Επιπλέον ετικέτες

Ο φαντάρος που δεν πατάει ποτέ στην μονάδα.

Σε κάποιες βυσματικές μονάδες του στρατού και κυρίως στο ναυτικό και στην αεροπορία, οι παλιοί, αργά ή γρήγορα (ανάλογα με το δόντι), γράφουν στα παπάρια τους τη μονάδα και δεν ξαναπατάνε. Αλλά επισήμως (στα χαρτιά κτλ) είναι παρόντες και καμιά φορά κάνουν και αισθητή την παρουσία τους, όπως πχ στην πρωινή αναφορά (κλίση), όπου ο οπλονόμος φωνάζει το όνομά του και τον προσπερνάει λες και τον άκουσε να δηλώνει παρών!! (μπρρρρ... ανατριχίλα)

- Πού σε πάνε;
- Σούδα, στον Ναύσταθμο σε ρυμουλκό... έχω ακούσει ότι παίζουν καλά...
- Καλά θα 'ναι ρε μαλάκα, αλλά καλύτερα να γίνεις φάντασμα σε καμία τέτοια μοναδούλα όπως εδώ, παρά να βλέπεις τον μονιμά μέχρι το τέλος...

Macchia nera (το Μαύρο Φάντασμα ελληνιστί) (από HODJAS, 01/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ελληνογενής ξένος όρος όπως δηλώνει κι ο dimitriosl σε έτερο ορισμό, «προέρχεται από τον κλασικό ήρωα παλαιών κόμικς και ταινιών, Φαντομά -Γαλλιστί: Fantômas».

Χρησιμοποιείται: ---σαν δημοσιογραφικό κλισέ για να δηλώσει τον καπάτσο κατ’ εξακολούθηση ασύλληπτο κακοποιό.

Υποκρύπτει βέβαια ...χαριτωμένα την ανικανότητα των υπεύθυνων αστυνομικών δυνάμεων που ένα τηλεορασόπληκτο κοινό εθισμένο σε σήριαλ με όνομα που αρχίζει από CSI δύσκολα δεν αντιλαμβάνεται πλέον. Και η ΧΑ απ’ το LA ...ένα γράμμα δρόμος.

---στα αεροπορικά σινάφια για τους πιλότους των μαχητικών αεροσκαφών Phantom.

Υπονοεί δικαίως, αναμφισβήτητες ικανότητες σε όλα τα επίπεδα κάποιου μάχιμου λεβέντη μ’ αρχίδια, πάντα στην τσίτα να υπερασπιστεί τη μαμά πατρίδα.

  1. Στα νέα λένε ότι ο φαντομάς Παλαιοκώστας ήταν μέσα στο ελικόπτερο και πήγε να πάρει τον αδελφό του!! Ξεφτίλισε το κράτος!!!!!!!!! Δεν έχει ξαναγίνει αυτό ούτε στις ταινίες χαχαχαχαχα.

  2. Ως έφεδρος πεζοναύτης έχω ζήσει τι σημαίνει να περνάει από πάνω σου ένας φαντομάς και να ρίχνει με τα κανόνια...

  3. Τη Βαλτική θα προστατεύουν οι Γερμανοί Φαντομάδες. Για 4 μήνες τα Phantom της 71ης πτέρυγας Richthofen θα φρουρούν τους Ουρανούς της Βαλτικής πάνω από την Εσθονία τη Λιθουανία και την Λετονία. Είναι η τέταρτη φορά που οι Γερμανοί Φαντομάδες μετασταθμεύουν στο πλαίσιο του BALTIC Air Policing, …..

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Φαντομάς επί το έργον (από sstteffannoss, 25/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο πολεμικό ναυτικό, φασίνα είναι η σκούπα. Χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός προς τον ανάξιο, τον τελειωμένο, τον καραγκιόζη. Επίσης χρησιμοποιείται ως διακριτικό μεταξύ αρχαιότητας στο Σώμα. Έτσι αποκαλούν τους υφιστάμενους οι ανώτεροι, θέλοντας να τους υπονομεύσουν.

Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα που είναι άσχημη, χονδρή, την λεγόμενη πατσαβούρα. Μόνο που δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την εξωτερική εμφάνιση, αλλά και με τον χαρακτήρα που είναι δίχως ευγένεια, τρόπους και τακτ, η γυναίκα «κατσίκα», κατά τον Pavese.

  1. Σκάσε μωρή φασίνα!
  1. Τελειώνετε φασίνες!

  2. Η γκόμενα είναι φασίνα. Δεν τη γαμάω ούτε με μια βαρέλα ουίσκι!

  1. Φέρε μια μάπα (σφουγγαρίστρα) και μια φασίνα να καθαρίσουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πολιτικό μπινελίκι σε βάρος φασιστόμουτρων, χρυσαύγουλων, ναζών, σκινακίων, και πάσης φύσεως απολυταρχικών λαδοποντικαίων με αγκύλωση στο δεξί, μαύρη στρατόκαυλη περιβολή, χουντικό γυαλί, σιδερογροθιά, κ.ταλ.

Δέον να σημειωθεί ότι ορισμένες σταλίνες απευθύνουν τον χαρακτηρισμό σε ευρύτερο πληθυσμό αποδεκτών, πιχί σε φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες, μη μαρξιστές, λάθος μαρξιστές, τροχονόμους, κ.ταλ.

- Aντε ρε παλιοκομμούνι που δεν ασχολείσαι με φασισταριά!
(Η. Κασιδιάρης προς Λ. Κανέλλη)

- Φασισταριό και τ' αρχίδια μου τα δυο
(εδώ)

- «Φασισταριό» vs «Παλιοκομμούνι» - Μια σχέση όλο πάθος!
(εκεί)

- Ποιο είναι το κωλόπαιδο που έχει αρπάξει τον Μανώλη Γλέζο από το λαιμό; Ποιο είναι αυτό το φασισταριό που σηκώνει το κουλό του για να χτυπήσει τον Μανώλη Γλέζο; Τι θα ισχυριστεί αυτό το μπατσοκάθικο; Ότι του επιτέθηκε ο 90χρονος ήρωας της Αντίστασης; Τι φασιστοσκατόφιδα γεννάει αυτό το γαμημένο το σύστημα; Το Γλέζο ρε τσόγλανε; Τον παππού σου ρε καραφασιστοπουσταριό; Παπουτσή απαιτούμε να...αναγνωριστεί το σκατοκάθικο και να καθίσει στο σκαμνί για προσβολή της Ελλάδας… Γιατί ο Γλέζος ρε μπατσορουφιάνοι, είναι η Ελλάδα.
(Χάρρυ Κλυνν, παραπέρα)

(από Vrastaman, 11/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καρακλασικό πολιτικό μπινελίκι σε βάρος χουντόσκυλων, ναζών, σκινακίων, και πάσης φύσεως απολυταρχικών λαδοποντικαίων με αγκύλωση στο δεξί, μαύρη στρατόκαυλη περιβολή, χουντικό γυαλί, σιδερογροθιά και άφθονη πιτυρίδα.

Μετά το ξεφούσκωμα της υπαρκτής μεταπολίτευσης (περίπου το '88), το μπινελίκι εξαπολύεται πολύ πιο ελεύθερα και όχι αποκλειστικά προς ακροδεξιές μπατσόφατσες ή χουντάλες.

Εκ του φασισμού και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μουτρο.

- Μάλλον υπό την επήρεια αυνανισμού βρισκόταν το φασιστόμουτρο (...) Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ όταν διέπραξε τις ειδεχθείς δολοφονίες 77 ανθρώπων, στις 22 Ιουλίου στο νησί Οτόγια και την επίθεση στο Όσλο σύμφωνα με τις αρχές της χώρας. (εδώ)

- Αιμοσταγές φασιστόμουτρο λιντσάρει αναρχό-ποδηλατό-διαδηλωτές.
(εκεί)

- Να την χαίρεστε την “απεργία” σας φασιστόμουτρα του Π.Α.ΜΕ., χαφιέδες του ψευτοκομουνισμού, όταν ξυλοφορτώνετε εργαζόμενους που δεν σας προσκυνούν…
(παραπέρα)

Απαραίτητη αναφορά στον γαλλικό κινηματόγραφο. (από Vrastaman, 15/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φαντάρος που είναι επιρρεπής στο φίδιασμα. Έχει αναπτύξει σε τέτοιο βαθμό τις ικανότητές του στην απόκρυψη-κάλυψη-προσαρμογή στο περιβάλλον του, ώστε να τον ταυτίζουν επάξια με τα εν λόγω ερπετά. Όπως και για τα φίδια, έτσι και γι' αυτόν η ιδιότητα αυτή είναι κριτήριο επιβίωσης, δεδομένου ότι όσο καταφέρνει να μένει στην αφάνεια, είναι σχετικά απίθανο να τον ανακαλύψει κάποιος (ανώτερος) και να τον χώσει.

  1. Αξιωματικός, μπαίνοντας στην αποθήκη με τα σκαπτικά:
    - Ρε φίδι! Γιατί δεν είσαι στο τσάπινγκ μαζί με τους άλλους;!
    Κουλουριασμένος φαντάρος:
    - Σςςςςςς...

  2. Το δεύτερο και χειρότερο, ο στρατός είναι ένα τεράστιο σχολείο της Λούφας. Πολύ γρήγορα σου μαθαίνει να επιζητάς να τη γλιτώσεις από το καθετί. Λίγο αργότερα μαθαίνεις και να τα καταφέρνεις αποτελεσματικά στο λεγόμενο «φίδιασμα» (παραμένεις κρυμμένος αποφεύγοντας την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας). Έτσι καλλιεργήθηκαν γενιές δημοσίων υπαλλήλων. (Από βλόγιο.)

Χρησιμος και για τον στρατο (από xikis, 30/12/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η οικιακή βοηθός εν γένει, ανεξάρτητα από το αν κατάγεται από την συμπαθή χώρα των Φιλιππινών ή όχι. Οι φίλοι της (;;;) την φωνάζουν Φιλίππα. Παρετυμολογείται και από την πινέζα για να χαρακτηρίσει μια ακαθορίστου ηλικίας Asian πιπινέζα.

  2. Μία από τις πλέον σλανγκ στιγμές του Μπάμπη είναι ότι όρισε την φιλιππινέζα και ως «πρόσωπο που χρησιμοποιείται σε βοηθητικές ή δευτερεύουσας σημασίας δουλειές». Το γεγονός αυτό μαζί με τον ορισμό της Φιλιππινέζας ως «οικιακής βοηθού» κόστισε στον Μπάμπη ένα διάβημα από την πρεσβεία των Φιλιππινών, ή τουλάστιχον έτσι το θέλει ο αστικός μύθος.

  3. Ό,τι και η ορντινάντσα. Αναπαράγω τον εύγλωττο ορισμό Ηλεκτρώνος του εν σλανγκ αδελφού:
    «Ο στρατιώτης που εκτελούσε χρέη υπηρέτη και ακόλουθου ενός υψηλόβαθμου στρατιωτικού. Συνήθως κατοικούσε στο σπίτι του στρατιωτικού, αποσπασμένος, και τον βοηθούσε σε οτιδήποτε, από το άνοιγμα της αλληλογραφίας, μέχρι και το ντύσιμο. Ενίοτε, ήταν και αυτός που βόλευε την γυναίκα ή την κόρη του αφέντη, ή και τον ίδιο τον αφέντη, πήγαινε για ψώνια, κράταγε το λαμπατέρ κ.λ.π.». Με αυτήν την έννοια, φιλιππινέζα μπορεί να χαρακτηριστεί λ.χ. ο μεταπτυχιακός φοιτητής που κουβαλάει τον προτζέκτορα ενός Καθηγητή Πανεπιστημίου, ή ένας θαλαμηπόλος στο Ναυτικό (βλ. σχόλιο Χότζα στην ορντινάντσα), ένας επίμονος κηπουρός κ.ο.κ.

  4. Προσφάτως χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ειδικά τον εκτελούντα χρέη σωματοφύλακα - σεκιουριτά σημαντικού προσώπου που χρήζει προστασίας έναντι τρομοκρατικών απειλών.

  1. - Ανησυχώ Σούλα μου, γιατί τώρα τελευταία πιάνω τον Μάκη να γλυκοκοιτάει την φιλιππινέζα μας...
    - Μα και συ γλυκιά μου, παίρνεις φιλιππινέζα ξανθιά, γαλανομάτα και 1.80 να σου μεγαλώσει το παιδί; Δεν είδες τι έπαθε ο Jude Law;

  2. Η ασκούμενη δικηγόρος είναι η φιλιππινέζα του γραφείου. Κάνει όλες τις άλλες δουλειές εκτός από το να δικηγορεί.
    (Το παράδειγμα του Μπάμπη).

  3. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τη Φιλιππινέζα του υπουργείου. Να ξεκινήσουν άμεσα οι εργασίες για το λιμάνι της Σχοινούσας»
    (Δες)

  4. [...] Διέθετε (σ.ς.: εννοείται το θύμα) δύο Φιλιππινέζες που άλλαζαν μεταξύ τους συνήθως ανά βδομάδα. Ο πρώτος ήταν νεαρός 25-30 χρονών με fitness στυλάκι, που συνήθως χάζευε παίζοντας με το κινητό του και χρησιμοποιούσε μηχανή μαύρη-ασημί μάρκας TDM ενώ ο δεύτερος ήταν πιο έμπειρος, 40άρης γκριζομάλλης, είχε αγαπημένη συνήθεια να διαβάζει εφημερίδα πάνω στη μηχανή, να περπατάει σαν να έχει καρπούζια κάτω από τις μασχάλες ενώ χρησιμοποιούσε και αυτός μηχανή on-off transalp. [...]
    (Από την προκήρυξη της Σέχτας Επαναστατών 28/7/2010).

Η φιλιππινέζα Μαίρη Παναγιωταρά  (από GATZMAN, 02/08/10)(από electron, 02/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φίλοι ναζιάρηδες που τους ενώνουν παλιά δεσμά (χειροπέδες, μαστίγια, νουντσάκου, διάφορα μαύρα δερμάτινα παραφερνάλια) και χόμπι (πάκι μπάτσινγκ, σ(ωματ)οδομισμός, εκδορά μικρών θηλαστικών).

Δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση στην σλανγκ, νομίζω;

Βλ. επίσης: ναζός, αυγά, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλα, πουστωδία, 88.

Πάσα: ΜΧΣ.

- Ο Άδωνις και ο Κασιδιάρης γνωρίζονται από παλιά, φίλοι αδολφικοί που λένε.
(τσίου, εδώ)

- Ακροδεξιό Αδέξιο Αδολφάτο Σε λίγο θα μυνήσουν τους εαυτούς τους για «ακατάσχετη ακράτεια ήθους», και τον Θεούλι, για «μη ελεγχόμενη βιοποικιλότητα κατά την δημιουργία», (σχέδια, χρώματα, διαστάσεις κτλ)
(εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φυλακιοφύλακας, εκ του Φ.Φ. (=Φύλαξ Φυλακίου). Ο σκοπός της κεντρικής εισόδου του φυλακίου - συνήθως είναι ο μόνος σκοπός.

Ποιος είναι σήμερα φίφης ρε μάγκες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στράτευμα μηχανικού και σκαπανέων.

Από το Λατινικό fossa (όρυγμα, τάφρος, λάκκος). Στα ποντιακά: φοσίν (λάκκος).

Βλ.: «Το Ιστορικό Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου», Άνθιμος Παπαδόπουλος.

- Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν...

- Χτάλεψον το φοσί σ' («Σκάψε το λάκκο σου» στα ποντιακά).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία