Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Συνώνυμο του χαλαρά του οποίου μάλιστα συνήθως έπεται στον λόγο ή, σπανιότερα, προηγείται. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι απολύτως σίγουρο, εξασφαλισμένο και θα γίνει (ή έγινε) γλυκά-γλυκά, χωρίς καμμία απολύτως προσπάθεια ή κούραση.

Σε ό,τι αφορά την προέλευση, η προφανής αναφορά είναι στο σβήσιμο της μηχανής του αυτοκινήτου στην κατηφόρα, όπου το τουτού τσουλάει όμορφα, άκοπα και αθόρυβα.

Μια άλλη εκδοχή, πιο αμφίβολη αλλά και πιο ψαγμένη, παραπέμπει στην υψηλή τέχνη της ανδρικής κομμωτικής. Ο όρος σβηστά εδώ αναφέρεται στα μαλλιά πίσω στο σβέρκο και εννοεί ότι ο κουρέας δεν αφήνει ευθεία, μονοκόμματη γραμμή στο ύψος του γιακά, συνήθως με τη μηχανή, αλλά δουλεύει τσίκι-τσίκι το ψαλίδι ώστε το μάκρος εκεί να βαίνει βαθμιαία μειούμενο και η γραμμή να σβήνει αχνά - στα αγγλικά to taper off. Αυτό το στιλ συμβατικά θεωρείται πιο απαλό, πιο άνετο, λιγότερο απότομο και αυστηρό.

Τη χρήση της λέξης έτσι την έχω ακούσει μόνο από Σαλονικιούς, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει απαραίτητα και κάτι. Είναι δε χρήση απολύτως τρέχουσα.

  1. - Τι έγινε, πρώτε; Το πηδοπόρευσες το Μαράκι, τελικά;
    - Χαλαρά, μεγάλε, σβηστά... Έπεσε τηλέφωνο με το που ήρθε από Βρυξέλα και η δουλειά μας έγινε γουίθ δη ουάν...

  2. - Ρε συ, θα τα πάρουμε τα λεφτά; Αυτός χρωστάει σε όποιον μιλάει Ελληνικά...
    - Ναι ρε, βέβαια, σβηστά, άστο που σου λέω... χαλαρά θα τα δώσει... εμένα μ' έχει ανάγκη ο καριόλης και θα πέσει...

(από johnblack, 14/01/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έλεγχος ή διασταύρωση ανεπιβεβαίωτης πληροφορίας.

Προέρχεται από το αγγλικό «check» που σημαίνει, ακριβώς, «ελέγχω», «διασταυρώνω». Ο όρος διαδόθηκε στο ευρύ κοινό κατά τη δεκαετία των ογδόνταζ, μέσω των σατιρικών εκπομπών της Μαλβίνας Κάραλη («Malvina Hostess»), που αποτέλεσαν πρόδρομο παρόμοιων εκπομπών («Αλ Τσαντήρι», «Ελληνοφρένεια» κλπ).

Ενίοτε, ο όρος χρησιμοποιείται και για αναξιόπιστα πρόσωπα, π.χ. «θα σε τσεκάρω», ή «θα την καρατσεκάρω» κλπ.

  1. - Μου είπαν ότι στο σλανγκρ κυκλοφορεί λαθραία τσόντα. Δες το λήμμα «μουνί καλλιγραφίας».
    - Τι μου λες; Θα το καρατσεκάρω πάραυτα!

  2. - Η Μαίρη πήγε για δουλειά στην Αθήνα.
    - Πήγε για δουλειά ή για «δουλειά»;
    - Λες; Θα την τσεκάρω!

Malvina Hostess (από panos1962, 12/11/09)

Βλ. επίσης καρατσεκαρισμένο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην πραγματικότητα είναι το όνομα μελλοντολόγου που δουλεύει σε τοπικό κανάλι της Πελοποννήσου. Γενικότερα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον που είναι σίγουρος για το τι θα γίνει, σαν να είναι μέντιουμ.

- Θα γράψω 14,500 και θα περάσω στην Κομοτηνή. Σπίτι θα βρω απέναντι από την κεντρική πλατεία στάνταρ.
- Σιγά ρε χορταρέα... Μην είσαι τόσο σίγουρος για όλα.

(από Hank, 09/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

... όπου εδώ, χμ, δεν είναι η γενική πληθυντικού της λέξης ποτό, είναι ένα θαρραλέο γλωσσικό άλμα κατά το οποίο κλίνεται το αδιαμφισβήτητα άκλιτο ως επίρρημα ποτέ. Αυτό γίνεται για να τονιστεί όσο δεν πάει άλλο το απίθανο και το αδύνατο της υπόθεσης για την οποία μιλάμε. Πρόκειται λοιπόν για κάτι που δεν θα συμβεί ποτέ μα ποτέ, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποθέτω μπορεί να μεταφραστεί και στα αγγλικά ως never of the drinks.

- Xα! τώρα με την οικονομική κρίση θα χορέψει καλά ο Κ.
- Τελέρε, αυτός;! Μη χαίρεσαι! Δεν υπάρχει περίπτωση! Που κραχ να γίνει, αυτός δεν θα μείνει στον δρόμο ποτέ των ποτών, είσαι καλά;

Δες και στο τσακ του τσακός, ποτέ μην πεις ποτό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα που βγήκε από την ταινία «Το ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο» (βλ. παράδειγμα 1) και χρησιμοποιείται σήμερα με χιουμοριστική διάθεση (βλ. παράδειγμα 2).

  1. ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ (ΤΣΑΓΑΝΕΑΣ): - …μα πού ακούστηκε… πού ακούστηκε βεβαίως βεβαίως… ο πρώτος τυχόν Φλωράς να σηκώνει το χέρι του και να χτυπά μίαν Παπασταύρου, την κόρη του Θεμιστοκλέους Παπασταύρου… του Θεμιστοκλέους, βεβαίως βεβαίως.

  2. - Θα δοκιμάζατε να κάνετε μια παρτ του παρτ (part to part) συναρμολόγηση του υπολογιστή σας;
    - Βεβαίως («του Θεμιστοκλέους βεβαίως βεβαίως»).
    Δεν έχω φραγμούς στο σεξ... εννοώ στο κομπιούτερ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα από τα γκρηκλιστικά επιρρήματα νέας κοπής, πρβλ προφάνουσλυ, πρεζούμαμπλυ, παρεμπίπταμπλυ κ.ά. Ασφάλουσλυ, σημαίνει «ασφαλώς».

- Τελικά Τάκης είναι το Ντέρτι, ή Νίτσα;
- Ασφάλουσλυ και είναι Τάκης!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίρρημα. Σημαίνει «σίγουρα». (Για ειρωνική χρήση βλ. εδώ) Συνώνυμο: γκαραντί.

Χρησιμοποιείται πολύ στο στρατό. Όχι για κάποιον ειδικό λόγο, απλώς γιατί στο στρατό κυκλοφορούν μονίμως τόσες φήμες ώστε είναι πάντοτε ανάγκη να τις επιβεβαιώνεις όσο μπορείς. Πέραν αυτού, χρησιμοποιείται και στην κοινωνία.

Προέρχεται μάλλον από όρο των αλογομούρηδων και λοιπών στοιχηματζήδων.

  1. - Τελικά Δευτέρα βγαίνουν οι μεταθέσεις;
    - Όχι ρε, ποια Δευτέρα; Από βδομάδα και αν.
    - Στάνταρ;
    - Ε τώρα, τι στάνταρ... Έτσι λένε.

  2. - Τριημεράκι τι θα κάνεις;
    - Μα θα παίξει τελικά τριήμερο;
    - Ναι ρε, στάνταρ!
    - Ξέρω 'γώ, άμα παίξει τελικά θα δω.
    - Καλά, είσαι χαζός; Δευτέρα είναι του Αγίου Πνεύματος, πού ακούστηκε να μας τη φάνε;

(από rigo21, 24/05/09)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Ανδρέας Παπανδρέου το έλεγε με έναν πολύ ιδιαίτερο επιτονισμό, που τον απαθανάτισαν ο Χάρρυ Κλυνν κι ο Γιώργος Μητσικώστας. Έκτοτε, το «πράγματι» είναι ένα επίρρημα που σλανγκίζεται εύκολα σε παρέες, με την ως άνω παπανδρεϊκή προφορά, για να εκφράσει συμφωνία, συναίνεση σε μια παρατήρηση, συγκατάνευση έστω και με μισή καρδιά, αλλά και να καλύψει τον νεκρό χρόνο μεταξύ σημαντικότερων σλανγκισμών. Νομίζω ότι καταλαβαίνετε όλοι για ποιο πράγμα μιλάω...

- Πάντως, το λήμμα σου δεν είναι και πολύ σλανγκ. Μεταξύ μας τό 'λεγε κι ο παππούς μου όταν έκανε καμάκι στην συχωρεμένη την γιαγιά.
- Πράγματι! Άκου τότε το άλλο το καλύτερο: ...

όχι ακριβώς το ίδιο πράγματι, αλλά από το 4.30 κ μετά παίζουν κάμποσα:) (από jesus, 19/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά διαφήμιση της εταιρείας ηλεκτρικών ειδών Πίτσος. Σλανγκίζεται σεξουαλικώς για κάποιον που μας εμπνέει εμπιστοσύνη κατά το «ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ, μεγάλη και σίγουρη!» και το αυτόν ξέρετε, αυτόν εμπιστεύεστε!. Το λέμε για μεγαλόπουτσο fuck buddy που δεν επιθυμούμε το κατιτίς παραπάνω (γάμο, οικογένεια), αλλά ξέρουμε ότι είναι σταθερή αξία, θα μας περιμένει, όποτε ξεμείνουμε (για γυναίκες μιλάω), θα ικανοποιήσει κτλ... Αποφασιστική εν προκειμένω είναι η ομοιότητα του «Πίτσος» με το «πούτσος». Πρόκειται για συνήθη σλανγκισμό, βλ. λ.χ. και το λήμμα πιτσαράς, ο.

Πηγή: GATZMAN, σχόλιο Hank στο αυτόν ξέρετε, αυτόν εμπιστεύεστε!

- Καλά, πώς και η Λάουρα μια κοπέλα με τόση εκχειλίζουσα σεξουαλικότητα μένει τόσα χρόνια με τον Μένιο; Σχεδόν μονογαμική θα την έλεγες...
- Πίτσος! Εμπιστοσύνη! Κι η Λάουρα, ως γνωστόν, πάνω απ' όλα είναι νοικοκυρά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση λέγεται για να τονίσει ότι, αυτό στο οποίο αναφερόμαστε, αποτελεί τη μοναδική λογική επιλογή στις τρέχουσες περιστάσεις, ότι πρόκειται για κάτι δοκιμασμένο, για «αξία σταθερή στο χρόνο».

Έχει παρατηρηθεί να δηλώνει και τη λύση ανάγκης.

Από παλιά διαφήμιση της χλωρίνης Klinex, στο τέλος της οποίας ακουγόταν εκείνη η γνωστή, αντρική φωνή με την ιδιαίτερη χροιά που παρέπεμπε σε αυθεντία: «Χλωρίνη Klinex. Αυτήν ξέρετε, αυτήν εμπιστεύεστε!»

Είναι slang τώρα αυτό;

-Και πού πάμε τέτοια ώρα χωρίς να 'χουμε κλείσει τραπέζι;

-Στο ΧΥΖ. Αυτό ξέρετε, αυτό εμπιστεύεστε.

(Έχασε) (από patsis, 19/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία