Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Συμμαζεύω, οργανώνω, σχηματίζω μία υπόθεση.

-Θα φορμάρει την δικογραφία και θα προχωρήσει σε δίκη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σερβίρω φραπέ σε άλλον, ή στην παθητική φωνή, «φραπεδιάζομαι», μου σερβίρουν φραπέ. Υπάρχει και το αυτοπαθές «αυτοφραπεδιάζομαι», που είναι κυριολεκτικά σκέτη μαλακία. Επειδή το φραπέ είναι σχετικώς ξεφτίλα, υπάρχει και το «άει φραπεδιάσου», που είναι χειρότερο από το «άει γαμήσου», όσο το φραπέ είναι χειρότερο απ' το γαμήσι. Και πολύ σεξιστικά- προσβλητικά για μια γυναίκα (ή γκέι): «Ούτε για φραπέ δεν κάνει!».

- Όλη μέρα αυτοφραπεδιάζεσαι ρε φίλε, θα σε ρίξει ψυχολογικά. Γιατί δεν πας να σου κάνει φραπέ και καμιά γκόμενα; Για σένα νοιάσου και φραπεδιάσου!

(από Vrastaman, 09/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για καρακλάσικ έκφραση της καθομιλουμένης με πρώτο νόημα την δυσπιστία αλλά έχει καταλήξει να σημαίνει κυρίως την πολύ μεγάλη έκπληξη.

Δηλώνει ακριβώς το σημείο στο οποίο η μεγάλη έκπληξη, η οποία εκφράζεται με το επίσης καρακλάσικ έλα ρε! [ * ], κατά κάποιο τρόπο λεβελιάζει και αγγίζει τη δυσπιστία, δε μπορεί, δηλαδή, παρά να δηλωθεί με κάτι που να δηλώνει δυσπιστία (δηλαδή, ακριβώς με το φύγε ρε).

- Δε σ'τα λεγα εγώ;
- Τι έγινε ρε;
- Τι λέγαμε χθες; Αυτό που σου λέγα, ακριβώς όπως σου τό' λεγα...
- Έλα ρε φίλε!
- Α-κρι-βώς όπως σου τό λεγα!
- Φύγε ρε!
- Αμέ...
- Έλα ρε!
- Ναι σου λέω!
- Φύγε ρε!

Μεγαλειώδες νομίζω αυτό το έλα ρε!-> φύγε ρε!-> έλα ρε!-> φύγε ρε! εκκρεμές της έκπληξης - δυσπιστίας, στο οποίο υπολειμματικά απηχεί ακόμη κάτι από την γενεσιουργό - εικάζω - συνοδευτική σλανγκική κινησιο-χειρονομία, δηλαδή, το να πιάνεις τον άλλο από μανίκι, γιακά ή όπου για να τον φέρεις κοντά σου και να εξετάσεις π.χ. στο πρόσωπό του αν λέει αλήθεια ("έλα ρε!, τι είναι αυτά που μου λες;!") και όταν αυτός επιμείνει ότι λέει αλήθεια, τον σπρώχνεις, τον απωθείς, επειδή δε σε έπεισε και καλά ("φύγε ρε, τι είναι αυτά που μου λες;!") και για να τον εξετάσεις και εκ του μακρόθεν.

  • Απαντά επίσης ως: άντε φύγε ρε!
  • Πιο λάιτ, ευγενική, και σε καποιο βαθμο δήθεν εκδοχή: άντε ρε!
  • Επιπλέον έμφαση με το: σήκω φύγε (ρε)! ή το φύγε ρε τώρα!
  • Συνώνυμα, πιο ισχυρά: άντε χάσου ρε, άντε φύγε ρε, χέσε με, α στο διάολο
  • Απαντά επίσης, ας πούμε, ελλειπτικά ως: φύγε!
  • Σπανίως και κάπως διαλεκτικά με το φεύγα ρε!
  • Συνοδεύεται ή αντικαθίσταται από το πιο επιφωνηματικό: ώπα ρε! αλλά ακριβέστερα με το ουστ ρε (σιγά μη σε πιστέψουμε).
  • Αντίστοιχα αμερικλάνικα (και για το έλα ρε τώρα!): give me a break, get outta here, shut up
  • Αντίστοιχα αγγλικά: go away! και ως fuck off!
  • Στην Κρήτη (Ανώγεια) ακούγεται και το: άμε μπρε να πα χωστείς (=πήγαινε κρύψου)
  • Με μια δόση δυσπιστίας: ποιο;, πού;

[ * ]Το λήμμα που μας θύμισε/ενέπνευσε το παρόν λήμμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται στην Κρήτη, συνήθως ως ερώτηση: «εφυρομυάλιασες;» που σημαίνει: «εχάζεψες;», «εμπουντάλιασες;», «εκουρκούθιανες;» κ.λπ.

Εκ του «φύρα + μυαλό».

- Μωρή Λίλιαν, μού πλυνες το σώβρακο;
....
- Μανώλη, εφυρομυάλιασες μωρέ; Ίντα Λίλιαν μωρέ Μανώλη μου λέεις; Μανώλη, με απατάς μωρέ σκύλε;
- Όχι Ζαμπία μου, όχι, κάτι εδιάβαζα στο ιντερνέτι κι εμπερδεύτηκα...
- Τσι γδυμνές μωρέ εξάνοιγες πάλι...;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέφτω σε βαθύ ύπνο.

  1. Θα πάρω τα χάπια μου και θα φυτευτώ.

  2. Πάλι φυτεμένη ήσουν και δεν απάνταγες το τηλέφωνο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κρητικο-σλανγκιά. Σημαίνει:

  • Πέφτω κάτω (συνώνυμη κρητική φράση: τσουρώ), τρώω σαβούρα κλπ. Όπως εννοείται και με τη σαβούρα, δεν πέφτω απλά και ακαριαία, αλλά μέσα από μια ταπεινωτική και μακρά διαδικασία, στην οποία σταδιακά χάνω όλο και περισσότερο τον έλεγχο τον οποίο αναλαμβάνει το έδαφος. Δια-σύρομαι κυριολεκτικά. Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούσαν οι παππούδες κυρίως.Επίσης (και πιο ωραία),
  • Αράζω και αφήνομαι / χαλαρώνω / χύνομαι - σε καρέκλες, πολυθρόνες, ντιβάνια... Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούν οι εγγονοί.

Το ρήμα υπάρχει και με ενεργητική διάθεση, όπου «φχερώ κάτι» σημαίνει το σκορπάω στο πάτωμα. Ετυμολογικά δεν μπορώ να βρω/σκεφτώ κάτι: φαντάζομαι ότι θα είναι παραφθορά του «ευχειρώ» ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως του «ευκαιρώ» με την έννοια του διαθέτω - οπότε θά’ πρεπε με «αι»...

  1. Ετόνα ρε κοπέλια δεν μπόρω να καταλάβω ακόμης, και πείτε εσείς που κατέτε από τσι σκυφτές (σ.ς.: χαμηλές) μηχανές.
    Γιάντα όντε στρίβω τσι στροφές στ' Αδελιανού (σ.ς.: κάμπος στα ανατολικά του Ρεθύμνου), γκίζει ο πόδας μου χάμες, μια από την μια μπάντα και μια από την άλλη; Μην κάνω πράμα κακό; Μη μπα να φχερέσω καμιά ώρα ετσέ; Και όι πράμα άλλο, μόνο ακόμα τηνε χρωστω και ανε μισερωθώ πως θα πιαίνω (σ.ς.: πηγαίνω) στα οζά (σ.ς.: πρόβατα) να βγάλω κανένα παρά; Παρακαλώ πείτε μου, θα μισερωθώ ή όχι; (Από μοτοφόρουμ).

  2. - Να κάτσομε στη μπάρα ρε κοπέλια, ίντα λέτε; - Πάμε μρε στσι καναπέδες απού 'χουνε πλάτη να φκερέσομε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκ της Μαίρης της Παναγιωταρά, μιας εργαζόμενης μητέρας, μιας καλής νοικοκυράς.

Χαλώνουμε (βάζουμε τα χαλιά) με το που πιάνει κρύο, ξεχαλώνουμε (βγάζουμε τα χαλιά όταν ζεστάνει ο καιρός).

-Ε Μαράκι, χάλωσες ακόμα;
-Μπα, ακόμα αντέχεται ο καιρός. Λέω να χαλώσω τον επόμενο μήνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καμένο και πολιτικά μη ορθό λογοπαίγνιο με την ισλαμιστική οργάνωση Χαμάς και την ερώτηση γαμάς; η οποία απευθύνεται σε άνδρες οι οποίοι είναι ύποπτοι για αγαμία και για αυτό για υπερβολική μαλακία και για τα θεωρούμενα ως υποκατάστατα του σεξ όπως πολεμική βία. Σπανιότερα και ρήματα όπως χαμάω κυρίως για αριστερούς που βγαίνουν από την αριστερή μελαγχολία τους μέσα από φαντασιώσεις πολεμικής βίας.

- Αγόρι μου μια ερώτηση μόνο θα σου κάνω: Χαμάς; - Όχι, εγκρατεύομαι, αλλά εσύ σίγουρα τον έχεις κάνει λάστιχο. (Από το Φέισμπουκ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Παίρνω (πολλά) χάπια. Μπορεί να αναφέρεται είτε σε ιατρικά χάπια, είτε σε ναρκωτικά.

  1. - Άσε, ο ξάδερφός μου είναι χάλια. Όχι μόνο του είπε ο γιατρός να κάτσει αυτές τις μέρες συνέχεια σπίτι, αλλά και να χαπακώνεται κιόλας κάθε μέρα.

  2. - Ρε συ ο Σωτήρης δεν έχει γίνει τελευταία πολύ παράξενος; Σαν να είναι τελείως στον κόσμο του ώρες ώρες...
    - Άσε Γιώργο, υποψιάζομαι ότι έχει μπλέξει με ναρκωτικά. Προχθές στο σπίτι του τον είδα να χαπακώνεται και φοβάμαι πως δεν ήταν κάποιο φάρμακο. Ντράπηκα όμως να τον ρωτήσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει γαμάω. Ταυτόσημος, μὲ διαφορετικὴ ὅμως διάθεσι, ἡ περίφρασις «ντινέρω πιτχά».

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

Αὐθεντικὴ ἀτάκα· γυρνᾶμε ξημερώματα στὸ σπίτι Γιαννιώτη συμφοιτητοῦ γιὰ ὕπνο. Ἄθελά μας, ξυπνάμε τὸν Μίμη, τὸν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος, μὲ τὸ ἕνα μάτι ἀνοικτὸ καὶ μὲ μισὸ στόμα μᾶς λέει:

- Χαραφλώσαταν ὠρέ, ἢ χαραφλωθήκαταν;

Τουτέστιν:
- Γαμήσατε ρέ, ἢ σᾶς γαμήσανε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία