Η παρακμή, αλλά και ο παρακμιακός, -ή, -ό. Από την γαλλική λέξη décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς» (παρεμπιπτόντως: οι dead can dance παίζουν με την προφορά της λέξης αυτής). Το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ανθρώπους, καταστάσεις, χώρους, μουσική.

  1. Είδα την Ράνια χθες. Χάλι. Ήταν υπερβολικά βαμμένη, ντυμένη σαν τρεντάκι ενώ έχει κλείσει τα πενήντα, την έπινε χαλαρά όλη την ώρα και δεν ήξερε πού πατούσε όταν σηκωθήκαμε, άσε που μιλούσε φωναχτά και έλεγε κάτι μαλακίες... Γάμησέ τα, πολύ ντέκα...

  2. Με πήγε να φάμε σε ένα εστιατόριο μες στη ντέκα. Ψευτοχρυσές πλαστικές καρέκλες, συνθετικά τραπεζομάντηλα, μουσική να κόβεις τις φλέβες σου, τα 'παιξα και δεν μπορούσα να φύγω, ήμασταν οι δυο μας μόνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για πρόσωπα, είμαι εμφανίσιμος, όχι άσχημος. Γενικότερα, είμαι παραδεκτός, μέτριος. Πολύ συνηθισμένο το αντώνυμο: δέν βλέπομαι.

  1. - Κάτσε να τα βάλω σε μία σειρά γιατί χάθηκα: Δύο σκάλες κάτω από Τίφανυ αν και δεν την έχεις πάρει [...]. Την Τίφανυ την έχεις πάρει; Δεν συγκρίνεται με την... Άννα, άρα δυό σκάλες κάτω από Τίφανυ και δύο κεφάλια κάτω από Άννα. Μήπως τελικά να μην πάω;
    - [...] δες ΕΔΩ για να ξέρεις πού πας.
    - Όχι ρε πούστη μου, δεν βλέπεται η γκόμενα... (από το προς το παρόν τελόν υπό δίωξη μπουρδέλα κομ)

  2. Τα Λανγκολίαρς... Αν και το βιβλίο του Κινγκ δεν ήταν τόσο κακό...
    η ταινία ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΤΑΙ!... (από φόρουμ, απάντηση σε θέμα με τίτλο «Η χειρότερη ταινία όλων των εποχών»)

  3. Δεν βλέπεται η Μίλαν: Από το κακό στο χειρότερο πάει η Μίλαν. Η ομάδα του Κάρλο Αντσελότι έμεινε για δεύτερο σερί ματς χωρίς βαθμό, αφού έχασε και από την Τζένοα, μετά από την Μπολόνια με 2-0. (από τον διαδικτυακό τύπο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στην εποχή της Τουρκοκρατίας κυκλοφορούσαν ευρέως προφητείες ότι οι Ρωμηοί θα σωθούν απ' το «ξανθόν γένος». Αυτές ερμηνεύονταν ότι εννοούσαν τους Ρώσους και εντάθηκαν ιδίως στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου, της Αικατερίνης της Μεγάλης, πριν τα Ορλωφικά και της συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και την ίδρυση του ρωσικού κόμματος.

Στην εποχή μας τις αναβιώνει ο Λιακό, που θεωρεί ότι οι πουτινιές του Πούτιν θα φέρουν τους Ελ στην θέση που τους αξίζει να είναι, εις πείσμα της διεθνούς συνωμοσίας σιωνιστών-παπικών-ιησουιτών-μασόνων και άλλων δυνάμεων από τον Γαλαξία της Ανδρομέδας. Ο Λιακό φαίνεται να έχει ρεύμα, γιατί ο όρος «ξανθόν γένος» έχει ξαναμπεί για τα καλά στην ζωή μας, τον βλέπεις πολύ συχνά.

  1. Ένας εναλλακτικός ορισμός είναι ο εξής: Οι απόγονοι των Ελληνίμ (που συμβατικά μόνο ονομάζονται Έλληνες ή Ελληνάρες, Ελλεεινίμ από τις κακές γλώσσες) περιμένουν την λύτρωσή τους από τον δυσβάσταχτο ζυγό που τους έχουν επιβάλλει οι απογόνοι των Ελλεεινιδίμ ή Σπασαρχιδίμ (εξωγήινα όντα με πολλή τριχοφυία) και στρέφουν τις ελπίδες τους προς το «ξανθόν γένος». Η προφητεία ότι οι Ελληνίμ θα σωθούν από το «ξανθόν γένος» είναι αδιαμφισβήτητη! Το θέμα είναι πώς ερμηνεύεται απ' τον καθένα.

Υπάρχει η εκδοχή ότι πρόκειται για τις ουτοπικές Σουηδανές που επιδράμουν τα καλοκαίρια στο Αιγαίο (το θέατρο των επιχειρήσεων). Υπάρχει και η σλαβόφιλη εκδοχή ότι η προφητεία αναφέρεται στις Οβίμ (όσων τα ονόματα τελειώνουν σε -οβα), η κάθοδος των οποίων ήρθε να δώσει μια νέα διάσταση στον όρο «ξανθόν γένος». Υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες. Όπως και προβληματισμός για το πώς το «ξανθόν γένος» να μην αποτελέσει μία υποδούλωση στην κάθε ξεπλένω και bimbo, αλλά μια γνήσια εσχατολογική εμπειρία!

Με την βοήθεια του ξανθού γένους θα πάρουμε πίσω την Πόλη! Επειδή θα γίνεται πόλεμος ανάμεσα στο ξανθόν γένος και τους απογόνους των Νεφελίμ, εμάς που θα είμαστε ουδέτεροι, θα μας θεωρήσουν ως καλύτερους και θα μας δώσουν την Πόλη, τα Στενά και την Καππαδοκία, χωρίς να μας ανοίξει ρουθούνι! (Φαίνεται ότι θα έχουμε και τα πιο γατόνια πολιτικούς). Οι Τούρκοι θα εξανεμιστούν στα βάθη της Ασίας!

Δεν αντέχω άλλο τις Ελλεεινιδίμ! Όχι άλλο κάρβουνο! Μισώ την τριχοφυία, το μελαχροινό δέρμα, τις πεθερές! Πότε θα έρθει το ξανθόν γένος να με σώσει; Ζήτω το λείο δέρμα, το ανοιχτό χρώμα, το αθλητικό σώμα, και οι πεθερές σε άλλο πλανήτη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πάρα πολύ σπάνιο ψάρι που συναντάται πάρα πολυ σπάνια στην παραλία της περιοχής Δουνέικα στο Νομό Ηλείας.
Προσοχή: Εάν τυχόν το συναντήσετε ποτέ, υπάρχει να σας μπει στο κώλο!

Πετράν και Αλέκος είναι καθ' οδόν για Δουνέικα.

Πέτρος:- Ρε μαλάκα τι ακούγετε «μπα μπα μπαπ» κατω απο το αμάξι;
Αλέκος:- Πουτσομούρες θα είναι ρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, για να πούμε ότι κάτι είναι άλλα αντ΄άλλων, παλιά τεχνολογία, ή για τα μπάζα.

-Η Αϊντχόφεν τι θα κάτσει το βράδυ;
-Πάλι στοίχημα Ολλανδία παίζεις. Αφού ξέρεις ότι πιο ουαγκαντούγκικο πρωτάθλημα δεν υπάρχει!

Χάρτης της Μπουρκίνα Φάσο - η Ουαγκαντουγκού πρώτο τραπέζι πίστα (από poniroskylo, 13/03/09)

Βλ. και αντάβαλος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το Κωσταλέξι, το χωριό όπου βρέθηκε το 1978 έγκλειστη σε ένα υπόγειο επί 29 χρόνια για πολιτικο-οικογενειακούς λόγους μια κοπέλα, είναι σε όλους γνωστό. Για περαιτέρω πληροφορίες και γνώμες, δείτε αυτό και αυτό.

Κωσταλέξι λέμε σήμερα αφενός την κατάσταση μιζέριας, αλλά και ένα ψυχολογικά ή/και εμφανισιακά μίζερο και τρισκακόμοιρο, απροσάρμοστο άτομο -μεταφορικά πάντα.

Παρεμφερή λήμματα: γκάου, αρούγκανος, περιορισμένης ευθύνης, μπουνταλάς, νταού κατάσταση, γκαγκά, τουντς, γκαούγκαγκας, γκαούγκαλος, ούγκαλος, ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας, λιμοξίφτερος.

Η λέξη χρησιμοποιείται και για να χαρακτηρίσει έναν τρισάθλιο χώρο.

  1. - Μαλάκα, είδες λεφτά η γκόμενα; Έχεις καταλάβει πού ζει;
    - Τι πού ζει ρε συ, δε μπα να ζει και στο Μπάκινγχαμ, τι να το κάνεις, δεν την αφήνουν οι γονείς της να δει άνθρωπο, έχει ξεχάσει να μιλάει το άτομο, είναι εντελώς τελείως Κωσταλέξι!

  2. - Η κόρη μας θα μας φέρει απόψε το νέο της φλερτ...
    - Κανα Κωσταλέξι θα μας κουβαλήσει πάλι, σαν τον προηγούμενο που κυκλοφορούσε με τα τρύπια βρακιά...

  3. Ααα!!! Με γεια το σπίτι! Αυτό, μάλιστα! Όχι σαν το κωσταλέξι όπου έμενες πριν...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράφραση απο το alternative. Τυπάκια με ένα δυο τζίβες, που συχνάζουν σε καφετέριες κουλτουριστικής διάθεσης (π.χ. booze , k-44) αλλά παρόλα αυτά οι γνώσεις τους επί της κουλτούρας είναι μηδαμινές και επιφανειακές. Τα άτομα αυτά συνήθως ανήκουν στην νεολαία του Συνασπισμού.

Ρε φίλε! Λες να πάμε στο πάρτυ στα Εξάρχεια να χωθούμε σε λατέρνατιβ γκομενάκια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη φανταρίστικη κυρίως, αλλά και τις συναφείς αργκό χρησιμοποιείται σαν επίρρημα.

Όταν αναφέρεται σε αντικείμενα σημαίνει πως βρίσκονται σε άριστη κατάσταση από πλευράς συντήρησης και λειτουργικότητας, αλφαδιασμένα στη θέση τους όπως προβλέπεται, έτοιμα προς επιθεώρηση κι απ’ τον πιο απαιτητικό λχία, δίκα, και λοιπούς στρατόκαυλους.
Αντίθετο: μουνί έως μουνί καπέλο.

Όταν αναφέρεται σε άτομα, στην καλύτερη περίπτωση δηλώνει τα εξόχως πειθαρχημένα φιτ μαχίμια στην τσίτα που με ηθικόν ακμαιότατον μόλις που κρατιούνται μην κάνουν ντου να ελευθερώσουν Κύπρο και Πόλη, ή σαν εναλλακτική να μετάσχουν σε καμιά Νατοϊκή. Συνηθέστερα, δηλώνει αυτούς που μετά από κατάλληλο τέντωμα (=συνδυασμός από τρέξιμο, εκπαίδευση, αγγαρείες, καψώνια) λειτουργούν τόσο οι ίδιοι όσο κι η μονάδα τους σε απόλυτα ικανοποιητικό βαθμό για να εκτελέσουν μια προγραμματισμένη άσκηση ή να υποστούν μια προβλεπόμενη επιθεώρηση (για απρογραμμάτιστα και μη προβλεπόμενα ...παίζεται).

Αντίθετα αρντάν, τούφα, χύμα και τα παράγωγα χυμείο χυμαδιό.

Συχνότατα αντικαθιστά το τέντωμα σαν κατάσταση που επικρατεί.

Συνώνυμα: γαμήσι, πίπα - κώλο εμπλοκή (εξού –θεωρώ- κι ο εδώ ορισμός του PhreakeR).


Αναφέρεται απ’ τον abra εδώ, αλλά έκρινα πως του αξίζει μια θέση στη συλλογή.

1. Παρόλα αυτά είναι μια υποχρέωση που καλώς κακώς πρέπει να την εκπληρώσουμε όλοι σαν έλληνες πολίτες και το θεωρώ μαλακία που το αφήνουν οι περισσότεροι νεοέλληνες την τελευταία στιγμή (ειδικά τώρα έχει γίνει η πλήρης θητεία γιωτάμηνο). Αλλιώς θα την παλέψει ένα ξέγνοιαστο δεκαοχτάχρονο που μόλις τελείωσε το σχολείο σε ένα στρατόπεδο που είναι όλα τέντα και αλλιώς ένας τριαντάρης που χρεωστάει ακόμα πέντε μαθήματα στην σχολή, δυσκολεύεται να βρει δουλειά και έχει αφήσει την κοπέλα του γκαστρωμένη.

2. Σκάει υφυπουργός άμυνας στα σύνορα. Όλοι τέντα γι’ αυτόν, πάει στους σκοπούς (ένας φαντάρος-ένας Επόπ) τους ρωτάει από πού είσαι: «Από τάδε» φωνάζει ο φαντάρος, «Πόσο καιρό είσαι στον Στρατό»; «7 μήνες» απαντάει ο φαντάρος. «Καλός πολίτης σου εύχομαι» του λέει ο υφυπουργός. Πάει στον Επόπ τον ρωτάει τα ίδια: «Πόσο καιρό είσαι στον στρατό»; «4 χρόνια» του απαντάει ο Επόπ. «Καλός πολίτης και σ’ εσένα»....

3. Κάτω πολύ τέντα. Το μέγιστο πρόβλημα είναι οι παλιοί οι οποίοι θα σου βγάλουν την παναγία. Το πρωί ξεκινάς με σημαία, θάλαμο, γενικές καθαριότητες, σχεδόν κάθε μέρα τρέξιμο καμιά 10ρια γύρους, επιθεώρηση θαλάμου και φοριαμού. Εκατό να ‘ναι οι παλιοί ένας ο νέος θα τα κάνει όλα ο νέος.

4. Έχουμε ταξιαρχική επιθεώρηση. Το απαραίτητο τέντωμα για να φανούν όλα καλά στον ηγέτη (σαν ανέκδοτο δεν ακούγεται;) του νησιού ξεκίνησε.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία