Εργαζόμενη κοπέλα σε μπαρ κονσομασιόν όπου οι θαμώνες αγοράζουνε (κερνάνε) ποτά στα εργαζόμενα κορίτσια εξασφαλίζοντας χρόνο ομιλίας, όσο διαρκεί η κατανάλωση του ποτού (το οποίο είναι αναψυκτικό, αλλά σερβίρεται και χρεώνεται σαν αλκοολούχο). Τα κορίτσια εισπράττουν ποσοστά από το μπαρ για κάθε ποτό που τους κερνάει ο κύριος (θαμώνας).

  1. - Πω, πω, δες ένα καυλόνι στο περίπτερο...
    - Ποια ρε, αυτή την καμπαρετζού;

  2. Ο Μίλτος ο Χαζοκάβλης ήτανε πάλι χτες στο κονσομασιονετζίδικο μες τα μπαλαμούτια με τις καμπαρετζούδες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπουζουκογκόμενα καλείται η συνηθισμένη γκόμενα που:

  • Νυχτοπερπατά σε όλους τους χώρους άνευ εξαίρεσης όπου κυκλοφορούν αμάξια τύπου Mercedes, αγωνιστικά και γενικά μουράτα.
  • Το μαλλί είναι σταθερά ντεκαπαρισμένο με καμένες τούφες από το πολύ πιστολάκι και τις πάρε να 'χεις βαφές ή extreme ανταύγειες.
  • Δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς το make-up της ή το φρουτένιο lip της.
  • Ακόμα και το πρωί μπορεί να την πετύχεις με γόβα-πίπτω και με μαλλί που να μην έχει ξεφύγει ούτε τρίχα από το πιστολάκι.
  • Δεν ξέρει ποτέ απ' έξω τον αριθμό του κινητού της.
  • Τα μπλουζάκια της είναι σχεδόν όλα έτσι ώστε να αφήνουν ένα σημείο hot για εκείνη τουλάχιστον ακάλυπτο.

Πάντα όμως υπάρχουν και οι μπουζουκογκόμενες high-classάτες. Αυτές που:

  • θα κρατήσουν την Louis Vuitton τους αλλά το μαλλί θα παραμένει καμένο και το νύχι σταθερά επιμηκυμένο.
  • Χρησιμοποιούν φράσεις όπως: ρε μωρό, ρε συ, ρε κοίτα τι αμάξι έχει, αχ σταμάτα (ακόμα κι αν τίποτα δεν έχει αρχίσει αυτές το θεωρούν πολύ σέξυ).
  • Οι σχέσεις τους διαρκούν ένα μήνα το πολύ.
  • Κάθε Σάββατο πηγαίνουν σε club ή μπουζούκια και ακούνε γενικά Σάκη, μπουζουκοτράγουδα, ενώ αν τις ρωτήσεις τι είναι έντεχνο θα σου πουν όλες Χατζηγιάννης.
  • Τρελαίνονται για άντρες που φορούν mocassinia με φόρμες (έλεος), πουκάμισο οπωσδήποτε λίγο ανοιχτό το βράδυ και αρκετά τζελαρισμένοι.
  • Έχουν κάψει αρκετά έως πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με το να διαβάζουν Cosmopolitan και να τα μαθαίνουν απ' έξω μέχρι να έρθει ο κατάλληλος για να τα εφαρμόσουν.

Ενώ ο όρος χρησιμοποιείται και για τα σκυλιά, η μπουζουκογκόμενα έχει μία πιο προσεγμένη εμφάνιση.

– Αχ ρε συ κοίτα ένα αμάξι!
– Λες να πηγαίνει στο club που πάμε;
– Σκέφτεσαι;
– Αχ σταμάτααα! Λες να μου την πέσει;
– Αυτός που το οδηγεί ή το αμάξι;
– Ε;!

(Διάλογος μπουζουκογκoμενών)

Βλ. και μπουζουκομούνι καθώς και -μούνα, -γκόμενα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η καμπαρετζού ή, επί το ορθότερο, κονσοματρίς. Ο όρος προέρχεται από το τσάι και οφείλεται στο γεγονός ότι οι κονσοματρίς έπιναν ως επί το πλείστον τσάι, το οποίο και έχει χρώμα παρόμοιο με το ουίσκι και άρα μπορούσε να καλυφθεί η απάτη. Επειδή βέβαια μερικές φορές ο πελάτης (κονσομίστας) δεν ήταν πάντα βλίτο, στα καλά μαγαζιά υπήρχε και μια υποψία ουίσκι στο τσάι. Πρέπει επίσης να πούμε ότι η αντικατάσταση του ουίσκι από τσάι δεν γινόταν μόνο για κερδοσκοπικούς λόγους. Πολλές φορές ήταν αδύνατο για τις καμπαρετζούδες να καταναλώνουν μπουκάλια ουίσκι κάθε βράδυ γιατί δεν άντεχαν, οπότε και εφευρέθη το τσάι!

Ο όρος μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορικός, διότι σπανίως χρησιμοποιείται σήμερα. Έχει τις ρίζες του στα καμπαρέ της Τρούμπας τα οποία και εφάρμοσαν πρώτα την πατέντα τσάι-ουίσκι. Είμαι αυτήκοος μάρτυρας του όρου μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 80, αλλά έχω όντως χρόνια να τον ακούσω.

Ο όρος απαντά και στον πληθυντικό αριθμό ως «τσαγούδες».

Μία ενδιαφέρουσα χρήση του όρου έχει να κάνει με την αναφορά του ως «παρατσούκλι» που συνοδεύει κύριο γυναικείο όνομα (Λίτσα ή τσαγού). Σε πολλές περιπτώσεις οι καμπαρετζούδες ήταν κορίτσια από χωριά ή μικρές συνοικίες πόλεων, οι οποίες δούλευαν την νύχτα κρυφά. Είχαν εφεύρει μια ιστορία ότι δουλεύουν πάντα νυχτερινή βάρδια σε βιοτεχνία για να δικαιολογήσουν τις ώρες εργασίας, αλλά «το χωρίο» υποτίθεται δεν ήξερε τίποτα. Κάποια στιγμή όμως κάποιος θα μάθαινε κάτι οπότε η κοπέλα αποκτούσε το παρατσούκλι «τσαγού».

Εκτός από προσωνυμία της καμπαρετζούς, ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρκετά σε κλειστές κοινωνίες και για να χαρακτηρίσει γυναίκες οι οποίες δεν ήταν κατ' επάγγελμα ούτε καμπαρετζούδες ούτε πόρνες. Στην περίπτωση αυτή ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον από άλλες γυναίκες, αναφερόμενες υποτιμητικά σε (συνήθως αρκετά όμορφες) γυναίκες, οι οποίες είχαν μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και χαρακτηρίζονταν επίσης από υψηλό δείκτη στροφοκεφαλής στο αντρικό κοινό και ως εκ τούτου τις ζήλευαν οι άλλες.

  1. Πάλι στις τσαγούδες τα έφαγες τα λεφτά ρε φίλε!

  2. - Τι τρέχει ρε φιλενάδα με τη Μαρία και όλο νυχτερινή βάρδια δουλεύει;
    - Ποια Μαρία;
    - Η Μαρία του κυρ Βαγγέλη καλέ.
    - Αααααα, την Μαρία την τσαγού λες...

  3. - Αυτή η Νίκη ρε παιδί μου, έχει έναν αέρα, ένα τουπέ, μια ομορφιά. Όλοι οι άντρες αυτή κοιτάνε μόλις θα σκάσει μύτη.
    - Α ρε την τσαγού!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το συμβολικό και / ή ουσιαστικό ξεγύμνωμα ανθρώπων, θεσμών, πολιτισμών, νομισμάτων.

Το κούρεμα επανήλθε στο προσκήνιο με την πρόσφατη εθελοντική έκπτωση κατά 50% της ονομαστικής αξίας του Ελληνικού χρέους. Το τίμημα του τεράστιου αυτού «πακέτου βοήθειας» (κατά Γ.Α.Π.) αναγκαστικά συνεπάγεται την κατά τουλάστιχον 50% μείωση του βιoτικού μας επιπέδου και την κατά 100% απώλεια της όποιας εθνικής μας κυριαρχίας. Αποτελεί μετάνοια για τα μεταπολιτευτικά μας ανομήματα.

Άλλη περίπτωση εθελοντικού κουρέματος: το αυτομαστίγωμα και σφοδρό άδειασμα των τσιφτετελλήνων που άσκησε ο Νιόνιος στο ομώνυμο αποτυχημένο δίσκο του («μα εμείς που είμαστε οι ίδιοι ποιητές πώς να κρυφτούμε, οι κουρεμένοι επαναστάτες τι να πούμε;»).

Η πρόσφατη προϋστερία βρίθει από παραδείγματα «μη εθελοντικού κουρέματος»: την εκδορά και διαπόμπευση τέντυ-μπόυ από μπασκίνες στα εξήνταζ, το πέρασμα με την ψιλή παστρικιών που συναναστρέφονταν Γερμανούς ή συμμάχους από ΕΛΑΣίτες και ταλιμπάν.

- Το κόστος (ενός κουρέματος) θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από τα εν δυνάμει οφέλη για τους πολίτες, την οικονομία, το ελληνικό και ευρωπαϊκό σύστημα, τα Ασφαλιστικά Ταμεία, όλη την Ευρωζώνη.
(Γιώργος Παπανδρέου, εδώ)

- Η αναδιάρθρωση, το κούρεμα του χρέους, θα ήταν ένα τεράστιο λάθος για τη χώρα. Θα είχε τρομακτικό κόστος, χωρίς κανένα όφελος. (Γιώργος Παπακωνσταντίνου, εκεί)

- Το soundtrack των ημερών. Δίχως αμφιβολία πρόκειται για το θέμα των ημερών: Το κούρεμα. Ανέκαθεν, από τον Σαμψών και τη Δαλιδά μέχρι το νόμο περί τεντιμποϊσμού και τους ονειροκρίτες, το haircut είχε συμβολική σημασία. Γενικά δεν είναι για καλό...
(δισκογραφία για το κούρεμα, παραπέρα)

- Πέντε αιώνες δύσης εθνικής θα ζήσεις από 'δω και μπρος..
(Σαββόπουλος, «το Κούρεμα»)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά λέξη, τουλάχιστον από τις αρχές του 20ου αιώνα, που έχει διασωθεί σε ομώνυμο ρεμπέτικο.

Πιο κυριολεκτικά σημαίνει αυτήν που κλέβει παξιμάδια για να ζήσει, άρα μια γυναίκα εξαιρετικά φτωχή και επισφαλή.

Κατ' επέκταση, δηλώνει και πόρνη πολύ χαμηλής στάθμης, φτηνή πουτάνα, κυρίως του τύπου καλντεριμιτζού, δηλαδή που κάνει πιάτσα στο πεζοδρόμιο, ή απλώς μια φτωχή σπιτωμένη- μορόζα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η έμφαση είναι στην ευτέλεια του αντιτίμου με το οποίο μπορεί να ικανοποιηθεί η τοιαύτη ελευθέριος γυνή, ώστε να γυρίσει σχετικά εύκολα ο τροχός.

Πολύ ενδιαφέρουσες αναλύσεις του όρου βρίσκουμε στο ιστολόι του Νίκου Σαραντάκου, όπου συσχετίζεται με τον όρο παξιμάδα. Εδώ βρίσκουμε και δύο γλαφυρές παρατηρήσεις- υποθέσεις για την προέλευση της λέξης. Σύμφωνα με την μία παρατήρηση, παξιμαδοκλέφτης λέγεται ο άγιος Νικόλαος, πιθανόν επειδή «η παρατεταμένη νηνεμία ακινητοποιούσε παλιά το πλοίο κι έτσι αργούσε να φτάσει στο λιμάνι και οι ναύτες αναγκάζονταν να εξαντλήσουν τα αποθέματα των τροφών τους -που βέβαια ήταν κυρίως γαλέτες». Άραγε να υποθέσουμε κάποιον συσχετισμό της παξιμαδοκλέφτρας με τα παξιμάδια των ναυτικών; Η δεύτερη υπόθεση βρίσκεται στο rembetiko.gr και αναφέρεται στις «καλντεριμιτζούδες που διπλαρώνανε στους καφενέδες της Ομόνοιας και πέριξ τους θαμώνες προς άγρα πελάτη ή έστω της αρπαγής του μικρού παξιμαδιού που ήταν στο πιατάκι του καφέ και σερβιριζόταν μαζί». Βεβαίως, παξιμάδια υπάρχουν παντού και όχι μόνο στην Ομόνοια, οπότε δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να ασπαστούμε ειδικά αυτήν την υπόθεση, πάντως, σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια πεινασμένη πόρνη εξαιρετικά επισφαλή.

Σήμερα, η έκφραση είναι άρρηκτα δεμένη με το ομώνυμο ρεμπέτικο, οπότε όταν αναφερόμαστε σε παξιμαδοκλέφτρα εννοούμε μια γυναίκα πολύ ταπεινής προέλευσης που στην συνέχεια μεγαλοπιάστηκε επειδή είχε την τύχη να ανέλθει κοινωνικώς με το σπαθί της.

  1. Kate Μiddleton: Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα. Άστραψε και βρόντηξε η Ελισάβετ στο Buckingham, καθώς η Kate - Catherine την έκανε έξαλλη! Τι έκανε η σύζυγος του πρίγκιπα William; Θέλησε να φωτογραφηθεί για λογαριασμό μεγάλου περιοδικού μόδας!
    Ποιός είδε την βασίλισσα και δεν την φοβήθηκε, λένε τα δημοσιεύματα, σαν έμαθε πως η Δούκισσα σκοπεύει να ποζάρει για λογαριασμό της αμερικανικής «Vogue», δίνοντας έτσι και την πρώτη της συνέντευξη σε γυναικείο περιοδικό. Πίεση ανέβασε η γιαγιά και μόνο μπιέλα δεν έκαψε σου λέει... Δεν φτάνει που την κάνανε Δούκισσα, θέλει και «Vogue» το παλιοκόριτσο; Α πα πα... Ο λόγος της άρνησης, σύμφωνα πάντα με όσα γράφονται, δεν είναι ότι η Ελισάβετ ζήλεψε και ήθελε να φωτογραφηθεί και εκείνη. (Εδώ).

  2. Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα
    Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις σούρτα-φέρτα

Ήσουνα ξυπόλητη και γύρναγες στους δρόμους
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις ιπποκόμους

Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες τους σπόρους
και τώρα που σε πήρα εγώ, ζητάς αεροπόρους (Το κλασικό άσμα).

  1. Ἤσουνα μιὰ μαλλιαρὴ καὶ διάβαζες Δελμοῦζο
    τώρα ποὺ σὲ πῆρα ἐγὼ προπερισπᾷς τὸ οὖζο.

Ἤσουν ῥεπόρτερ τοῦ Καπνᾶ στὴν κόκκινη ἐξορία
τώρα ποὺ σὲ πἦρα ἐγὼ μοῦ βάζεις καὶ βαρεῖα.

Ἤσουν τῆς δημοτικῆς κι ὥξυνες τὸν Τιτᾶνα
τώρα ποὺ σὲ πῆρα ἐγὼ δασύνεις τὴν Ἁβάνα.

Ἤσουν φραγκοχιώτισσα καὶ ἔγραφες στὰ γκρῆκλις
τώρα ποὺ σὲ πήρα ἐγὼ φωνάζεις ὧ Περίκλεις.
(Παραλλαγή εδώ σχετικά με δημοτικές και αρχαϊζουσες).

(από Khan, 12/10/11)(από Khan, 24/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καγκούρω αποκαλείται τόσο η γυναίκα-κάγκουρας όσο και η σύζυγος / ερωμένη του κάγκουρα. Το γούστο του κάγκουρα στις γυναίκες είναι δεδομένο, ωσεκτουτού οι παραπάνω ιδιότητες συνήθως αλληλεπικαλύπτονται.

Ευθυμολογείται εκ του κάγκουρα και του γαμοσλανγκοτέτοιου (κατά τα υστέρω, μαλάκω κ.ά.) Εναλλακτικά: καγκούραινα, καγκουρίνα, καγουρομούνα.

1. Δε φταίνε οι άντρες για την κατάσταση των γυναικών. Δε φταίω εγώ όταν εσύ είσαι συναισθηματική και πας με τον κάθε μαλάκα που γνωρίζεις μία βδομάδα. Δεν είναι δική μου ευθύνη αν είσαι συναισθηματική, και ελπίζεις σε έναν καλύτερο κόσμο, και γράφεις ποιήματα για τη ζωή, τον έρωτα, τα συναισθήματα, ενώ το μουνί σου σε προστάζει να είσαι καγκούρω. Όπως το λέω. Τα διαβάζουμε αυτά, και μένουμε παξιμάδι! Βρισκόμαστε με ανοιχτό το στόμα σκεφτόμενοι ότι πρόκειται για μία ξεχωριστή κοπέλα, η οποία καταλήγει να ακούει Χατζηγιάννη επειδή αυτός έχει ωραίους κοιλιακούς, και είναι με κάποιον άσχετο, ο οποίος φαίνεται ότι είναι ρηχός, αλλά έχει αμάξι.

2. Ναι, δεν κατάφερα να μην βάλω φωτάκια και κουδουνάκια. Μια φορά καγκούρω, πάντα καγκούρω.

3. Εγώ το είδα στην Καγκούρω την Τατιάνα και ο συνδυασμός δώρου-παρουσιάστριας ήταν τραγελαφικός...:Ρ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Βαριά κι ασήκωτη, γεμάτη μαγκιά, συχνάζει σε λαϊκά μαγαζιά χειρίστης ποιότητας. Η έκφρασή της και τα γενικότερα χαρακτηριστικά της σιγά σιγά διαμορφώνονται από την εσωτερική της διάθεση. Το βλέμμα της σκοτεινό και άγριο, χαμένο στο υπερπέραν, η φωνή της υπερμπασάτη, τα χείλια της στραβά κατά την εκφορά του λόγου (ποιου λόγου δηλαδή;), η διάθεση της βαριά και η θηλυκότης της....υπό... υπό το 0. Περπατάει και μιλάει σα μαστουρωμένη (το «σα» μου άρεσε). Την ελκύουν τα χασικλίδικα τραγούδια και χορεύει ανάλογα άσματα. Αλλά πως χορεύει; Σα μοτοσακό. Συνήθως συχνάζει στα σκυλοκωλάδικα που πάει με όμοιές της (σκοτεινοχασικλομούρες) και συνήθως τουρτουλουκιάζονται στο χορό όλες μαζί. Σα να χορεύουν αρκούδες.
Τι φταίει όμως για την κατάστασή της;
Της φταίνε τα πάντα για την κατάντια της. Της φταίει η κοινωνία, οι γονείς της, οι άντρες κι ό,τι άλλο φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Η ψυχή της μοιάζει με ένα μαγκάλι κάρβουνα που καίει. βράζει και πού και πού ανατινάζεται. Μόνιμα μιλάει για αδικίες, για πίκρες, βρίζει, αναθεματίζει κλπ. Η φάση θυμίζει ολίγον από το ποίημα («Μοιραίοι») του Κ.Βάρναλη, το οποίο επισυνάπτεται. Υπάρχουν διαβαθμίσεις στο είδος των γυναικών αυτό, που μετρώνται σε **στάδια ή σε νταν***, π.χ: Αυτή είναι 3 στάδια πιο πολύ απ' τις άλλες σκοτεινοχασικλομούρες, ή αυτή είναι σκοτεινοχασικλομούρα 30 νταν). Καράτε δεν ξέρει, αλλά άμα λάχει τη ζώνη (όχι απαραίτητα μαύρη), την έχει έτοιμη, λυμένη για καυγά.

*Νταν: καμία σχέση με καράτε, ίσως όμως η διαβάθμιση αυτή προέρχεται από εκεί.

Σημείωση:Ίσως υπάρχει και είναι λογικό να υπάρχει και όρος για τον σκοτεινοχασικλομούρη.

- Πάμε στο στέκι του Αχαΐρευτου απόψε βράδυ;
- Πας καλά ρε μπουζουκοκέφαλε; Εκεί συχνάζουν όλες οι σκοτεινοχασικλομούρες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκομενάκι που, στη σχετική κλίμακα, κυμαίνεται από θεόμουνο έως γαμήσιμο με εμφάνιση που αντιστοιχεί σε εργαζόμενη ή θαμώνα νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της κατηγορίας: μπουζούκια.

Βασικά γνωρίσματα:

  • Ένα τουλάχιστον προκλητικό μέρος του σώματος (ντεκολτέ, πλάτη, πόδια, ώμοι, κοιλιές, σπάλα, κιλότο, ποντίκι κλπ.) γυμνό.
  • Επίσημο υπόδημα τύπου γόβας (μυτερή ή κυρτή), πέδιλου (ανοιχτό ή μιουλ) ή μπότας (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και καουμπόικη αλλά με βγαλμένα τα σπιρούνια).
  • Κόμμωση (κούρεμα, χτένισμα ή φορμάρισμα) από χέρια ειδικού (μέ όνομα όπως «Λέλος Κανέλλος» κ.λπ.) και απαραιτήτως με τον επιθυμητό όγκο και γυαλάδα.
  • Εντυπωσιακό μέικ-απ με ανεκτές έως εκθαμβωτικές ποσότητες στρας.
  • Προσεγμένο μανικιούρ (συμβατικό ή γαλλικό) με βαφή νυχιών σε χρώματα από τα βασικά έως και «σάπιο μήλο».

Ένα μέρος όπου απαντάται συχνά:

Σε μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ περιμένει ταξί τουρτουρίζοντας με τα χέρια σταυρωμένα, αφού το ζακετάκι (ή το μπολερό) που πήγαινε με το φόρεμα και τα παπούτσια δεν πήγαινε καθόλου με τον καιρό.

- Πω πω σου λέωωω! Κόψε τα ξέκωλα μπροστά στο Praktiker.
- Μπουζουκομούνια φίλε μου. Όχι σαν τα λέσια που παρακαλάμε να μας κάτσουν στο BIOS.

(από Khan, 09/07/14)

Δες και μπουζουκογκόμενα, καθώς και -μούνα, -γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γνωστότατο πλαστικό σκεύος – φετίχ πολλών νοικοκυρών που έγινε αφορμή χαρωπών γυναικομαζώξεων.

Αποτέλεσε κι αποτελεί σωτήρια λύση απ’ την υποχρεωτική νηστεία έως τον εξ ασιτίας θάνατο, πλείστων όσων φοιτητών (κάθε φύλου) (ακόμη και του εξωτερικού) σε περιόδους σκληρής ανευρείας, δρώντας ουσιαστικά σαν ομφάλιος λώρος.

Ελληνιστί: «φαγητοδοχείο».

Ως γνωστόν, το να εμφανιστείς σε γκουρμέ εστιατόριο κουβαλώντας παραμάσχαλα το δικό σου σπιτικό φαγητό σε ταπεράκι, εκτός του ό,τι αποτελεί προσβολή για το μαγαζί, καταστρέφει την όποια φήμη σου, προκαλώντας δηκτική καζούρα.

Έτσι, στα στριπτιτζάδικα σινάφια, σαν απαξιωτικός χαρακτηρισμός: Η συνοδός στο μαγαζί κάποιου πελάτη, η οποία ουδεμία σχέση έχει με τον συγκεκριμένο χώρο / περιβάλλον και φυσικά την εν λόγω ...τέχνη.

– Πάμε “Cabaret”; Ήρθε καινούργιο αίμα.
- Μέσα!
- Μέσα!!
- Ωωωπ!! Στάκα!! Με τάπερ ή χωρίς;
- Μια φορά τέτοιες μαλακίες! Χωρίς!!!
- Νταξ. Το ‘πιασα. Τι να της πω γαμώτο;
- Πως πας ταξίδι.
- Πού; στο Όρος;
- Στη μάνα σου;
- Είσαι φίλος!!

Τάπερ (Από το όνομα της πρώτης κατασκευάστρειας εταιρείας Tupperware) (από sstteffannoss, 25/01/11)(από caution, 15/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία