1. Υποτιμητικός όρος για την γυναίκα που επιβλέπει την καθαριότητα στις τουαλέτες δημοσίων χώρων, νυχτερινών κέντρων, κλπ.

  2. Γενικά, η γυναίκα που υποτιμούμε.

  1. Ήθελα να πάω στην τουαλέτα, αλλά με σταμάτησε η σκατού λέγοντάς μου να περιμένω λίγο να τελειώσει το σφουγγάρισμα.

  2. -Είδες τι του έκανε, η σκατού, του ανθρώπου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που προσδιορίζει την για τον πούτσο γκόμενα, αναφέρεται για άσχημες γυναίκες, τόσο σε θέμα χαρακτήρα, αλλά κυρίως εμφανισιακά.
Συνώνυμο με τις λέξεις: πουτσομούρα, μπάζο, πατσαβούρα.

Ου μωρή πέτσα πάρε πούλο μη σε σαπακιάσω στο ξύλο!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η καπότα, ή κράνος, φτιάχτηκε για να κάνει παρέα στον πέοντα προστατεύοντάς τον από κεφαλικούς φόρους και παράσημα που παρέχονται απλόχερα, ειδικά κατά τη διέλευσή του από αδιερεύνητα βαθύσκιωτα φαράγγια. Εκεί η ρώσικη ρουλέταθερίζει.

Τι υποδηλώνει ο όρος «τρύπια καπότα»;

1) Όταν μιλάμε για τρύπια καπότα, αναφερόμαστε σε άχρηστο κράνος. Άρα αναφερόμαστε σε άχρηστο άνθρωπο (ανεξαρτήτως φύλου).

2) Το κράνος αυτό, δεν φτάνει ότι δεν προστατεύει, επιβαρύνει κιόλας με την παρουσία του αυτόν που τον φοράει. Άρα όταν αναφέρουμε τον όρο, μπορεί να αναφερόμαστε και σε κάποιον, που ζει παρασιτικά εις βάρος άλλων.

3) Το άχρηστο αυτό κράνος, είναι ftpπροδιαγραφών και με την κλασσική (για χρήση πέοντα) αλλά και με τη σλανγκική έννοια (gtp). Άρα η εκφορά του όρου, παραπέμπει σε άτομα, που προσεγγίζουν το μηδενικό επίπεδο, το επίπεδο του τίποτα.

4) Το κράνος αυτό έρχεται σε επαφή με σιχαμερές ουσίες, άρα παραπέμπει σε σιχαμερά άτομα.

Σημείωση: Ο όρος βγάζει πολύ τσαντίλα και συσσωρευμένη οργή όταν εκφέρεται.

Δες και λήμμα: καπότα.

  1. Δυο συνεταίροι τσακώνονται.
    - Α να χαθείς μωρή τρύπια καπότα.
    - Γιατί με βρίζεις;
    - Γιατί είσαι ένα άχρηστο υποκείμενο. Δεν προσφέρεις τίποτα, ενώ έχεις τις... απαιτήσεις.

  2. Ο Πέτρος ξέρει ότι ο Κώστας έχει παράνομη σχέση μακράς διάρκειάς και τον εκβιάζει οικονομικά, προκειμένου να μην το παίξει Αρτέμης Μάτσας στη γυναίκα του Κώστα, μαρτυρώντας της την κατάσταση.
    Κάποια στιγμή ο Κώστας τα παίρνει στο κεφάλι.
    Κώστας
    - Α ρε... είσαι μια τρύπια καπότα.
    Πέτρος:
    - Γιατί;
    Κώστας:
    - Γιατί μου 'χεις μπαστακωθεί, ρε σιχαμένο υποκείμενο, στο σβέρκο και μου ρουφάς το μεδούλι, προκειμένου να μη με ρουφιανέψεις στη γυναίκα μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.

Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).

Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).

το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αδύνατος άνδρας, σε τέτοιο βαθμό που ο θώρακας του παραπέμπει σε πιατοθήκη (à la Στάθη Ψάλτη).

Πιθανότατα πρωτοειπώθηκε σε καβγά όπου ο αδύνατος, πλην τζώρας, προτάσσει τα στήθη διαρρηγνύοντας τα ιμάτια του. Aκολούθως, βέβαια, ακούει την μάγκικη απάντηση (βλ. παράδειγμα).

- Πού πας μωρή πιατοθήκη, που μού βγάζεις και το πουκάμισο; Κάτσε ήσυχα μη φας κάνα μπουκέτο και πας πίσω στο χρόνο!

(από Abas, 05/11/09)Σκαφοειδής θώρακας (Pectum excavatum): Εισολκή στο κατώτερο ήμισυ του στέρνου (από allivegp, 06/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.

  2. Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.

  3. Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.

  4. Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.

  1. Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).

  2. Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...

  3. α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
    ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).

β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).

  1. Έχουμε και την μπουρδελιάρα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε γαμώ το μπουρδέλο τους, γαμώ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος σκατόφατσας.

Κυριολεκτικά είναι ο νταβάς, ή αυτός που εικάζουμε λόγω εμφάνισης, αύρας, κύρους, ότι είναι νταβάς. Για να είναι χαρακτηριστική νταβατζόφατσα πρέπει να είναι και άσχημος, να έχει αποτυπωθεί στην φάτσα του το ψήσιμό του στην ζωή και τη νύχτα, λ.χ. με ουλές κ.τ.ό.

Ακόμη μπορεί να ειπωθεί για κάποιον που έχει ύφος ή μάλλον έξη αποτυπωμένη στο πρόσωπο νταβατζή με την μεταφορική έννοια, δηλαδή διεφθαρμένου εκμεταλλευτή που απαιτεί παντοειδή νταβατζιλίκια. Νταβατζόφατσες βρίσκει κανείς συχνά μεταξύ δημόσιων λειτουργών.

Επίσης για κάποιον άσχημο και μεγάλης ηλικίας που κυκλοφορεί με θεόμουνο. Σε αυτή την περίπτωση η νταβατζόφατσα ορίζεται όχι αφ' εαυτής, αλλά συνταγματικά από την συνάφειά της, δηλαδή είναι το θεόμουνο που καθιστά τον ηλικιωμένο άσχημο νταβατζόφατσα (αν και μπορεί απλά να είναι σκατόφατσα με την καλή έννοια, όπως την ορίζει ο Χαλικούτης).

Παραθέτω από το Νέτι, όπου το βρήκα κυρίως ως φάτσα νταβατζή:

  1. εχτες το απογευμα που λετε υστερα απο μια μικρη βόλτα ακριβως στην φυλης και ακριβως εξω που δουλευει το χριστινακι βλεπω μια φατσα νταβατζη αλλο πραμα.Ηταν ενας Ελληνας απο οτι τον εκοψα μαζι με μια εκδιδομενη κοπελα που μαλλον ειχε σχεση μαζι της γτ περιμένανε να ανεβουν στην μηχανη του,ο νταβας αλβανος, θα τον δειτε πολλες φορες ενα μετρια σε υψος αρκετα σωματωδεις χοντρος και με μια μεγάλη ουλη κοκκινη στο αριστερο μερος του προσωπου και συγκεκριμενα του λαιμου του,κυκλοφορει συνήθως τα βραδια αλλα τυχαια τον πέτυχα το μεσημερι, προσωπικα ευχήθηκα το παιδι που θα εφευγε με την κοπέλα να μην ειχε μπλεξιματα με τους συγκεκριμένους γιατη δεν χαριζουν κάστανο.Εκατσα λοιπον δηθεν 2 μετρα ποιο περα και με ενα βλέμα δηθεν οτι δεν μπορω να επιλέξω σπιτη να παω, ακουγα κατι ψιλα, και ακουσα κατα τυχη τον λογο που εχει την ουλη στο πρόσωπο ,λεει << μαγκα την βλέπεις αυτην την ουλη, αυτη μου την κάνανε αντιπαλοι νταβατζήδες για μια κοπέλα και συγκεκριμενα για τα λεφτα που θα επερνε ο καθενας, μπορει να επεφτα νεκρος τώρα>> στην τελικη εμενα στα παπαρια μου τι θα παθουν αυτα τα εκτρώματα, αλλα εμενα με κανει αλλο πραμα και σκαω...εμενα αλλο μου την δινει, σε μεγαλο ποσοστο τα λεφτα μας τα κονομανε αυτοι;
    εε οχι ρε φιλε, Ε ΟΧΙ... (Εδώ).

  2. Το κείμενο αυτό το αφιερώνω στον ακατανόμαστο χοντρό ελεγκτή (με φάτσα νταβατζή) που ''συχνάζει'' στις γραμμές 3, 13 και 10 του τρόλλευ στην κηφισίας, ο οποίος εδώ και κάτι μήνες μου έκοψε πρόστιμο επειδή το εβδομαδιαίο εισιτήριο που κατείχα, είχε λήξει 10 λεπτά πριν τον έλεγχο. (Εδώ).

  3. στην πλαζ αλιμου εχω πετυχει καμια 5-6 ρωσιδοπιπινια με τα ζιαβυ χυμα και διπλα κατι 60 φευγα κλασικες νταβατζοφατσες.. γαμω τα γελια σκηνικο.. σουρεαλισμος λεμε. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το μπουρδέλο, αλλά και κάθε ευαγές ίδρυμα, όπου κορασίδες προσφέρουν σεχουαλικές υπερεσίες επί χρήμασι, λαδή και το κωλόμπαρο και το μασατζίδικο και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Όμως χρησιμοποιείται και μεταφορικώς, όπως και το μπουρδέλο, για να σημάνει έναν τόπο, όπου επικρατεί μπάχαλο, χάος, ανομία, καθώς και ως βρισιά για να δηλώσει χώρο αντιπάλου, λ.χ. το γήπεδο αντίπαλης ομάδας, ή τα κεντρικά γραφεία αντίπαλου κόμματος (όπως και το πουτανόσπιτο).

Την έκφραση χρησιμοποιούσε και η Μαλβίνα Κάραλη.

Πάσα (Δ.Π.): Mr Cadmus.

  1. ι φασι ειναι οποσ στα ελινικα μασατζιδικα...μεσα σε πολικατικιεσ..
    ι μονι διαφορα ειναι οτι σε αυτα δεν ιπαρχι καμια ενδιξι στιν εξοπορτα οποσ στα δικα μασ τα πουταναδικα που να προσδιδι οτι εκει μεσα προσφερετε αγορεα ΓΚΑΥΛΑ!
    διλαδι με λιγα λογια αν δεν εχισ καπιον που να σε παει δε προκιτε να τα βρεισ ποτε! (Εδώ).

  2. Αυτον που ξορκιζει το ασφυκτικο του δυαρακι στολιζοντας το με κινεζικα μπιχλιμπιδια τραβεστι και το κανει ενα μικρο πουταναδικο,μπας και παραμυθιαστει οτι η ζωη του δεν ειναι τελικα τοσο χαμενη οσο πραγματικα ειναι. (Εδώ).

3.α. ΟΙ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΡΟΜΙΚΟ ΠΟΥΣΤΙΚΟ ΤΣΟΓΛΑΝΑΡΑΙΚΟ ΛΕΞΙ ΛΟΓΕΙΟ ΤΩΝ ΡΟΥΦΙΑΝΩΝ ΚΑΙ ΠΟΥΤΑΝΑΔΩΝ ΤΩΝ ΜΠΟΡΤΕΛΟΜΑΓΑΖΩΝ ΤΟΥ ΔΙΕ ΘΝΟΥΣ ΦΗΜΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΔΙΚΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ. (Εδώ).

β. αλλαξομουνιές στο ΠΟΥΤΑΝΑΔΙΚΟ ΠΑ$$ΟΚ (Εδώ).

(από Khan, 13/03/12)κάντε κλικ να μεγαλώσει η εικόνα... (από MXΣ, 13/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία