Επιπλέον ετικέτες

Το μικρό αντιολισθητικό αυτοκόλλητο σιλικόνης που τοποθετούμε κάτω από ένα αντικείμενο (ώστε αυτό να μην φεύγει εύκολα από τη θέση του) ή στην κάσα μιας πόρτας (για να μην χτυπάει αυτή καθώς κλείνει).

Επίσης ονομάζονται έτσι τα κλασικά αυτοκόλλητα πατάκια από τσόχα που μπαίνουν κάτω από τα πόδια των επίπλων ώστε να μην χαλάει το πάτωμα και να μη διαλύεται το νευρικό σύστημα όσων μένουν στον από κάτω όροφο από τον θόρυβο που κάνει η καρέκλα μας όταν την μετακινούμε...

Λέγονται λόγω του σχήματος και μεγέθους τους (κυρίως αυτά της σιλικόνης).

- Αμάν αυτή η πόρτα, κλείστηνα μια φορά χωρίς θόρυβο ρε πουλάκι μου!
- Δε φταίω εγώ, έχει πολύ μπόσικο και βαράει.
- Ε βάλε καμιά φακή τότε.
- Εύκολο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι οι κεραμικοί πυκνωτές σε ηλεκτρονικά κυκλώματα. Συναντώνται σε σχετικά απλές πλακέτες (όπως παλιών τηλεοράσεων, ραδιοφώνων, κλιματιστικών, ενισχυτών κ.α.), μιας και τα ολοκληρωμένα ηλεκτρονικά κυκλώματα τείνουν να γίνονται όλο και μικρότερα, με νέου τύπου πυκνωτές, διόδους, γέφυρες, τρανζίστορ κ.α.

Ονομάζονται έτσι λόγω της ομοιότητας σχήματος και χρώματος με το γνωστό όσπριο.

Οι κεραμικοι πυκνωτες (φακες) σπανια παθαινουν ζημια οι παλιοι τουλαχιστον γιατι ειχαν φοβερες ανοχες. (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (από PUNKELISD, 07/09/11)φακ-ες (από PUNKELISD, 25/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

φάκα (η): ουσιαστικό. Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την παγίδευση ζώων. Πιο συχνά συναντάται στο κυνήγι ποντικών (βλ. παράδειγμα 0). Ενίοτε και στο κυνήγι μαγισσών (βλ. παρακάτω).

Μεταφορικά α: (τα βάζω εγώ -δεν πάμε μακριά έτσι κι αλλιώς)

Χρησιμοποιείται σωρηδόν σε αστυνομικά ρεπορτάζ (βλ. Σόμπολο και λοιπούς ρουφ) για να υποδηλώσει τη σύλληψη του «κακού» απ' τους «καλούς». Η σύλληψη συνήθως γίνεται κατά λάθος ή σκηνοθετείται για τα μάτια του κόσμου, αλλά η λέξη «φάκα» (καταλυτικός ο ρόλος της στο ρεπορτάζ -συνήθως δεύτερη λέξη τίτλου) υπεισέρχεται για να εδραιώσει το κύρος της ελληνικής αστυνομίας, προσδίδοντας τη χάρη μιας καλοστημένης ενέδρας, με έρευνα, σχέδιο δράσης και εμφανή αποτελέσματα, διαποτισμένη ταυτόχρονα από τις αρετές της σοφίας και της εγκαρτέρησης. Η συγκεκριμένη φάκα δεν είναι συνήθως μεγάλη, με αποτέλεσμα να πιάνονται κυρίως χαμστεράκια και να διαφεύγουν οι αρουραίοι (βλ. παραδείγματα 1, 2 και 3).

Μεταφορικά β: (βάλτε ένα χεράκι κι εσείς)

Αόρατος μηχανισμός που χρησιμοποιείται από ένα σύστημα (επίσης αόρατο) για να εγκλωβίσει / παγιδεύσει ένα άτομο το οποίο, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν ανένταχτο στο σύστημα αυτό (βλ. παράδειγμα 4). Το αποτέλεσμα, παρά το αόρατο τόσο του μηχανισμού όσο και του συστήματος, είναι καθ' όλα ορατό.

Μεταφορικά γ: (του συ(νει)ρμού)

Το τελευταίο γεύμα. Συνοδεύεται απαραίτητα με κασέρι.


Περαιτέρω χρήσεις της λέξης:

α. για τον ηχητικό προσδιορισμό του γράμματος «φι»: «βήτα, φι... όπως φάκα, φυσαλίδα...» (ρήση γνωστού φ-φαρσέρ)

β. για την περιγραφή μιας μορφής του οιδιπόδειου συμπλέγματος (όχι απαραίτητα γενετήσιας φύσεως): με πρώτο συνθετικό τη λέξη «μητέρα» αγγλιστί (μάδα), υποδηλώνει τον μηχανισμό που δημιουργούν οι μητέρες ώστε να δυσκολέψουν την απαγκίστρωση των τέκνων τους από τους κόλπους (όχι απαραίτητα γενετήσιας φύσεως) της οικογένειας (παραδείγματα μαδαφάκας είναι οι φράσεις: «θα με πεθάνεις μ' αυτά που κάνεις!», «δε σκέφτεσαι καθόλου την έρμη τη μανούλα σου», «εμείς για σένα τα κάνουμε όλα», κλπ)

και τέλος, γ. εννοείται, η χρυσή φάκα: φάκα d' oro, στο μηχανισμό της οποίας πέφτουν συχνά θηλυκά που γυαλίζει το μάτι τους όταν τη βλέπουν σε βιτρίνες, και αρσενικά όταν βλέπουν τα θηλυκά να γυαλίζει το μάτι τους.


φακός (ο): ουσιαστικό, ομόρριζο -και το αντίστοιχο αρσενικό- της προαναφερθείσας «φάκας». Πρόκειται για το εργαλείο που μοιάζει με φωτόσπαθο, κι όχι το άλλο που είναι ομόρριζο (ίδιο δέντρο, άλλος πατέρας) με τις φακές. Χρησιμοποιείται και αυτό για την παγίδευση ζώων. Συναντάται κυρίως στο κυνήγι του λαγού (βλ. παράδειγμα 5).

  1. ποντίκι vs φάκα

  2. «Στη φάκα αστυνομικός για ναρκωτικά»

  3. «Στη φάκα διεφθαρμένος αδιάφθορος»

  4. «Στη φάκα της αστυνομίας κακοποιός»

  5. «...τώρα κάνεις μαύρη πλάκα κι όλο τρως απ' την κουτάλα / τώρα μάγκωσε η φάκα και σε κλείσανε στη γυάλα» (Κ. Τριπολίτης, Δ. Μούτσης, Σ. Μπέλλου, «νταλίκα»)

  6. ...το γνωστό και κατακριτέο λαθραίο και απαγορευμένο κυνήγι του λαγού με τα φανάρια και φακούς! λινκ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το βλακόμετρο της πολιτικής βάρεσε μπιέλα όταν ο Γ.Α.Π. είχε την φαεινή ιδέα να μετονομάσει τα εξόχως «μη ορθά» υπουργεία Δημοσίας Τάξεως και Εσωτερικών σε Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, μηκυό ένα πράμα. Μόνο αυτός θα μπορούσε να εμφυσήσει μια εσάνς κορεκτίλας στο υπουργείο που στεγάζει τα ΜΑΤ, την ΕΥΠ, τους γνωστούς αγνώστους, και ταλιμπάν.

Φυσικά το κοινό αίσθημα έσπευσε να πανηγυρίσει το γελοίο το πράγματος, καθιερώνοντας το νέο μόρφωμα ως Υπουργείο Προπό και τον υπουργό αυτού προπατζή.

- το υπουργείο ΠΡΟΠΟ απειλεί να μακελέψει παλαιστίνιους πρόσφυγες έξω από τα γραφεία του ΟΗΕ
(εδώ)

- Ο Χρήστος Παπουτσής παραμένει υπουργός ΠΡΟ-ΠΟ. Επιβραβεύτηκε η απαράμιλλη ικανότητά του στη συμπλήρωση δελτίων ΠΡΟΠΟ και η προχθεσινή επιτυχία του στη χρησιμοποίηση έμμισθων κουκουλοφόρων «εθελοντών» στην καταστολή της μεγαλειώδους διαδήλωσης των Ελλήνων πολιτών...
(εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως υπόθετο χαρακτηρίζεται από τους σιδηροδρομικούς και το Railbus, η αυτοκινητάμαξα που χρησιμοποιείται για προαστιακά δρομολόγια.

- Σήμερα για το Κιάτο είχε τρίδυμο υπόθετο.
(Τρίδυμο σημαίνει 3 συνδεδεμένα τραίνα μεταξύ τους).

Φωτογράφος:Δημήτρης Μπακιρτζής (από imaginas, 10/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τσιμπουκόφωνο ονομάζεται ο σιγαστήρας στις εξατμίσεις των μοτοσικλετών. Ονομάζεται έτσι διότι, όταν υπάρχει, μειώνει τον ήχο που παράγει η μοτοσικλέτα, όπως όταν ένας άνθρωπος έχει μια πίπα στο στόμα (ή όπως μια γυναίκα έχει το αντρικό όργανο στο στόμα κατά τη διάρκεια του σεξ!!!).

Τι έγινε ρε; Τι σαματάς είναι αυτός; Έβγαλες το τσιμπουκόφωνο μήπως και πάρει κανά άλογο το ψοφίμι σου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται απ’ το πολυσήμαντο çelik (βλαστός / μπόλι από φυτό / πετώ βλαστάρι / κλαδί - βέργα για στερεό φύτεμα / ατσάλι).

Σημαίνει:

  1. βέργα, μπόλι, κλαδάκι αλλά κυρίως ατσάλι (και ατσαλόπλακα). Εξού η τσιλικόβεργα, η τσιλίκα/τσαλίκα και οι τσιλιγκίριδες/τσιλιγκιρίδες (συχνό σύγχρονο επώνυμο το Τσιλιγκιρίδης) ήταν οι μάστορες που έβαφαν κι επεξεργάζονταν το ατσάλι,

  2. όταν μιλάμε για τη σωματική υγεία κάποιου: ατσαλένια και δηλώνει πως ο εν λόγω είναι υγιέστατος / τετράγερος / ρωμαλέος (απ' το τούρκικο çelik gibi),

  3. το παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι (κατά τόπους: τσαλίκα τσουμάκα –έτσι το έλεγα εγώ- ή τσελίκ τσομάκ ή τσιλίκα ή τσάλτικα ή τσελίκι) που παίζεται με δυο ξύλινες βέργες τη μια (τσαλίκα) μακρύτερη της άλλης που είναι μυτερή στις άκρες (τσιλίκι) με σκοπό χτυπώντας το τσιλίκι με την τσαλίκα μια ομάδα παιδιών να το στείλει μακρύτερα απ’ την άλλη. (απ’ το τούρκικο παιχνίδι çelik çomak), (μέχρις εδώ, τίποτε το σλαγκικό),

  4. όταν μιλάμε για πράγματα: το γερό, το ανθεκτικό, που δουλεύει άψογα,

  5. το άκαμπτο πέος εν στύση.

  6. Προφανώς, η φράση: «άδειο το μουνί, να παίξει την τσιλίκα» εννοεί στην κυριολεξία πως το μουνί όταν είναι άδειο θα κάνει παιχνίδι με την ψωλή (άδειο: ελεύθερο από ..δουλειά –«δεν αδειάζω» λέμε όταν δεν ευκαιρούμε να κάνουμε κάτι-) . Και παίρνει την κυρίως χρήση της με την ειρωνική έννοια «Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό τώρα», «άλλη δουλειά / άλλο χαβά δε είχα...», «αυτό μου έλειπε τώρα» που αναφέρεται εδώ, βλ και σχόλιο.

  1. «Μη σε γελάει το μάχιμο αμάξωμα, το μοτέρ είναι τσιλίκι».

2 & 5
-Μα πιο πολύ με τα γεράματα με πειράζει που δε σηκώνεται να κάνω πράξη.
-Σοβαρά; Τι λες ρε συ!! Εμένα, τσιλίκι!!
-Σώπα ρε!! Μεταξύ μας τώρα!!
-Εε!! Δεν ήμαστε μωρά!! Ρώτα και την κυρά!! (sic)

  1. «…Μα την αλήθεια, όμως κόρη μου, δε μου αρέσει, αν όχι για τίποτε άλλο παρά μόνο γιατί είναι στρατιωτικός : όλοι τους είναι φωνακλάδες, μα ψάξε τους και δε θα βρεις ούτε ένανε χωρίς κάποιο κρυφό κουσούρι ή κάτι άλλο• που τους εμποδίζει να την έχουνε τσιλίκι. Και το χειρότερο, δε μ’ αρέσει γιατί κρέμονται τα κωλιά του : μόλο που μπορεί να είχε πέραση αν έλλειπαν οι άλλοι άντρες, πάλι δε θα ’ταν ο άντρας που θα διάλεγα...» (από μεταφρασμένο θεατρικό)

  2. Το παράδειγμα εδώ είναι άψογο. (Το λήμμα το ανέβασα μόνο και μόνο για την κατανόηση μέσω του 5 που θεώρησα πως έλειπε).

Κυνήγι της μπάλιζας (φαλαρίδας) από μονόξυλο στην αποξηραμένη σήμερα, Λίμνα. Διακρίνεται το τσιλίκι, το ξύλο με το οποίο ωθούσαν τη βάρκα στα ρηχά νερά. (από sstteffannoss, 14/12/10)"Οι πιτσιρίκοι". Το ξυλίκι ακούγεται στο 0:16-0:17, αλλά και σε άλλα σημεία του τραγουδιού (από GATZMAN, 15/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χαλίκι (οδοποιίας / οικοδομής) ή μείγμα με αυτό. Από το τουρκικό çakıl (χαλίκι).

  1. ...για να καταλάβουν τη γλύκα να είσαι δημότης σε μία πόλη που η δημοτική της αρχή δεν τολμά να ρίξει ένα φορτηγό τσαΐλι να φράξει δύο λακκούβες.

  2. ... το ανώμαλο έδαφος στον αύλειο χώρο του φρουρίου, που έχει καλυφθεί όπως-όπως με τσαΐλι, ενώ την ίδια στιγμή «παραμονεύουν» δεκάδες λακκούβες-παγίδες για τους ανυποψίαστους επισκέπτες.

  3. Όταν παραπονέθηκα ο μαστρο Νίκος με έστειλε στην μπετονιέρα. Καλή δουλειά αυτή. Έμαθα να κάνω πολύ καλό χαρμάνι. Τρία άμμο νταμαρίσια, δύο θαλάσσης, ένα τσουβάλι τσιμέντο, (χωρίς ασβέστη μόλις είχε βγει το ασβεστομίξ) και χαλίκι. Τσαΐλι όπως το έλεγαν οι άλλοι μαστόροι.

  4. Η αλήθεια είναι πως οι περισσότερες κούνιες είναι σπασμένες και ένα παιδί έπεσε προχθές κι έσπασε το χέρι του· είναι και λίγο βρώμικα, στο τσαΐλι βρίσκουμε, και τί δε βρίσκουμε...

  5. Με συμβουλεψαν για φέτος να βρω έναν δρόμο με τσαΐλι και με το ποδηλατο και τον σκύλο από το λουρί να τον κάνω να τρέχει για κανα 15λεπτο τη μέρα για μια εβδομάδα. (εδώ που μένω υπάρχει πρόβλημα δεν βρίσκω βράχια με αποτέλεσμα ο σκύλος να είναι γυμνασμένος αλλά με τα πέλματα μαλακά).

(από το νέτι)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Έτσι αποκαλείται ...ελληνιστί ο «μετατροπέας ροπής», παρηχώντας το ξενικό «torque converter» από το torque = ροπή και converter = μετατροπέας.

Πρόκειται για εξελιγμένη μορφή του υδραυλικού συμπλέκτη. Είναι ένας μηχανισμός με εξαρτήματα από χάλυβα που αποτελείται από το κέλυφος, τον στάτη, τον στρόβιλο και την αντλία. Σκοπός του η ομαλή, προοδευτική, αθόρυβη και χωρίς κραδασμούς, τριβές ή φθορές, υδραυλική με λάδι μετάδοση της περιστροφικής κίνησης από τον κινητήρα στο φορτίο του.

Κατά κανόνα υπάρχει σε όλα τα αυτοκίνητα με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων.

Το συναντάμε και ως τρικουβέρτο (και όχι τρικούβερτο που είναι άλλο πράγμα και χαρακτηρίζει, αρχικά, πλοίο με τρεις κουβέρτες).

Το τροκουβέρτο χάνει λάδια, θέλει αλλαγή τσιμούχας.

(από iwn, 24/04/13)(από iwn, 24/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στη ναυτική ορολογία, τρίτσα λέγεται ο τρόπος μετακίνησης κάποιου αντικειμένου που, λόγω βάρους, δεν μετακινείται με το χέρι, ούτε από έναν μόνο άνθρωπο. Χρειάζονται δύο ή περισσότεροι ναύτες και κάποιο ξύλο ή μαδέρι ή λοστός που θα μπει κάτω από το αντικείμενο, θα το ανασηκώσει και έτσι θα καταστεί εφικτή η μετακίνησή του. Συντάσσεται με το ρήμα κάνω.

  2. Σημαίνει και το παραδοσιακό ψάθινο κερκυραϊκό καπέλο, από την ιταλική λέξη treccia = πλεξίδα, όπως μας πληροφορεί το korfiatika.gr

  1. Χρήστο! Φέρε και τον Αντώνη και έλα να κάνουμε τρίτσα!
    (σ.σ. δεν τόλμησα να ρωτήσω τον ναυτικό που μου έμαθε τη λέξη αν στη ναυτοσύνη σλανγκίζεται η έκφραση. Αν κάποιος ξέρει, ας μας πει...)

  2. Δε λέμε για το Δεγαμή*, μονάχα το καπέλο
    οπού εφιλοξένησε τέτοιο σοφό τσερβέλο
    Θα γένεις περιζήτητη αφού την τρίτσα θά'χεις
    τόμου κι αυτός συχωρεθεί όβολα θε να πιάκεις...

*ενδιαφέρον όνομα που επίσης σλανγκίζεται υπέροχα, αν δεν είναι αποτέλεσμα λογοπαιγνίου και το ίδιο, όπως υποπτεύομαι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε