Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Μπαράκι, μπυραρία ή γενικότερα βραδινό μαγαζί το οποίο συνδυάζει χαμηλούς φωτισμούς και σένσουαλ /ρομαντική μουσική σε μέτρια ένταση, και το οποίο προτιμάται σχεδόν κατ' εξοχήν από ζευγαράκια σε πρώτα (ή κάποια από τα πρώτα) ραντεβού. Συνδυάζεται με μέτρια κατανάλωση ποτού (απαγορεύονται οι λιώμες), περιοδική επαφή χεριών και λάγνα βλέμματα.

Με αυτόν τον τρόπο, αυτός που επέλεξε το κατάστημα προσπαθεί να επιδείξει ταυτόχρονα καλό γούστο, αλλά και σαφή διάθεση σεξουαλικής περίπτυξης προς τον άλλο.

Ήταν πιο rock το μαγαζί όταν άνοιξε, τώρα έρχονται όλο ζευγαράκια και παίζει μπαλαντούλες λες και είναι προκαταρκτικάδικο.

3.47: Το κατάρτι δεν θέλει πια προκαταρτικά. (από Khan, 08/01/12)

Σύγκρινε με καμακομάγαζο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μουνότοπος (καφετέρια, μπαρ, κτλ ή γενικώς μια ευρύτερη περιοχή / γειτονιά) όπου συνηθίζεται ή αναμένεται να παρευρίσκονται γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας (μιλφ και τζιλφ).

Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το «γήρας» με την κατάληξη «-άδικο»που υποδηλώνει χώρο (όπως στριπτιτζάδικο, σκυλάδικο, τρελάδικο), σχηματίζοντας ταυτόχρονα λογοπαίγνιο με τη λέξη «γυράδικο».

Χρησιμοποιείται ιδανικά μαζί με τον όρο μιλφέιγ ώστε να παραπλανήσει ακουστικά τους αμύητους (βλέπε παράδειγμα).

- Πάμε να φύγουμε από εδώ, βαρέθηκα τα παστάκια.
- Καλά ρε, και πού θες να πάμε;
- Πάμε για μιλφέιγ σε εκείνο το γηράδικο κοντά στο σπίτι μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που ξεπηδάει μέσα από την νεοαστική Ελληνική πραγματικότητα με κοινωνικές αναφορές, αλλά συνάμα και ρατσιστικά υπονοούμενα.

Περιγράφει το επίπεδο μπουρδελοποίησης ενός χώρου (σπίτι, γραφείο, δωμάτιο ή ακόμα και κάποιο μαγαζί). Η φράση προσπαθεί να συμπυκνώσει όλη την μπίχλα, την μπόχα, την στενότητα καθώς και την απάλευτη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που μπορεί να διαθέτει μία τέτοια γκαρσονιέρα, η οποία φιλοξενεί αρκετά άτομα της προαναφερθείσας εθνικότητας (προκρίνονται οι Πακιστανοί, καθώς λόγω διατροφικών συνηθειών κάρυ, κουρκουμάς, παστουρμάς και λοιπά καρυκεύματα τα χνώτα, οι κλανιές και η ιδρωτσίλα ζέχνουν ιδιαιτέρως, με αποτέλεσμα τα παραπάνω δυσάρεστα συμπτώματα.

Σπανιότερα περιγράφει κι άλλους χώρους, όπως παραμελημένα εσωτερικά αυτοκινήτων και αραχνιασμένα μουνιά.

- Ρε Πίκη, σκέφτομαι να ζητήσω τα κλειδιά του σπιτιού του Φίφη για να παρκάρω την Ευλαμπία...
- Καλά ρε! Είσαι εντελώς τελεμές; Το σπίτι του Φίφη δεν κάνει ούτε για γκαρσονιέρα Πακιστανών! Για πήδημα θα την πας την Ευλαμπία, ή για να κάνει την καθαρίστρια;

(από Vrastaman, 29/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μέρος όπου πέφτει σεχ, αλλά που δεν είναι ποτέ το ίδιο μας το σπίτι, ούτε και σεξοξενοδοχείο με κουβερτούλες και λοιπά κομφόρ. Ως επί το πλείστον δε, στη σεξοκαβάντζα πας εποχούμενος, δηλαδή το φίκι-φίκι πέφτει μέσα στο αυτοκίνητό σου/του/της.

Είναι συνήθως πρακτική ξεπέτας ή κερατώματος. Συνήθως πρόκειται για το αποτέλεσμα μακροσκελούς ψησίματος της γκόμενας από τον οδηγό, ο οποίος μπορεί και να έχει βολτάρει στη μισή Αττική χαλαρά-χαλαρά μέχρι να φτάσει και καλά όλως τυχαίως, σε ένα απόμερο σημείο. Αν βέβαια η γκόμενα είναι περπατημένη, πιθανόν και να βρεθεί σε γνώριμο στέκι της...

Πρόκειται συνήθως για ένα απόμερο σημείο της πόλης: δασάκι, ερημιά, βράχος. Διάσημες σεξοκαβάντζες της Αθήνας ήταν πάντα ο Λυκαβηττός, η Γκράβα, του Φιλοπάππου τον παλιό καλό καιρό, και κάποια κολπάκια των Ν Προαστίων ή ο βράχος πάνω από τη λίμνη της Βουλιαγμένης. Απ' ό,τι βλέπουμε από το λινκ του παραδείγματος 1, τα μέρη αυτά ακόμα διατηρούν τη φήμη τους. Υποθέτω πως τώρα πια θα υπάρχει μέγας συνωστισμός εκεί, αφού ήδη στα ογδόνταζ όλο και κάποιον γνωστό έβρισκες στο διπλανό αμάξι...

Πολλές όμως από τις τυχαίες συναντήσεις είναι στημένες για να κάνει κάποιος πλάκα στον άλλον ή για να τρομάξουν το γκομενάκι κλπ. Άλλες φορές δε, υπάρχει συνεννόηση μεταξύ του γαμιά και κάποιου ηδονοβλεψία. Παλιά τουλάστιχον γινόταν το εξής κόλπο: ο πηδιάς (του οποίου ήταν και το αυτοκίνητο) φρόντιζε να πατάει συνθηματικά το φρένο ώστε ο ματάκιας φίλος να έρχεται πάνω στην κατάλληλη στιγμή, κατά την οποία πια η γκόμενα τα έδινε όλα και δεν χαμπάριαζε Χριστό -κι έτσι έκανε μάτι ανενόχλητος.

Άλλες φορές πάλι οι συναντήσεις δεν είναι τυχαίες, ίσα-ίσα πρόκειται για ντου από καναν προστυχάκια ο οποίος φρικάρει αμφότερους τους παρτενέρ με αποτέλεσμα διάφορες σκηνές υστερίας και πανικού.

Από τα σεξ + καβάντζα.

  1. Σεξοκαβάτζες: H Αθήνα είναι ένα μεγάλο υπαίθριο κρεβάτι
    Έχεις γκόμενα αλλά δεν έχεις σπίτι να στεγάσετε τον έρωτά σας; Είσαι απλά λάτρης του sex σε δημόσιους χώρους; Αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο και θες να το «εγκαινιάσεις»; Το ΜΕΝ 24 φτιάχνει για εσένα τον απόλυτο οδηγό σεξοκαβάτζας. από δω

(σ.ς. να πω ότι είναι απίστευτο το ότι η λέξη αυτή γουγλάρεται μόνο μέσω αυτού του άρθρου, το οποίο όμως έχει διαδοθεί σε εκατοντάδες σάη και μπλογκς, δοκιμάστε να δείτε.)

  1. - Ρε μαλάκα, οικογενειάρχης πράμα και την πας ακόμα τη γυναίκα σε σεξοκαβάντζες;
    - Τι να κάνω γιατρέ μου, στο κρεβάτι δεν μου σηκώνεται...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα περίφημα κτήματα, όπου τελούνται γαμήλιες δεξιώσεις. Η μόδα ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα, και μάλιστα, προ της απαγόρευσης της Αγίας και Μόνης Ορθοδόξου Εκκλησίας, τελούνταν ακόμα και το μέγα μυστήριο στα περί ου ο λόγος κτήματα, σε κάτι μικρά παρεκκλήσια.

Αρχηγός των γαμοχώραφων, και δημιουργός της μόδας, το κτήμα Νάσιουτζικ, κάπου στα Μεσόγεια. Η μόδα εξαπλώθηκε βέβαια σε όλη την Ελλάδα, και όπου πας, ακούς βαρύγδουπα ονόματα κτημάτων. Τα πιο πολλά από αυτά ήταν οικείες πλουσίων που βάρεσαν φαλημέντο, και πούλησαν τα estate τους σε φιλόδοξους γαμοεπιχειρηματίες, ή χωράφια που απλά έχεζαν γαδάροι, μέχρι να χτυπήσει το επιχειρηματικό δαιμόνιο τον ιδιοκτήτη τους..

Η λέξη προφ έρχεται από το γάμος+χωράφι. Διότι, τη λέξη «estate» την μάθαμε το ογδόντα από τους πιατάδες, και η λέξη κτήμα, μέχρι πρότινος σήμαινε, ουσιαστικά χωράφι, όπου οι κολίγοι ίδρωναν για να πλουτίζει ο τσιφλικάς (ναι, πέρασα κι εγώ από την ΚΝΕ).

Άρα, αν δεν είσαι ξενομανής, το λες γαμοχώραφο. Punto e basta....

- Πήρες το προσκλητήριο του Μάκη;
- Όχι ακόμα. Θα 'χει και φαγητό;
- Ναι, θα ακολουθήσει γλέντι στο «Κτήμα Ανθισμένο Πίτουρο»
- Μπααα, καινούριο γαμοχώραφο είναι αυτό;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κράτος - μπουρδέλο, κράτος - μπάχαλο, μπανανία, βλαχοδουκάτο.

Εκ του Μεγάλη Σοσιαλιστική Λαϊκή Λιβυική Αραβική Τζαμαχιρίγια < Great Socialist People's Libyan Arab Jamahiriya < (Arabic: ‏الجماهيرية العربية الليبية الشعبية الاشتراكية العظمى‎ al-Ǧamāhīriyyah al-ʿArabiyyah al-Lībiyyah aš-Šaʿbiyyah al-Ištirākiyyah al-ʿUẓmā).

Τυπική Τζαμαχιρίγια του Βλακανικού Νότου είναι και η Γελλάδα.

Γι' αυτό σου λέω, πλέρω το χαρτόσημο και κουλτούρα να φύγουμε μια ώρα αρχύτερα. Πού να βγάλεις άκρη με τους νόμους και τους υπονόμους τους, στη τζαμαχιρίγια που ζούμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι σχολές των ηλιθίων και φλώρων στην Αγγλία και στην Αμερική, οπού καταλήγουν οι παρακάτω κατηγορίες ανθρώπων (;;):

  1. φλώροι με λεφτά
  2. φλώροι και ηλίθιοι με λεφτά
  3. ηλίθιοι του τει αφισσοκόλησης-αφισσορύπανσης με λεφτά
  4. φυτά με λεφτά

όλοι οι παραπάνω προορίζονται και για πρωθυπουργοί τουλάχιστον.

Η βοϊδοσχολή του LSE

(Γιώργος Τράγκας)

(από daisy_mantroskylos, 17/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέρος όπου βρίσκεις μόνο άντρες, όχι γκέι όμως, από τους άλλους. Μπακουρότοπος, αρχιδόκαμπος.

Ρε Λουκία, δεμπάει άλλο η αγαμία, πάμε να τημπέσουμε σε καναρχιδάλωνο να ψωνιστούμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία