Το πιατάκι στο οποίο κατέθεταν οι μερακλήδες τον οβολό τους υπέρ αναξιοπαθούντων μπουζουξήδων που αναγκάζονταν να βγουν με το ζητιανόξυλο στη γύρα από κουτουκίου εις κουτούκιον για τον επιούσιο.

Ετυμολογικώς, ο λημματογράφος εικάζει ότι η εδώ έννοια της λέξης συνδέεται με το σφουγγάρι που το βουτάς στον κουβά, κι όσο νερό κρατήσει.

Ιστορικώς, η σφουγγάρα στην Ελλάδα γνώρισε δόξες στην τριακονταετία 1930-1960, αν και αυτού του είδους η εύσχημη επαιτεία (βλ. παράδειγμα Νο 2 ) ουδέποτε (ευτυχώς) εξέλιπε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Αν και οι πλανόδιοι μουσικοί κάποτε κοσμούσαν με την Τέχνη τους βασιλικές αυλές, οι ρεμπέτες στους οποίους αναφέρεται το λήμμα είχαν μάλλον διαταραγμένες σχέσεις με την εξουσία (βλ. παράδειγμα Νο 1).

Στις μέρες μας, το πάλαι ποτέ πιατάκι έχει αντικατασταθεί από κάποια μπανάνα, ταγάρι, κασκέτο, ή, στην περίπτωση των στατικών και όχι περιφερόμενων μουσικών (βλ. παράδειγμα Νο 4), από την ανοιχτή επί του εδάφους θήκη του οργάνου τους.

Το λήμμα είναι αφιερωμένο σε όλους τους μουσικούς του σάιτ.

  1. [...] Για να ζήσω γύρισα και με το πιατάκι από ταβερνάκι σε ταβερνάκι. Δεν είναι ντροπή. Αλλού μ' αφήνανε αλλού με διώχνανε. Μέχρι που με πιάσανε επί αλητεία. Τ' ακούς ; Με πιάσανε επί αλητεία. Ρε πού καταντήσαμε.

(Γιώργος Μουφλουζέλης, από τη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, εκδ. Πλέθρον).

  1. [...] ο Μαρινάκης, παρέα με τον Ποτοσίδη [...] στις άσχημες στιγμές γυρίσανε με το πιατάκι (το σφουγγάρι όπως το λέγαμε) από κουτούκι σε κουτούκι [...] Όποιος από τους παλιούς έχει πει πως δεν το έκανε αυτό, λέει ψέματα [...] Το έκανα κι εγώ [...] «εύσχημη επαιτεία» [...] το όργανο τότε το λέγαμε ζητιανόξυλο [...]

(Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης, ομοίως).

  1. [...] βγήκα πολλές φορές στο «σφουγγάρι» [...] από ταβέρνα σε ταβέρνα, παίζαμε και τραγουδάγαμε κι ύστερα βγάζαμε πιατάκι, το λεγόμενο σφουγγάρι [...] Ο Μάρκος, ο Γενίτσαρης, ο Κηρομύτης, ο Μπαγιαντέρας, ο Ρούκουνας, ο Χατζηχρήστος [...]

(Μαρίνος Γαβριήλ ή Μαρινάκης, ομοίως).

  1. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι είναι η σφουγγάρα ; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και σου πετάει το κέρμα του.

(Στέλιος Βαμβακάρης, εδώ).

  1. Γυρολόγος μπουζουξής με σφουγγάρα εκεί.

  2. [...] Τρεις άνθρωποι ξεχωρίζω. Ο συγχωρεμένος ο Απόστολος ο Χατζηχρήστος [...], το ίδιο κι ο Παπαϊωάννου [...] λέγανε στους μαγαζάτορες :
    - Όταν έρχεται αυτό το παιδί να βγάζει σφουγγάρα, δεν θα το διώχνετε.
    Το ίδιο κι ο Στράτος [...]
    (παραπέρα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το παρόν λήμμα δημοσιεύεται ως προσπάθεια υπεράσπισης των Αμερικανών, οι οποίοι στην συνείδηση του μέσου Έλληνα λοιδορούνται ως «αγράμματοι», «αμνήμονες», «ανιστόρητοι» κλπ. Παρά ταύτα, στην πορεία ελπίζω να αποδειχθεί το ανυπόστατον των κατηγοριών, εφόσον από συγκεκριμένα στοιχεία προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι έχουν μελετήσει σε βάθος τόσο τη Ρωμαϊκή όσο και τη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα διδάγματα του παρελθόντος.

Πενικιλίνη λοιπόν ήτο μια κατά τα φαινόμενα αποτελεσματική θεραπευτική μέθοδος αντιμετώπισης διαφόρων ασθενειών, στις οποίες συγκαταλεγόταν και ο τοξικότατος βάκιλλος eamovulgarus communistosymmoriticus makronisiensis.

Εσυνίστατο στην σφιχτή περίδεση των άκρων του πάσχοντος με βρεγμένα σκοινιά ή καλώδια μέχρι σημείου εξουδετέρωσης του επικίνδυνου μικροβίου. Οι κυκλοφοριακές και νευρολογικές διαταραχές και, σε ακραίες περιπτώσεις, η εμφάνιση γάγγραινας στα περιδεδεμένα άκρα του ασθενούς εθεωρούντο μάλλον ωφέλιμες παρενέργειες, εφόσον οι πάσχοντες με τα μεν πόδια τους συνήθως σκαρφάλωναν ένοπλοι σε απάτητα κατσάβραχα με ανομολόγητους και σκοτεινούς σκοπούς, στα δε χέρια τους (όταν δεν τα χρησιμοποιούσαν για τη διάπραξη αδικημάτων του κοινού ποινικού δικαίου) συνήθως κρατούσαν σκουριασμένο κονσερβοκούτι.

Δυστυχώς, με την κατάρρευση του Εθνικού Συστήματος Υγείας που σημειώθηκε τον Ιούλιο του 1974, φαίνεται πως η σωτήρια αυτή μέθοδος εγκαταλείφθηκε οριστικά, δίνοντας τη θέση της σε (ως τότε παραλλήλως χρησιμοποιούμενες αλλά) παρωχημένες ιατρικές αντιλήψεις, όπως το έντονο μασάζ στις πατούσες του ασθενούς με ειδικά διαμορφωμένο τεμάχιο ξύλου.
Προφανώς πρόκειται για πισωγύρισμα, κατάλοιπο του σκοτεινού οθωμανικού παρελθόντος της Πατρίδος. Τι να πει κανείς...

  1. [...] του κάνανε οχτώ πενικιλίνες και δεν τού πήρανε κουβέντα στην ασφάλεια [...]ένα βασανιστήριο που το έφεραν μάλλον οι Αμερικάνοι [...] Σε δένουν σφιχτά σφιχτά, σού ντύνουν ουσιαστικά τα χέρια από τον καρπό ως τον αγκώνα με ψιλό παραγαδίσιο σκοινί, ύστερα τα πόδια από τους αστραγάλους ως το γόνατο, και μετά δένουν τα χέρια με τα πόδια πίσω΄πρέπει να σταματάει κάπου η κυκλοφορία του αίματος και πρέπει να προκαλεί ισχυρούς πόνους αλλά και βλάβες στον εγκέφαλο και σε άλλα όργανα. Είναι από τα λίγα βασανιστήρια που γίνονταν με την παρακολούθηση γιατρού [...] για χρόνια του 'καμναν μετά θεραπεία στη φυλακή, γιατί του είχε αφήσει κουσούρια το βασανιστήριο. Κι όμως, τον έβγαλαν χαφιέ και τον είχαν απομονωμένο στη φυλακή. «Ήξερε» το κόμμα, δηλαδή ένας μαλάκας που ήταν διορισμένος καθοδήγηση [...]

(Χρ. Μίσσιος ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, εκδ. Γράμματα).

  1. Η πενικιλίνη είναι το επιμελημένο δέσιμο ενός Κρατούμενου με καλώδιο. Τον δένουν προσεκτικά σαν μασούρι, τον ξαπλώνουν στο δάπεδο, και, μετά αρχίζουν να χοροπηδούν πάνω του. Ο Κρατούμενος, δεμένος σαν ζαμπόν, υποφέρει. Οι σάρκες ξεχειλίζουν. Το καλώδιο κάνει εγκοπές στο κορμί.

(Η. Πετρόπουλου εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη, εκδ. Νεφέλη).

  1. Ο σχοινισμός ήταν μαρτύριο με προσδέσεις, συσφίγξεις και αναρτήσεις [...]

Ένα από τα όργανα βασανισμού [...] είναι το ερμητάριον. Πρόκειται για τον ρωμαϊκό eculeus, μηχανισμό για ελκυσμό και εξάρθρωση των μελών.

Το πουλάρι (chevalet στη Γαλλία, potro στην Ισπανία), εξέλιξη του ρωμαϊκού eculeus. Ήταν ένα είδος τριγωνικής σχάρας πάνω στην οποία ξάπλωναν το θύμα με δεμένα χέρια και πόδια στους καρπούς και τα σφυρά. Σ' αυτή τη θέση έσφιγγαν τα μέλη με σκοινιά ή τα τέντωναν [...] ως την εξάρθρωση.

Αυστηροί κανονισμοί καθορίζουν [...] το μήκος και το πάχος των σκοινιών [...] οι γύροι του σκοινιού στο μπράτσο να μη γίνονται γρήγορα [...] γιατί έτσι [...] ο ανακρινόμενος δεν αισθάνεται τίποτα [...] το βασανιστήριο του potro (με χρησιμοποίηση σκοινιών) να αφήνει αρκετό χρόνο ανάμεσα στις διάφορες φάσεις [...] με πιστότητα μαγνητοφωνική ο escribano καταγράφει τις διαδοχικές φάσεις του βασανισμού [...] μετράει και σημειώνει [...] τα βογγητά [...] τέσσερες, εφτά, δέκα, δεκατέσσερες φορές [...] Μαδρίτη 30 Ιουλίου 1648 [...] ο Εξοχότατος πρόσταξε τον χειριστή να τακτοποιήσει τα σκοινιά για το σφίξιμο των μπράτσων [...] να αρχίσει την πρώτη φάση της manquerda, το σφίξιμο των μπράτσων με σκοινιά [...] καθώς σφίγγονταν τα σκοινιά και άρχιζε το τράβηγμα [...] τρίτη μανκέρδα στα μπράτσα [...] το αίμα τρέχει στο πάτωμα ωχ, ωχ, ωχ, ωχ Παρθένα μου με σκοτώνουν [...] αχ Χριστέ μου, βγαίνει το κόκκαλο, βγαίνει έξω, βγαίνει έξω [...] «Πες την αλήθεια και θα σου ξεσφίξουμε τις γκαρότες» [...]

[...] ως τον ΙΗ αιώνα [...] συνδυασμός του μεσαιωνικού «πουλαριού» (chevalet) με σφίξιμο των μπράτσων και των μηρών [...] μερικές φορές έβρεχαν τα σφιχτοτυλιγμένα σκοινιά που συστέλλονταν [...] σακατεύοντας τα νεύρα [...]

(Κυρ. Σιμόπουλος Βασανιστήρια και Εξουσία).
..................................................................................................
(Σύσσλανγκοι ζητώ συγγνώμη αλλά δεν αντέχω άλλο. Θα τα ξεράσω όλα. Για περισσότερες πληροφορίες τεχνικής και ιατρικής φύσεως, πιάστε το σκοινί και ακολουθήστε το μέχρι εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ας ξεκινήσουμε τη σημερινή μας διάλεξη κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αγγειοπλάστες και κεραμίστες. Ο όρος αγγειοπλάστης αναφέρεται στον παραδοσιακό τεχνίτη που δούλευε πάντα με τον βρισκούμενο κόκκινο πηλό κατασκευάζοντας τα χρηστικά ή / και διακοσμητικά αντικείμενα που όλοι γνωρίζουμε, από ακροκέραμα μέχρι γλάστρες. Εξ ου και οι ονομασίες τσουκαλάς, γλαστράς, πιθαράς κλπ. Ας σημειωθεί ότι η διάκριση είναι υπαρκτή και στα αγγλικά (potter / ceramist).

Ο πιο σαϊριλέ όρος κεραμίστας άρχισε να επικρατεί από τα εβδομήνταζ και μετά, με την άφιξη του νέου αίματος στον κλάδο, δλδ νέων ανθρώπων που επέστρεψαν από την Εσπερία έχοντας σπουδάσει εκεί το αντικείμενο, και φέρνοντας μαζί τους νέα για τη χώρα υλικά και τεχνοτροπίες.

(Αντιπαρέρχομαι την κλασική μαλακιούλα σύμφωνα με την οποία ο πρώτος αγγειοπλάστης ήταν ο Κύριος, αφού μας έπλασε από χώμα και νερό. Ίσως γι' αυτό γουστάρουμε ως είδος να κυλιόμαστε στη λάσπη. Κουφάλα Δημιουργέ, τα πάντα εν σοφία εποίησες!).

Είναι περισσότερο στους κεραμίστες που αποδίδονται τα εύσημα του «καλλιτέχνη» (για να εξηγούμεθα: σε πάμπολλες περιπτώσεις διόλου άστοχα), ενώ οι μάστορες αγγειοπλάστες αντιμετωπίζονται κάποιες φορές από ορισμένους ανόητους σαν λαϊκουριά, ή σαν γραφικοί και κομματάκι παρακατιανοί νταξ-ρε-παιδί-μου (νάτη πάλι η μαλακιασμένη, όσο και πούστικη, ορολογία «έντεχνο / λαϊκό» και η σχετική αρμαθιά από παπαριές. Α ρε Μάρκο, δεν το 'ξερες πως είσαι άτεχνος να πας να βγάλεις το Κονσερβατουάρ ντε Παρί. Μόνο ν' αλητεύεις ήξερες και να κελαηδάς χασίσικα ταξίμια...). Τεσπα, το θέμα είναι ότι πάμπολλοι λαϊκοί τεχνίτες φτιάχνουν παπάδες, καθολικούς συγκεκριμένα.

(Εσείς εκεί στη γαλαρία που θορυβείτε, τον κακό σας τον φλάρο! Και τη Δευτέρα με τον κηδεμόνα σας!).

Έτσι κι αλλιώς όμως, είτε κεραμίστας, είτε αγγειοπλάστης, τα τίμια χέρια του είναι κυριολεκτικά βουτηγμένα στη λάσπη, η δουλειά βαριά, κι από χαΐρι όχι και σπουδαία πράματα.

Ας περάσουμε τώρα στην ουσία, με την ελπίδα ότι η παρούσα διάλεξις φωτίζει το θέμα και δίνει στους σύσσλανγκους μια καλή γεύση από την τρέχουσα αργκό του σιναφιού των ανθρώπων της λάσπης, όπως αποκαλούν οι ίδιοι τον πηλό. Πάμε λοιπόν :

stoneware: υαλοποιούμενος (δλδ με πολύ χαμηλό πορώδες) πηλός ψηλής θερμοκρασίας, με πολύ μεγαλύτερη σκληρότητα και αντοχή από τον κοινό κόκκινο ή λευκό πηλό. Καθώς πρόκειται για εισαγόμενο υλικό, δεν υπάρχει ελληνική λέξη που να το χαρακτηρίζει. Από τους κεραμίστες χρησιμοποιείται εξ ίσου η γαλλική λέξη γκρε (gres).

ατσαλίνα: εργαλείο από λεπτό, εύκαμπτο φύλλο μετάλλου, συνήθως ανοξείδωτο και σε διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ομοίως στη διαμόρφωση ή το φινίρισμα των κομματιών.

γεράνι, γερανάκι: είδος δείκτη που τοποθετείται δίπλα στο πανωτρόχι για να βοηθά τον τεχνίτη να φτιάχνει τα κομμάτια στις ίδιες διαστάσεις. Με λίγη φαντασία, το σχήμα του παραπέμπει στο ομώνυμο πτηνό.

καβούλα: η μικρή μπάλα πηλού που παίρνει ο τεχνίτης (τροχατζής) για να αρχίσει τη διαμόρφωσή της στον τροχό.

κούκος (Τι κάνεις ρε λακαμά, θα τινάξεις εργαστήρι και σπίτι στον αέρα !!!): κούφιος κύλινδρος από πυρίμαχο υλικό, σε διάφορα μήκη. Αυτοί οι (άσχετοι με τον ερχομό της Άνοιξης) κούκοι, χρησιμοποιούνται μαζί με πλάκες από το ίδιο υλικό για να στηθούν μέσα στο καμίνι ράφια πάνω στα οποία τοποθετούνται τα κεραμικά για να ψηθούν.

λύκος: ο κρατήρας που εμφανίζεται στην επιφάνεια του τελειωμένου κεραμικού και οφείλεται στην ύπαρξη μέσα στη μάζα του πηλού αναφομοίωτου ασβεστίου (λόγω προβλήματος στον βιομηχανικό εξοπλισμό). Με τον καιρό και την ατμοσφαιρική υγρασία, το ασβέστιο ωθείται προς την επιφάνεια και τελικά ανοίγει κανονική τρύπα πετώντας και ολόκληρη φλούδα από το σμάλτο.

μάζεμα: η συστολή του κεραμικού αντικειμένου, συνεπεία είτε του στεγνώματος, είτε του ψησίματος.

μαλακό / σκληρό (Όλο στο κακό και στο πονηρό ο νους σας): οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το εύτηκτον ή μη ενός υαλώματος. Όσο πιο μαλακό, σε τόσο χαμηλότερη θερμοκρασία ωριμάζει (λιώνει). Χρειάζεται να πω και για το σκληρό;

μπαντανάς (Ασταδγιάλα ρε!!! Σα δε ντρέπεστε λίγο λέω 'γω!!!): πολύ αραιωμένος λευκός πηλός σε ρευστή κατάσταση, με τον οποίο καλύπτονται κεραμικά από κόκκινο πηλό, συνήθως ωμά, για να ψηθούν στη συνέχεια για πρώτη φορά. Η διαδικασία αυτή γίνεται για να διευκολύνει την διακόσμηση του κομματιού, εφόσον τα χρώματα αποδίδουν πολύ καλύτερα πάνω στη λευκή, μπαντανισμένη επιφάνεια από ότι στο φυσικό, κεραμιδί χρώμα του κόκκινου πηλού.

μπαντανόγυαλο: αυτοσχέδιο υάλωμα το οποίο στη σύνθεσή του περιέχει μεγάλο ποσοστό πηλού σε σκόνη.

μπισκουί/ μπισκότο (Μην το φας ! Θα ξεράσεις !): λατινογενής λέξη που σημαίνει δίπυρο, ψημένο δύο φορές. Πρόκειται για παραδοξολογία, εφόσον με τον όρο αυτό περιγράφονται τα αδιακόσμητα κεραμικά που έχουν ψηθεί μόνο μία φορά.

Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες από το σινάφι των κεραμιστών (biscuit, biscotto, bizcocho).

ξεγυριστήρι: άλλο εργαλείο, με ξύλινη λαβή και μεταλλικές θηλιές διαφόρων σχημάτων στη μία ή και στις δύο άκρες. Ο γούγλης απέδωσε αποτελέσματα για «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού. Άλλη επαγγελματική αργκό αυτή.

πανωτρόχι: ο περιστρεφόμενος δίσκος που βρίσκεται πάνω-πάνω στον τροχό του αγγειοπλάστη, και πάνω στον οποίο τοποθετείται ο πηλός για να διαμορφωθεί το αντικείμενο.

πελεκούδα: ξύλινο, πεπλατυσμένο εργαλείο σε διάφορα σχήματα, που χρησιμοποιεί ο τροχατζής για τη διαμόρφωση του κομματιού.

πετσικάρω: άντε, μη βαριέστε! Πάρτε τα ποδάρια σας και πάτε εδώ να διαβάσετε τα γενικότερου ενδιαφέροντος σχόλια. Και να προσέχετε μεταξύ άλλων στο στέγνωμα των κομματιών για να μην έχετε τέτοια φαινόμενα.

πυροχρώματα: τα βιομηχανικά παρασκευασμένα χρώματα με τα οποία ζωγραφίζεται το κεραμικό. Πολλές φορές αποκαλούνται και στέινς (από το αγγλικό glaze stains = χρώματα βαφής υαλωμάτων).

σιδέρωμα: η διατήρηση για κάποιο χρονικό διάστημα (συνήθως 30-60 λεπτών) μιας συγκεκριμένης (συνήθως της τελικής) θερμοκρασίας στο καμίνι για να λιώσει καλύτερα, και άρα να ψηθεί σωστά το σμάλτο. Έξυπνα παιδιά είστε, αντιλαμβάνεστε βεβαίως ότι το ρήμα είναι σιδερώνω.

τορνέτα, τροχάκι: μικρός, επιτραπέζιος χειροκίνητος τροχός πάνω στον οποίο τοποθετούνται τα κεραμικά για περαιτέρω επεξεργασία ή διακόσμηση.

τραβάει (Τι θα κάνω με σας που έμπλεξα;;!!!): το ρήμα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επιθυμητή απώλεια ενός ποσοστού υγρασίας του πηλού, ώστε να έρθει στην σωστή σκληρότητα για να δουλευτεί. Άμα παρατραβήξει όμως, δεν δουλεύεται με τίποτα.

τρίχιασμα: η εμφάνιση λεπτότατων ρωγμών στο κεραμικό κατά τη φάση του στεγνώματος. Μπορεί να οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή, χειρισμό, στέγνωμα ή και σε ανεπάρκεια του ίδιου του υλικού για την κατασκευή του συγκεκριμένου κομματιού. Το τρίχιασμα, κατά το πρώτο ψήσιμο εξελίσσεται σε κανονικότατο ράγισμα, οπότε τρίχες κάναμε.

τσίγκρισμα: το σπάσιμο μιας μικρής φλούδας πηλού και σμάλτου, συνήθως στα ευαίσθητα χείλη του κεραμικού, συνεπεία κάποιου χτυπήματος.

φαγιάνς: ο κοινός λευκός πηλός. Το όνομα προέρχεται από τα περίφημα φαγεντιανά κεραμικά (της ιταλικής κεραμούπολης Faenza).
φάρμακο: έτσι αποκαλούν πολλοί αγγειοπλάστες τους χημικούς διασπορείς που προστίθενται σε πολύ μικρή αναλογία στον ρευστό πηλό που προορίζεται για χύτευση αντικειμένων σε καλούπια.

φρίτα: βιομηχανικά παρασκευασμένη βάση υαλώματος, η οποία χρησιμοποιείται είτε αυτούσια (ενίοτε ως διορθωτικό υλικό), είτε με την προσθήκη άλλων υλικών για να φτιαχτεί ένα συγκεκριμένων ιδιοτήτων και εμφάνισης υάλωμα. Εδώ.

φυλλιέρα, μακαρονιέρα: προφάνουσλυ πρόκειται περί μηχανημάτων / εργαλείων που επιτρέπουν την κατασκευή φύλλων (πλακών) ή μακαρονιών από πηλό.

χερώνω (Εγώ φταίω, που κάθομαι κι ασχολούμαι...): το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κολλήματος χερουλιών σε άψητα κεραμικά φλυτζάνια με τη βοήθεια γλίτσας πηλού ως συγκολλητικής ουσίας. Βλ. και κρακελάρω.

Πηγή: κάποιες γνωριμίες του λημματογράφου στο σχετικό σινάφι.

Έλα, μη χαζεύεις ! Έχουμε μάθημα ! Φτιάξε το γερανάκι στο ύψος, και θυμήσου ότι το φλυτζάνι θα μαζέψει, άρα βάλτο λίγο ψηλότερα από το μέγεθος που θέλεις. Πιάσε την καβούλα και κεντράρησέ τη στο πανωτρόχι, αγκάλιασέ τη με τις παλάμες και πάμε. Έχε δίπλα σου την πελεκούδα, μ' αυτή θα φορμάρεις το κομμάτι. Για τη λουρίδα που θέλεις να βγάλεις, θα δουλέψεις το ξεγυριστήρι. Έτσι μπράβο.
Άστο να τραβήξει λίγο και πιάσε να το χερώσεις. Πιό μετά θα το μπαντανίσεις και θα το αφήσεις να στεγνώσει τελείως. Έστησες τα ράφια με τις πλάκες και τους σωστούς κούκους ; Άντε τώρα να το ψήσεις μπισκουί.
Έτοιμος για τη ζωγραφική ; Ρε συ, εσύ ζωγραφίζεις στ' αλήθεια !
Πάμε τώρα να γυαλώσουμε και να ξαναψήσουμε. Το σμάλτο θα το σιδερώσεις μισή ώρα στους 1020 C. Αμόλυβδο είναι, μην το φοβάσαι.
Άντε, καλό καφέ ! Και να το προσέχεις το φλυτζάνι σου μην τσιγκρίσει ή πέσει κάτω. Η ομορφιά είναι εύθραυστη...

Νταξ, τα ενδεικτικά παραδείγματα είναι ανέμπνευστα, ζορισμένα και φτωχά, αλλά πρώτον είναι απολύτως αληθινά και δεύτερον έλεορ ρε πστ μου ! Χώμα έγινα και λάσπη μέχρι να το τελειώσω !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρατσούκλι που δόθηκε από τον ελληνικό λαό στους εν υπηρεσία περιπολούντες γερμανούς στρατιώτες της Κομμαντατούρ (δλδ του κατά τόπους Φρουραρχείου / Διοικητηρίου) στη διάρκεια της Κατοχής. Το προσωνύμιο προέκυψε από το μεσαιωνικής προέλευσης μεταλλικό διακριτικό (ringkragen), του οποίου το σχήμα θύμιζε αλογίσιο πέταλο και το οποίο έφεραν τα εν λόγω κτήνη στο στήθος (βλ. σχετικά και Η. Πετρόπουλου Η τραγιάσκα, εκδ. Πατάκη).

Εδώ πληροφορούμαστε ότι υπήρξαν και ελληνικής κατασκευής και προελεύσεως πεταλάδες, εποχιακοί βοηθοί σερίφη στο Φαρ Ουέστ ένα πράμα (Ψέματα! Αυτά τα ένδοξα χώματα δεν έχουν βγάλει ούτε Εφιάλτες, ούτε γραικύλους, ούτε νενέκους, ούτε Ράλληδες).

Υπήρχαν διαφόρων ειδών πέταλα, αναλόγως της μονάδας / υπηρεσίας στην οποία ανήκε το πεταλωμένο γομάρι. Εννοείται ότι τους πεταλάδες της Feldgendarmerie (δλδ της Στρατονομίας) τους αντιμετώπιζαν με φόβο, μίσος και απέχθεια και οι ίδιοι οι γερμανοί στρατιώτες, γεγονός που δεν βλέπω γιατί θα έπρεπε να μας αφορά.

  1. Μεσημεράκι λοιπόν, μπαίνω μέσα [...] Στο βάθος είναι αραγμένος ένας «πεταλάς» [...] μού την είχε στημένη [...] Με πιάνει, που λες απ' το σβέρκο με το 'να χέρι [...] ήταν ένα τέρας, κοντά δυό μέτρα, με χερούκλα σα φουρνόφκιαρο [...] και μ' αμολάει στην παγωμένη θάλασσα [...] μόλις φτάνω στη σκάλα και βγαίνω, με ξαναπετάει μέσα.

(Χρ. Μίσσιος ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, εκδ. Γράμματα).

  1. [...] κρίμα για την αργεντινή αλλά η ιταλία θα τους περιποιηθεί τους πεταλάδες γαμώ τα Ες Ες [...]

(Από ιντερνετικό ποδοσφαιρικό φόρουμ).

  1. Το πυροβολικό και οι βαρείς όλμοι των Ρώσων έβαλλαν ήδη κατά του διαδρόμου απογείωσης. Καθώς ο Behr έτρεχε προς το Heinkel III, το οποίο φορτωνόταν με τραυματίες, η Feldgendarmerie, οπλισμένη με αυτόματα, χρειάστηκε να συγκρατήσει εκατοντάδες στρατιώτες που άρχισαν επίσης να τρέχουν, ή ακόμα και να σέρνονται, προς το αεροσκάφος.

(Antony Beevor Στάλινγκραντ, εκδ. Γκοβόστη).

(Νταξναούμ, αυτό το τελευταίο δεν είναι και απολύτως σχετικό, αλλά το έβαλα μόνο και μόνο επειδή βρήκα πολύ ωραία την εικόνα της Βέρμαχτ με τα βρακιά χεσμένα. Το γράφο γιά να το εφχαριστηθό, που έλεγε κι ο Μποστ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψαράδικη σλανγκ για τον μεγάλο, πλέον του κιλού σαργό (sargus apiastus tiganosubitus για να εξηγούμεθα).

Πρόκειται για ψαρούκλα και όχι ψάρακα που κατάφερε με τύχη και πείρα να φτάσει σε προχωρημένη ηλικία και μεγάλο μέγεθος, αφού πολλών ψαράδων οίδε τρίαινας και καύλαν έγνω. Εξ ου και η ονομασία παππούς ή φαφούτης, εφόσον από πολλούς τέτοιους λείπουν κάποια δόντια (αλλιώς τι σόι παππούληδες θα ήταν ;). Παρά την ηλικία τους όμως, από γεύση τα σπάνε. Γι' αυτό και ένας ευμεγέθης παππούς αποτελεί μία από τις αγαπημένες φαντασιώσεις και αστραφτερό αντικείμενο του πόθου κάθε υποβρύχιου τυφεκιοφόρου.

(Αααχ, ας μην επεκταθώ επί προσωπικού....)

...υπάρχει μιά κινητικότητα από μέτριους σαργούς. Κατάδυση γιά απόπειρα καρτεριού μπας και περάσει ο παππούς. Εδώ, ευθεία μπροστά στα δέκα μέτρα, κάτω από την πλάκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η επιτομή του ρητού «πενία τέχνας κατεργάζεται». Πρόκειται για αυτοσχέδιο τσακμάκι που χρησιμοποιούσαν οι ανήλικοι φυλακισμένοι πριν από αρκετές δεκαετίες. Αποτελείται από μια τσακμακόπετρα από αναπτήρα του εμπορίου (αυτό μας δίνει και μια ιδέα για την ηλικία της πατέντας), ένα ξυλαράκι, λίγο βαμβάκι και ένα κομματάκι από σπασμένο τζάμι.

Το βασικό πλεονέκτημα της τιριτόμπας (ή τιριτρόμπας) είναι το αμελητέο μέγεθος των τεμαχίων που την αποτελούν, γεγονός που επιτρέπει την εύκολη απόκρυψή τους σε περίπτωση έρευνας.

Η ετυμολογία της τιριτόμπας παραμένει στο σκοτάδι, το οποίο δεν μπορούν να φωτίσουν ούτε οι φλόγες της φωτιάς που μπορεί κάποιος να ανάψει με το εν λόγω εργαλείο. Λυπάμαι που σας απογοήτευσα. Πάντως, από τα σχόλια εδώ μαθαίνουμε ότι η λέξη είναι μάλλον ιταλικής προέλευσης, ενώ από τα παραδείγματα προκύπτει ότι η τιριτόμπα ήταν σε χρήση τουλάχιστον από το 1947 μέχρι το 1969, αν ληφθεί υπ' όψιν ότι οι συγγραφείς των παρατιθέμενων αποσπασμάτων ήταν φυλακισμένοι εκείνα τα μαύρα χρόνια.

Οι άλλες, θεατρικές ή φαγώσιμες τιριτόμπες κρίνονται παντελώς άσχετες, καθώς δεν συχνάζουν στα μέρη που εχρησιμοποιείτο ο περί ου ο λόγος αναπτήρας.

Τα δικαιώματα επί του ορισμού είναι ευγενής παραχώρηση (muchas gracias) του patsis, ο οποίος και τα είχε κατοχυρώσει προ τριετίας. Για τα σερβιριζόμενα στο λήμμα, αγορανομικώς υπεύθυνος είναι αποκλειστικά ο λημματογράφος.

  1. Κανόνισα [...] και του 'στειλα τσιγάρα και τιριτόμπα. Ξέρεις τι είναι η τιριτόμπα - τι λέω, πού να ξέρεις ; Σ' ένα κομματάκι ξύλο ή στο τακούνι του παπουτσιού, στο πλάι, ανοίγεις μιά τρύπα και φυτεύεις μιά τσακμακόπετρα, που μ' ένα γυαλάκι και λίγο μπαμπάκι γίνεται τσακμάκι πρώτης. 'Οσες έρευνες κι αν κάνουνε, είναι αδύνατο να σ' το βρούνε.

(Χρ. Μίσσιος «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», εκδ. Γράμματα).

  1. Στις Φυλακές Εφήβων δεν υπάρχουν τσακμάκια. Οι νεαροί Κατάδικοι για να ανάβουν τα τσιγάρα κατασκευάζουν ένα απλοϊκό τσακμάκι : καρφώνουν σε ένα ξυλαράκι μιά τσακμακόπετρα και μετά (κρατώντας με τον αντίχειρα λίγο μπαμπάκι πλάι στην τσακμακόπετρα) τρίβουν το ξυλαράκι-τσακμακόπετρα σε ένα τζάμι. Αυτό το περίεργο τσακμάκι έχει το περίεργο όνομα τιριτρόμπα. Μέχρι σήμερα ουδείς εζήτησε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την τιριτρόμπα.

(Ηλ. Πετρόπουλος «εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη», εκδ. Νεφέλη).

Ίσκα (από Παπαντώνης, 24/03/12)(από Vrastaman, 25/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι ονόμαζαν οι αγωνιστές της Αντίστασης το γερμανικό πιστόλι Luger P08 ή το πιο εξελιγμένο, σύγχρονό του Walther P38, που έφεραν και την διακριτική ονομασία Parabellum από τον τύπο φυσιγγίων που χρησιμοποιούσαν. Η παραφθορά σε «μαραμπέλ» προέκυψε επειδή οι αντάρτες δεν είχαν και σπουδαίες επιδόσεις στα λατινικά, μειονέκτημα το οποίο εξισορροπούσαν κάνοντας εξαιρετικά καλή χρήση του εν λόγω όπλου, όποτε το έβαζαν στο χέρι.

Πηγή έμπνευσης στάθηκε η τουρτούρα του Παπαντώνη.

[...] τραβάμε κι οι τρεις τα πιστόλια. Είχες τότε μια Μπερέτα ιταλικιά, μικρό και καλό εργαλείο, εγώ ένα μικρό Σμιθ, κι ο Νικόλας το κανόνι της ομάδας, κείνο το Μαραμπέλ το γερμανικό.

(Χρόνης Μίσσιος «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», εκδ. Γράμματα).

Τα ξενόφερτα σιδερικά δεν άργησαν να φτάσουν στην Ελλάδα. Το Σμιθ, η Μπερέτα, το Μπράουνιγκ, ήσανε γνωστές μάρκες όπλων. Και κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το πιστόλι Μάραμπελ (έτσι έλεγε το Parabellum ο λαουτζίκος).

(Ηλ. Πετρόπουλος «καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», εκδ. Νεφέλη).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λημματογράφος, από την υπεύθυνη δημόσια θέση που κατέχει, διαψεύδει κατηγορηματικά και μετά βδελυγμίας τις φήμες σύμφωνα με τις οποίες :

α) Υπήρξε ποτέ ή υπάρχει πολυεθνική Εταιρεία με το όνομα Miesens.

β) Η εν λόγω Εταιρεία είχε / έχει θυγατρική στην Ελλάδα.

γ) Ο φερόμενος ως πρόεδρος της υποτιθέμενης θυγατρικής της προειρημένης ανύπαρκτης Εταιρείας τηγκανά υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και για ασαφείς λόγους από την Ελλάδα προς γερμανόφωνη χώρα της Β. Ευρώπης.

δ) Γόνος επιφανούς Έλληνα πολιτικού δέχτηκε ως δώρο ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό από την (είπαμε) ανύπαρκτη Εταιρεία.

Επιπλέον, ο λημματογράφος, με την αίγλη του Καθηγητού Γλωσσολογίας, καταρρίπτει άπαξ και δια παντός τα φληναφήματα σύμφωνα με τα οποία η λημματογραφούμενη λέξη γράφεται κομπραδώρος ως δήθεν προερχόμενη από το όνομα εξωτικού ερπετού με ισχυρότατο δηλητήριο και την ελληνική λέξη δώρο.

[...]η λέξη, βλέπετε, ανήκει στο λεξιλόγιο των κομουνιστών [...]
Η λέξη είναι comprador από τα πορτογαλικά, και σημαίνει κανονικά «αγοραστής» (ίδια και στα ισπανικά, compratore στα ιταλικά). Στην Κίνα οι κομπραδόροι ήταν οι επικεφαλής του ντόπιου προσωπικού των ξένων εταιρειών και ταυτόχρονα οι μεσολαβητές ανάμεσα στα ξένα αφεντικά και τους ντόπιους πελάτες. Από τον ρόλο αυτών των διαμεσολαβητών, ο όρος επεκτάθηκε σε όλα τα αποικιοκρατικά καθεστώτα και στο κομμάτι της αστικής τάξης που γίνεται υποχείριο των ξένων συμφερόντων. Στα νεοαποικιοκρατικά καθεστώτα η τάξη αυτή (comprador class, comprador bourgeoisie, comprador capitalists) εξακολουθεί να λειτουργεί εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του διεθνούς καπιταλισμού, για να βλογάει και τα δικά της γένια. This way please.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προσωνύμιο που δόθηκε το 1944 από τον λαό στον πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος πολύ αργότερα αποκλήθηκε και «Γέρος της Δημοκρατίας».
(Παλιά λαϊκή παροιμία : «Ό,τι κάνεις το καλοκαίρι στη θάλασσα θα το βρεις τον χειμώνα στο αλάτι σου» = Βάλε στο ψυγείο τα σκατά του '44. Φτάνουν για να κολατσίσεις και το '61, και το '65, και το '67).

Το παρατσούκλι αποτελεί εμφανέστατη αναφορά στο πασίγνωστο παίγνιο της ανευρέσεως του ιερέως(here the priest, there the priest, where the fuck's the bloody priest ;). Ο αφελής που ποντάρει τις ελπίδες του, διαπιστώνει συντόμως ότι ο ιερεύς την έχει κάνει κατσίκα από την υποτιθέμενη θέση του, και μαζί του έχει πάρει το μπαγιόκο, τις δημοκρατικές ελευθερίες και το τζάμπα χυμένο αίμα του κορόιδου. Όταν το ένα τραπουλόχαρτο είναι ο ιπποπόταμος με το πούρο, το άλλο ο ανδρείος εύζωνος και το τρίτο ο παπάς (ρήγας ή βασιλιάς), οι πιθανότητες του θύματος να κερδίσει, έστω και τυχαία, εκμηδενίζονται. Ψαγμενιά το άθλημα...

Ένας επιτυχημένος παπατζής οφείλει να είναι πραγματική γάτα, και η τέχνη του κληρονομείται από γενιά σε γενιά, σε σημείο που έγκριτοι γενετιστές να ερίζουν για το κατά πόσον αποτελεί πλέον στοιχείο ενσωματωμένο στο DNA του καλλιτέχνη.
(Παλιές λαϊκές παροιμίες : «Άλλη μου 'δειξες, άλλη μου 'μπηξες» = Οι βάσεις φεύγουν - Ο αγώνας δικαιώνεται, Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες, Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο Λαός στην εξουσία κλπ.

«Λεφτά υπάρχουν» = Γιωργάκη τόνε λέγαμε, μα Γιώργαρος μας βγήκε).

  1. [...]πλαστογραφεί ανενδοίαστα την Ιστορία [...]
    - [...]οι στρατιώται της Μεγάλης Βρετανίας [...]μας υπεσχέθησαν ότι θα επανέλθουν ελευθερωταί. Και σήμερα τηρούν τον λόγον των [...]
    Το πλήθος τον διακόπτει :
    - ΕΑΜ...ΕΛΑΣ...
    - Λαοκρατία.
    Στο μπαλκόνι ο Παπανδρέου είναι ασυναγώνιστος΄ χωρίς ο λόγος του να έχει κάποιο πολιτικό μέγεθος, επιβάλλεται στο πλήθος με περίτεχνες ρητορικές αποστροφές οι οποίες φθάνουν έως το αλησμόνητο :
    - Πιστεύομεν και εις την Λαοκρατίαν.
    Πήγαινε γυρεύοντας για το προσωνύμιο «παπατζής» που θα τον ακολουθεί στην υπόλοιπη ζωή του.

(Διον. Χαριτόπουλου «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων», εκδ. Εξάντας.)

  1. Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
    Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας.
    Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
    αλλού οι λαοί αγάλλονται κι εδώ οι δωσίλογοι όλοι
    [...]
    μα όπου κι αν εχτύπησε, παντού σ΄όλες τις θύρες
    για νοίκι του ζητήσανε χρονιάτικο και λίρες
    κι ο Ιωσήφ εκίνησε στο σπήλαιο με φούρια
    κι εκεί τον εδεχτήκανε τα βόδια, τα γαϊδούρια.
    Γιατί εκείνα ήτανε ω φίλοι συμπολίτες
    γαϊδούρια κι όχι σύγχρονοι μεγαλοϊδιοκτήτες.
    [...]
    Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «Δόξα εν υψίστοις»
    του Παπαντρέου φάνηκε η δόλιά του πίστις.
    Πιστεύομεν πιστεύομεν ο παπατζής φωνάζει
    κι όλοι, εχθροί και φίλοι του με δαύτον κάνουν χάζι.
    [...]
    Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα
    να φέρουν λίγη ενίσχυση στη δόλια μας τη χώρα.
    Τον λίβανο τον πήρανε χωρίς ποσώς ν΄αργήσουν
    οι βουλευτές μες στη Βουλή τον Σματς να λιβανίσουν.
    Και τον χρυσό τον άρπαξαν ευθύς σαν τα κοράκια
    και τον κατασπατάλησαν και φέρνοντας χτενάκια*
    [...]

(Χριστουγεννιάτικα κάλαντα από τον Ρίζο της Δευτέρας, 1946, όπως τα θυμάται ο τότε 13χρονος φάδερ).

*χτενάκια= αναφορά στις πρώτες πλαστικές τσατσάρες που εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν στην ελληνική αγορά.

(από nobody, 10/03/12)Το «αυτό» της ιρονίκ. (από vikar, 18/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σταντέ φράση επαιτών στο Μετρό, ΗΣΑΠ, ΕΘΕΛ, σε χρήση περίπου την τελευταία 15ετία. Ενίοτε συνοδεύεται από επίδειξη φωτοτυπημένων εγγράφων τα οποία αποδεικνύουν ότι ο φέρων ή κάποιος πρώτου βαθμού συγγενής του πρόκειται να υποβληθεί σε κάποια επέμβαση καθώς πάσχει από τα εφτά κακά της μοίρας του, και τα οποία κανείς δεν ενδιαφέρεται να εξετάσει ενδελεχώς (τα έγγραφα, όχι τα κακά). Συνήθως πηγαίνει πακέτο με εκφράσεις όπως:

  • Ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση,
  • Δεν είμαι ζητιάνος/α,
  • Η ανάγκη με έκανε να...,
  • Ζητώ την αγάπη σας,
  • Αν θέλετε και αν μπορείτε...,
  • Πάρτε μου (ή κρατήστε μου) ένα χαρτομάντιλο / στυλό / αναπτήρα...,
  • Σας εύχομαι πάνω απ' όλα υγεία.

Ανεξαρτήτως του υπαρκτού ή ανύπαρκτου, μικρού ή μεγάλου ποσοστού των ανθρώπων αυτών το οποίο βρίσκεται σε πραγματική ανάγκη, λόγω του πανομοιότυπου των εκφράσεων δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι η λημματογραφούμενη δήλωση προέρχεται από κλαδική επαγγελματική αργκό. Κάποιος καχύποπτος θα μπορούσε και να ισχυριστεί ότι η επιμόρφωση αυτών των ικετών έλαβε χώρα στο ίδιο εκπαιδευτήριο και από τους ίδιους καθηγητές.

Στην ίδια κατηγορία επαγγελματικής αργκό γραπτής όμως θα πρέπει μάλλον να ενταχθούν και οι ταμπέλες που εμφανίζονται κατά περιόδους σε διάφορα προάστια, και οι οποίες ενημερώνουν τους περαστικούς ότι στην εγγύς περιοχή ταλαιπωρείται σε παράπηγμα «Ηκογένια με οχτό πεδιά, άροστο πατέρα και κατάκητη μάνα». Το αξιοπρόσεκτο σε αυτές τις εκκλήσεις είναι η ομοιομορφία των ανορθογραφιών, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω ταμπέλες εμφανίζονται πχ στο Περιστέρι, τη Νέα Σμύρνη ή το Χαλάνδρι. Ο λημματογράφος μιλά αποκλειστικά για πράγματα που έχει δει με τα ματάκια του (αλλά δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να φωτογραφίσει ας πούμε, πού να 'ξερε βέβαια ότι μια ωραία ημέρα θα έπεφτε πάνω στο σλανγκρρρ. Μα τι κάθομαι και γράφω ο πούστης βραδιάτικα;).

- Κυρίες και κύριοι ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση, πρόκειται να κάνω εγχείρηση στο κεφάλι και δεν έχω τα οικονομικά μου έξοδα. Αν θέλετε και αν μπορείτε...Ευχαριστώ πολύ...Η Παναγία να σας έχει καλά...

Κάτι παρόμοιο μετά το 10:30. (από PUNKELISD, 07/03/12)(από HODJAS, 07/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία