Ο οίκος ανοχής, το σπίτι. O Ηλίας Πετρόπουλος αφήνει να εννοηθεί ότι το σχετικά σπάνιο αυτό λήμμαν προσεγγίζει περισσότερο την έννοια του διαφθορείου παρά του μπουρδέλου. Και πράγματι, οι ελάχιστες καταγραφές στον γούγλη είναι μεταφορικές.

Αντί να αποτολμήσω εικασίες για το πώς κολλάει η έννοια «ρουφιάνος», σας παραπέμπω σε μια εξαιρετική ανάλυση εδώ προκειμένου να αποφασίσουμε μαζί.

Ασίστ: deinosavros.

- Για τον οίκο ανοχής, και γενικότερα, για την στέγη / στέγαση του αποκαλούμενου παράνομου έρωτος διαθέτουμε πολλά συνώνυμα: πουτανόσπιτο / ρουφιανόσπιτο / παλιόσπιτο / πορνόσπιτο / κερχανές ή κερχανάς / πουταναριό / τα δημόσια / τα καλά τα σπίτια ή και απλώς σπίτι. Οι δημοσιογράφοι ελάνσαραν την λέξη διαφθορείον που, για την ακρίβεια, σημαίνει: ρουφιανόσπιτο - και όχι μποντέλο.
(Ηλία Πετρόπουλου, «Το Μπουρδέλο», Εκδόσεις Γράμματα, 1980, σ. 8-9)

- Ρουφιανοσπιτο των λαμόγιων (Βουλη) (εδώ)

- Η καταγγελία της φοροδιαφυγής είναι ρουφιανιά, η φοροδιαφυγή τότε τί είναι; Το γεγονός ότι η οικονομία στενάζει, οι μισθοί κόβονται, και θα κοπούν και άλλο, ότι του ΦΠΑ μένει στο 23%, με τον υδραυλικό να σου κλείνει το μάτι (με απόδειξη 80, χωρίς απόδειξη 60) τί είναι;;; Πάντως αυτό το σύστημα εφαρμόστηκε στη Γερμανία από το ’80 με ουσιαστικά αποτελέσματα. Με τη λογική του «καταγγελία για φοροδιαφυγή είναι ρουφιανιά» τότε και η αποκάλυψη για τα αυθαίρετα των υπουργών είανι ρουφιανιά και τα μπλόγκς που τα αποκαλύπτουν είναι ρουφιανόσπιτα.
(εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το μπουρδέλο, αλλά και κάθε ευαγές ίδρυμα, όπου κορασίδες προσφέρουν σεχουαλικές υπερεσίες επί χρήμασι, λαδή και το κωλόμπαρο και το μασατζίδικο και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Όμως χρησιμοποιείται και μεταφορικώς, όπως και το μπουρδέλο, για να σημάνει έναν τόπο, όπου επικρατεί μπάχαλο, χάος, ανομία, καθώς και ως βρισιά για να δηλώσει χώρο αντιπάλου, λ.χ. το γήπεδο αντίπαλης ομάδας, ή τα κεντρικά γραφεία αντίπαλου κόμματος (όπως και το πουτανόσπιτο).

Την έκφραση χρησιμοποιούσε και η Μαλβίνα Κάραλη.

Πάσα (Δ.Π.): Mr Cadmus.

  1. ι φασι ειναι οποσ στα ελινικα μασατζιδικα...μεσα σε πολικατικιεσ..
    ι μονι διαφορα ειναι οτι σε αυτα δεν ιπαρχι καμια ενδιξι στιν εξοπορτα οποσ στα δικα μασ τα πουταναδικα που να προσδιδι οτι εκει μεσα προσφερετε αγορεα ΓΚΑΥΛΑ!
    διλαδι με λιγα λογια αν δεν εχισ καπιον που να σε παει δε προκιτε να τα βρεισ ποτε! (Εδώ).

  2. Αυτον που ξορκιζει το ασφυκτικο του δυαρακι στολιζοντας το με κινεζικα μπιχλιμπιδια τραβεστι και το κανει ενα μικρο πουταναδικο,μπας και παραμυθιαστει οτι η ζωη του δεν ειναι τελικα τοσο χαμενη οσο πραγματικα ειναι. (Εδώ).

3.α. ΟΙ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΡΟΜΙΚΟ ΠΟΥΣΤΙΚΟ ΤΣΟΓΛΑΝΑΡΑΙΚΟ ΛΕΞΙ ΛΟΓΕΙΟ ΤΩΝ ΡΟΥΦΙΑΝΩΝ ΚΑΙ ΠΟΥΤΑΝΑΔΩΝ ΤΩΝ ΜΠΟΡΤΕΛΟΜΑΓΑΖΩΝ ΤΟΥ ΔΙΕ ΘΝΟΥΣ ΦΗΜΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΔΙΚΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ. (Εδώ).

β. αλλαξομουνιές στο ΠΟΥΤΑΝΑΔΙΚΟ ΠΑ$$ΟΚ (Εδώ).

(από Khan, 13/03/12)κάντε κλικ να μεγαλώσει η εικόνα... (από MXΣ, 13/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το δόκιμο Flocaccino είναι κυριολεκτικά (με λίνκι) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα τ. τούρτα που προσφέρουν τα Flocafé, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ, σε μια μεγάλη σειρά από γεύσεις, όπως Oreo, μπισκότο, βανίλια, καραμέλα, σοκολάτα και δεν συμμαζεύεται.

Το σλανγκικό φλοκατσίνο είναι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα ή και ρόφτυμα τ. φραπέ, που προσφέρει η αλυσίδα Flocafe, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ. Ετυμολογείται λαδή από το φλόκι (= χοντρό χνούδι από στριμμένο μαλλί < ιταλικό flocco < λατινικό floccus, και λόγω προφανούς ομοιότητας τα εκτοξευόμενα συμπλέγματα σπέρματος) και την κατάληξη -τσίνο που παραπέμπει σε φραπέ.

Ως υπηρεσία φραπενείου (στριπτιτζάδικου, κωλόμπαρου, μασατζίδικου, τσιμπουκάδικου και άλλων -αδικων) αποτελεί συνώνυμο για το φραπέ με γάλα, δηλαδή σημαίνει την υποβολή σε αυνανισμό υπό κορασίδος έως και της ποθούμενης εκσπερμάτισης. Διακρίνεται έτσι από το απλό φραπέ, όπου καθώς η πριβεδιά προσμετράται σε ορισμένο αριθμό τραγουδιών (στα στριποκλαμπάκια τουλάχιστον), κινδυνεύει ο φραπέλληνας αν το τραγούδι τελειώσει αιφνιδίως να χρειαστεί να συνεχίσει σόλο. Αντιθέτως, η υπηρεσία φραπέ με γάλα ή χαριτωμενιστί φλοκατσίνο αποτελεί δέσμευση εκ της κορασίδος ότι ο υπεσχυμένος φλοκοπόταμος θα επιδιωχθεί έως εσχάτων ανεξαρτήτως ασματικών ενδεχομενικοτήτων. Φλοκατσίνο, βεβαίως, αποκαλείται δίκην αστεϊσμού μόνο από τους μπουρδελιάρηδες, καθώς από τα ίδια τα κορίτσια αποκαλείται αραμπιστί μεν «σε κάνω τελειώσει», ουκραναϊζεριστί δε φίν-j-ιsh.

Ο όρος φλοκατσίνο εκφέρεται είτε ως χτύπημα, είτε ως ρόφημα, και στην αφήγηση γενικά σεχουαλικώνε ιστοριώνε ανεξαρτήτως φραπενέδων. Περιγράφει αυτές τις πηδυλλιακές στιγμές, που άλλοι από μας (όσοι διαθέτουν «ατζέντες με ονόματα», που λέει κι ο ΜΧΣ) τις ζουν σε κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας, ενώ άλλοι μπροστά από λαπιτόπια, όταν η κοπελιά χτυπάει τον βασιλόπουλο των ονείρων της στο γκραν φινάλε και περιμένει έχοντας παραδοθεί άνευ διασπερματεύσεων. Τότε το μεν χτυπάω ένα φλοκατσίνο με υποκείμενο την ερωμένη αναφέρεται σε φραπέ, το δε κερνάω φλοκατσίνο με υποκείμενο τον ερώντα αναφέρεται σε (καλή) πίπα. Σε κάθε περίπτωση ο βασιλόπουλος δύναται να ανακράξει ως γαμησιάτικη ρίμα «χύνω, χύνω, κερνάω φλοκατσίνο!».

Dedicated to Gatzman, my sweet Frappentine (με την καλή έννοια).

  1. - Ρίξτε μαύρο στο Dolls. Βάζουν όλους τους φραπεδοκράτορες μαζί στον ίδιο χώρο, πάνω στους χιλιοχυμένους καναπέδες και μπορεί να σού 'ρθει και το φλοκατσίνο του διπλανού σου κερασμένο. Πίκρα!

  2. φεραρι ειμαι εγω ενω εσυ............ο ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ
    θα πιεις ολο τ σπερμα μ σν να ταν φλοκατσινο
    (Ποιητικό hip-hop αρρωστούργημα εδώ).

  3. - Το καλαμάκι με σκουφο η χωρίς συναγωνιστή;
    - σε παρακαλω πολυ >:( εχεις δει εσυ(ΝΑΙ ΕΣΥ!!!!) πουθενα να πινουν καφε(φραπε-φρεντο εσπρεσσο,φρεντο καπουτσινο,φρεντιντο,φλοκατσινο,φλοραπινο) και να εχουν ναυλον πανω στην ουρηθρα του καλαμακιου;Σε παρακαλω που θα μας μιλησεις για σκουφους και γαντια καλοκαιριατικα ;D (Εδώ δεν τίθεται ακριβώς όπως στον ορισμό, αλλά ωστόσο προϋποτίθενται τα σχετικά φραπε-λογοπαίγνια).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του ουσιαστικού μπουρδέλο συν την κατάληξη -άζω, το ρήμα μπουρδελιάζω λαμβάνει τις εξής σημασίες:

  1. Την κυριολεκτική σημασία: Μπουρδελιάζω ίσον πηγαίνω μπουρδελότσαρκα, είτε αυτό σημαίνει ότι περνάω απ' έξω χαζεύοντας τα αξιοθέατα, είτε ότι εισέρχομαι εις τα ενδότερα των ιδρυμάτων αυτών δια την σύναψη γνωριμιών με τη βιβλική έννοια του όρου.

  2. Την μεταφορική σημασία, η οποία χωρίζεται στα εξής σκέλη:

α) Μπουρδελιάζω ίσον ρεμαλιάζω, με την έννοια του γλεντάω μέχρι τελικής πτώσεως και εξαντλήσεως (σωματικής ή / και οικονομικής), το ρίχνω στις κάθε είδους καταχρήσεις.

β) Χαλάω ή καταστρέφω κάτι, το κάνω πουτάνα ή μπουρδέλο, του γαμάω τη μάνα κλπ συναφείς εκφράσεις. Συνήθως χρησιμοποιείται αναφορικά με υλικά πράγματα (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κλπ).

γ) Στον διαδικτυακό λόγο, μπουρδελιάζω ενίοτε σημαίνει ότι αναρτώ οφ-τόπικ μηνύματα και σχόλια με αποτέλεσμα να καταστρέφω τη ροή του νήματος και να εκτρέπω το λόγο. Χρησιμοποιείται δηλαδή ως συνώνυμο του τρολάρω και του σπαμάρω.

Συνώνυμο: ξεμπουρδελεύομαι, ξεμπουρδελιάζω.

  1. Το αγαπημένο μου είναι να μπουρδελιάζω Κυριακή πρωί είναι τόσο ήρεμα κ ήσυχα τα μπουρδέλα υπολειτουργούν οι κοπέλες είναι πιο χαλαρά κτλ. Ότι φάτσα συναντάς στο βαρδάρη ξέρεις για τι δουλεία έχει έρθει. (Από εδώ, ακατάλληλο κάτω των 18)

2α. Ξυπνάς. Και διψάς ..Νιώθεις το κεφάλι σου πιο βαρύ και από την Φρύνη Αρβανίτη , το κορμί σου σαν 80χρόνου που τον «γλέντησαν» ματατζήδες επειδή κατέβηκε σε πορεία για το συνταξιοδοτικό, ανάσα χαλυβουργική από τα τσιγάρα και τα ξίδια, στόμα που αντί για σάλιο έχει σιδηρόστοκο και το μόνο πράγμα που θες είναι μια λεκάνη με νερό να πετάξεις μέσα το αφυδατωμένο συκώτι σου.. καταφέρνεις να καθίσεις στο κρεβάτι και να ψελλίσεις ..
-..Μπουρδέλιασα.. (Από εδώ)

2β. ΑΝ λοιπόν τα φέρει η ζωή και ο Μπιτσαξής μείνει χωρίς δουλειά, μπορεί να στείλει το βιογραφικό του στη FIFA και να κάνει αίτηση πρόσληψης. Σαν ειδικός περί της βίας. Και για να πούμε και του στραβού το δίκιο, πολύ καλά έκανε και απαγόρευσε τις μετακινήσεις των οπαδών. Κι ας φωνάζει σήμερα ο Μαρινάκης κι αύριο ο Πατέρας. Πήγανε οι Παναθηναϊκοί στην Καβάλα, τα μπουρδελιάσανε. Πήγανε οι Ολυμπιακοί στις Σέρρες τα κάνανε μαντάρα. Στο επόμενο εκτός έδρας ματς λοιπόν δεν πάει κανείς. (Από εδώ)

2γ. Πωπω εντάξει το μπουρδελιάσαμε το τόπικ. Δυστυχώς. Απλά όταν ο dr. red φωνάζει «κοπρίτες, κοπρίτες» κτλ. για εργαζόμενους ανθρώπους διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα φυλλάδων σαν τον πρώτο θέμα που κάνουν ανακαλύψεις σαν την «κληρονομική τρομοκρατία», λογικό είναι να υπάρχουν αντιδράσεις. (Από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανασυλλαβισμός του μαγαζί.

Προφ αποτελεί όρο της μπουρδελοσλάνγκ και αναφέρεται σε μαγαζί τύπου putzinstitut/ ευαγές ίδρυμα, όπου προσφέρεται σεξ μεταξύ των υπηρεσιών των κορασίδων.

Περαιτέρω, υπάρχουν μερικές λεπτές αποχρώσεις:

Το γαμαζί είναι ο γενικός όρος, το generic term. Μπορεί να αναφερθεί σε όλα, σε μπουρδέλα, στούντιο, κωλόμπαρα, στριπτιτζάδικα κ.ά. Ακόμη κι αν δεν προσφέρουν ακριβώς μπριζόλα, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως γαμαζί, ενώ κυρίως λέγεται αν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας τρέντι γκλαμουριάς που το καθιστά μαγαζί κι όχι ντέλο. Δηλαδή πιο πολύ για strip clubs. Τέλος, το γαμαζί δεν είναι και τόσο υποτιμητικός όρος, είναι κάπως ουδέτερος.

Το μπριζολάδικο λέγεται για γαμαζί που πρσφέρει σεξ χωρίς αυτό να είναι απολύτως επίσημο, αλλά ύστερα από κάποιου είδους συνεννόηση, ύστερα από ευνόητα υπονοούμενα.

Το κρεοπωλείο είναι ένα κλικ πιο υποτιμητικό, δηλαδή πουλάει κρέας (μπριζόλα) ως μη ώφειλε. Αφορά σε παρακμή πρώην πτωχού πλην τίμιου φραπενείου, που πλέον δεν είναι τίμιο. Ενώ το κρεαταγορά εστιάζει περισσότερο στην επίδειξη παρά στην πήδηξη. Αμφότερα είναι πιο πολύ ασθενείς μεταφορές και όχι τεχνικοί όροι.

Τέλος, υπάρχουν οι νεόκοποι όροι:

  • κουρτινάδικο: το στριπτιτζάδικο, όπου ο πριβέ χώρος του κλείνει με κουρτίνα, οπότε μπορεί να παίξει και σεξάκι, με την συγκατάθεση της διεύθυνσης του γαμαζιού, πιθανόν λόγω κρίσης. Συναφείς όροι:
  • κουρτινιάζω= γαμώ κεκλεισμένων των κουρτινών, και
  • κουρτινάτο, κατά τα τραπεζάτο, καρεκλάτο κ.τ.ό.: Το κουρτινάτο είναι το λόγω κρίσης ενισ-χυμένο φλοκατσίνο, ένα είδος φραπέ με μουνί (κατά το μπουγάτσα με μουνί) και το σερβίρουν κυρίως οι παρακμιακές αράμπικα του γαμαζιού και όχι οι πρώην ντεφραπεϊνέ νυν δε απλώς ντεμπριζολέ μη μου άπτου ντίβες. Υπάρχει, δηλαδή, συχνά μια απονομή ρόλων στον θίασο του γαμαζιού.

Πάντως, γουγλικώς, δεν δικαιώνεται η ανάρτηση των σχετικών με την κουρτίνα όρων, καθώς δεν φαίνονται αρκούδως παγιωμένα.

Τέλος, δευτερευόντως, ο όρος γαμαζί μπορεί και να αποτελέσει απλώς βρισιά για οποιοδήποτε μαγαζί.

- απο γνοστους στο γαμαζι σκεπτοντε οι γινεκες να την κανουν.
- χριαζετε ποιοτικι ανανεοσι το γαμαζι
- τα αλλλα θελουν κλισιμο.
(Εδώ).

(από Khan, 22/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.

  2. Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.

  3. Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.

  4. Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.

  1. Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).

  2. Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...

  3. α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
    ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).

β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).

  1. Έχουμε και την μπουρδελιάρα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε γαμώ το μπουρδέλο τους, γαμώ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Χρησιμοποιείται και για την κυριολεκτική πόρνη, την πουτάνα, αλλά κυρίως για αυτή που έχει τάσεις πουτανιάς και εκφυλιάς. Ως ύβρη διαθέτουμε και το πορνοδιαστροφική μαλακοπουτανιάρα.

  2. Στην στρατιωτική αργκό είναι το «κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες». Επίσης λέγεται μπουρδελιάρα.

  3. Λίγο πιο δοκίμως, είναι και το χαρακτηριστικό φως (συνήθως κοκκινωπό) που υπάρχει στα μπουρδέλα, αλλά αυτό περισσότερο λέγεται μπουρδελιάρα.

  1. Ελέος ρε γμτ έχουν λυσσάξει με την πουτανιάρα και σιγά τι έκανε,ένα πήδημα σε κάμερα ουαου, γμτ την δήθεν σοβαροφανεία και το σεμνά και ταπεινά σας!!! Δεν μπορώ άλλο δήθεν ηθικής . Υ.Γ.Ούτε πρότυπο γίνεται να γίνει αυτή ή οποία άλλη ούτε τίποτα,αν θες να είσαι πουτανιάρα θα γίνεις ακόμα και αν ζεις στο Πακιστάν που τις λιθοβολούν. (Τζούλια Αλεξανδράτου- το καυτό πορνό βίντεο).

  2. Κι αυτή η πουτανιάρα δεν σβήνει με τίποτα γκαμώτη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

α) Ο πόρνος, ο μπουρδελιάρης.

β) Ο ματάκιας, ο μπανιστηρτζής ή μικρός τυμπανιστηρτζής. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται και καλτ μορφές της παλιάς ελληνικής τσόντας που διέπρεπαν στον ρόλο του ανώμαλου που παρακολουθεί ζευγάρια κρυμμένος πίσω από δέντρα, με κιάλια και άλλα τέτοια σιχαμερά.

γ) Αυτός που τον κάνει σφεντόνα βλέποντας ταινίες ή βιντεάκια πορνό.

Κυρίως στις δύο πρώτες περιπτώσεις, αλλά και γενικότερα, ο όρος πορνατζής βγάζει μια ανωμαλία γεροντίλας, δηλαδή μιλάμε για κάποιον παλαιάς κοπής ανώμαλο λούζερ, που επειδή δεν μπορεί πια να γαμήσει με την αξία του καταφεύγει σε όποια σιχαμάρα μπορέσει.

Στο Δ.Π. υπό Sir Demetrius Sui Generis.

Οποια πετρα και αν σηκωσεις
να σου κι ενας πορνατζης!
τι εκπληξεις που θα βιωσεις
μαγκα μου οσο θα ζεις!

[...] Κι ο βαγγελης φουρνιστακης
πορνατζης ηταν και αυτος
και ηταν κλασικος ματακιας
Ο Παναγιωτης Πιτσιλος. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν αναφερόμαστε στο επίκαιρο θέμα του πότε θα συνταξιοδοτηθούν οι συνταξιολάγνοι νέας κοπής, στα 67, 70 κτλ, αλλά στην ιδιάζουσα χρήση του ρήματος μεταξύ των μπουρδελιάρηδων.

Χρησιμοποιείται λιγότερο στην ενεργητική φωνή για να περιγράψει αγαπούλη που φιλοδοξεί να βγάλει την εκλεκτή του από το επάγγελμα, και, ίσως πρέπει να τα βρει και με το κύκλωμα που την εκμεταλλεύεται. (Το ρήμα χρησιμοποιείται περισσότερο σε πιο λάιτ καταστάσεις τουρίστριες λ.χ. ή τρύπερ).

Περισσότερο χρησιμοποιείται στην Μέση Φωνή για να περιγράψει κορασίδα, της οποίας η συμπεριφορά αλλάζει επειδή είναι στα έρλυ θέρτηζ και πάνω και επιδιώκει να συνταξιοδοτηθεί. Λ.χ. μια λικνιτζού με καλά προσόντα είναι πιθανόν να αρχίσει ως ταλιμπάν φραπεδιάρα για να φτιάξει το όνομά της, άμα γίνει σταρ συμπεριφέρεται ως μη μου άπτου ντίβα, και στα έρλη θέρτηζ συμπεριφέρεται ως σούπερ-γκουφουέ μήπως συνταξιοδοτηθεί από κάποιον από τους αγαπούληδες. Ομοίως και με εσκορτίδια που αναζητούν μόνιμους πούτσους. Νταξ το φαινόμενο δεν είναι και τόσο σημαντικό καθ' εαυτό, αλλά απασχολεί συζητήσεις στα μπουρδελοσάη, είτε σχετικά με αγαπούληδες που διερωτώνται πώς να συνταξιοδοτήσουν, είτε σχετικά με κορασίδες που αλλάζουν εμφανώς συμπεριφορά, όταν οδεύουν προς την σύνταξη.

- Τι γίνεται με την Τζέσικα; Από πότε άρχισε τα γλωσσόφιλα στην πριβεδιά;
- Οδεύει προς σύνταξη. Πατημένα τα τριάντα, βλέπεις και ψάχνει κάποιον μερακλή να την συνταξιοδοτήσει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία