπάρχουν και θετικές πλευρές της πραγματικότητας, που θάβονται γι’ αυτό το λόγο), που θυμίζει τους Ρωμαίους θεατές της αρένας που επιζητούσαν ατόφια βία (π.χ. καταργώντας την δεξιοτεχνία των μονομάχων χάριν ενός πρωτόγονου πετσοκόμματος με μπρούτα εργαλεία), κατά την περίοδο της παρακμής της αυτοκρατορίας.

Έτσι, όλο και συχνότερα απαιτείται για να ψηθεί το φιλοτηλεθεάμον κοινό, να κατατίθενται τα «εν οίκω» στο Δήμο, για αποκομιδή (μαζί με τ' άλλα απορρίμματα).

Το σύγχρονο πέρασμα σε ολοένα και πιο εξευτελιστικές εκπομπές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παίρνοντας γραμμή από το αγγλο-αμερικάνικο πρότυπο του ξεκωλιάσματος για τα φράγκα είναι ενδεικτικό της εποχής (π.χ. έρχομαι στο σπίτι / μαγαζί σου και σου τη λέω στεγνά, όλοι το βλέπουν κι εσύ κάνεις διαφήμιση ή παίρνεις κάποιο δώρο = βγάζεις λεφτά, έρχομαι να σε βοηθήσω ως «οικονομικός σύμβουλος» και σε κάνω ρόμπα δημοσίως για να ξελασπώσεις = βγάζεις λεφτά, παίζουμε παιχνίδι γνώσεων και σε ξεμπροστιάζω ότι είσαι ασχετίλα = βγάζεις λεφτά, «επαΐοντες» ξεφτιλίζουν νέα παιδάκια λαϊκής καταγωγής σε «διαγωνισμούς ταλέντων», που πάνε μπας και ξεφύγουν από τη μιζέρια νομίζοντας μαλακωδώς ότι θα μπουν στο πάνθεον της αναγνωρισιμότητας = βγάζεις λεφτά κλπ-κλπ). Μόνο που τώρα, η διαπόμπευση είναι face on αφού ο Μωσαϊκός Νόμος μας τελείωσε (καμπανάκι και μαλακίες δεν έχει)…

Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι το δάκρυ του ξεφτίλα πρωταγωνιστή, που όχι μόνο δεν τονε σώζει κανένα μωσαϊκό πια, ίσα-ίσα η κάμερα θα σπεύσει να ζουμάρει αδιάκριτα να τσακώσει τη γυαλάδα. No pain no gain…

Τα μαλακισμένα αντεπιχειρήματα της Υπερασπίσεως π.χ. άμα δε γουστάρεις ρε μάγκα άλλαξε κανάλι / σβήστη τη ρημάδα / αυτά θέλει ο κόσμος / ενήλικες είναι κι έχουν δώσει την συγκατάθεσή τους στην κατρακύλα- τί σε κόφτει; / οι χαζοί καλά περνάνε / κοίτα τη δουλειά σου κτλ, εξοβελίζουν τον διαμαρτυρόμενο στην (περαιτέρω) απομόνωση και την εξορία της γραφικότητας, καίτοι όλοι αυτοί (θύτες-θύματα) ψηφίζουν στις εκλογές.

Έχουμε οράμματα για τη σούφρα πολλών τέτοιων, αλλά δεν είναι της παρούσης…

  1. - Ρε συ, έχει αφιέρωμα για ουσίες στην Πλατεία! Αυτός που μιλάει ο Αρντανιάν είναι;
    - Δε μπορώ να καταλάβω, με το μωσαϊκό που του’ χουν βάλει στη μάπα
    - Απ’ τη φωνή μοιάζει κάπως, δε νομίζεις;
    - Σάμπως και τον έχω ακούσει ποτέ να μιλάει; Μόνο μουγκρίζει…

  2. - Κοίτα τι γίνεται στον Άγιο Παντελεήμονα βρε παιδί μου, ντροπή τελοσπάντων! Μα να βαράνε αλλοδαπούς κάτω απ’ τη μύτη της αστυνομίας;
    - Καλά ρε μάνα εσύ τα μωσαϊκά περίμενες, για να πάρεις χαμπάρι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη αστρέχα είναι βασικά τεχνικός όρος. Αντιστοιχεί στο κομμάτι μιας στέγης - κεραμοσκεπής συνήθως - το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από το νερό της βροχής.

Πλην όμως, χρησιμοποιείται συνήθως ως επίρρημα - κάποιος πάει αστρέχα - για να περιγράψει κάποιον που περπατάει κολλητά με τον τοίχο, μπας και φάει καμιά σταγόνα βροχής λιγότερη, και σπανιότερα και ως ρήμα - κάποιοι αστραχούν.

Η προέλευσή της είναι από την θεσσαλική ύπαιθρο, συναντάται όμως και σε άλλα μέρη της ελληνικής υπαίθρου.

  1. Μα, να μην πάρω μια ομπρέλα μαζί μου, πήγαινα μια ώρα αστρέχα!

  2. - Πήγες να δεις τις κότες;
    - Ναι, έβρεχε και αστραχούσαν (δηλαδή ήταν έξω, αλλά κολλητά με το κοτέτσι για να προφυλαχθούν)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην ναυτική (αλλά και τελευταίως στην αεροναυτική) slang, γαλατάς (και γαλατάδικο), ονομάζεται το σκάφος -από μικρό καϊκάκι μέχρι μεσαίο φορτηγό- που εκτελεί, πολλές φορές καθημερινά, συγκεκριμένα δρομολόγια τροφοδοσίας.

Στα μεγαλύτερα παπόρια, ο γαλατάς περιφέρεται από λιμάνι σε λιμάνι, κάνοντας σκάντζα φορτία, πολλές φορές χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Τέτοια πλοία, συνήθως σκυλοπνίχτες, χρησιμοποιούταν, παλαιότερα ιδίως, για μεταφορά πάσης φύσεως λαθραίου, ναρκωτικού και όπλων.

Τελευταία όμως, μία από τις βασικές και νομιμοφανείς χρήσεις τους είναι η μεταφορά νόμιμων μεν φορτίων, αλλά η χρήση του μεταφερόμενου προϊόντος χρησιμοποιείται για να χρηματοδοτήσει παράνομους σκοπούς. Αγαπημένα λιμάνια των γαλατάδων είναι το Μογκαντίσου, η Μομπάσα, το Λάγκος και η Μονρόβια.

  1. - Ποιος ρε ο Μπάμπης; Παράτησε την γέφυρα και έχει γίνει γαλατάς! Κάθε μέρα, πάνω-κάτω Ερμιόνη-Ύδρα-Σπέτσες-Ερμιόνη.
    - Ε, του το'χα πει, αυτή μέχρι μουστάκι θα τον βάλει να ξυρίσει!

  2. Σε νηοψία από Νατοϊκούς νερόμπατσους, έξω απ΄το Άντεν:
    - Μα αγαπητέ κύριε μου, κοιτάξτε το cargo manifest, όλα είναι εντάξει δηλωμένα! Εκατό τόνοι ζάχαρης για Mογκαντίσου! - Τι λες ρε μαγκίτη, κι αυτοί που σε περιμένουν με τα αντι-αρματικά για να το παραλάβουν, τι θα κάνουν με τόση ζάχαρη, μαλλί της γριάς;
    - Εγώ δεν ξέρω μίστερ, γαλατάδικο κουμαντάρω! Αλλά έχω ακούσει ότι αυτοί οι Σομαλοί, πίνουν το τσάι σερμπέτι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαραίτητο εργαλείο, για κάθε μάστορα που σέβεται τον εαυτό του. Για τους μικρότερους, να πούμε ότι το αλφάδι είναι ένα απλό όργανο που σου δείχνει αν κάτι είναι ίσιο, ή ευθυγραμμισμένο, με την βοήθεια υγρού. Βέβαια τα καινούρια τρέντι αλφάδια χρησιμοποιούν λέϊζερ.

Αλφάδι ονομάστηκε, μάλλον από το αρχαίο αιγυπτιακό αλφάδι, το οποίο ήταν ένα ξύλινο ισοσκελές «Α», που από την κορυφή του κρέμονταν μία κλωστή με ένα βαρίδι. Το οριζόντιο ξυλαράκι, είχε ένα σημάδι στη μέση ακριβώς, όπου ήταν και το σημείο αλφαδιάσματος. Με αυτόν τον τρόπο λέγεται ότι οι Αιγύπτιοι αλφάδιαζαν κάθε πέτρα που έβαζαν στις πυραμίδες.

Η λέξη πέραν συμβολισμών (αναρχία, μασονία) και μαστορικής ευθυγράμμισης, περιγράφει και καταστάσεις που είναι αρμονικές, που μας κάθονται καλά, που είναι ευθυγραμμισμένες με τα γούστα μας, ή καταστάσεις μεγάλου πιώματος.

-Αγάπη μου τι έγινε με τις διακοπές;
-Όλα εντάξει. Εγώ θα πάω Κέρκυρα, εσύ Χίο, και τα παιδιά Κρήτη. Υπέροχα θα είναι.
-Κρυάδες. Εισιτήρια βρήκες;
-Τα πήρα. Έκλεισα και ξενοδοχείο, έκλεισα και αυτοκίνητο. Αλφάδι όλα. Δεν θέλω να μου ανησυχείς, θα σε έχω βασίλισσα.
-Να φιλήσω τον πρίγκηπα μου;
-Μίλα μου πρόστυχα...

-Ρε Τάκη, κοίτα ένα κορμί που μπαίνει...
-Αυτό είναι που λέμε κορμί αλφάδι, φίλε μου

-Πως περάσατε χθες;
-Στην αρχή καλά. Κάποια στιγμή όμως, αλφαδιάζαμε το πάτωμα.
-Κατάλαβα....

-Τι έγινε; Τα βρήκες τα λεφτά για την επιταγή;
-Ναι ο κουμπάρος μου, μου ξηγήθηκε αλφάδι. Είπε εγώ είμαι εδώ. Και μου έδωσε και αβάντζο δύο μήνες για την επιστροφή.
-Ντεκλαρέ ο κουμπάρος.

Ο πρόγονος του αλφαδιού. Βλ. β παρ/φο ορισμού (από GATZMAN, 30/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ποστάλια λέγονται τα επιβατηγά «πλοία της γραμμής» που εκτελούν στάνταρ δρομολόγια.

Εκ του ιταλικού «postale», που στην κυριολεξία σημαίνει ταχυδρομικό. Στα ιταλικά πέρασε και σαν ουσιαστικό με την έννοια του ταχυδρομικού τρένου ή πλοίου (zingarelli), στα δε ελληνικά περιγράφει το πλοίο της γραμμής, το οποίο παλαιότερα αποτελούσε τον μοναδικό μέσο μεταφοράς προμηθειών, εμπορευμάτων και επιβατών προς τα νησιά. Στην Ελλάδα βέβαια, και ιδίως στα πολύ μικρά και απομακρυσμένα νησιά, τα ποστάλια εξακολουθούν να παίζουν ακόμα αυτόν το ρόλο.

  1. Αναρωτιούνται τον τελευταίο καιρό οι κάτοικοι πολλών ελληνικών νησιών, αφού τα «ποστάλια» της ακτοπλοΐας που με τα «ταξίδια» τους δίνουν «ζωή» και «ανάπτυξη» ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα νησάκια... (από εδώ)

  2. Τη νυχτερινή ζωή και τις εξωφρενικές τιμές πώλησης ακινήτων δεν ήταν πριν από 30 μόλις χρόνια περίπου παρά ένας πάμπτωχος τόπος που εξήγε εργατικά χέρια στα γιαπιά της Αθήνας και στα γκαζάδικα και στα ποστάλια της υφηλίου όλης. Ενας φτωχός αλλά παράλληλα πλούσιος σε καρδιά... (από εδώ)

Ποστάλι (από Vrastaman, 24/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία