Το μπάσο τύμπανο στα ντραμς. Όπως λέει η Βίκυ, «παίζεται μέσω ενός πεντάλ το οποίο είναι τοποθετημένο στο μπροστινό μέρος, όπου κάθεται ο ντράμερ (...) Στη ροκ και ποπ μουσική, συνήθως ο ήχος της μπότας μετρά το 1ο και 3ο μέρος ενός μέτρου σε ρυθμό τεσσάρων τετάρτων (4/4)».

Νομίζω ότι είναι αυτό που στα αγγλικά λέγεται «foot drum» ή «kick drum», που το κλωτσάς δηλαδή. Προφ επειδή η ροκιά απαιτεί μπότα (άρα το κλωτσάς με δαύτην) πήρε και την ονομασία αυτή στα ελληνικά...

Η μπότα βαράει καλά, βαράει ξερά, βαθιά και αλύπητα και έχει πολύ χαρακτηριστικό ήχο.

- Γαμώ τα κομμάτια αυτό ε;
- Τι γαμώ τα κομμάτια ρε μαλάκα, μας έχει ξεσκίσει στη μπότα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Εννοείται λαμπάτος ενισχυτής (ή προενισχυτής), στα αγγλικά tube amplifier ή valve amplifier. Είναι ο ενισχυτής που χρησιμοποιείται στην μουσική και βασίζεται στην παλαιότερη τεχνολογία των λυχνιών (λυχνία=λάμπα) για να ενισχύει το σήμα του ήχου, σε αντίθεση με την τεχνολογία των ημιαγωγών (transistors) που, σε εμπορικό επίπεδο, έχουν γενικώς επικρατήσει.

Λαμπάτοι ενισχυτές χρησιμοποιούνται και σε ηχοσυστήματα αλλά κυρίως στην υπηρεσία ηλεκτρικών μουσικών οργάνων: κιθάρα, μπάσο κλπ.

Κυρίαρχο θετικό χαρακτηριστικό των λαμπάτων ενισχυτών είναι ο ήχος τους. Οι περισσότεροι τον χαρακτηρίζουν πιο «ζεστό» και «πλούσιο» από τον ήχο των τρανσίστορς, με καλύτερο όγκο.

Επίσης, παρουσιάζουν από κατασκευής το φαινόμενο της παραμόρφωσης με διαφορετικό και, παραδόξως, ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα, από μουσικής άποψης (τουλάχιστον σε κάποια είδη μουσικής: ροκ, χαρντ ροκ, μέταλ κλπ). Πολλοί από τους ροκ ήχους που αγαπήσαμε βασίζονται στην ιδιόμορφη παραμόρφωση που αποδίδουν οι λαμπάτοι ενισχυτές όταν αγγίζουν τα όρια ισχύος τους.

Στα αρνητικά τους καταλογίζονται το κόστος αγοράς και συντήρησης, το μεγάλο βάρος τους και η κατανάλωση ρεύματος, καθώς και το γεγονός ότι ζεσταίνονται σημαντικά και παρουσιάζουν μικρότερη αξιοπιστία (οι λυχνίες έχουν περιορισμένο χρόνο ζωής).

Η κουβέντα για την ποιότητα του ήχου στην μία τεχνολογία συγκριτικά με την άλλη είναι πάντα ανοιχτή και θυμίζει την διαμάχη ανάμεσα στους λάτρεις του CD και τους πιστούς του βινυλίου.

  1. (Από εδώ)
    «Κοίτα έχεις πρόβλημα λάμπας....θέλουν άλλαγμα...Σίγουρα μπορείς να βρεις κάποιο κατάστημα....Με ρωτάς κάτι το οποίο δεν περίμενα να ακούσω...Ένας λαμπάτος ενισχυτής 75W είναι πανάκριβος και μάλιστα όταν λέμε 75 είναι σαν να εννοούμε πάνω από έναν 125W τρανζίστορ (με κυκλώματα). Η ποιότητα του ήχου των λαμπάτων ενισχυτών είναι ασύγκριτα καλύτερα με αυτόν των τρανζίστορ. Δυστυχώς οι ερασιτεχνικοί λαμπάτοι λιγοστεύουν (υπάρχουν κάποιο αλλά δεν είναι απευθείας με λάμπα) και γι' αυτό είναι πάρα πολύ ακριβοί.»

  2. (Από εδώ)
    «Φίλε όντως μην πάρεις τον συγκεκριμένο Μάρσαλ. Πάρε έναν λαμπάτο Πηβη/Λανευ/Φεντερ ... στα ίδια λεφτά, και πάρε και το σωστό πετάλι για Ζέπελιν για να ησυχάσεις. Μην μπερδεύεσαι ότι θες Μάρσαλ για να βγάλεις ήχο Ζέπελιν...»

(από patsis, 06/09/10)Στο μέσον ο Γιωργος Λαμπάτος (από GATZMAN, 06/09/10)(από electron, 08/09/10)

Δες και -άτος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για τους μαραγκούς και τους μηχανικούς, η σφήνα έχει μια καθωσπρέπει έννοια, την οποία όλοι γνωρίζουμε και γω βαριέμαι να αναπτύξω εδώ. Θα ασχοληθώ με τις σλανγκ σφήνες, τουτέστιν:

  1. Το να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν, το να χώνεσαι ανάμεσα στο νταραβέρι δύο ανθρώπων μπλοκάροντάς τους, ακριβώς όπως μια σφήνα χώνεται πχ κάτω από ένα παραθυρόφυλλο και το ακινητοποιεί, παρόλο τον αέρα.

  2. Στο οδήγημα, το να κάνεις σφήνες είναι το να χώνεσαι με ευελιξία και ταχύτητα ανάμεσα στα άλλα εν κινήσει αυτοκίνητα. Ακόμα καλύτερα είναι να το καταφέρνεις ήσυχα (όσο και γοργά), χωρίς να αναβοσβήνεις τα φλας ή τα προβόλια. Κάνοντας σφήνες ελίσσεσαι πολύ γρηγορότερα απ' όλους που πήζουν στην κίνηση. Βρίσκεσαι σε κατάσταση μόνιμου στοιχήματος με τον εαυτό σου και με τους άλλους: βάζεις σημάδι κάποιο ευδιάκριτο όχημα και κοιτάς αν πράγματι προχωράς μες τον χάος ή αν ο μύθος με τον λαγό και τη χελώνα έχει βάση (και έχει, πολλές φορές).

Το οδήγημα αυτό χαρακτηρίζει τους καυλοτίμονους εν γένει, αλλά δεν είναι πάντα γοητευτικό. Είναι καταστροφικό αν είσαι άπειρος οδηγός ή ηλίθιο καυλόγκαζο. Είναι επίσης εκνευριστικότατο όταν γίνεται από ταξιτζή. Ο καλός οδηγός δεν είναι ντε και καλά ο καυλιάρης, είναι αυτός που με το γάντι υπερέχει όλων, χωρίς να έχει προκαλέσει ατύχημα σε ανθρώπους ή ζώα και χωρίς να το κάνει σκόπιμα ώστε να εκνευρίσει τους άλλους. Ανάλογα με το ποιον της σφήνας κρίνεται και ο οδηγός.

  1. Εξάρτημα που χρησιμοποιούν οι κιθαρίστες (pin)

  2. Αξεσουάρ σεξουαλικής διέγερσης για πρωκτικό σεξ.

  1. - Και μετά;
    - Ε τι και μετά, μετά μπήκε σφήνα στη συζήτηση η μάνα της και τα γάμησε όλα. Πάνω που είχαμε ηρεμήσει, ξαναπήρε ο καυγάς.

  2. - Ρε μαλάκα, κοφ' τις μαλακίες, σου έχω πει ότι όταν οδηγείς το αμάξι μου δε γουστάρω σφήνες και καγκουριλίκια...
    - Ε όχι και γκάγκουρας εγώ, δεν το σπάω το αμάξι, το πάω μαλακά, βελούδο... όχι και γκάγκουρας...

  3. Πέρασε την καινούρια χορδή μέσα στον καβαλάρη και τράβηξέ την μέχρι το μεταλλικό τερματικό να «πιάσει» πάνω στο ξύλο. (και ενοείται ότι εφόσον «πιάσει» το μεταλικό τερματικό στο ξύλο, τότε βάζουμε την «σφήνα». Εάν μπεί η σφήνα (ή pin ή πέστε το όπως επιθυμείτε) , ενώ το μεταλλικό τερματικό δεν έχει «πιάσει» στην κάτω οπή του καβαλάρη, τότε κατά το κούρδισμα «τραβιέται» πρός τα πάνω, με αποτέλεσμα πα σπάει ή χορδή...).

  4. - Ρε συ το έμαθες ότι η Σταματία και ο Λάκης χώρισαν;
    - Ναι ρε, πώς έγινε αυτό τόσο ξαφνικά;
    - Καλά, πέθανα στα γέλια όταν τό 'μαθα... Χώρισαν γιατί αυτός της χάρισε για τα πέντε τους χρόνια μια σφήνα που αγόρασε από ένα σεξομάγαζο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξάρτημα που χρησιμοποιείται αντί της κλασσικής μπαγκέτας στα ντραμς, κυρίως σε συγκροτήματα τζαζ ή αντίστοιχου ήχου.

Το γούγλε δίνει χτυπήματα για τη λέξη «βούρτσα», απ' ευθείας μετάφραση του αγγλικού brush, αλλά το θυμάμαι κι έτσι. Ο λόγος για τον οποίο στέκει είναι η ομοιότητα του εξαρτήματος με την κλασσική ψάθινη σκούπα.

Πάσα: Tom Waits.

- Θέλει να παίξει και με σκούπες ο χασάπης. Δεν κοιτάει να μάθει να κρατάει το ρυθμό πρώτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πιατάκι στο οποίο κατέθεταν οι μερακλήδες τον οβολό τους υπέρ αναξιοπαθούντων μπουζουξήδων που αναγκάζονταν να βγουν με το ζητιανόξυλο στη γύρα από κουτουκίου εις κουτούκιον για τον επιούσιο.

Ετυμολογικώς, ο λημματογράφος εικάζει ότι η εδώ έννοια της λέξης συνδέεται με το σφουγγάρι που το βουτάς στον κουβά, κι όσο νερό κρατήσει.

Ιστορικώς, η σφουγγάρα στην Ελλάδα γνώρισε δόξες στην τριακονταετία 1930-1960, αν και αυτού του είδους η εύσχημη επαιτεία (βλ. παράδειγμα Νο 2 ) ουδέποτε (ευτυχώς) εξέλιπε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Αν και οι πλανόδιοι μουσικοί κάποτε κοσμούσαν με την Τέχνη τους βασιλικές αυλές, οι ρεμπέτες στους οποίους αναφέρεται το λήμμα είχαν μάλλον διαταραγμένες σχέσεις με την εξουσία (βλ. παράδειγμα Νο 1).

Στις μέρες μας, το πάλαι ποτέ πιατάκι έχει αντικατασταθεί από κάποια μπανάνα, ταγάρι, κασκέτο, ή, στην περίπτωση των στατικών και όχι περιφερόμενων μουσικών (βλ. παράδειγμα Νο 4), από την ανοιχτή επί του εδάφους θήκη του οργάνου τους.

Το λήμμα είναι αφιερωμένο σε όλους τους μουσικούς του σάιτ.

  1. [...] Για να ζήσω γύρισα και με το πιατάκι από ταβερνάκι σε ταβερνάκι. Δεν είναι ντροπή. Αλλού μ' αφήνανε αλλού με διώχνανε. Μέχρι που με πιάσανε επί αλητεία. Τ' ακούς ; Με πιάσανε επί αλητεία. Ρε πού καταντήσαμε.

(Γιώργος Μουφλουζέλης, από τη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, εκδ. Πλέθρον).

  1. [...] ο Μαρινάκης, παρέα με τον Ποτοσίδη [...] στις άσχημες στιγμές γυρίσανε με το πιατάκι (το σφουγγάρι όπως το λέγαμε) από κουτούκι σε κουτούκι [...] Όποιος από τους παλιούς έχει πει πως δεν το έκανε αυτό, λέει ψέματα [...] Το έκανα κι εγώ [...] «εύσχημη επαιτεία» [...] το όργανο τότε το λέγαμε ζητιανόξυλο [...]

(Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης, ομοίως).

  1. [...] βγήκα πολλές φορές στο «σφουγγάρι» [...] από ταβέρνα σε ταβέρνα, παίζαμε και τραγουδάγαμε κι ύστερα βγάζαμε πιατάκι, το λεγόμενο σφουγγάρι [...] Ο Μάρκος, ο Γενίτσαρης, ο Κηρομύτης, ο Μπαγιαντέρας, ο Ρούκουνας, ο Χατζηχρήστος [...]

(Μαρίνος Γαβριήλ ή Μαρινάκης, ομοίως).

  1. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι είναι η σφουγγάρα ; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και σου πετάει το κέρμα του.

(Στέλιος Βαμβακάρης, εδώ).

  1. Γυρολόγος μπουζουξής με σφουγγάρα εκεί.

  2. [...] Τρεις άνθρωποι ξεχωρίζω. Ο συγχωρεμένος ο Απόστολος ο Χατζηχρήστος [...], το ίδιο κι ο Παπαϊωάννου [...] λέγανε στους μαγαζάτορες :
    - Όταν έρχεται αυτό το παιδί να βγάζει σφουγγάρα, δεν θα το διώχνετε.
    Το ίδιο κι ο Στράτος [...]
    (παραπέρα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πληθυντικιά, οφείλει την ύπαρξη της στην σχετικά πρόσφατη, εκνευριστική συνήθεια ορισμένων ραδιοφωνικών παρουσιαστών (με πρώτους διδάξαντες κάποιους όντως εξαιρετικούς παραγωγούς της Καλύτερης Παρέας), να «πληθυντικοποιούν» λέξεις, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν μια χαρά στο ενικό τους.

Έτσι λοιπόν έχουμε τις μουσικές, τις καλημέρες/καλησπέρες, τις σκηνές (όχι τα αντίσκηνα, τις μουσικές σκηνές), το «στα ποτήρια μας», «τα κεράσματα» ή/και «δροσερές μπύρες» (όταν προωθείται χορηγός-ξύδι, το «και για να σας λυθούν οι απορίες», και λοιπά.
Οι πληθυντικιές δεν πρέπει να συγχέονται με συχνά, καραμπινάτα γλωσσικά ολισθήματα που δεν περιορίζονται στους προαναφερθέντες όπως «στα πλαίσια», «οι ασκοί του Αιόλου», κλπ.

Πιθανότερη εξήγηση για την πλυθηντικιά είναι αφενός η στάνταρ προχώ τρεντουλιά (κατάλοιπο της ΚΛΙΚ εποχής) και αφεδύο, η χαριτωμενιά που προσδίδει, όταν φυσικά αποδίδεται με την κατάλληλη φωνή της σχολής Σημίτη (της Αφροδίτης ντε, όχι του Τάπερμαν): κάτι μεταξύ μπλαζέ βαρεμάρας, σοροπάτης τσαχπινιάς και γουτσισμού. (Παρεμπιπτόντως η φωνή της Σημίτη είναι πλέον ότι ήταν στις δεκαετίες 80 και 90 το σαξόφωνο του Κατσαρού: ακόμα και στις πτήσεις της Ολυμπιακής αυτήν ακούς).

Η πληθυντικιά συνήθως πάει πακέτο με την άλλη εκνευριστική συνήθεια, αυτή του Greeklish Mix, δηλαδή του συνδυασμού ελληνικών/αγγλικών σε διαφημιστικά για συναυλίες ή άλλες εκδηλώσεις (πάντα με τα προηγούμενα ηχητικά χαρακτηριστικά και μπόνους τα στrroγγυλά και μακρόσυrrτα «ρ» εφέ):

Στο Cavo Paradiso, την Παrrασκευή 22 Μαrrτίου, απευθείας από το Amsterdam, το control του dance floor θα πάrrει ο μάγος της Alternative-Super-Dooper-Trance-House-Acoustic-Dark-Trip-Hop-Progressive-Gothic σκηνής και rresident του club Toukits’imana pinibafous, DJ Milupas. Στο warm-up ο MC Saltapidas σε ένα αεrrάτο DJ set.

Πολλές καλησπέρες σε όλους και όλες. Πολλές καλές μουσικές θα ακούσουμε απόψε και ήρθε η ώρα για Jack στα ποτήρια για τα κεράσματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Βυζί αποκαλείται κουτσαβακιστί και το σκάφος ή ηχείο του μπουζουκιού, λόγω διογκωμένης καμπυλωτής εμφάνισης.

Να σημειωθεί ότι κι άλλα μουσικά όργανα παραπέμπουν στον καυλιδερό γυναικείο αισθησιασμό (βλ. το βιολί του Man Ray, διάφορα πνευστά, κ.α.).

Από το δουπού: Πανκελής.

Σαν τον Σαμουήλ στο Κούγκι
μπαίνω μέσα στο μπουζούκι
με ταξίμια, με φυτίλια
με βυζαντινά καντήλια
Στο βυζί του αμπαρωμένος
θα πετάξω το καπάκι,
κάλλιο να 'μαι πεθαμένος
παρά Αμερικανάκι
(Τζιπάκος, Ρομπέν των Χαζών)

Περί μπουζουκίου (παρα)ετυμολογίαι και πορτοκαλισμοί :

- Πρόθεση: εν + επίθετο :… «βυζός» (διογκωμένος)... + ηχείο…
Όλα αυτά μας κάνουνε το εμβουζούχιον= εμπουζούκιον =μπουζούκι, στα λαϊκά. (Ε, όχι και να χαρίσουμε στους γείτονες τέτοιο οργανάκι!)
(Ρεμπέτικο Φόρουμ)

- Το «βυτίο» επίσης πιθανότατα συγγενεύει με τα ρήματα βύω και βυσνέω που πιθανότατα προέρχονται από την ίδια ρίζα που σημαίνει βουλώνω ταπώνω (πβ. Βύσμα, buzzi/βουτσί, δηλαδή ασκί, αλλά και βυζί, μπουζί με παρόμοια σχήμαι). Συνεπώς πιθανότατα η λέξη μπουζούκι, είναι αντιδάνειο.
(Λάουτα κι ετς)

Ωραία βυζιά (από Vrastaman, 23/01/12)Violon d\'Ingres του Man Ray (από Vrastaman, 23/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το αγγλικό ουσιαστικό relic (= λείψανο, αντικείμενο πολύ παλιό και μεγάλης θρησκευτικής ή ιστορικής αξίας). Το ρήμα relic, ελληνοποιημένο ως ρελικάρω, είναι νεότερο και δηλώνει κάτι εξειδικευμένο:

Ρελικάρω σημαίνει παλαιώνω τεχνητά ένα μουσικό όργανο, κυρίως ηλεκτρικό και ιδίως ηλεκτρική κιθάρα, ώστε να αποκτήσει ένα ταλαιπωρημένο και αξιοσέβαστο λουκ. Υπάρχουν και έτοιμες προ-ρελικαρισμένες ηλεκτρικές κιθάρες, κάτι σαν τα έτοιμα ταλαιπωρημένα και φθαρμένα μπλουτζήν ένα πράμα. Αν το κάνεις μόνος σου θα χρειαστείς γυαλόχαρτα, εργαλεία, χημικά, στόκο (!) και άλλα τέτοια - υπάρχουν και κατατοπιστικά βιντεάκια στο youtube.

Τώρα γιατί κάποιος θα προτιμήσει να ρελικάρει την κιθάρα του για να πουλήσει μούρη, παρά να την λιώσει στο παίξιμο και να γίνει και καλύτερος μουσικός ταυτόχρονα είναι ένα ζήτημα.

Στα ακουστικά όργανα κατά κανόνα δεν γίνεται ρελικάρισμα γιατί η φυσική κατάσταση των υλικών επηρεάζει τον ήχο τους. Εκτός κι αν κάποιοι επιλέξουν να υποβαθμίσουν και τον ήχο για χάρη του φαίνεσθαι, άβυσσος η ψυχή τους, τι να πω.

Λιγότερο χρησιμοποιούμενος είναι ο τύπος ρελικιάζω > ρελίκιασμα.

Προσοχή στην αντιδιαστολή: Βίντατζ (vintage) όργανο είναι το πραγματικά παλιό, π.χ. μια κιθάρα, που έχει αξία για διάφορους λόγους, ή, καταχρηστικά, αυτό που είναι μεν καινούριο αλλά χρησιμοποιεί μια παλαιότερη και γενικά ξεπερασμένη τεχνολογία από άποψη, π.χ. ενισχυτές με λυχνίες. Η λέξη βίντατζ χρησιμοποιείται και εκτός μουσικής, π.χ. στον κινηματογράφο: vintage porn.

  1. Από εδώ:

- Όχι όχι δεν επηρέασαν τον ήχο...αλλά βασικά ποιον ήχο;;;πριν δεν είχε ήχο... είχε σκατούλες (με τους μαμίσιους epiphone καταλαβαίνεις...)
Θα βάλω και το πίσω μέρος μόλις μπορέσω.
- Ωραίος!! τέτοια projects χρειάζονται να γίνονται κ ας είναι «καγκούρικα», κακόγουστα ή οτιδήποτε... εμένα πάντως μ' αρέσει το αποτέλεσμα...
- Πάντως για να είναι ολοκληρωμένο το αποτέλεσμα θα έπρεπε να ρελικάρεις και το hardware... γέφυρες, κλειδιά κλπ πρέπει να φαίνονται κι αυτά ''ταλαιπωρημένα'' ;)

  1. Από εδώ:

Οι κιθάρες που πραγματικά σιχαίνομαι είναι αυτές που έρχονται από το εργοστάσιο προ-ρελικιασμένες. Πρέπει να είσαι πραγματικά πολύ ΦΛΩΡΟΣ για να πάρεις μια τέτοια κιθάρα. Η αγορά μιας τέτοιας κιθάρας συνεπάγεται πολύ απλά ότι είσαι ΑΝΙΚΑΝΟΣ να πάρεις μια ολοκαίνουργια κιθάρα και να την καταντήσεις σαν τα μούτρα σου. Οι άνθρωποι ( ; ) που ψωνίζουν ΤΕΤΟΙΕΣ κιθάρες, εκτός από υπερβολικά χαζοί (μιας και είναι πανάκριβες και χαλασμένες) είναι επικίνδυνοι για το κοινωνικό σύνολο, θα πρέπει να απομονώνονται και να εξαναγκάζονται σε ακρόαση country και demo blackmetal συγκροτημάτων ΕΝΑΛΛΑΞ. Αν επιζήσουν από αυτήν την διαδικασία (η πιθανότητα αυτή τείνει στο μηδέν) θα υποχρεώνονται να κάνουν ΔΩΡΕΑΝ τηλεφωνική υποστήριξη σε πελάτες καμένους από τα προϊόντα της μικρομαλακής αε για το υπόλοιπο της θλιβερής τους ύπαρξης.

Επίσης δεν μου αρέσουν οι φέντερ.

  1. Από εδώ:

- Σε κάποιους αρέσει και για το χρησιμοποιημένο / broken-in feel.
- Στο παίξιμο εννοείς; Τι αλλαγές περιλαμβάνει το ρελικάρισμα σε αυτό;
- Ναι. Συνήθως όσο πιο απογυμνωμένο είναι το μανίκι από το βερνίκι και φθαρμένο / φαγωμένο το ξύλο, τόσο πιο «εύκολο / ευχάριστο / γρήγορο» θεωρείται στο παίξιμο.
- Ναι κατάλαβα, αν και αυτό γίνεται και ανεξαρτήτως υπόλοιπης εμφάνισης.

Απίστευτα εγκλήματα σε μια αθώα, γέρικη κιθάρα. (από patsis, 06/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αρμόνιο, ιδίως σε σκυλοδημοτικά, σκυλονησιώτικα, σκυλολαϊκά και καθαρά σκυλάδικα συμφραζόμενα. Η λέξη χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε σχέση με λάιβ - ποτέ για ηχογραφήσεις, αφού η (όποια) ομοιότητα είναι μόνο οπτική.

Ειδικότερα, για την περίπτωση όπου ο ψήστης δεν παίζει κανονικά αλλά βάζει μόνο τα έτοιμα ακομπανιαμέντα, οπότε κάθε ενάμισι λεπτό απλώς πατάει ένα πλήκτρο για να αλλάξει ακόρντο ενώ όλη την υπόλοιπη ώρα είναι ελεύθερος να στρίβει τσιγάρο, να γράφει μηνύματα ή να κατεβαίνει για κατούρημα, εκεί λοιπόν χρησιμοποιείται και η έκφραση «Γύρνα τα σουβλάκια»!

-Πώς πήγε το φρη κάμπινγκ στη Χιλιαδού;

-Μια φρικαλεότητα! Εκτός ότι ήμασταν μιλιούνια κόσμος, πέσαμε και στη Γιορτή Σαρδέλας. Ένα τύπου πανηγύρι, με ορχήστρα, πυροτεχνήματα, διαγωνισμό ψαρέματος και ό,τι σουρεάλ μπορείς να φανταστείς.

-Τουλάχιστον η μουσική δεν έλεγε τίποτα;

-Μια ελεεινιά σου λέω! Άθλια σκυλοκιεγωδεγξερωτί, μπουζούκι - βιολί - ψησταριά, ξεκουρδιστάν, εκατομμύρια ντεσιμπέλια, ένα γεροντοξέκωλο κακοφωνίξ, άσε, να μη σου τύχει! Κι όλα αυτά μες στη μέση της παραλίας, όλη νύχτα!

Στο 3.15 περίπου ο απίστευτος αρμονίστας (από Hank, 04/07/09)

Δες και γυφταρμόνιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ουσιαστικό που αντιστοιχεί στον αγγλικό όρο reverb (< reverbation), ο οποίος δηλώνει την αντήχηση (με φυσικά ή τεχνητά μέσα) στον ήχο ενός οργάνου ή ακόμη και της ανθρώπινης φωνής, δημιουργώντας έτσι στον ακροατή την αίσθηση του βάθους, ή καλύτερα, την αίσθηση πως ο ήχος παράγεται σε χώρο με υπαρκτές διαστάσεις, βελτιώνοντας έτσι το τελικό ηχόχρωμα –αρκεί να μην γίνεται κατάχρηση του εφέ αυτού (περισσότερα τεχνικά στοιχεία εδώ και εδώ).

Το βαθάκι χρησιμοποιείται αναφορικά τόσο ως προς την εντύπωση που δίνει ο τελικός ήχος, όσο και ως προς το ίδιο το μέσο που του προσδίδει αυτή την ιδιότητα, είτε αυτό είναι πετάλι εφέ, είτε ρύθμιση σε κονσόλα, ενισχυτή, ή ηχοσύστημα. Αυτό σημαίνει πως το βαθάκι (ή τα βάθια, μία άλλη ονομασία) δεν περιορίζεται μόνο σε αμιγώς μουσικό εξοπλισμό, αλλά σε οποιοδήποτε hi-fi σύστημα, οικιακό, επαγγελματικό ή ακόμη και αυτοκινητιστικό.

Από γλωσσική άποψη, το βαθάκι αποτελεί μία από τις λίγες περιπτώσεις όπου ένας αμιγώς τεχνικός όρος έχει υποστεί καθαρά σλανγκική οικειοποίηση, αν και γενικά ακούγεται και χρησιμοποιείται αυτούσιος ο αγγλικός όρος σε διάφορες περιπτώσεις.

  1. Χθες το βράδυ έφτιαξα άλλους 3 ήχους που χρησημοποιώ στα Live. Ένα καθαρό (επιπλέον), ένα με rectifier για κάτι ψιλό-heavy κομμάτια και ένα με pitch shifter σε στύλ drop-c που χρησημοποιώ για 1 κομμάτι.
    Το καθαρό ήταν πολύ καλό και με αρκετό σκάσιμο (που φυσικά συνέβαλαν και οι μαγνήτες (HS-2, HS-3)) και το έβγαλα με τον 59Bassman, ήταν καλός ο ήχος και με τον 65 twin αλλά τελικά προτίμησα τον bassman, λίγο chorus, λίγο delay, βαθάκι...αυτά. (Εδώ)

  2. Ντακίμι είναι η ορχήστρα δημοτικής παραδοσιακής μουσικής στα «γιαννιώτικα». Χωρίς μικρόφωνα ενισχυτές «βαθάκια» και επαναλήψεις (reverb και delay δηλαδή) στα «σκέτα». Εκτοξεύτηκε το κέφι στα ύψη!! Κόσμος άρχισε να εισρέει στο καφέ από παντού, χαμός, έπιναν και γλεντούσαν ως το βράδυ. (Εκεί)

  3. Δεν χρειάζεται να πάει κάποιος στο Μέγαρο για να ακούσει ζωντανούς ήχους. Την ανθρώπινη φωνή, ποιος από εσάς την αποδίδει πιστά στο σύστημά του;

Από τα συστήματα που έχω ακούσει, ΚΑΝΕΝΑ δεν μπορεί να αποδώσει πιστά τις ανθρώπινες φωνές, πόσο μάλλον τα υπόλοιπα όργανα.

Οπότε, ξεχνάμε το φυσικό και πάμε τρέχοντας προς ο αφύσικο αλλά όμως εντυπωσιακό. Είναι ίσως και αυτό μια λύση που μάλιστα την προτιμούν και πολλοί μουσικοί. Πολλοί δηλαδή είναι αυτοί που αναζητούν το ψεύτικο για να εντυπωσιάσουν τον ακροατή, γιατί σου λένε ότι δεν ακούγεται καλά η ηχογράφηση που δεν περιέχει «βαθάκι» και διάφορα άλλα εφέ. (Παρακεί)

  1. κατ'αρχην να πουμε ότι εφέ όπως είναι το chorus το phaser και το flanger μπορούν να μπούν και στο dry σήμα αλλα πάντα μετά την βρωμιά (π.χ. σε μία λούπα για εφφέ που πιθανός έχει ο ενισχυτής σου). Τα delay και τα βάθια καλύτερα είναι να μπαίνουν μετά την ηχογράφιση εκτός και αν βασίζεις το παίξιμο σου σε ένα συγκεκριμένο σημείο σε ένα τέτοιο εφε (π.χ. ένα σημείο που θές να παίξεις με slap back delay και θές να έχεις την αίσθηση στα χέρια σου!) (Παραπέρα)

(από Mr. Cadmus, 23/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία