Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Δοκίμως, αποτελεί αλιευτικό δίχτυ πάρα πολύ πυκνό και κατάλληλο για το ψάρεμα μικρών ψαρακίων, όπως οι αθερίνες. Η λέξη είναι σπάνια και δεν υπάρχει σε Μπάμπη και Τριαντάφυλλο. Συνήθως τίθεται στον πληθυντικό: αθερινόδιχτα.

Μεταφορικώς, έχει διάφορες σημασίες. Η πιο ενδιαφέρουσα είναι ότι χρησιμοποιείται ειρωνικώς για να αποδώσει το αγγλικό Fishnet, δηλαδή είτε το λεγόμενο καλσόν- δίχτυ, είτε το εσώρουχο με μορφή διχτυού που φοριέται φετιχιστικώς όχι μόνο στα πόδια, αλλά σε όλο το σώμα και αναδεικνύει τις καμπύλες, τα τουμπανόβυζα και τους μυικούς όγκους, προσφέροντας μια κατιτίς παραπάνω κίνκι αίσθηση. Στα δίχτυα του πιάνονται όχι μόνο αθερίνες, αλλά και λούτσοι. Ασφαλώς, η ονομασία του ως αθερινόδιχτου έχει σκοπό να καταρρακώσει την όποια καλλιέργεια σεχουαλικής ατμόσφαιρας. Η Βικούλα παρατηρεί ότι το Fishnet στα πόδια και τα χέρια είναι ίδιον και goth και punk μόδας.

Επίσης, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου κάποιος μεταφορικώς προσπαθεί να πιάσει τα μικρά ψάρια, ενώ αφήνει τα μεγάλα ψάρια να ξεφύγουν. Δηλαδή σε περιπτώσεις μηντιακού ή δικαστικού ή κρατικού τουκανισμού, όπου όλη η προσοχή πέφτει λ.χ. σε πλημμεληματάκια, ή στον πολύ κόσμο που μικροπαραβατεί ενώ σημεία και τέρατα γίνονται ατιμώρητα. Τότε λέμε ότι ο τάδε λ.χ. εισαγγελέας ή εφοριακός κ.τ.ό. «βγήκε για ψάρεμα με το αθερινόδιχτο». Δημοσιογράφοι με αθερινόδιχτο είναι και οι διάφοροι δημοσιοκάφροι που συνειδητά δεν ψαρεύουν μόνο σελεμπριτόνια, αλλά και μικρούς ήρωες της καθημερινότητας, λ.χ. σε κάτι ρεπορτάζ του Σταρ, όπου οργώνουν τις παραλίες για να πάρουν συνεντεύξεις από σέξι ανώνυμες λουόμενες, παγκοσμίου φήμης άγνωστους εξαπάκετους και διερχόμενους λουοδύτες. Οι υπερήφανοι συνεντευξιαζόμενοι παρομοιάζονται τότε με αθερίνες, ως μικρά ψάρια- βορά τ. κρέας για κανόνια του δημοσιοκάφρου.

Επίσης, σε εκφράσεις τ. «αθερινόδιχτα μπαλώνουμε;» κατά το μπρίκια κολλάμε; των μπρικολάκων ή στέλνω κάποιον να μπαλώσει αθερινόδιχτα κατά το στέλνω για τσιγάρα. Το τελευταίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αθλητικό βρις-οφ εναντίον οπαδών του Ολυμπιακού- γαύρων.

@ Γερμανός μεταφραστής: Δυσαλίευτα τα ευρήματα στο αθερινόδιχτο του γούγλη, οπότε η έκφραση είναι σπάνια.

  1. α. Η Τζέσικα με υποδέχτηκε φορώντας μόνο ένα αθερινόδιχτο που τόνιζε τα τουμπανόβυζά της. Έμεινα μαλάκας να παρατηρώ πώς οι ρώγες- κάγκελο ξεπρόβαλλαν μέσα από τα δίχτυα.

β. - Μωρό μου τι το φόρεσες το αθερινόδιχτο; Θέατρο πάμε...

γ. mporei na foroyse atherinodixto h typhsa...tote allazei....;) (Εδώ διαδικτυακό εύρημα αμφίβολο).

δ. ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΠΛΕΡΕΖΕΣ ΑΦΟΡΕΤΕΣ, ΕΧΟΥΝ ΓΙΝΕΙ ΣΑΝ ΑΘΕΡΙΝΟΔΙΧΤΟ ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΟΡΟ ΒΕΒΑΙΑ, ΑΝ ΕΙΣΤΕ ΒΑΖΕΛΟΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ME EΛΑΦΡΑ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ ΝΑ ΤΙΣ ΦΟΡΕΣΕΤΕ ΚΑΙ ΣΑ ΦΟΡΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΚΑΛΣΟΝ) ΤΟ ΒΡΑΔΥ. (Εδώ επίσης).

  1. Το αθερινόδιχτο του ρεπόρτερ (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος τζάκετ, πανωφοριού δηλαδή. Από το flight jacket, που αναφέρεται σε αρκετές παραλλαγές του ενδύματος.

Στα ελληνικά σημαίνει κάτι τέτοιο: Κοντό, με λάστιχο στην μέση, συνθετικό, γυαλιστερό σαν φόδρα μέσα κι έξω, εξωτερικά μαύρο ή λαδί, εσωτερικά φωτεινό πορτοκαλί, με σχεδόν ανύπαρκτο γιακά. Τσέπες με φερμουάρ και θήκες για στυλό (όπου έμπαιναν φυσίγγια, για εφέ) ψηλά στα μανίκια, στο ύψος του μπράτσου και τσέπες χαμηλά για να μην κρυώνουν τα χέρια. Ντουμπλ-φας (φοριέται και το μέσα έξω) και αντιανεμικό, ανάλογα βέβαια με την ποιότητα της κατασκευής.

Κάποτε πολύ της μόδας, μετά υποβιβάστηκε σε πιο καγκούρικη επιλογή, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, αρχές ενενήντα. Έως τα μέσα των 90's, απ' όσο θυμάμαι, είχε περιπέσει πια σε ανυποληψία ή έστω, σε χρήση ως το μπουφάν των μαστόρων πάνω στο γιαπί.

Ξεχωριστή ιστορία έχει το φλάι για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ (π.χ. βλ. εδώ). Στην θύρα 4 όσοι είχαν φλάι το φορούσαν ανάποδα, με το πορτοκαλί του απ' έξω. Ήταν μια περίοδος που στην Βόρεια Ελλάδα το φλάι ανάποδα είχε φτάσει να σημαίνει για τον καυλοπιτσιρικά την στολή της οποιασδήποτε ιδιαίτερης περίστασης με χαρακτήρα καταδρομικής: κατάληψη, πενταήμερη, τσαμπουκάδες με άλλα σχολεία και τέτοια.

  1. Από εδώ:

Δηλωνω δημοσιως οτι μετανιωνω οικτρα για οσες φορες εχω χλευασει τα φλαϊ και αυτους που τα φορανε. Σημερα ειδα το This is it κι ο Μαϊκολ φοραγε ολη την ωρα ενα φλαϊ. Κανονικο. Πορτοκαλι απο μεσα και με τα ολα του.

  1. Από εδώ:

θυμάμαι κερκιδα παοκ να φορανε ολοι fly.. και στα γκολ τα γυρναγανε στα πορτοκαλι ολοι :D

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για ειδική περίπτωση ψωλίτας. Και πάλι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με κοπέλα που αρέσκεται να καβλώνει τους δύστυχους άντρες και να συναναστρέφεται με πολλά κοντάρια (ή και όχι τόσα πολλά). Αυτό που περιγράφει την περίπτωσή της, είναι ότι κυκλοφορεί συχνά- πυκνά έξω ξεβράκωτη! Φοράει φούστες, τζινάκια, κολλανάκια, αλλά το μέσα απουσιάζει. Η δράση της μπορεί να εντοπιστεί και στα γυμναστήρια, όπου μερικές φορές χρησιμοποιεί κολλάν, αλλά δίχως εσώρουχο. Στόχος της να προσελκύσει το μέγιστο αριθμό αντρών.

- Είδα την Άντζι σήμερα στο γυμναστήριο... φορούσε ένα κολλάν και διαγραφόταν ο κώλος της...
-Χμμ... και το στρινγκ της να υποθέσω;
- Αμάν... τώρα που το λες δεν το είδα... δεν πρέπει να φορούσε τίποτα...
- Και αυτή είναι ξεβρατογκόμενα τελικά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προστακτική του ρήματος «ζώνομαι», κύρια χρήση από μαμάδες προς παιδιά και συζύγους προς τους άντρες τους (σπανιότερα από γυναίκες προς τους γκόμενούς τους).

Σημαίνει: «Βάλε τη μπλούζα / το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι σου».

Παράγωγα:
μτχ.: ζωσμένος, επίθ.: άζωστος, συνθ.: κακοζωσμένος.
Διάσημος άζωστος ή/και κακοζωσμένος: Johnny Depp.

- Ζώσου παιδάκι μου, πώς θα βγεις έξω έτσι;
- Αμάν ρε μάνα, έτσι είναι μόδα!
- Πώς είναι η μόδα δηλαδή; Να κυκλοφορείς άζωστος, σαν τον λέτσο;

Johnny Depp και οικογένεια Depp. (από mafie, 28/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νέος ή γέρος, fun της Goth μουσικής και lifestyle, που χλαπακιάζει ασυστόλως burgers, πατατάκια, πίτσες και παιδάκια με το αίμα τους, με αποτέλεσμα να γίνεται παχύσαρκος και να μεγαλώνουν τα βυζιά του. Επιμένει να φορά όμως κολλητά μαύρα και δερμάτινα και μπιχλιμπίδια και να γίνεται ρόμπα στους Goth κύκλους. Από Βισιγότθος.

- Ακούνε οι ελέφαντες Goth; - Ο Λάκης είναι, ο Βυζιγότθος.

(από xalikoutis, 02/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπλουζάκι Αλέφαντος: Το μπλουζάκι Αλέφαντος είναι συνήθως ριγέ, μπλε με κόκκινο, αν και απαντάται και σε άλλους συνδυασμούς και φέρει γιακαδάκι.

Ουσιαστικά πρόκειται για μπλουζάκι τύπου Polo μόνο που είναι αγορασμένο από τη λαϊκή Ταμπουρίων.

Έχει την τιμή να φέρει το όνομα του σπουδαίου κόουτς μια και ο ίδιος τα τιμά κατά κόρον.

Τα φορούν άνδρες που έχουν πατήσει τα -ήντα και που στριμώχνονται στα τρόλεϊ.

- Και μου δίνει μια ο γερομπισμπίκης με το μπλουζάκι Αλέφαντος και τα ψώνια από το «Γαλαξία», κόντεψα να πέσω χάμω.
- Του λέω «τι κάνεις ρε κωλόγερε»;, ήθελε να χτυπήσει το εισιτήριό του.

(από Khan, 27/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλλιώς ο μπαζοκρύφτης, δηλαδή τα τεράστια τρέντι γυαλιά τύπου πούλμαν, που θυμίζουν παρμπρίζ λεωφορείου, έχουν δε ως κύριο σκοπό να κρύψουν την μπαζοσύνη του μπάζου που τα φορά και να κόψουν κάτι από την επιθετικότητα της ωστικής δύναμης του μπαζούκας.

Συνηθίζονται πολύ στο Facebook, από κοπελιές που δεν το έχουν με την εμφάνιση, πλην είναι φιλότιμες και δεν θέλουν να παραιτηθούν από το παίγνjιο της σαγήνjης.

Αρχαιοκαυλιστί: ἀλεξίμπαζον, φωγαλλιστί: para-baze, ενώ ο μπαζοκρύφτης είναι το cache-baze. (Πλάκα κάνω γερμανέ μεταφραστή).

Πάσα: allivegp.

- Ωραίο γκομενάκι αυτή η φίλη σου η Εύα92, κάτσε να την κάνω κι εγώ μια προσθήκη.
- Όπα, κοτζάμ μπαζοκόφτη δεν τον είδες, γιατρέ μου; Γιατί νομίζεις ότι τον φοράει;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά είναι το αποβαλλόμενο δέρμα των ερπετών που αποτελείται μόνο από νεκρά κύτταρα και που όλοι έχουμε δει κάποια φορά σε περιήγηση στην εξοχή. Λέγεται και «πουκάμισο» ή φιδόντυμα.

Επίσης κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα αμφίβια, αλλά και με τα έντομα, όπως τα τζιτζίκια, που το δέρμα τους το συναντάμε το καλοκαίρι στα δέντρα και είναι πορτοκαλί (παράδειγμα 1).

Σλανγκικώς όμως, έτσι χαρακτηρίζεται συγκεκριμένο ρούχο, συνήθως μπλουζάκι, από όλους τους βλέποντες (καμιά φορά κι από τυφλούς που έχουν οξυμένη την όσφρηση), όταν ο κάτοχός του το φοράει συνέχεια -αφενός διότι είναι πτωχός κι έχει, βαριά, άλλο ένα, αφεδύο διότι είναι τσίπης και δεν πάει να αγοράσει κάνα ρούχο και αφετρία επειδή είναι πολύ κολλημένος (στα όρια του αυτισμού) και θέλει να φοράει μόνο αυτό το ρούχο σε σημείο που όλοι να τον θυμούνται εξ ανακλητικής μνήμης με το συγκεκριμένο.

Οι μασχαλιαίες περιοχές βέβαια σφύζουν από αμμωνιαζόλ και, όταν το βγάζει το βράδυ για να κοιμηθεί, το ακουμπά στο πάτωμα διότι πλέον στέκεται όρθιο δίκην θώρακος πανοπλίας (παράδειγμα 2).

  1. Το δεύτερο δέρμα
    Όταν το παλιό «πουκάμισο» της κολουβρίδας ξεραθεί,
    το φίδι το αποβάλλει, μιας και το δέρμα αυτό, που αποτελείται
    από στρώματα νεκρών πλέον κυττάρων, δεν αναπτύσσεται μαζί με το ερπετό.
    Με τον ίδιο τρόπο αποβάλλουν το παλιό τους δέρμα και τα αμφίβια.
    Μετά το στάδιο της νύμφης, τα έντομα εξελίσσονται σε τέλειους οργανισμούς.
    Αντίθετα τα θηλαστικά και τα πουλιά σχηματίζουν εκ νέου μικρές
    ομάδες δερματικών κυττάρων, αποβάλλοντας τα νεκρά κύτταρα.
    Τα μαλάκια, όπως τα σαλιγκάρια, δεν παύουν να αναπτύσσονται ποτέ,
    κάτι που φαίνεται από τις ραβδώσεις στο καβούκι τους.
    Αντίθετα, τα σπονδυλωτά αναπτύσσουν τα οστά τους σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής τους.

  2. - Είδες τον Γρηγόρη;
    - Μπα! Έχω να τον δω τρεις-τέσσερις μέρες.
    - Νά' τος ρε έρχεται καμαρωτός με το δεύτερο δέρμα του...
    - Τον πούστη, ακόμα το φοράει ρε, θα 'χει κολλήσει απάνω του.
    - Και θα στέκεται και όρθιο, γάμησέ τα, ευτυχώς που έχω δέκα μποφόρ ιγμορίτιδα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γενεσιουργός αιτία πολλών κιτς θεαμάτων στο δρόμο.

Η σύγκρουση με την ντουλάπα του εν λόγω αοιδού είναι η μόνη λογική εξήγηση για τις ενδυματολογικές προτιμήσεις αρκετών συνανθρώπων μας. Τουτέστιν, όταν συναντάμε στο δρόμο κάποιον με καπέλο με φτερά, κολλαριστό παντελόνι με τσάκιση, τύπου καμπάνα, φούξια πουκάμισο και σακάκι με γαλάζιες πούλιες, τότε καταλαβαίνουμε πως ήρθε σε σύγκρουση με την περί ης ο λόγος γκαρνταρόμπα.

- Καλέ! Φούξια γόβες με εμπριμέ εσάρπα φοράει! Αμ τις πούλιες που τις πας;
- Την καημένη... Μετωπική με την ντουλάπα του Φλωρινιώτη θα 'χε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται σε ρούχα υπερβολικά εφαρμοστά/κολλητά στο σώμα. Όπως οι κάλτσες.

Γραμματικοσυντακτικώς, πρόκειται μάλλον για επίρρημα που δηλώνει τον τρόπο.

  • Τα τζιν τα φοράω πάντα κάλτσα για να διαγράφονται τα τετρακέφαλα από μέσα.

    Συνώνυμα:

  1. τσίτα (επίθ. τσιταριστός)
  • Το παντελόνι μου έρχεται τσίτα/μου είναι τσιταριστό.

    1. τέζα
  • Μου έρχεται τέζα το μπλουζάκι, θα το αλλάξω.

    1. βαφτιστικό (μαμαδίστικη σλανγκ)
  • Τι είν' αυτό το μπουφάν που αγόρασες παιδάκι μου; Αυτό είναι βαφτιστικό σου, δεν ντρέπεσαι να κυκλοφορείς έτσι έξω;

    1. σωλήνας (συνήθουσλυ μόνο για παντελόνια).
  1. Γουστάρω αυτά τα ιταλικά πουκαμισάκια, τα μεσάτα.. Και εννοείται πάντα χτυπάω ένα νούμερο μικρότερο, μη σου πω και δύο. Τα θέλω κάλτσα, να διαγράφεται το φλεβίδι στο χέρι.

  2. Μη το πάρεις τελείως κάλτσα, θα 'σαι σα γκαραγκιόζης.

Helllllllo, big boy! (από Vrastaman, 21/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία