Μυστήριο καβλιτζέκι που ρυθμίζει την σωστή λειτουργία των φλας και του αλάρμ των τουτουνίων. Κατά τα θρυλούμενα, λέγεται έτσι λόγω του βαρελόσχημου καλύμματός του, αν και, όταν μου παρουσίασε ο μάστορας το χαλασμένο του δικού μου οχημάτου, αναρωτήθηκα ποιος καραμαλάκας φτιάχνει κυβόσχημα βαρέλια. Τεσπα, έφυγα απ' το μαγαζί να πα να γουγλίσω για βαρέλια με τα φλας διορθωμένα και κατά 25 ευρόνια ελαφρότερος...

(Απ' όσα είδα, η λέξη χρησιμοποιείται για τουλάστιχον ένα ακόμα τουτουνοεξάρτημα, αλλά δεν τόχω με το συγκεκριμένο θέμα...]

  1. Παίδες τον τελευταίο καιρό όταν άναβα φλας ή τα αλάρμ δεν ακουγόταν το «τικ-τακ» ορισμένες φορές [...]

ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΤΟ ΤΙΚ-ΤΑΚ ΠΟΥ ΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΡΕΛΑΚΙ (ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΗ ΤΟΥ ΟΡΟΛΟΓΙΑ) ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΦΛΑΣ ΝΑ ΑΝΑΒΟΣΒΗΝΟΥΝ [...]

  1. Το βαρελάκι είναι (ήταν) το ρελέ των φλας και δούλευε με διμεταλλικό έλασμα. Λεγόταν έτσι γιατί το κάλυμά του είχε σχήμα βαρελιού...

(Από το νέτι).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Και τεσσάρα και οχτάρα κλπ, αλλά από κάπου έπρεπε ν' αρχίσω).

Με αυτόν τον ποδοσφαιρικής συντριβής όρο χαρακτηρίζονται οι καρδερίνες, με βάση το πόσες λευκές βούλες έχουν στα φτεράκια της ουράς. Θυμάμαι που το λέγαμε πιτσιρικάδες, εκεί στα τέλη '70, αλλά όπως φαίνεται από το τελευταίο παράδειγμα, αυτού του είδους η ταξινόμηση είναι αρκετά παλιότερη (ξεφυλλίζοντας πάλι τον Μίσσιο τα θυμήθηκα). Υποτίθεται ότι οι εξάρες καρδερίνες είναι οι πλέον καλλικέλαδες, αλλά τι να σας πω ρε παιδιά, προσώπικλjυ δεν θυμάμαι να μου προέκυπτε τέτοιο πράμα. Όλες εξίσου γλυκύτατες μου ακουγόσαντε.

Δες κι εδώ.

  1. Από θέμα εμφάνισης θα κοιτάξουμε η καρδερίνα να είναι «εξάρα», δηλαδή να έχει 6 φτερά άσπρα στην ουρά της. Θεωρείται ότι αυτά τα πουλιά γίνονται πιό ήμερα από τα άλλα. Επίσης θα είμαστε τυχεροί αν βρούμε και πάρουμε καμιά «κερασούλα». Είναι τα πουλιά που στο σβέρκο τους (εκεί που τελειώνει το μαύρο χρώμα) έχουν κόκκινα φτεράκια (Σ.Σ. Αυτό δεν το ήξερα, γιά δες ρε τι μανθάνει τινάς...) Το

  2. Πιάσαμε κάτι φλώρους ολόχρυσους, αρσενικούς, και κάτι καρδερίνες που είχανε το κόκκινο βελουδένιο στην κορφή, εξάρες πρώτης (Σ.Σ. Αυτό το λίνκι περιέχει κάτι ενδιαφέρουσες λέξεις, όσοι πτηνολάγνοι...Δες και σχόλιο εδώ) πουλάκι

  3. Στο θεμα φωνης δεν υπαρχει διαφορα. Το μονο που διαφερει ειναι οτι οι 6αρες ημερευουν πιο ευκολα και ζευγαρουν πιο ευκολα σε κλουβι. τσίου

  4. Καλά, ήσουνα ακόμα πιτσιρικάς εσύ, αλλά όλο και μας μπανίζατε όταν στήναμε τα δίχτυα στον Κουλέ γιά καρδερίνες, φλώρια, σπίνους, αδερφέ μου, τα θαύματα του κόσμου. Θυμάσαι, ρε, εκείνες τις εξάρες καρδερίνες; Βιολοντσέλα, ρε Σαλονικιέ, βιολοντσέλα...

(Χρ. Μίσσιος, Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε; εκδ. Γράμματα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Τω πεποιηκότι το πλείστον της εργασίας γεραρώ συσσλάνγκω Sarant χαίρειν).

Νταξ, σλανγκ δεν το λες ακριβώς, αλλά εφόσον εδώ χάμω πολλάκις ιστορικολεξιλογούμε, και εφόσον υπάρχουν και σχετικά λήμματα, ας το βάλουμε να υπάρχει. Τα εύσημα στον Sarant , του οποίου η πρόσφατη ανάρτηση μου το θύμισε. Εγώ ένας απλός αντιγραφεύς είμαι.

Το Καστιγκάρι (και Καστριγκάρι / Καστεργκάρι ) είναι παραφθορά του δυσπρόφερτου για Έλληνες Castle Garden (πρώην Castle / Fort Clinton ), του πρώτου επίσημου κέντρου υποδοχής και υγειονομικού ελέγχου μεταναστών στις ΗΠΑ.

Γλωσσολογικό tip: Aν και το ίδιο το Castle Garden είχε πάψει να έχει αυτή την χρήση από το 1890, την α' δεκαετία του 20ου αιώνα οπότε μετανάστευσε στην Αμερική ο Α. Κορδοπάτης (παράδειγμα Νο 3) η λέξη είχε ήδη λάβει την σημασία του λοιμοκαθαρτηρίου / τσεκ πόιντ γενικώς, χαρακτηρίζοντας και το διάδοχο Ellis Island, από το οποίο προφ πέρασε ο εν λόγω.

Ετυμολογικό tip: Οι διάφορες ασθένειες (και ιδίως η φθίση και το οφθαλμικό τράχωμα, όπως προκύπτει από πλήθος πηγών παγκοσμίως) θερίζανε τους εξαθλιωμένους μετανάστες. Μας αρέ δε μας αρέ, οι Αμερικάνοι ήταν αναγκασμένοι να λάβουν κάποιες στοιχειώδεις υγειονομικές προφυλάξεις, έστω με τα μέσα και τα μέτρα της εποχής. Οπότε αφήνω να περάσουν ασχολίαστες κάτι χαζομαρίτσες του στυλ ότι επειδή πολλοί φουκαράδες εκεί πήρανε την τσαπού και τους γυρίσανε άναυλα πίσω, η λέξη και καλά προέρχεται από το ισπανικό castigar = τιμωρώ. (Ε, για την Αμέρικα μιλάμε, μου ήταν αδύνατον να μη σερβίρω κι εγώ την πατάτα μου).

Τεσπα, οι υγιείς, μαζί με το ελευθέρας παίρνανε και των ομματιών τους γιά παραμέσα, να πά να προκόψουνε στα κοστρόξια, στσι φάμπρικες, στσι ντάινες με τις χέμπουργκες και να κοιτάξουνε κι αυτοί να γίνουνε μπόσηδες και μπρούκληδες. Παρεχτός κι ήντουσαν τίποτις κόκκινοι και χαΐνηδες, οπότε παίρνανε δυό μέτρα γης οι γκαντέμ μαδαφάκες.

  1. Εκεί κλεισμένους σε μεγάλη αίθουσα εις τη γραμμή τους βάλαν και τους έψαξαν τα ρούχα τελωνειακοί υπάλληλοι. Έπειτα με βαπόρι τους μετέφεραν στο Κάστλ-Γκάρτιν, άλλως Έλλις Άϊλαντ νησί που «καστιγκάρι» το ωνόμασαν οι πρώτοι πρώτοι μετανάστες Έλληνες όπου της Ελληνοαμερικάνικες λέξεις σαν γλωσσολόγοι μας επλάσανε.

Έμμετρη ετυμολογία της λέξης από το 1915, xίαρ

  1. [...]κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν γιά να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι» [...] Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού [...] οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλλις Άιλαντ ήταν οι πιό άθλιες της ζωής μου [...] Ήταν Γενάρης, πολύ κρύο [...] Δεν είχα ούτε ένα σεντ στην τσέπη μου, και ήμουν φοβισμένος [...] Ακούγονταν λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που τους έστελναν πίσω [...] δέαρ

  2. Το μεσημέρι μας πήραν να μας παν στο Καστριγκάρι. Μπήκαμε σε μαούνες, μαζί κι αυτοί. Φτάσαμε, γύρω θάλασσα και το Καστριγκάρι μικρό, σαν πολιτεία μικρή.

Θαν. Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, εκδ. Άγρα 1990 (πρώτη δημοσίευση 1964).

  1. Σαν πέσανε, στα σκοτεινά, ξομολογήθηκε ο Νικ τα όσα πέρασε στο Νιού Χάβεν. Τα πιοτά, κοντραμπάτο, τους καυγάδες και τις φυλακές, χτυπήματα με τα πολιτσμάνια, με λίγα λόγια τα πάθια και τα όσα τράβηξε απ' το «Καστιγκάρι» ώσπου να κατασταλάξει στο Νιού Χάβεν.

Στρατή Αναστασέλλη «Απανωγότερη», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

(Στο νέτι βρήκα και αναφορά σε κάποιο ρεμπέτικο του 1927, με τίτλο «Ο Μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι και ο Καραγκιόζης διερμηνέας». Όποιος το βρει, ας κοτσάρει τους στίχους ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σήμερα δεν έχει ασκήσεις ύφους. Μόνο παλιά καλή επαγγελματική αργκό. Η ξυλογαϊδάρα ήταν / είναι μια ξυλοκατασκευή με διάφορες παραλλαγές και για διάφορες χρήσεις. Μεταξύ μας, πρόκειται για εντελώς μαγικό εργαλείο. Τα κάνει όλα, από τον τεμαχισμό μεγάλων κορμών δέντρων, τα παλιοκαιρίσια άουτντόρς ομαδικά παιδικά παιχνίδια, τις παραδοσιακές τέχνες, μέχρι και την Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση των μέσων του 20ου αιώνα. Τι σκατά παραπάνω θέτε;

1.Eδώ η υλοτομική γεδουρίτσα, μετά το 0:40.

  1. Τις ημέρες της Αποκριάς, τα παιδιά του χωριού έπαιζαν και με την ξυλογαϊδάρα [...] έμπηγαν στέρεα στο έδαφος ένα κάθετο δοκάρι (ξύλο) ύψους περίπου ενός μέτρου. Το επάνω μέρος του δοκαριού το πελεκούσαν ώστε να γίνει αιχμηρό. Ένα άλλο δοκάρι αρκετά μακρύτερο (περίπου 4 με 5 μέτρα) στου οποίου τη μέση δημιουργούσαν μια τρύπα βάθους αρκετών εκατοστών και εύρους αρκετού ώστε να εφαρμόζει στο αιχμηρό άκρο του κάθετου δοκαριού, το τοποθετούσαν οριζόντιο επάνω στο κάθετο δοκάρι, έτσι ώστε να μπορεί να περιστρέφεται κατά τον κάθετο άξονα. Στην κάθε άκρη του οριζόντιου δοκαριού καθόταν ένα, δύο ή και περισσότερα παιδιά και φρόντιζαν να ισορροπεί [...] ένα άλλο παιδί άρχιζε να σπρώχνει το δοκάρι οριζόντια και να το περιστρέφει με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούσε. Για να γλυστράει το ξύλο και να περιστρέφεται εύκολα έβαζαν στην αιχμή του κάθετου στύλου ένα κομμάτι λίπος [...] και ένα κάρβουνο που έτριζε και έκανε δυνατό θόρυβο. Όσο μεγαλύτερο το τριζοβόλημα, τόσο πιο μεγάλη η επιτυχία της ξυλογαϊδάρας [...]
    Εδώ

  2. Εδώ η ξυλογαδούρα αναφέρεται ως συνώνυμο της μακριάς τοιαύτης. Εκεί η ξυλογαϊδάρα είναι τεχνική μεταφοράς πέτρας για ξερολιθιές, με τη βοήθεια ξύλων, σκοινιών και κυρ-Μέντιου. Παραπέρα η γαϊδούρα ήταν τρίποδο επί του οποίου άπλωναν τα υπό κατεργασία δέρματα οι ταμπάκηδες. Αλλού στο νέτι την πήρε το μάτι μου ως συνώνυμο της τραμπάλας ή ως ξυλοκατασκευή στην οποία έδεναν τους προς μαστίγωση κατάδικους.

  3. Δεν του 'φτανε ο Στράτος, που κάθε φορά που τον έβλεπε στη Γιούρα, τον έβαζε να πηδάει τη γαδάρα...Ποιά κτηνοβασία, ρε, γαδάρα λένε ένα, ας πούμε, μεγάλο καβαλέτο με δυό υποδοχές δεξιά αριστερά σε σχήμα V, όπου βάζουνε κορμούς δέντρων και τους κόβουνε με μεγάλα πριόνια. [...] Πήγαινε λοιπόν τον παπά μπροστά στη γαδάρα και του 'λεγε, πήδα το. 'Ελεγε ο παπάς, να πούμε, δεν δύναμαι, τέκνον μου, τον τσάκωνε από τη γενειάδα και τον πλάκωνε με τη μαγκούρα φωνάζοντας, και πώς πήδαγες, ρε πούστη, τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] ο παπάς [...] πήδαγε τη γαδάρα [...]Τον τσάκωνε πάλι ο Στράτος [...] έτσι, ρε πούστη, πήδαγες τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] μιά μέρα κάθεται καβάλα στη γαδάρα [...]τώρα κατάλαβα, ρε καργιόλη, καθοδήγα ήσουνα, ε; Τον παπά τον πήρανε με το φορείο πιά...Στράτος, ναι, ο άρχων του τρόμου του τετάρτου όρμου της Γιούρας.

Χρ. Μίσσιος «Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε;». εκδ. Γράμματα.
[Ο τότε διαβόητος βασανιστής της Γιούρας Στράτος Κοζομπολίδης και η ξυλογαϊδάρα του καταγράφονται και στο «Υπόμνημα Κρατουμένων» (εκδ. Γνώση, 1984) που επιδόθηκε το 1951 από τους εξόριστους στον Δημ. Παπασπύρου, Υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Πλαστήρα. Στο κείμενο οι γαϊδάρες ορίζονται ως «στηρίγματα όπου τεμαχίζονται τα καυσόξυλα», ενώ το «Πήδημα της γαϊδάρας» αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο του υπομνήματος, ανάμεσα στα «Βασανισμοί κατά την εργασίαν» και «Καθάρισμα αποχωρητηρίων με τα χέρια»].

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή την προφανούς ετυμολογίας κακιά λέξη την είχα ακούσει (και χρησιμοποιήσει, αλλά μην το πείτε κανενού) μερικές φορές στα ογδοενενήνταζ και παναπεί με τσίτα τα γκάζια, μαλλιοκούβαρα. Μη γκάνετε το γκόπο, δε γουγλίζεται ούτε την έχω βρει πουθενά αλλού. Οπότε την καταθέτω έτσι για να υφάρχει, κι όποιος ξέρει τίποτις, εδώ από κάτου είναι τα σχόλια.

- Μεγάλε το είδες το καινούργιο μου εργαλείο; Ένα κοπάδι αλόγατα κάτω απ' το καπό, διακοσαρίζει για πλάκα ρε συ, εχτές κατέβαινα από Καρέα γαμητός, φάγανε τη σκόνη μου όλοι.
- Μπράβο αγορίνα μου, μπράβο. Κοίτα μη φάνε και τα κόλλυβά σου....Και δε μου λες, εκεί που το πήρες, σου κάνανε και τη σπάτουλα δώρο;
- Ποια σπάτουλα;
- Τη σπάτουλα για να σε ξύσουνε απ' την άσφαλτο έτσι και στουκάρεις πουθενά με το κωλοπειραγμένο το κουβαδάκι σου βρε μαλακισμένο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άξεστος βλάκας, το ντουγάνι, ο ούγκανος, το ορκ. Στην όχι σπάνια περίπτωση που η σκουντρουχοσύνη συνδυάζεται με κτηνώδη μυϊκή δύναμη, γάμησέ τα. Την αγνώστου (εισέτι) ετύμου λέξη χρησιμοποιεί συχνά φίλος του λημματογράφου έλκων την καταγωγήν Καράμπαμπα ταραφιντάν. Αυτά μόνο, με την ευγενική παρότρυνση της Ξωτικίνας του σάητος.

μην πει κανείς ότι το παράδειγμα δεν περιέχει το λήμμα. Τίγκα είναι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά τον μπαρμπα-Λουντέμη, πρόκειται για τουρκισμό αηδή και ανεπίτρεπτο, για χαμιτισμό και ατατουρκισμό του αισχίστου είδους και άλλα τέτοια τερπνά.

Με μια ψυχραιμότερη ματιά, πρόκειται για ένα παράγωγο της πολυσήμαντης τουρκικής λέξης taraf. Στο λεξικό μετράω 7 σημασίες όπως πλευρά / μεριά / όψη κλπ. Κυριολεκτικά tarafιndan σημαίνει «εκ μέρους του», «από την πλευρά του».

Με τον ερχομό της κατά δω η λέξη αποκτά τη νέα σημασία της γεωγραφικής προέλευσης / καταγωγής, και απ' όσα βλέπω, μόνο αυτή. Ωςεκτουτού, στα ελληνικά συντάσσεται με τοπωνύμιο το οποίο προηγείται της λέξης και αποδίδεται ως «από....μεριά».

Μάλλον ρετρό υποκοσμιακή σλανγκ θα τη χαρακτήριζα, αν και πριν 15-20 χρόνια είχα ακούσει στη ροή του λόγου μη τουρκόφωνης και μη τουρκομαθούς καλλιεργημένης σαλονικιάς φίλης τη φράση «Ισταμπούλ ταραφιντάν» ως δηλωτική σχέσης με / προέλευσης από την Πόλη. Δεν ξέρω αν είναι σε όποια χρήση στη Σαλονίκη πχ. Ας μιλήσουν οι βόρειοι.

  1. - Εσείς καλέ, είστε από πού;
    - Κρήτη ταραφουντάν κούκλα μου [...]
    επαέ

  2. AΞΙΩΜΑΤΑ...ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΕΣ...ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ...ΜΑΣΤΕΡ ΠΛΑΝ... ΚΑΦΕΝΕ...ΤΑΡΑΦΙΝΤΑΝ! εκεί

  3. Mπουρντά λύνονται οι απορίες εγκλεζακίου σχετικά με τη χρήση του tarafιndan στην καθομιλουμένη τουρκική.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τον Μπάμπη δεν τον τσέκαρα είναι η αλήθεια, πάντως ο Τριαντά δεν τόχει, αν και μάλλον καθομιλουμένη ήτουνε παρά σλανγκ (άντε επαγγελματική το πολύ-πολύ). Οπότε βρίσκω ευκαιρία να το χώσω εδεπά, κι όποιος έχει αντίρρηση να μου τηλεγραφήσει.

Τριατατικός το λεπόν εκαλείτο ο υπάλληλος του προπολεμικού Υπουργείου Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων, Τηλεφώνων και Ζήμενς. (Αχαριστία [ρε πστ](http://www.slang.gr/definition/5640-re-pst), τζάμπα τα χώσανε τα φράγκα οι τεντέσκοι, τους κόψανε το Ζ απ' τη μαρκίζα. Από την άλλη, πώς θα τους λέγανε αλλιώς τους τριατατικούς, Τα Τρελά Τα Ζουζουνάκια; Ε, είχανε κι οι δικοί μας ένα δίκιο...).

  1. Έλαβε το απολυτήριο του Γυμνασίου και στη συνέχεια εργάστηκε ως υπάλληλος τηλεγραφητής (τριατατικός) στο Υπουργείο Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων (Τ.Τ.Τ.) [...] με το Λαϊκό Κόμμα [...] προσχώρησε στο Κόμμα Φιλελευθέρων [...] επανεξελέγη για τέταρτη και τελευταία φορά, πάντα με την ΕΡΕ [...] Άτιμη τηλεφωνία, άλλους τους ανεβάζεις

  2. [...]Μ. Ρέντζος, τριατατικός, μέλος της Επιτροπής, γραμματέας της νομαρχιακής Επιτροπής ΕΑΜ Πρέβεζας (εκτελέστηκε ξυλοκοπούμενος και συρόμενος στα πεζοδρόμια της Πρέβεζας) [...]
    κι άλλους τους κατεβάζεις.

    • Τριατατικοί λέγονταν τα μέλη του σωματείου Τηλεγραφητών, Τηλεφωνητών, Ταχυδρομικών, μέλος του οποίου ήταν ο Χ. Φλωράκης, τηλεγραφητής ήταν η δουλειά του μέχρι που βγήκε στο βουνό. Ως τηλεγραφητής πρωτογνώρισε μέσα από τις πάμπολλες μεταθέσεις του απ' άκρη σ' άκρη την Ελλάδα. Αιμοσταγής κομμουνιστοσυμμορίτης τριατατικός εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιομοδίτικο, χέβυ ντιούτυ μπινελίκι για μισητούς νεκρούς. Μονοθεϊστικής προέλευσης, εφόσον ξεκάθαρα συνδέεται με διαόλους, τριβόλους, τα καζάνια της κόλασης, θειάφια, σκατόλακκους, φωτιές, κολασμένες λυσσάρες καλόγριες και ταλιμπάν. Υποψιάζομαι ότι το χρησιμοποιούν τύποι δυσκοίλιοι, στερούμενοι άλλων μέσων έκφρασης της απέχθειάς τους προς τον μεταστάντα.

Λέγω (αλλά ποιος μ' ακούει), ότι και αυτή η έκφραση μάλλον εμπίπτει στην κατηγορία των μη χρησιμοποιούμενων πλέον στον προφορικό λόγο, που ωστόσο επιζούν στον γραπτό τοιούτο, και δη τον ιντερνετικό.

Να σας εξομολογηθώ τέλος ότι έφερνα και πίπουλα για να διακοσμήσω το λήμμα, αλλά τα πήρε ο αέρας τα γαμημένα. Ο ίδιος που σκόρπισε και καναδυό επιπλέον λογοτεχνικά παραδείγματα που (νόμιζα ότι) είχα να σας παραθέσω, από Καζαντζάκη μεριά μου φαίνεται. Οπότε θα βολευτείτε με τα βρισκούμενα, και μην πυροβολείτε τον πιανίστα παρακαλώ.

  1. [...] ΤΙΣ ΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΒΑΛΕ Ο ΠΙΣΣΟΚΟΚΚΑΛΟΣ ΠΟΛΩΝΟΕΒΡΑΙΟΣ [...]

Ιντερνετική επάλειψη / στεγανοποίηση οστών τεθνεώτος Βαλκάνιου σοσιαλιστή ηγέτη, περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος.

  1. Ο Παπαδογιάννης κατώρθωσε να καταβάλη τον Μουσταφάν και, αφού του έδωκε της χρονιάς του, του είπε:
    - Μπουρμά! Επεράσαν κείνα πού κάτεχες. Επέρασ’ ο καιρός που μαχαίρωνε ο κύρης σου ο πισσοκόκκαλος για το σημαντήρι. Εδά κτυπά καμπάνα και γλήγορα θα την ακούσης και στ’ αυτί σου κοντά!

Ι. Κονδυλάκης «Η καμπάνα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.

  1. Η σιγανομουρμουριστή ψαλμουδιά, π' αρχίνησε ο παπάς τράβηξε σαν κλώσσα πίσω της το πλήθος και καθώς κατηφόριζαν ακούστηκε η στριγγιά φωνή της Καλλιρώς:
    - Στ' ανάθεμα και στην πισόβραση, κολασμένε!

Στρ. Αναστασέλλη «Το μοσακό», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

  1. Πίσσα στα κόκκαλά του, που έλεγαν κάποτε.

Πισσοκόκκαλης (από σφυρίζων, 29/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εμείς οι αιμοσταγείς χασάπηδες δε σηκώνουμε και πολλά-πολλά. Λίγα τα λόγια λοιπόν, μη γίνει η σφαγή του Δράμαλη εδώ μέσα:

Τσατίρα είναι το βαρύ μπαλταδάκι / χασαπομάχαιρο που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των οστών του σφαγίου και τον τεμαχισμό του σε μπριτζολίκια, κόντρα φιλέτα και λοιπά ορεκτικότατα.

Η γραφή τσατήρα που εντόπισα στο νέτι δικαιολογείται από την προέλευση της λέξης, το ταυτόσημο τουρκικό satır. Αν κάποιος άφρων έχει αντίρρηση, να έρθει με την τσατίρα του να καθαρίσουμε. Εγώ πάντως θα έρθω με αυτό και θα τον σατιρίσω καταλλήλως.

Ιδού

«...άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί»
Μάρκος Βαμβακάρης - Αυτοβιογραφία, Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ. Εκδ. Παπαζήση

Νομίζω ότι πλέον πρέπει να αντικατασταθεί το μαχαίρι με έναν μπαλτά ή μια σατίρα.* Να μην φτάνει στο κόκκαλο. Απλά να το κόβει τελείως.
σατίρα = το εργαλείο που ο χασάπης κόβει τα χοντρά κόκκαλα, βαρύ και αποτελεσματικό.
εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία