Επιπλέον ετικέτες

Ινσέψιο ή ινσέψιο φάση, όρος που γεννήθηκε στο τουίτερ αναφερόμενος στην ταινία «Inception» όπου ονειρεύονταν μέσα σε ένα όνειρο ξανά και ξανά δημιουργώντας επίπεδα. Ο όρος ινσέψιο χρησιμοποιείται για χαβαλέ όταν κάνεις ένα πράγμα που θυμίζει ένα άλλο παρόμοιο πράγμα, χρησιμοποιώντας λογοπαίγνιο.

  1. Ινσέψιο είναι να είσαι χασάπης και να σε πιάσει σφάχτης.

  2. Χέζω το κοκορέτσι, δλδ έντερα που περνάνε μέσα απ' τα δικά μου έντερα. Ίνσεψιο φάση.

  3. Μπαίνουν δυο ψηλές μουνάρες σε μία Lamborghini, και το ράδιο παίζει «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα». Το λες και ινσέψιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο υπερθετικός βαθμός του έχω χάσει επεισόδια, ήτοι είμαι εκτός των πραγμάτων, χωρίς ενημέρωση, εδώ και πάρα, πάρα, πάρα πολύ καιρό.

Από το αγγλικό season (στην προκειμένη, κύκλος επεισοδίων τηλεοπτικής σειράς).

- Κολλητή τα μαθες; Η Λίτσα χώρισε!
- Καλά, έχεις χάσει σήζον μου φαίνεται. Τα 'φτιαξε με τον Μπάμπη τον σιδερά!
- Σοβαρά;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προσωνύμιο του τέως βασιλέα Κωνσταντίνου (του 2ου). Αφότου εξέπεσε του αξιώματός του, μέγας ντόρος δημιουργήθηκε για το πώς θα αποκαλείται, καθότι επισήμως δεν έφερε κάποιο επώνυμο. Άκρη δεν βγήκε (με την Ελλάδα) κι έτσι, για να μπορεί να ταξιδεύει, χρησιμοποιεί κάποια Δανέζικα διπλωματικά έγγραφα (μιας κι η οικογένεια του έχει ρίζες εκεί), που όμως τον αναφέρουν ως Constantino de Grecia (ισπανικά). Από την στιγμή που έγινε γνωστό αυτό στα ελληνικά μίντια, δεν ήθελε και πολύ να του το κοτσάρουν, δίπλα στα επίσης γλαφυρά Κοκός, Τέως, Εξαδάκτυλος.

Κατά τα άλλα, ο κ. Ντεγκρέτσια επιθυμεί διακαώς η παράδοση του Τατοΐου να γίνει επίσημα και με τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα, παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων και δημοσιογράφων.
(από εδώ))

(από Khan, 25/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για επαγγελματικό εξοπλισμό κοπτοραπτικής εικόνας ή ήχου. Χρησιμοποιείται για την επεξεργασία ταινιών, τηλεοπτικών σειρών, εκπομπών, και ταλιμπάν, προκειμένου να περικοπεί ή να αλλάξει η σειρά των σκηνών κατά το δοκούν (για περισσότερα, βλ. εδώ).

Πιο αδόκιμα (αλλά και πολύ πιο ξύλινα), η μονταζιέρα φοριέται ολοένα και συχνότερα στο (παρα)πολιτικό ντισκούρ αναφορικά σε όσα «κέντρα» θέλουμε να επιδίδονται σε σταλινογκεμπελσικές μηχανορραφίες, χαλκεύοντας, κατασκευάζοντας και μοντάροντας ειδήσεις δίκην (μικρο)κομματικής προπαγάνδας.

Αυτό δηλαδή που εμείς οι σλάνγκοι αποκαλέσαμε μοντουλοκατυνιά, μπηφόρ ιτ γουός κουλ.

1.
- Σκληρή επίθεση εναντίον του Αντώνη Σαμαρά εξαπέλυσε ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζοντας τον «ως πρωθυπουργό της μονταζιέρας» και τον κατηγόρησε ότι για μια ακόμη φορά στην ΔΕΘ προσπάθησε να εξαπατήσει τους πολίτες με σωρεία ψεμάτων.

2.
- Μέχρι στιγμής το σύνηθες ήταν να χρησιμοποιείται για τα γραφεία των πολιτικών κομμάτων, για παράδειγμα, η μονταζιέρα του Μαξίμου ή η μονταζιέρα της Συγγρού, η μπλέ μονταζιέρα. Το γεγονός ότι η Κουμουνδούρου απευθύνθηκε με αυτόν τον χαρακτηρισμό στο πρόσωπο του ίδιου του πρωθυπουργού, υποδηλώνει μια ευθεία επίθεση με ιδιαίτερα αιχμηρή προσβολή για το πρόσωπό του...

3.
- ΣΥΡΙΖΑ: Οι δηλώσεις της εβραϊκής ένωσης θυμίζουν - «μονταζιέρα» της Συγγρού.

4.
- Η Τσαλιγοπούλου διαψεύδει τη μονταζιέρα Ιστοσελίδας: «Εγώ πάντως θα ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ»

5.
- Εντάξει! Η εμπάθεια τους έχει καταγραφεί. Και το μίσος τους επίσης. Οι μπλέ - κόκκινο - ροζ μονταζιέρες σε φωτογραφίες της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, δίνουν ρεσιτάλ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου celebrity, που σημαίνει διασημότητα, (στα αγγλικά λέγεται και celeb).

- Πού θα πάμε για μπάνιο γιατρέ μου;
- Πάμε στην Ψαρού να δούμε και κανένα σελεμπριτόνι;

(από Khan, 26/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος ταινίας Β-movie («δεύτερης κατηγορίας») που χαρακτηρίζεται από ακούσια ή (συνήθως) εκούσια κακογουστιά και ακραίο κιτς. Πολλές τρασιές είναι τόσο τραγικά άθλιες, που παραδόξως αποκτούν αίγλη καλτ αριστουργήματος.

Τα έργα Plan 9 from Outer Space του Ed Wood και Pink Flamingos του John Waters θεωρούνται οι κορυφαίες ίσως τρασιές όλων των εποχών.

Στην Ελλάδα, πολλές τρασιές του αισχίστου είδους μαγνητοσκοπήθηκαν την δεκαετία του '80. To 2002 o Πάνος Κούτρας αποπειράθηκε να σκηνοθετήσει την πρώτη Ελληνική τρασιά με αξιώσεις, την Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά.

Εκ του αγγλικού trash culture.

Η σκηνή που ακολουθεί είναι από την ταινία En Büyük Yumruk, τουρκικής παραγωγής 1983, τρελή τρασιά στη γείτονο χώρα, περιπέτεια από αυτές που αντιγράφουν σκηνές από καρατερίστικα, Bond, πορνό και γενικά ό,τι του έρθει. Για να μην κράζουμε μόνο τα δικά μας.
(από εδώ)

Καλά, μιλάμε για αριστούργημα! «Τρασιά»...παρασημοφορημένη για τη κακοτεχνία της μας έρχεται από το Αμέρικα μας ζητά να τη δούμε.
(από εδώ)

Το θέμα με την Τρασιά είναι να την αποδέχεσαι, να την αγκαλιάζεις, να τη χαίρεσαι όταν έρθει η ώρα να την κάνεις. Γιατί άμα είναι μάνα μου να είσαι στα μπουζούκια και να το παίζεις της Λυρικής το έχασες όλο το νόημα. Είναι σα να είσαι στη Λυρική και να κοιμάσαι πριν τη Δεύτερη Πράξη.
(από εδώ)

Δες και σλανγκιές διαφημιστών.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μακαρία τη λήξει σλανγκιά που σημαίνει βάζω κάτι σκοπό, πείσμα, αμέτι μουχαμέτι. Η (μαύρη) αλήθεια είναι ότι την έκφραση την έχω βρεί μερικές φορές μόνο σε κείμενα του Τσιφόρου, παναπεί στα '50-'60.

Ετυμολογικώς θα ποντάριζα στην προέλευση από το αγγλ. steam = ατμός, κινητήρια δύναμη. Όπερ αν ισχύει, το λήμμα μυρίζει θάλασσα. Αλλιώς υπάρχει και το ιταλ. stimolare = διεγείρω, προτρέπω, παρακινώ. Διαλιέχτε. Συντακτικώς (και από μνήμης ) η έκφραση πάει κατά κύριο λόγο με το ρήμα τρώω, καθόσον αυτός που το βάζει στήμη σκοπεύει να φάει του θύματος το μπαγιόκο, το αντικείμενο, το γκομενάκι και ό,τι άλλο βρει στην τελική.

Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
-«Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου».
Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:

Μέγκλες παπουτσάκια», έλεγε, «να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως»; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες.

Εδώ Τα Σκαθαράκια, από τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν. Τσιφόρου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αστειατόρικος- μπαμπαδίστικος τρόπος για να χαρακτηριστεί η τηλεόραση -television αγγλιστί, επειδή ένας σημαντικός λόγος που την ανοίγουμε (οι άντρες τουλάχιστον) είναι για να δούμε κανέναν βύζο. Ο άλλος είναι το τζαμπιονζλήγκ. Παλαιάς κοπής αστεϊσμός και πιο ασθενής σλανγκικώς από τα υπόλοιπα (γιουροβύζιον, σόου βυζ) και για τον λόγο ότι βασίζεται στην γραφή.

  1. - Είμαι σε μια απ'αυτές τις φάσεις που βαριέμαι ακόμα και να γαμήσω, πόσο μάλλον να σκοτώσω… Ορμονικές διαταραχές μάλλον. Μέχρι και η λίμπιντος μου έπεσε. Με ενοχλούν σχεδόν τα πάντα, λέω πάντα ναι για να μη τσακώνομαι και γίνομαι θηρίο όταν θέλουν να πω περισσότερες λέξεις, πόσο μάλλον να κάνω κάτι… Μου φταίνε τα πάντα και οι πάντες… Ευτυχώς με τις ευχάριστες μαλακίες γελάω και φτιάχνει η διάθεσή μου λιγάκι… Καμιά ιδέα;;; - ουχ.. το παθαινω συχνα πυκνα. βγαινω καμια βολτα,και στα μισα της διαδρομης αρχιζω να βαριεμαι ηδη.κλεινω το πισι για σαλονι/τελεβυζιον,περναν 10 λεπτα,κλεινω και την τελεβυζιον...

(από Khan, 14/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκωπτικά αυτός που έχει καβαλήσει το καλάμι, εκείνος που νομίζει ότι όλοι πρέπει να δουλεύουν γι αυτόν. Ακόμη, ο κανακάρης, ο βουτυρομπεμπές, ο μαμμόθρεφτος.

Τον όρο τον καθιέρωσε ο Αλέφαντος αναφερόμενος σε ποδοσφαιριστές που την έχουν δει φίρμες και παίρνουν τα μυαλά τους αέρα: «Μου ήρθαν εκεί σαν πριμαντόνες, αλλά τους έστρωσα δέκα ώρες προπόνηση κάθε μέρα, τους έφυγε το κλαπέτο».

Χρησιμοποιείται επίσης και στον στρατό από λοχίες, επιλοχίες και ανθύπες: «Κουνηθείτε ρε πριμαντόνες, γαμώ την Παναγία σας!»

  1. - Καλά, μπάλα παίζουν τώρα;
    - Τι περιμένεις; Αφού την έχουν δει πριμαντόνες.

  2. - Τι ώρα είναι ρε παιδιά, με πήρε ο ύπνος. Άργησα;
    - Καλώς την πριμαντόνα. Μπα, κανά δυο ωρίτσες...

Bianca Castafiore (από panos1962, 28/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δείχνει το άτομο που περνά πιο πολύ χρόνο στο γυμναστήριο παρά στο σπίτι του προκειμένου να φτιάξει το ιδανικό σώμα για λόγους υγείας, για να πάρει μέρος σε κάποιο διαγωνισμό (σπανιότερα), ή για να το εκθέτει σε κοινή θέα στη παραλία το καλοκαίρι με ανάλογες αξιώσεις (συχνότερα).
Το όνομα προέρχεται απο τον Arnold Schwarzenegger
διάσημο bodybuilder-ηθοποιό και νυν κυβερνήτη της California των Η.Π.Α.

- Θα έρθει απόψε μαζί μας για ποτάκι ο Δημήτρης;
- Αποκλείεται, πάλι στο γυμναστήριο θα πάει. Θέλει λεει μέχρι το καλοκαίρι να έχει φτιάξει σώμα! - Α, την έχει δει και πολύ σβάρτσος!

Βλ. και σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, πρησμένος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία