Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπουρδέλο αλλά και ο κάθε άτυπος τόπος συνδιαλλαγής αγοραίου έρωτα (γραφεία συνοικεσίων, κωλόμπαρα, ιεροί ναοί, πεζοδρόμια, κ.α.).

Ο όρος βιζιτάδικο χρησιμοποιείσαι ευρύτατα για πιάτσες όπου τα ΛΟΑΤ κάνουν ψωνιστήρι (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Εκ της βίζιτας.

  1. ... είχε σπιτώσει μια Ουκρανή που την γνώρισε σε βιζιτάδικο, πρόσωπο πονηρούλικο και στρογγυλό με φακίδες και καστανά σγουρά μαλλιά ... (από εδώ)

  2. Τα περισσότερα τρακτέρ στα μπλόκα είναι κλιματιζόμενα. Φτώχεια!!! Όσο για τις επιδοτήσεις τόσα χρόνια ξέρετε που τις έχουν καταθέσει; στα βιζιτάδικα!! Όπου κάμπος ξεφυτρώνουν κι αυτά. (από εδώ)

  3. Ο κατά παραδοχή του στο ακροατήριο ομοφυλόφιλος μάρτυρας, που γνωρίζει καλά, όπως είπε, «τα βιζιτάδικα ου κέντρου της Αθήνας», αφού πληρώνει και ο ίδιος αγόρια για να πηγαίνει μαζί τους, με έντονο ύφος την ώρα που κατέθετε ξεδίπλωσε εικόνες και διαλόγους, και ουσιαστικά συνέθεσε την ανατομία ενός ειδεχθούς εγκλήματος (…) «Στα βιζιτάδικα όλοι είναι πεινασμένοι άνθρωποι. (…) Τον Νίκο (Σεργιανόπουλο) τον είδα πρώτα στο αυτοκίνητο. Ήταν σταθμευμένος. Πήγα και του μίλησα. Μετά είδα τον Γεωργιανό να τον πλησιάζει και να μπαίνει στο αυτοκίνητο, στη γωνία Χέυδεν και Αριστοτέλους…» (από εδώ)

Είναι άδικο. R.I.P. (από Vrastaman, 30/09/09)Εποχούμενο βιζιτάδικο στις ΗΠΑ (από Vrastaman, 30/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη βιβλιογραφία, γήπεδο αναφέρεται ο μεγάλος, συνήθως ανοιχτός, επίπεδος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για αθλητικούς αγώνες. Η έννοια κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό είναι ο χώρος τέλεσης αθλητικών δραστηριοτήτων, που σαν τέτοιες εδώ θεωρούνται οι σεξουαλικές περιπτύξεις.

Στο συγκεκριμένο ορισμό λοιπόν, μιλάμε για το κρεβάτι καθώς και για οποιοδήποτε χώρο στο οποίο μπορεί να τελεστούν σεξουαλικές περιπτύξεις (π.χ.: πολυθρόνα, καναπές, νεροχύτης, μπανιέρα, γρασίδι, θρανίο, αμάξι, πολυέλεος, αιώρα και όπως λέει η ρήση: όπου γη και πατρίς) μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εραστών (παρτούζα).

Ένα τέτοιο ματς μουτς ματς δε διαρκεί ενενήντα λεπτά, αλλά όσο πάει και έχει ημίχρονα, όσα κάτσουν στην περίσταση. Σε ένα τέτοιο ματς τα θέματα διαιτησίας και προπονητή περνάνε στην αυτοδιοίκηση των παικτών. Όχι παίζουμε. Σε ένα τέτοιο γήπεδο δεν υπάρχουν διαφορετικές ομάδες, γι' αυτό οι παίκτες ως κοινή ομάδα, συμμετέχουν αμοιβαία στην κοινή προσπάθεια, στην οποία ο επιθετικός παίκτης υποβοηθείται από τον κάτοχο του αφύλακτου τέρματος (αιδοίο, κώλος), για να σκοράρει.

Κοινό θα μπορούσε να υπάρχει έμμεσα, στην περίπτωση που κάποιος βιντεοσκοπήσει το ματς, ή το ανεβάσει στο ίντερνετ. Επίσης κοινό θα μπορούσε να εμφανιστεί απρόοπτα (π.χ: απατημένος σύζυγος πιάνει επ’ αυτοφώρω το έτερο του ήμισυ, παρέα με το συμπαίκτη στο εν λόγω γήπεδο).

Σε ένα τέτοιο αγώνα μπορεί να γίνουν τρίπλες, στα πλαίσια προσωρινών ανατροπών σεναρίου (π.χ.: σε περίπτωση κάποιας που είναι πιο άπαρτη κι απ' την κορυφή των Ιμαλαϊων και προσπαθεί να κάνει λαμογιά στο ενενήντα, περίπτωση προσπάθειας κάποιου για αλλαγή στάσης με στόχο τη σεξουαλική ευχαρίστηση και το σπάσιμο της ρουτίνας).

Στην περίπτωση παρτούζας όμως, μπορεί να συμβούν κι άλλου είδους τρίπλες (για αλλού πας κι αλλού βγαίνεις). Γι' αυτό, προκειμένου να επιτευχθεί ικανοποίηση των παικτών, πρέπει να γίνει σεβαστή η αναγνώριση των επιθυμιών τους. Μην πάει δηλαδή κάποιος για μαλλί και στο τέλος βγει κουρεμένος (π.χ.: σε περίπτωση γέφυρας ποταμού γαμάει μπορεί ο ένας να σκίζει τα δίκτυα, ενώ ταυτοχρόνως, κάποιος να επιχειρεί να κάνει τρύπιο σουρωτήρι το τέρμα του).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, σε ένα τέτοιο γήπεδο, επικρατεί πολυμορφία μεθόδων, κανόνων και πρακτικών σε σχέση με ένα κλασικό γήπεδο.

Σημείωση:
Σε ένα τέτοιο μάτς η ατομική προπόνηση προ του ματς (μαλακία) ελαττώνει τη δύναμη του επιθετικού, κάτι άλλωστε που μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που επιχειρηθεί προπόνηση πριν από ένα ποδοσφαιρικό ματς. Αντιθέτως ένα ζεσταματάκι με καμιά κατάλληλη Μπεν Χουρ ταινία, μαζί με το συμπαίκτη θα μπορούσε να βοηθήσει τα πράγματα, αν υπάρχει ανάγκη για επίδειξη, πριν την πήδηξη.

Από forum
1.
Έχεις τόση φωταγωγία κατά τη διάρκεια του σεξ, που ο καλός σου μπορεί να δει και την πιο μικρή φακίδα ή ελιά του προσώπου σου. Έχεις μεγάλη εμπιστοσύνη στο σώμα σου και η λέξη ντροπή δεν έχει καμία θέση στο λεξιλόγιο σου. Είσαι ανοιχτή στο να δοκιμάζεις νέες τάσεις και στάσεις στο κρεβάτι, εκπληρώνοντας κάθε επιθυμία του παρτενέρ σου. Όλα αυτά σημαίνουν πως είσαι μια καυτή γυναίκα που προκαλεί σεισμό απόλαυσης στο σεξ. Ευλογημένος και τυχερός είναι ο άντρας που θα μπλέξει μαζί σου. Διεκδικείς τον οργασμό κάθε φορά και δεν φεύγεις από το γήπεδο αν δεν τον πάρεις και μία και δύο και όσες φορές αντέξεις. Πρόσεξε βέβαια, μην φοβίσεις τα αρσενικά που θα βρεθούν δίπλα σου, γιατί στη θέα μιας τόσο δυναμικής γυναίκας, μπορεί να το βάλουν στα πόδια.
http://www.womenonly.gr/article.asp;catid=13302&subid=2&pubid=1478661

  1. Το κρεβάτι είναι και δικό της γήπεδο, όχι μόνο δικό σας!
    http://www.gaygreece.gr/news/070312/4girls-labrini.html

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρε καυλωτίκ υποκείμενο ή αντικείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό.

Αντώνυμο: ντεκαυλέ.

- Τι πατούρι είναι αυτό, τι καυλιδερό ψαρωμένο ύφος, πιπίνι σούπερ... από επιδόσεις φυσικά δεν έχω ιδέα γιατί δεν μπήκα. Αλλά κ γαμώ ...
(crash test μπουρδέλων, εδώ)

- το γκαζι ειναι το πιο καυλιδερο πραγμα σε ενα αυτοκινητο και οσο πιο πολυ μπορεις να παρεις τοσο το καλυτερο :rtfm:
(crash test αυτοκινήτων, εκεί)

- Πάρε το New dark age να ακούσεις πρόστυχο, επικό, καυλιδερό και ανυπόταχτο doom!
(crash test συγκροτημάτων, παραπέρα)

- Πως το λένε το καυλιδερό του Πέρι;
- Εεε, πιέρ;
- Όχι ρε, για το άλλο λέω...
(ως ουσιαστικό, περισσότερα εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καυλιάρικο ή καυλιδερό υποκείμενο ή αντικείμενο, προκαλεί άμα τη εμφανίσει στύσεις. Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά, προσφιλής και στον σλανγιωτάτο ποιητή Ανδρέα τον Εμπειρίκο.

Ψευδογαλλιστί: καυλωτίκ.

Και η ψωλή του ανδρός, επάνω εις το μουνέττον, τι κολοσσός, πόσον σκληρά και πόσον φουσκωμένη! Και η χειρ του, επάνω στα βυζέττα της, πόσον αδρά και ισχυρά! Και τα μάτια των εραστών, πόσον στιλπνά και λιγωμένα! Και η κορασίς, πόσον καυλωτική και καυλωμένη!
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 41)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπορεί να σημαίνει δύο τινά:

  1. Την πρωκτολειχία, το γλειφοκώλι ή γλειφοκωλάδα. Ή, κάπως πιο μεταφορικά, το να κάνεις υπερβολικές φιλοφρονήσεις και χατίρια σε κάποιον με πονηρές σκοπιμότητες.

  2. Κωλογλυφάδα είναι ύβρη για το προάστιο της Γλυφάδας.

Καθώς ο κλασικός ο ανορθόγραφος ο Έλληνας γράφει συχνότατα το γλείφω με ύψιλον σαν το ομόηχο ρήμα που σημαίνει την πράξη του γλύπτη, στην πράξη οι δύο σημασίες διαπλέκονται. Δηλαδή πολλοί επιλέγουν να πουν κωλογλειφάδα αντί για γλειφοκώλι, για να κάνουν χαριτωμενίστικο αστείο με το ομόηχο προάστιο. Ενώ από την άλλη αυτοί που μισούν το προάστιο είτε για ταξικούς ή πολιτιστικούς ή αισθητικούς λόγους, είτε λόγω αθλητικών ομάδων που έχουν εκεί την έδρα τους, επίσης χρησιμοποιούν την λέξη κωλογλυφάδα αφήνοντας υπονοούμενο για πρωκτολειχία.

  1. Και μιας και πιασαμε κωλοσυζητηση
    Υπαρχει σερνικος που να ειναι straight [ουχι σεξυ θεια λολα]
    και να θελει να του κανουν κωλογλυφαδα;;;
    Υπαρχει σερνικος straight που να θελει να του βαζουν κωλοδαχτυλο;
    (Εδώ τα αγωνιώδη ερωτήματα).

  2. Την γυρνάω με βία ανάποδα και επιδίδομαι σε μαραθώνιο κωλογλυφάδας. (Εδώ).

  3. πες μου ρε μαλακα οτι τις παρασκευες τελειωνεις απο την τραπεζα και βγαζεις το κοστουμι και μενεις με τιρκουαζ φωσφοριζε κολαν και θα ρθω για κωλογλυφαδα (παλιοπεριοχη) (Εδώ ο χρήστης μάλλον παίζει και με τις δύο σημασίες).

(από Khan, 10/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γλειφτρόνι που φιλάει κατουρημένες ποδιές ή μια κατάσταση που είναι χλίδα και πολύ μέλι.

-Αυτόν τον κωλομεγλειφάτο τον Ταδόπουλο στο παράθυρο να γλείφει τον Χατζηπαπάρα τι τον βάλανε;

-Το πούλησε τελικά το σπίτι να μην πληρώνει και χαράτσια και πήρε ένα αμάξι κωλομεγλειφάτο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Επιφώνημα Λαρισαίου που έχει νοσταλγήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, ύστερα από ένα οπωσδήποτε σύντομο ταξίδι στην Αθήνα ή την γειτονική Αυστρία. Στην (μεταξύ μας, καθόλου απίθανη) περίπτωση που θα είναι τυρόβλαχος θα το προφέρει: «Λάρσα Λάρσα, σε είδα και λαχτάρσα!». Φράση σύμβολο του τοπικισμού.
    Συνώνυμα: Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας ειν' και μπαλωμένο / Παρθένα απ' τον τόπο σου κι ας είναι και ραμέν η/ Καλλλά, μαλλλάκας Αθηναίος είσαι; (Σαλονικιώτικη προφορά) κ.ο.κ.

  2. Επιφώνημα σλαβόφιλου που το αντικείμενο του πόθου του ονομάζεται Λαρίσσα: Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ρωσικό όνομα που βγαίνει από τον γλάρο (ως γνωστόν, every name has a Greek root!), δηλαδή η γλαροπούλα, - θυμίζει και Τσέχοφ!

Τα σλαβικά ονόματα του θηλυκού ξανθού γένους είναι τεσσάρων ειδών. Τα αναφέρω με αύξοντα αριθμό σλαβόφιλης καύλας ή σλαβολαγνίας:

α) Τα διεθνή ονόματα κορασίδων με ελάχιστο μόνο σλαβικό χρώμα. Βλ. Βερόνικα, Μαρίνα, Γιούλια, Λίζα, Ντανιέλα, Λίλιαν(α) (το τελευταίο, απλή συνωνυμία!) κ.ο.κ.
β) Οι τελείως χαρακτηριστικές σλαβικές εκδοχές διεθνών ονομάτων στο υποκοριστικό τους. Βλ. Νατάσα, Κάτυα-Κατυούσα, Μάσα, Όλια (Όλγα), Σάσα, Σόνια.
γ) Τα Σβετλάνα, Τατιάνα και Ταμίλα, που είναι πολύ ιδιάζοντα, αλλά και πολύ τουριστικά. Ό,τι είναι ας πούμε η Πλάκα για την Αθήνα, η Μονμάρτρη για το Παρίσι, ή το Σόχο για το Λονδίνο. Ανεπανάληπτα, δηλαδή, αλλά δεν θα πας να στοιβαχτείς παρέα με όλους τους τουρίστες.
δ) Μια ειδική κατηγορία ονομάτων, που περιλαμβάνουν πολύ ιδιαίτερα, αλλά και κάπως πιο ψαγμένα ονόματα, που ως τέτοια εγείρουν τον ενθουσιασμό των σλαβόφιλων. Αυτά είναι τα: Ντάρια, Βίκα, Νάστυα, Βλάντα, Μίλα, Λέρα, Ντάσα, και... στην κορύφωση της σλαβολαγνίας, η καλύτερη απ' όλες...

η Λαρίσσα!

Πρέπει να το παραδεχτούμε: Η Λαρίσα είναι για τον σλαβόφιλο ό,τι είναι για τον άνδρα η/το Λίλιαν!

-Μωρούλjι μου, θα πιούμε ένα πουτάκι;
-Είσαι η Λαρίσσα, ή είσαι απ' τη Λάρισα;

Λαρίσσα, Λαρίσσα, σε είδα και λαχτάρησα!

Όπως λέμε:

Μίλα μου για Μίλα!
Η Ταμίλα με τα σέξι μήλα! (βλ. σλαβόφιλος, ο).
Πήρα την κατιούσα με την Κατυούσα!
Κατυούσα, είσαι (πύραυλος) Katyusha!
Η Λέρα είναι σκέτη Λέρα!
Νάστυ με τη Νάστυα!
Στην Σιβηρία σε γύρευα και στη Μύκονο σε Βίκα.
Βικα-παίδεια, έκδωσέ την μόνος σου!
(Κλείνω εδώ γιατί μ' έχει πιάσει σεφερλίτιδα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η Μασαχουσέτη στα ελληνοαμερικάνικα και κάνει και ομοιοκαταληξία με τις πούτσες.

Έδωσε ένα σκασμό λεφτά και πήρε ΜΒΑ από ένα Πανεπιστήμιο πούτσες στο Μασατσούτσες.

Στο 0.57. (από Khan, 29/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

  1. Το μουνοράπισμα, με την κυριολεκτική (σεξουαλική) ή μεταφορική (μουνοθυελλώδη) έννοια. Στη πρώτη περίπτωση, παίζει και το «μουνιά».

  2. Υβριστικό μπιλενίκωμα, αντίστοιχο του «ρε αρχίδι!».

  3. Λατέρνατιβ τοπωνύμιο του προσφιλούς Μενιδίου.

  1. - Μουνιες (ή μουνιδια για τους φιλους) ... Τι να σημαίνει δηλαδή; Οι γροθιές (οχι οι γρόθοι). Ενικός η μουνιά ή μουνίδι. ...

- και μια γριά πετάχτηκε από το παράθυρο σαν ιπτάμενη βδέλλα και με πατάει ένα μουνίδι στη μύτη και όχι δεν έκανα λάθος δεν μου έκατσε μπουνίδι αλλά ΜΟΥΝΙΔΙ γιατί έκατσε πάνω στη μάπα μου σα χταπόδι και άρχισε να τις πομολιές με το γέρικο της τέτοιο και βρωμούσε πατατίλα και γεροντίλα και λιβάνι και έκανα εμετό και ο σκύλος της δάγκασε το κανί...

  1. - εσυ ρε μουνιδι τι μαλακιες μ λεγες στο πμ;

- Η κάρτα του πολίτη, και η νέα τάξη των πραγμάτων – μιλανε για την κωλο καρτα που θελει να βγαλει το μουνιδι ο ροκερφελερ και οι μεγαλυτεροι τραπεζιτες του κοσμου...

  1. - Αυτο το μισοκοιμισμενο σεξυ νωχελικο ύφος του πρωταγωνιστή απο το Μουνίδι (Μενίδι) δεν παιζοτανε.

- κονιορδε γυφτε απο το μουνιδι,κοιτα να ξεχρεωσει η κρατικοδιαιτη ομαδουλα σου και ασε την μπαλα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία