Επιπλέον ετικέτες

Είναι ο φρύνος, είδος μεγάλου βραδυκίνητου καφέ βατράχου γνωστος και ως αφορδακός ή μπράσκα ή μπάκακας ή φρύνος ή ράνα ή μπουσάκα ή ασκουβάζα, ανάλογα με την περιοχή που συναντάται.

Συμπαθές αμφίβιο που ο λαός, τουλάχιστον στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Αχαΐα, το λέει βούζα.

Συνήθως έτσι αποκαλούμε και τους χονδρούς ανθρώπους με φουσκωμένη κοιλιά!

Σταμάτα να τρως μωρή, έχεις γίνει σαν βούζα!

Βουζα (από dragontas, 18/12/09)βουζας (από dragontas, 18/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει ότι ήμαστε πολύ χάλια, τόσο ώστε να μας κλαίνε ακόμη και οι ρέγγες. Τώρα, γιατί οι ρέγγες και όχι κάποιο άλλο ψάρι, ή άλλο ζώο, ή πρόσωπο, είναι απορίας άξιον. Εικάζω ότι η επιλογή της ρέγγας οφείλεται στην εμφάνιση της αποξηραμένης (καπνιστής, λιαστής κ.λπ.) ρέγγας που λέγεται και τσίρος. Ο όρος τσίρος χρησιμοποιείται για τον πολύ αδύνατο άνθρωπο, τον λιπόσαρκο, αυτόν που είναι για λύπηση· επομένως όταν μας κλαίνε οι ρέγγες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλο χάλι, πιάσαμε πάτο.

  1. Ρε, κλωτσοσκούφι βλέπουμε! Σέρνονται όλοι, είναι να τους κλαίν' οι ρέγγες.

  2. Έφυγε η Μερόπη με τον Αντώνη και τον παράτησαν μπουκάλα. Είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες.

  3. Αν μας φέρουν προϊσταμένη την Ανθούλα είμαστε να μας κλαίν' οι ρέγγες.

Ρέγκες καπνιστές (από panos1962, 08/11/09)(από panos1962, 08/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος.

Κάποτε αγόρασα ένα σετ εργαλείων για το τζάκι και ο καταστηματάρχης είπε στον υπάλληλο: «Φέρε έναν κρεμανταλά από την αποθήκη!» (!)

- Με έσπρωξε ένας κρεμανταλάς στο μπάσκετ και με σακάτεψε!

ο κρεμανταλάς του τζακιού (β παράγραφος) (από GATZMAN, 22/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποκοριστικό του πουτάνα, έχει όμως ορισμένες σημασιολογικές αποχρώσεις που δικαιολογούν κττμγ μια ξεχωριστή ανάρτηση.

  1. Ως υποκοριστικό εἰναι πιο γουτσιστικό από το πουτάνα, βγάζει μια τρυφερότητα, μπορούμε να φανταστούμε να το λέει κάποιος λαγνοβοών γαμησιάτικα μπινελίκια, νταξ σεξιστικό και προσβλητικό μπορεί να είναι, αλλά είναι λιγότερο βαριά προσβόλα από το πουτάνα.

  2. Παραπέμπει σε νεαρό ξέκωλο, ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, τσουλάκι, τσιμπουκοϋβρίδιο, δηλαδή σε λολιτοειδές που ξεσηκώνει με την προκλητική του εμφάνιση, νάζια, καμώματα και λοιπή συμπεριφορά.

  3. Επειδή εδώ μας ενδιαφέρει η γλώσσα, να σημειώσω ότι το καίριο είναι ότι συνοδεύεται συχνά από μια Γενική Κτητική. Κάποιος είναι το πουτανάκι κάποιου. Το οποίο σημαίνει μια σχέση απόλυτης υποταγής, διαθεσιμότητας, συχνά εξευτελισμού και διαθεσιμότητας στον εξευτελισμό, μια σχέση πάγια εντέλει που πολλές φορές μάλιστα πανηγυρίζεται από την πλευρά του πουτανακίου ως απόλυτη ερωτική αυτοπροσφορά. Άλλο τώρα ότι συχνά δημιουργούνται διαλεκτικές τύπου Εγελιανής διαλεκτικής κυρίου-δούλου ή διαλεκτικής μπότομ φρομ δε τοπ. Αυτός που έγινες πουτανάκι του είναι συχνά και αυτός που σε έκανε πουτανάκι εν γένει.

  4. Η Γενική Κτητική μπορεί να αφορά και σε τόπο. Παραμοσχάρι το πουτανάκι του νησιού. Το πουτανάκι της Φιλοσοφικής. Σημαντικό ρόλο παίζουν εδώ και τα οριστικά άρθρα.

  5. Ένα κλικ πιο μεταφορικά μπορεί να σημαίνει άνθρωπο εθελόδουλο που εκχωρεί το αυτεξούσιον, την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του για να γλείφει τους ισχυρούς και τα συμφέροντα. Και πάλι έχει σημασία η Γενική Κτητική, ποιανού πουτανάκι έχεις γίνει. Και πάλι μπορεί να πανηγυριστεί ότι "ναι θέλω και γίνομαι το πουτανάκι τους αλλά για τον τάδε σκοπό".

  6. Ταυτοχρόνως δεν παύει να έχει και τις διάφορες υβριστικές σημασίες του πουτάνα, λ.χ. αφερέγγυα, προδότρα, μπιτσάρα σε ένα πιο χαριτωμένο κλικ.

  1. Ευρωπαία μουνάρα πουτανάκι γαμιέται για λευτά με άγνωστο στον δρόμο. (Από σάιτ για ενήλικες).

  2. Αγαπητό Cosmopolitan: όλο με καλεί στο σπίτι του για ταινία και όλο με φιστικώνει! Tελικά είμαι σινεφίλ ή πουτανάκι; (Εδώ).

  3. Είχα γίνει το πουτανάκι του πεθερού μου. (Από το flock.gr, στήλη: Απιστίες).

  4. Ο θειος μου Γιαννης με εκανε πουτανακι...... (Από το kseskisteme.blogspot.gr)

  5. Ελένη: “Με γαμούσε ασταμάτητα! Είχα γίνει το πουτανάκι του!” (Από σάη με ερωτικές ιστορίες).

  6. Το αρσενικό πουτανάκι της Αφέντρας Όλγας. (Από το Greekfoot.gr).

  7. To πουτανάκι των Αλβανών. (Aπό το gayworld.gr)

  8. Η Κορίνα Βασιλοπούλου αποκάλεσε «πουτανάκι των δανειστών» έναν δημοσιογράφο του capital.gr. Και ξεσηκώθηκε σάλος. (Εδώ).

  9. Η Ελλάδα είναι το πιο πιστό πουτανάκι της Δύσης. (Εδώ).

  10. Το πουτανάκι του νησιού. Το πουτανάκι της Φιλοσοφικής. (Τίτλοι ερωτικών ιστοριών αλλού στο ιντερνέτι).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γκόμενα που, είτε ως προς την εμφάνισή της ή ως προς τις διαθέσεις της, εκπέμπει πολύ αγριάδα κιέτσ'. Αγριάδα φετιχιστική, αγριάδα φεμινιστική, αγριάδα ροκ, πάντως κάτι που φέρνει σε ατίθασο και ανεξάρτητο και επιθετικό συγχρόνως.

Το ντύσιμό της δεν είναι απαραίτητα αντροπρεπές. Μπορεί δηλαδή να σκάσει και με μίνι μέχρι την σκωληκοειδίτιδα. Αλλά το στυλάκι θα είναι «εγώ θα σου πω, μωρό, τι θα μου κάνεις, όχι εσύ», στάση που μπορεί να έχει εφαρμογή από το κρεβάτι μέχρι κάθε άλλη δραστηριότητα του καθημερινού βίου, από τον οικείο και τον παρτενέρ μέχρι τον οδηγό της νταλίκας στην εθνική οδό, και που βασίζεται στην άποψη ότι «η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα».

Παρόλο που η ανωτέρω περιγραφή είναι πολλά υποσχόμενη, μια τέτοια γυναίκα δεν είναι πάντα όμορφη.

Συγγενές λήμμα: νταλικέρης.
Αντώνυμο: σεξουλιάρα.

Ρε συ είδα την Χ. στον δρόμο και τρόμαξα να τη γνωρίσω... Από παρθενοπιπίτσα που ήταν, έγινε ένα αγριόμουνο ολκής, απίστευτο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Δεν αφορά στον πολιτικό προσανατολισμό τινός, αλλά στην εκ γενετής προδιάθεση των γεννητικών του οργάνων του να τείνουν προς τα αριστερά ή δεξιά του παντελονιού.

Πρόκειται για κλασική ερώτηση που κάποτε έθεταν στους πελάτες τους οι τελούντες πλέον υπό εξαφάνιση ράφτες.

- Από τα μέσα του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν οι Φραγκοράφτες που έραβαν τις «ευρωπαϊκές» ενδυμασίες. Οι Φραγκοράφτες αντικατέστησαν σιγά-σιγά τους αμπατζάδες και από τις αρχές του 20ου αιώνα κυριάρχησαν εντελώς στην παραγωγή των ενδυμάτων. Φραγκοφορέθηκα, έλεγαν στην Μικρά Ασία, ντύθηκα Ευρωπαϊκά. Φραγκιά έλεγαν την Γαλλία και γενικά την δυτική Ευρώπη. Ο φραγκοράφτης έφτιαχνε ανδρικές φορεσιές. Έπαιρνε με τη μεζούρα τα μέτρα του πελάτη. Μετρούσε: στήθος, πλάτη, μάκρος, μανίκια, καβάλο. Ρώταγε «είσαι δεξιός ή αριστερός;» Έβαζε σημάδια πάνω στο ύφασμα και το έκοβε...
(εδώ)

- Δεν ξέρω αν είμαι αριστερός ή δεξιός. Νομίζω πως δεν χωράω πουθενά, αλλά καλού-κακού θα ρωτήσω το ράφτη μου.
(εκεί)

- Πιστεύω ότι «δεξιά κι αριστερά» υπάρχει σήμερα μόνο στα…ανδρικά παντελόνια..που γίνονται με παραγγελία στο ράφτη. Κι αν λάβουμε υπόψιν ότι στην πλειοψηφία οι άνδρες αγοράζουν έτοιμα τα παντελόνια τους αντιλαμβάνεστε το αποτέλεσμα…
(παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα με κακοφτιαγμένο σώμα, όπως λεπτή στην πλάτη, μεγάλη περιφέρεια ή γοφούς, γενικά ασύμμετρη.

- Καλά, προχθές όχι μόνο έγινες γκολ, αλλά την έπεφτες και στην ΧΧΧΧ.
- Πλάκα κάνεις; Εμ, βέβαια με τόσο πιοτί και η μπατάλω μου φαινότανε τοπ μόντελ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πολύ άσχημη και χοντρή γκόμενα.

Πώς είσαι έτσι μωρή φακλάνα γαμώ το κερατό σου;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Λαϊκός είναι προσδιορισμός για τον άνθρωπο με λαϊκά γούστα και συνήθειες.

Εδώ δε μιλάμε φυσικά για τον όρο λαϊκός γενικά, αλλά για τον προσδιορισμό που συνήθως δίνεται σε ανθρώπους που έχουν τέτοια γούστα και συνήθειες, ενώ όμως εργάζονται, συχνάζουν, εμπλέκονται ή είναι αποδεκτοί σε χώρους που δε φημίζονται για τη λαϊκότητά τους –στους οποίους χώρους ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα και γι΄αυτό και του κολλάει ο χαρακτηρισμός «του λαϊκού». Μιλάμε για το χαρακτηρισμό που δίνεται συνήθως με αυτή τη διατύπωση «ο Χ ο λαϊκός», π.χ. ο «Χρήστος ο λαϊκός», το οποίο για συγκεκριμένους χώρους και παρέες μένει συνήθως σκέτο ως «ο λαϊκός».

1.1. Με άλλα λόγια, ένας νταλικέρης, οικοδόμος, χασάπης, ψαράς, τυροπιτάς, μπαρμπέρης, υδραυλικός, μπογιατζής, λαϊκατζής, ταρίφας, επαγγελματίας αλογομούρης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί λαϊκός, αφού λίγο πολύ εξυπακούεται ότι είναι. Π.χ. η φράση «λαϊκός ταρίφας» ή «ο ταρίφας ο λαϊκός» ακούγεται γελοία, λόγω πλεονασμού.

1.2 Ένας τραπεζικός υπάλληλος, ωστόσο, ή δικηγόρος, ή γιατρός, ή και νοσηλευτής ακόμα, ένας βιβλιοπώλης, φοιτητής, καθηγητής σε σχολείο και σπανιότερα σε πανεπιστήμιο, ένας μηχανικός, φαρμακοποιός, μουσικός φιλαρμονικής, πληροφορικάριος κ.τ.ό., μπορούν να είναι «λαϊκοί» ακριβώς επειδή οι πλειοψηφικοί άλλοι σε αυτούς τους χώρους δεν είναι.

Για να ξεχωρίζουμε τους λαϊκούς τύπου 1.1. από τους λαϊκούς τύπου 1.2., και χωρίς άλλη πρόθεση (no shit), θα γράφουμε τους τελευταίους εντός «».

1.3. Οι «λαϊκοί» απαντούν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες αλλά ασφαλώς ο αριθμός τους φθίνει (καθώς οι νέοι που έχουν τα φόντα να γίνουν «λαϊκοί» γίνονται κάγκουρες ή μάλλον τρέντουλες, ή δε γίνονται καθόλου λαϊκοί). Απαντούν έντονα στην ηλικιακή ομάδα 45–65, υπάρχουν αρκετοί στα 35–45, αλλά πού και πού ξεπετάγεται κάποιος και στις χαμηλότερες ηλικίες. Υπάρχουν ασφαλώς και «λαϊκοί» αρκετοί μεταξύ των αιώνιων φοιτητών.

  1. Ειδική κατηγορία «λαϊκών» είναι οι αριστεροί και αναρχικοί λαϊκοί, οι οποίοι ξεχωρίζουν γιατί είναι ένα κλικ πιο κοντά στην εργατική τάξη, ένα κλικ λιγότερο αμπελοφιλόσοφοι, και ένα κλικ περισσότερο σεξιστές –στο λόγο τουλάχιστον– απ' ό,τι επιβάλλει η πολιτική ορθότητα ή/και η γραμμή στους χώρους αυτούς. Σε αυτούς τους χώρους, μπορεί κάποιος να χαρακτηρίζεται «λαϊκός», επειδή (ή μάλλον αν και) ασκεί λαϊκό επάγγελμα, κι έτσι ακριβώς ξεχωρίζει από τους φοιτητές και τους άλλους διανοουμενίζοντες που συνήθως είναι ενεργοί εκεί –θα πρέπει, όμως, ο «λαϊκός» να έχει και λαϊκές συνήθειες (βλ. παρακάτω) για να του κολλήσει ο τίτλος, απλά το λαϊκό επάγγελμα δεν αρκεί αλλά και δεν αποκλείει τον τίτλο.

2.1. Να τονιστεί ότι πολλοί εργατοπατέρες είναι λαϊκοί τύποι, συνήθως όμως αυτοί χαρακτηρίζονται περισσότερο ως λαμόγια επειδή, πέραν των άλλων, χρησιμοποιούν τη λαϊκότητά τους για να αποκτήσουν έρεισμα και απήχηση –και όχι μόνο.

    1. Ο λαϊκός που περιγράφουμε εδώ δε βλέπει τη λαϊκότητα εργαλειακά ή τουλάχιστον δεν τη χρησιμοποιεί με πολύ χυδαίο τρόπο, επειδή ακριβώς η λαϊκότητα δεν είναι επιλογή του, αλλά γεννήθηκε με αυτήν ή έστω ένιωσε ένα πολύ ισχυρό κάλεσμα προς αυτήν –έτσι, τη σέβεται, και τη χρησιμοποιεί, ίσως, μόνο για να μην του τα πρήζουν περισσότερο απ' όσο πρέπει με μανιαμουνιές, σε εργασιακούς ή πολιτικούς χώρους.

2.3. Q: Μπορεί ένας δεξιός να είναι «λαϊκός»; Α. Ναι, αν δεν είναι αγριοχρίστιανος ή Ελληνάρας μέχρι αηδίας (τότε είναι απλά λαϊκιστής, βλ. «εκμεταλλεύομαι τη λαϊκότητά μου για ίδιον όφελος»).

2.4. Q. Μπορεί ένας κουκουές; Ναι, αν του αρέσει περισσότερο ο Ζαγοραίος από τη Φαραντούρη και το παραδέχεται –αλλά αν είναι ο «λαϊκός» της κοβα όντως θα παραδέχεται επίσης και ότι το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα.

2.5. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο «λαϊκός» έχει πολιτισμική αν όχι και πολιτική συγγένεια με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα. Για το χαρακτηρισμό όμως ενός χ ΠΑΣΟΚου ως «λαϊκού» θα πρέπει να υπάρχει περισσότερη λαϊκότητα απ΄ότι λαϊκισμός. Με τον εξαχρειωνισμό του Σημίτη, ο λαϊκός αν δεν μετεξελίχθη σε λαμόγιο, είναι πολύ πιθανό όντως να είναι γνωστός ως «ο λαϊκός».

  1. Πολιτίκ ή απολιτίκ, και ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, επαγγέλματος και κοινωνικής τάξης, ο «λαϊκός» συγκεντρώνει κάποια ή όλα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά.

3.1. μιλάει λαϊκά, αναμιγνύει δηλαδή στο λόγο του μάγκικες εκφράσεις, από τη νύχτα, το τζόγο, την αργκό της πιάτσας κάποιων δεκαετιών πριν. Καμιά φορά και φράσεις από την αγροτοκτηνοτροφική ζωή, ή από χειρωνακτικά επαγγέλματα (οικοδομή πιο πολύ). Δεν είναι όμως επιδεικτικός με τη γλώσσα και κυρίως αποπνέει ότι μπορεί να σταθεί τόσο στο λιμάνι όσο και στο σαλόνι.

3.2. ακούει λαϊκά, παλιά (πέραν του Ζαγοραίου, επίσης ο Καζαντζίδης είναι οκ, αλλά κυρίως Μαργαρίτη, Μενιδιάτη, Διονυσίου ασφαλώς) και νέα κατηγορίας σκυλάδικου (λιγότερο όμως –ίσως Τερζή, άντε Γονίδη, ίσως Τερλέγκα, όχι όμως Μελά και από Μητροπάνο τα μη κουλτουρέ). Αν έχει καταγωγή από επαρχία, ακούει και δημοτικά. Δεν ακούει ρεμπέτικα (αυτά είναι για φοιτητές), δεν πίνει μπάφους (άν έχει καβαντζώσει τα 40), έχει όμως, ωστόσο, μια γενναία τάση για αλκοολίκι.

3.3. Έχει περάσει τα νιάτα του στα μπουζούκια και στη γύρα γενικότερα, έχει καταστραφεί τουλάχιστον μια φορά από κουμάρι, ώσπου διορίστηκε κάπου ή τέλειωσε τη σχολή και μπήκε στην παραγωγή ή άνοιξε μαγαζί και ψιλοηρέμησε. Πλέον, είναι καφενόβιος με στέκι. Ξέρει και τις χαρτοπαιχτικές λέσχες και τα καζίνα –ανάλογα με το βαλάντιο. Στην Αθήνα μπορεί να είναι και ερασιτέχνης πλέον αλογομούρης.

3.4. Ντύσιμο: φοράει πουκάμισο πάντα, αλλά ποτέ γραβάτα. Το πουκάμισο κλασικό. Το χειμώνα σακάκι, ή δερμάτινο μπουφάν (όχι παλτό), από μέσα πουκάμισο, ζωσμένο. Υφασμάτινα παντελόνια κυρίως, αλλά και τζιν. Ένα μεγάλο δαχτυλίδι επίσης σύνηθες, όχι όμως στους πολιτικοποιημένους (οι οποίοι φοράνε εξίσου συχνά με πουκάμισο και μπλουζάκι πόλο).
3.4.1. Τσιγάρο ελληνικό, όπως και ο καφές. .

3.5. Οδηγεί παλιά σχετικά μοντέλα από μάρκες αξιόπιστων αυτοκινήτων, κυρίως Γερμανικά (ίσως είχε κάνει και Γερμανία): bmw, opel, όχι όμως μερσεντέ.
3.5.1. Οδηγεί επίσης ακομπλεξάριστα παπί ή και βέσπα.

3.6. (Ανάλογα και με την ηλικία) υπήρξε γυναικάς και νταλκαδιάρης, αν και όχι απαραίτητα Ο γόης –δεν τις άφηνε όμως και αδιάφορες της γυναίκες. Στη σύζυγο τα έχει φορέσει πολλάκις αλλά δεν το ξέρει κανείς –αυτή το υποψιάζεται αλλά τον γουστάρει. Οι πλέον αυθεντικοί έχουν χωρίσει και ξαναπαντρευτεί μία έστω φορά και πληρώνουν διατροφή ή έχουν εξώγαμο.

  1. Οι λαϊκοί του είδους που περιγράφουμε, αν και έχουν καταφέρει να σταθούν σε πλήθος επαγγελματικούς και κοινωνικούς χώρους, είναι δεδομένο ότι μπορούν να επικοινωνήσουν καλύτερα με τους ανθρώπους του είδους τους (λαϊκούς και «λαϊκούς», δλδ.).

4.1. Ο «λαϊκός» δεν είναι απαραίτητα ο σούπερ κιμπάρης, αλλά σίγουρα δεν είναι και γύφτος. Κυρίως δεν είναι επιδεικτικός, ενώ είναι μερακλής. Είναι γενικά λογοτιμήτης.

4.2. Ένα επίσης γερό κριτήριο είναι ότι ο «λαϊκός» δεν έκανε ή δε θα κάνει πολλά λεφτά στη ζωή του, ούτε όμως και πείνασε/θα πεινάσει –κυρίως επειδή το χαρτί το σκορπάει. Γενικά, θεωρείται σωστός, κυρίως γιατί αυτό που κάνει το κάνει καλά. Ωστόσο, η λαϊκότητά του κάνει και πολύ κόσμο να στραβομουτσουνιάζει, κυρίως βέβαια τους πορδήθεν.

Αν ο «λαϊκός» θα επιβιώσει θα το δούμε. Υφίσταται πολλές πιέσεις και τα πράγματα είναι άσχημα.

[I]Ζητώ συγγνώμη για το σεντόνι, ελπίζω να έγινα κατανοητός με αυτήν περιγραφή ενός ιμπρεσιονιστικού ανθρωπότυπου . Ο λόγος ύπαρξης του εκτενούς και ενδεχομένως χασμουρητικού ορισμού είναι να συμβάλει στην αποφυγή καταχρήσεων του όρου «λαϊκός» στην περιγραφή λαϊκιστών, λαμογιών ή απλώς κάφρων[/I].

  1. - Καλά δικέ μου ο καρδιολόγος που εγχείρισε τον παππού κορυφή, πολύ «λαϊκός»... μέσα στο χειρουργείο λέει είχε χαμηλά Ζαγοραίο και άκουγε...
    - Άντε ρε... Και στο ιατρείο μέσα τον Αντρέα κορνίζα;
    - Αφού, μετά το Γιακούμπ, αυτός τον έβλεπε...

  2. - Πάλι ο Γιάννης ο «λαϊκός» τ' ακούει αυτά; Τι είναι, μπλάκμαν;
    - Χαμήλωσε το ρε Τζοοον...
    - Τζον: Αφού κύριοι το γνωρίζετε, όταν μελετώ δικογραφίες θέλω ν' ακούω το Στελάρα μου...

  3. Ο μαθηματικός μας ωραίος τύπος... Έρχεται κάθε μέρα με το παπί αλλά στην τρίχα... Και κάνει και γαμώ τα μαθήματα.
    - Αυτό το άφτερ σέιβ όμως ρε πούστη...
    - Έ είναι «λαϊκός» ο τύπος... Την κάσκα του την είδες, αντίκα...

  4. Έσκασε στη συνέλευση ο Πέτρος ο «λαϊκός»... Σούζα όλοι νά 'βλεπες, ακόμα και οι Δαπιτόφλωροι...
    - Έκλεισε με τσιτάτο από Μαργαρίτη;
    - Όχι, Λένιν, κατ΄εξαίρεση...

"Ο ά(ν)θρωπος ο λογικός είναι τύπος λαϊκός" (από Khan, 28/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία