Πολίτικη έκφραση που αντιστοιχεί στο «η καρδιά μου καίγεται για αυτόν» και σημαίνει «τον λυπάμαι». Λυπάμαι όχι επιφανειακά ή με περιφρόνηση, αλλά πραγματικά, απ' τα βάθη της καρδιάς μου, και μου ματώνει η ψυχή. Συχνά συνοδεύεται από επιφωνήματα (αχ-βαχ) ή/και θρηνητικές χειρονομίες (με τα χέρια να πλέκονται σα σε προσευχή/ικεσία ή να ενώνονται στο στήθος πάνω απ' την καρδιά).

Συντάσσεται μυστήρια, πάντα με την αντωνυμία μπροστά και μετά το ρήμα (π.χ., αν ματώνει η ψυχή σου για τον Τζαννή, δε θα πεις «η καρδιά μου καίγεται τον Τζαννή», θα πεις «αχ τον Τζαννή, τον καίγετ' η καρδιά μου» ή «αχχ, τον καίγετ' η καρδιά μου τον Τζαννή»).

Παρ' όλο που η έκφραση (και τα θεατρικά που πάνε πακέτο με δαύτη) παραπέμπουν σε προσωπικές τραγωδίες, ανομολόγητο πόνο, τραγικούς θανάτους, αίμα, δάκρυα και λοιπά, μπορεί εξίσου να αναφέρεται σε μικρές ενοχλήσεις του τύπου «τον καημένο, έκατσε πολλή ώρα στον ήλιο και ίδρωσε». Όχι ότι λέγεται σαρκαστικά, απαραίτητα. Απλώς, οι Πολίτες είναι εντυπωσιακά θεατρικοί τύποι.

  1. — Καλέ τα 'μαθες; Ο Νικήτας, της Ευανθίας ο άντρας, έπαθε εγκεφαλικό κι έμεινε στον τόπο! — Αχ μη με το λες! Κι έχει και μικρό παιδί!
    — Άαχ, άσ' τα Κατινίτσα μου, εγώ την Ευανθία σκέφτομαι και την καίγετ' η καρδιά μου. Πώς θα τα φέρει βόλτα τώρα;

  2. Αχχ πουλάκι μου, σε κάηκ' η καρδιά μου που σε είδα να 'ρχεσαι φορτωμένος με τόσα πράματα σα χαμάλης. Γιατί μπρε δεν είπες να κατέβουμε να σε βοηθήσουμε; Θα κοψομεσιαστείς!

  3. — Εγώ, γιόκα μου, εκείνα τα παιδιά που 'ναι στα ΜΑΤ, τα καίγετ' η καρδιά μου που τα βλέπω στην τηλεόραση να ξεροσταλιάζουν σ' εκείνηνα την πλατεία.
    — Τι λες, ρε γιαγιά; Είσαι στα σωστά σου; Σαν δεν είσαι, να το πεις, να φέρουμε παπά να σε διαβάσει.
    — Ε πώς, γιόκα μου. Αφού ζεβζέκηδες είναι, το βλέπεις στο μάτι τους που 'ναι σαν του μπαγιάτικου ψαριού, δε νιώθουν. Τι τους ζαλώνουν μ' όλα τα τούτα-κείνα και τους βάζουν να στέκουν μες στον ήλιο; Ντροπής πράματα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ποδανά για το πέσιμο από μπάτσους (και όχι το πέσιμο σε γκόμενα).

Σημειωτέον, ότι ενώ το πέσιμο (κανονικά) μπορεί να αναφέρεται και σε ο,τιδήποτε περιγράφεται με το «μας την πέσανε» (π.χ. έκαναν τα ΜΑΤ ντου στην πορεία, μας όρμησαν οι μπράβοι στο μαγαζί, μας πιάσανε οι επιτηρητές εκεί που αντιγράφαμε κλπ), το σιμοπέ (ποδανά), ως πιο μάγκικο και του υποκόσμου, δηλώνει συγκεκριμένα τη χαλαρή προσέγγιση ή και βίαιη εφόρμηση των φίλων μας των μπάτσων κατά την τέλεση παράνομης πράξης, με σκοπό τη σύλληψη.

  1. - Πέτα το μαλάκα, πέτα τον γάρο στη θάλασσα ΤΩΡΑ, έρχονται λίτες για σιμοπέ!

  2. - Ε τον καημένο το Θανασάκη, εκεί που χαράκωνε με κλειδί κάτι αμάξια, του κάναν σιμοπέ οι μπάτσοι και τον τράβηξαν στο τμήμα κι έφαγε μια ξυλάδα που 'ταν όλη δική του...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοροϊδεύω, εμπαίζω, ειρωνεύομαι, χλευάζω, εξαπατώ, παίρνω στο ψιλό, δουλεύω ψιλό γαζί, βγάζω - μεταφορικώς - γλώσσα. Ακούγεται πολύ στα Επτάνησα, λέγεται στην Κρήτη, πέρασε και στο ρεμπέτικο. Βλέπε και τη λεξη κογιόνι.

Ετυμ. < βενετ. cogionar (ιταλ. coglionare) < cogion «(κυριολ.) όρχις - (μτφ.) ανόητος, ηλίθιος» < μτγν. λατ. coleo < λατ. culeus.

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ : Έχω παπούτσια, ασκιά, λουριά, σαρδίνια, πισιλίνες,
μία καμιζιόλα ντάντινη, μα είναι από κείνες!
Τασκέτα, όμορφα φλασκιά, ό,τι αγαπάς να πάρεις.
ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ : Είμαι κουρέντες άθρωπος, α δε με κογιονάρεις.
ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ : Εδώ να κογιονάρουμε! Σ’ το λέω; δεν είν’ ούζο,
και α σου λέω ψέματα, να λάβω αρκουμπούζο.
(Δημήτριος Γουζέλης, από την κωμωδία «Ο Χάσης», Ζάκυνθος, 1790)

Τα ματάκια σου και τα κορδελάκια σου
με τουμπάρανε και με κογιονάρανε
Πώς μου τα 'φερες και μου την κατάφερες
και μου το 'σκασες, με το μάγκα το 'στριψες
(Ζαχαρίας Κασιμάτης, «Ωφ αμάν (Πίνω και μεθώ)»)

Με τη Μαριώ φουμάρουμε
το σύμπαν κογιονάρουμε
(Δημήτρης Αραπάκης, «Μεμέτης χασικλής»)

- Ρε σεις, πού βάλαμε το μινιντίσκ με τη συνέντευξη του Κολοκυθόπουλου;
(το μινιντίσκ είναι φάτσα φόρα στο τραπέζι)
- Το πήγε ο Στράτος στο αρχείο.
- Όχι ρε πούστη μου, εκεί μέσα γίνεται ο κακός χαμός, μόνο εγώ λείπω.
- Ε ψάξε μωρέ, πάνω πάνω θα είναι.
(είκοσι λεπτά αργότερα)
- Βρε παιδιά, δεν το βρίσκω, σίγουρα είναι στο αρχείο;
- Ναι ρε, στάνταρ λέμε, ψάξε λίγο ακόμα. Χαχαχα.
- Ρε, με κογιονάρετε;
- ΧΑΧΑΧΑΧΑ, ψάρι!
- Τι μαλάκες είστε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Ραδιοφωνική αργκό)

Στις ραδιοφωνικές εκπομπές λόγου, υπάρχουν δύο τρόποι να διακόψεις μετά μουσικής την πάρλα του εκφωνητή: «μουσικό διάλειμμα» (δηλαδή τραγούδι) ή «μουσική γέφυρα».

Η γέφυρα είναι συνήθως ορχηστρικό κομμάτι, όχι εντελώς χαλαρό και ψόφιο και για υπόκρουση μόνο - όπως το χαλί. Θεωρητικά. Πρακτικά, πολλές φορές το ίδιο ορχηστρικό λειτουργεί και ως χαλί και ως γέφυρα, και το μόνο που αλλάζει είναι η ένταση του ήχου. Δεν ψάχνουμε καινούργιο κομμάτι κάθε φορά, αλλά κάθε εκπομπή έχει τη δική της γέφυρα, (ή/και χαλί), που λειτουργεί ως αναγνωρίσιμο σήμα, συχνά περισσότερο κι από το καθαυτό σήμα (δηλαδή τους τίτλους αρχής).

Χρησιμοποιούμε γέφυρα αντί τραγουδιού όταν μένει λίγος χρόνος για γέμισμα (κάτω από ένα λεπτό, πες, άντε δύο). Διότι άμα βάλεις τραγούδι εκεί, αναγκαστικά θα το σφάξεις και ακούγεται άσχημα. Αυτή η πίεση χρόνου μπορεί να συμβεί όταν:

  • Ο εκφωνητής/παραγωγός θέλει να διακόψει την πάρλα για λίγο. Ας πούμε, μπορεί να θέλει να ψάξει μια στιγμή κάτι στα κιτάπια του και μετά να συνεχίσει. Η να θέλει να αλλάξει θέμα συζήτησης, οπότε κοτσάρουμε κάτι στο ενδιάμεσο, για να μην τα λέει όλα μονοκοπανιά.
  • Κοντεύουν οι διαφημίσεις (ειδήσεις ή μετεωρολογικό δελτίο ή ο,τιδήποτε προγραμματισμένο) και ο εκφωνητής δεν προλαβαίνει να πει αυτό που έχει ετοιμάσει, οπότε το αφήνει για μετά.
  • Κάτι πήγε στραβά. Ο εκφωνητής πνίγηκε με το φρέντο του ή έφαγε κόλλημα και δεν ξέρει τι να πει, η συνέντευξη-κονσέρβα αποδείχθηκε κακογραμμένη, το τραγούδι κόπηκε μόνο του χωρίς κανένα προφανή λόγο, έπεσε η ζωντανή σύνδεση με το ματς Πέρα Παναγιάς - Δώθε Παναγιάς, στο στούντιο πέφτουνε σοβάδες, γίνεται Δευτέρα Παρουσία και τα λοιπά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η γέφυρα είναι η καβάντζα του ηχολήπτη.
  1. Εκφωνητής: Στέλιο, μόλις διαβάσω το κείμενο περί μνημονίου, βάλε να παίζει το «Κλαίει η μάνα μου στο μνήμα, κλαίει κλαίει κι η Παναγιά». Μα πού τα βρίσκω ο πούστης!
    Ηχολήπτης (ανοίγει μικρόφωνο): Έγινεεε.
    Ηχολήπτης (κλείνει μικρόφωνο): Ρε παπάρα ποιητή Φανφάρα, εσένα τα κείμενά σου έχουν τον ατελείωτο. Κάθε μα ΚΑΘΕ φορά, μέχρι να τα πεις πάει ακριβώς και κόβουμε για δελτίο. Σιγά μη μας μείνει χρόνος για τραγούδι σήμερα! Γέφυρα και πολύ σού είναι.

  2. - Τι έγινε εδώ; ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΕΔΩ; Γιατί δεν εκπέμπουμε; ΕΠΕΣΕ ΤΟ ΣΗΜΑ;
    - Ό... ό... όχι, κυρία Σοφία, απλά, να, το σιντί είναι χαλασμένο και ακουγόταν χάλια, οπότε το σταμάτησα, και...
    - Και τι περιμένεις, ζώον; ΡΙΞΕ ΓΕΦΥΡΑ! ΤΩΡΑ!

Clubbed to Death - κάνει για γέφυρα, ειδικά απ\' το 0:25 και μετά (από Pirate Jenny, 26/05/11)ΔΕΝ κάνει για γέφυρα... (από Pirate Jenny, 26/05/11)Πίσω απ\' το τζάμι, προς ηχολήπτη: "βάλε γέφυρα" (από Pirate Jenny, 26/05/11)Πίσω απ\' το τζάμι, προς ηχολήπτη: "βάλε τραγούδι" (από Pirate Jenny, 26/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χιουμοριστικά, ο τηλεφακός ή το τηλεσκόπιο ή το κυάλι. Χρησιμοποιείται και για αθώους και για πονηρούς σκοπούς.

Ετυμ. < τηλέ + μπανίζω

- Θέλω καινούργια φωτογραφική! Μια DSLR, ρε φίλε! Κι ένα φακό μ' αρχίδια!
- Γιατί, ρε, δε σου φτάνει η κόμπακτ που έχεις; Μια χαρά φωτογραφίες βγάζει.
- Ρε παιδί μου, είμαι ξερωγώ σε νησί για διακοπές και τραβάω αμέριμνος με τη μηχανούλα μου, και ξαφνικά σκάνε διακόσοι τουρίστες γύρω μου με δυο-τρεις τεράστιες DSLR ο καθένας και κάτι τηλεμπάνιστρα ΝΑ με το συμπάθιο, και κομπλάρω!
- Δηλαδή αισθάνεσαι μικροτσούτσουνος.
- Αμ μπράβο!

Για οικονομικό τηλεμπάνιστρο, θα πρότεινα τα τηλεσκόπια της Canon ή Nikon που παρέχουν 40~60x με σχετικά μικρό κόστος. Υπάρχουν adaptors για SLR στο προσοφθάλμιο. Η εικόνα δεν είναι τόσο κακή, το μόνο ουσιαστικό πρόβλημα είναι η σφαιρική παραμόρφωση. [από φόρουμ]

- Είχα στήσει, που λες, το τηλεμπάνιστρο στην ταράτσα (κοψοχρονιά από Ρωσοπόντιο το 'χα πάρει, και μια Ζενίθ δώρο), να χαζέψω τον έναστρο νυχτερινό ουρανό, και ξαφνικά μου 'ρχεται πέτρα απ' το απέναντι μπαλκόνι! Ο γείτονας είχε αρχίσει τα μπαλαμούτια με τη γκόμενα, και νόμιζε ότι ήθελα να πάρω μάτι, κατάλαβες; Παρεξήγηση!
- Καλά, ναι, παρεξήγηση... Μας έπεισες.
- Καλέ αλήθεια σε λέω!

Επειδή οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί του τύπου «Κόφτης-Φόβητρο» είναι θρασύδειλοι, αν απειληθούν μαζεύονται, εκτός και αν ανήκουν ταυτόχρονα και στην κατηγορία «τρελός», οπότε τότε την έχεις κάτσει τη βάρκα και δεν βλέπεις πτυχίο ούτε με τηλεμπάνιστρο. [από μπλογκ]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ποπ* τραγουδάκι. Ανάλαφρο, ακίνδυνο, εύπεπτο, πιασάρικο, χαρούμενο, ανεβαστικό, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, και πιθανότατα με ημερομηνία λήξης.

Δεν είναι εξ ορισμού αρνητικός χαρακτηρισμός (περί ορέξεως κολοκυθοκεφτέδες), αλλά πολύ συχνά λέγεται υποτιμητικά, ως συνώνυμο της φλωριάς. Μπορεί να αναφέρεται και σε τραγούδι άλλου, εντελώς διαφορετικού μουσικού είδους, οπότε δηλώνει τεράστια περιφρόνηση - διότι αν το πας για ντεθ μέταλ και σου βγει ποπ, φιλαράκι, κάτι έχεις κάνει λάθος.

Στην αγγλόφωνη μουσική ορολογία, popular music είναι θεωρητικά κάθε μουσική που κυκλοφορεί ευρέως (σε δίσκους, σε cd, στο ίντερνετ κλπ) και δεν είναι ούτε κλασική ούτε παραδοσιακή. Με αυτή την έννοια, «ποπ» είναι και η τζαζ και οι μπλουζιές και ο Φρανκ Σινάτρα να πούμε - αλλά και οι γκαραζοπανκιές, το μέταλ, το αλτέρνατιβ, τα πριόνια κι όλα αυτά τα πράγματα του Σατανά. Πρακτικά όμως, τα εν λόγω πράγματα του Σατανά περιγράφονται με τους δικούς τους όρους, και η λέξη «pop» μένει να χαρακτηρίσει τη *μη ειδικευμένη μουσική ευρείας κατανάλωσης. Αυτή που απευθύνεται σε νεαρόκοσμο χωρίς συγκεκριμένα γούστα ή απαιτήσεις, και που δε χρειάζεται πάνω από δύο ακροάσεις για να γίνει χιτάκι. Ποπ είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής.

  1. - Κι από μουσική, τι έλεγε το μπητσόμπαρο χτες;
    - Νωρίς κάτι έλεγε, έπαιζε μια χαρά ποπάκια, γουστάραμε, κουνιόμαστε, όμορφα. Αλλά μετά το γύρισε σε ρέγγε και σαρδέλαι, και πλακώσανε τα ρασταφάρια, γέμισε ο τόπος τζίβες και τράιμπαλ, και βαρεθήκαμε.

  2. - Τι θα γίνει με τον Παύλο, θα μείνετε μαζί, τελικά;
    - Χλωμό. Έχουμε ένα θεματάκι στη μουσική.
    - Ρε α πάαινε από κει, πόσω χρονώ είσαι, να πούμε, δεκαπέντε; Η μουσική είναι το θέμα μας τώρα;
    - Ρε Λενάκι, έχουμε θέμα, σου λέω! Έχει πέντε τέρρα mp3 και θέλει να τ' ακούει όλη μέρα σπίτι, και είναι όλα ποπάκια. Όλα, όμως! Φρίκη! Νταξ, δε λέω, θα τ΄ακούσω κι εγώ μια στο τόσο, δε θα βγάλω σπυριά, κι ένα αξιοπρεπές ποπάκι να το εκτιμήσω κιόλας. Αλλά πόσες ώρες σερί μπορεί ένας ενήλικας άνθρωπος ν' ακούει Lady Gaga και Rihanna, πια;
    - Εγώ στα 'λεγα όταν ήσουνα μικρή, να μη συχνάζεις στο Dark Sun, δε μ' άκουγες...

  3. - Παλιά δεν τους γούσταρα τους James καθόλου. Ένα-δυο τραγούδια τους μ' αρέσανε μόνο, και τα υπόλοιπα μου φαινόντουσαν ξενέρωτα ποπάκια, εντελώς αδιάφορα. Τώρα έχω αρχίσει να τους συμπαθώ.

  4. - Πολύ με άρεζε το Dance of Death των Maiden.
    - Πλάκα με κάνεις; Παπαριά είναι.
    - Όχι ρε, είναι πολύ προσεγμένο.
    - Φλωριά είναι.
    - Όχι ρε, δώσ' του μια ευκαιρία, είναι καλό λέμε.
    - Ποπάκι είναι.
    - Ε ΟΧΙ ΚΑΙ ΠΟΠΑΚΙ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία