Η φέτα χωριάτικου ψωμιού. Γένους θηλυκού. Χρησιμοποιείται στα χωριά γύρω από τη Λαμία.

Ζαφείρ', κόψε με μια φλέγκα ρε χαϊβάν'.

Οι λίμνες Φλέγκα. (από joe909, 21/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1. Παγετός. Όταν οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας, ερχόμενοι σε επαφή με επιφάνειες με θερμοκρασία μικρότερη του μηδενός, περνούν κατευθείαν στην στερεή κατάσταση (δεν μεσολαβεί η υγρή κατάσταση), παγώνουν οι χυμοί των φυτών, καταστρέφονται οι σοδειές και κλείνουν τους δρόμους με τα τρακτέρ οι αγρότες. Στο πιο λάιτ το τσάφι αναφέρεται στην γνωστή πάχνη, που έχει εμπνεύσει και ποιητές. Λαμβάνοντας υπόψη τους προλαλήσαντες, αυτό που στην Αττική το 'χουμε ακούσει ως τσάφι, στην Βόνιτσα το λένε τσαφ.

Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα πέφτω και ρίχνω.
Παραδείγματα 1, 2, 3.

2. Δυνατή παγωνιά, κρύο που ξυρίζει, συνήθως με φορέα παγωμένο αέρα, ειδικά όταν στέκεσαι σε σημείο που «μπάζει» (ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει).

Με αυτή την έννοια δεν πρόκειται για κείνο το κρύο που νοιώθεις να σε περονιάζει η υγρασία μέχρι τα κόκαλα – το τσάφι είναι εκείνο το κρύο που το νοιώθεις ξηρό, που μπορεί να μην σε διαπερνά, όμως σου παγώνει την επιδερμίδα σε σημείο πλήρους αναισθησίας. Τσάφι είναι το κρύο που παγώνει τις μύτες και τα αυτιά και τα ξεραίνει μέχρι της αίσθησης ότι θα ακολουθήσει αποκόλληση και πτώση, εντελώς ανώδυνη πάντως, γιατί ήδη αναμένεται να έχει προηγηθεί η νέκρωση των ιστών.

Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα κόβω, θερίζω, ξυρίζω, κουρεύω και συνώνυμα. Παράδειγμα 4.

3. Παραλία στην Λέσβο. Δήμος Γέρας, δημοτικό διαμέρισμα Σκοπέλου, παραλίτσα Τσάφι.

4. Κύριο όνομα κυρίως αμερικάνικης υπηκοότητας – έχουμε κάμποσους, σαν να λέμε σε γούγλε γούγλε (μη εξαντλητική αναφορά): Έχει σε γερουσιαστή Λ. Τσάφι, από το Ρόουντ Αϊλαντ (2006), έχει και σε αστροναύτη Ρ. Τσάφι του Απόλλων 1 που σκοτώθηκε τον Γενάρη του 1967, έχει και σε Τ. Τσάφι, μέλος της μυστικής οργάνωσης του Γέιλ Κρανίο και Οστά (λέει).

Πάσα: την πήρα μόνη μου από τον Ιησού στο τσαφωμένη, κατόπιν προτροπής του μπούμπη.

Παράδειγμα 1 - εδώ (η πρόγνωση του καιρού):
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: 1-31 Ξερόχιονο (καθαρό χιόνι που στρώνεται άμεσα) όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, βαρυχειμωνιά και γιαλοπάγιο, δηλαδή δυνατή παγωνιά (τσάφι).

Παράδειγμα 2 - εδώ:
Δύο άστεγοι απλώνουν τα χαρτόνια τους. Οδός Αθηνάς κοντά στην Ομόνοια, είκοσι μέτρα πριν το δημαρχείο. Αίφνης, το τσάφι της νύχτας ραγίζει από μία κραυγή […] (σ.ς. έχουμε εδώ λοιπόν μια περίπτωση όπου ο πάγος έχει πέσει μονομπλόκ στο μυαλό του ποιητή, εξαιρετικό παράδειγμα για την έννοια τσάφι / πάγος).

Παράδειγμα 3 - εδώ:
Ενα τέτοιο πρωί γιορτινής αργίας, με το που βγήκα απ' την εξώπορτα τα 'χασα και είπα να κάνω πάλι πίσω στη γνώριμη θαλπωρή του σπιτιού. […] Είχε ρίξει τσάφι αποβραδίς, πάγωσαν τα νερά κι η πάχνη περιπλανιόταν χαμηλά• σαν να 'μουνα πάνω απ' τα σύννεφα εγώ, και να 'βλεπα έναν μικρούλη κόσμο κάτω.

Παράδειγμα 4 – (πραγματικό περιστατικό, το οποίον ενέπνευσε τον ορισμό):
Γενάρης, μπαλκόνι, μπάζει, φωνή:
-Πωωω κορίτσια, πα να μπούμε μέσα ρε, κόβει το τσάφι εδώ έξω, θα μας θερίσει! -Άντε μωρή βλαμένη, αμ μας έσκασες μύτη με το τιραντέ πρωτοχρονιάτικο, αμ δε μας αφήνεις να κάνουμε τσιγάρο με την ησυχία μας, πού να μπούμε ηλίθια, είναι τα μωρά μέσα...
-Εχμ.
-Έμπα μόνη σου, εγώ θα το κάνω μέχρι τελευταία τζούρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κωδική έκφραση ανδροπαρέας της δεκαετίας του ’80, περιορισμένη γεωγραφικώς στην περιοχή της Γλυφάδας, για να περιγράψει την πίτα-γύρο, της θρυλικής ψησταριάς «Ο Αίνος» στην Ι. Μεταξά.

Λεγόταν γενικότερα αλλά ειδικά όταν στο κοινό υπήρχαν πιθανοί νέοι στόχοι (γκομενάκια), ώστε να μην καρφωθεί η αντροπαρέα που θα πήγαινε για το πατροπαράδοτο και τιμημένο ντερλίκωμα, μετά ζύθου και λοιπών, αμιγώς ανδρικών παραδόσεων (ρεψίματα, κλπ.), το οποίο όπως και να το κάνουμε, δεν είναι και το καλύτερο όταν θες να ρίξεις το πιπίνι.

Αντιθέτως, χρησιμοποιώντας την κωδική φράση «Πάμε για εσκαλόπ», έδινες έναν αέρα κοσμοπολίτικο, ότι πάμε και καλά σε γκουρμέ εστιατόριο, όπως το Churasco (για όσους θυμούνται).

Η ακόμη πιο τιμημένη μορφή, η οποία σαφώς απαιτούσε κωδικό-καμουφλάζ, ήταν «Εσκαλόπ αλά κρέμ», ήτοι: πίτα γύρο με έξτρα τζατζίκι.

Όπως είναι φυσικό με όλες αυτές τις γκουρμεδιές, το μαγαζί δεν θα μπορούσε να αναφέρεται ως «Αίνος», οπότε απέκτησε την κωδική ονομασία “L’ Enoir” (Λ’ ενουάρ).

- Ρε συ Γιώργο, τι είναι αυτά τα πιπίνια;
- Κάτι καινούργια που γνωρίσαμε χθες στον Ειρηνικό
- Α καλά… Να σου πω, πείνασα λιγάκι, θα πάμε για κανένα εσκαλόπ στο L’ Enoir;
- Κάτσε να κανονίσουμε ραντεβού για αύριο και φύγαμε. Αλά κρεμ εννοείται ε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην Βόρεια Ελλάδα, σουβλάκι αποκαλείται αυτό που οι Αθηναίοι λένε καλαμάκι.

Στην Αθήνα, σουβλάκι αποκαλείται αυτό που οι Βορειοελλαδίτες λένε σάντουιτς.

Ήρθε προχτές ένας Αθηναίος στο μαγαζί και μου ζήτησε ένα καλαμάκι κι εγώ του έδωσα ένα καλαμάκι που πίνουμε. ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ (και μετά γελάει ο μαλάκας με τη βλακεία που πέταξε, πότε επιτέλους θα σταματήσει αυτο το προπολεμικό αστείο).

βάλε και κανέλα... (από MXΣ, 14/10/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία