Επιλεγμένες ετικέτες

Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.

Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).

Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).

το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράφραση του γνωστού λόφου του Λυκαβηττού, γνωστού εξ αρχαιοτάτων χρόνων στα ζευγαράκια (άνευ αλλά κυρίως με Ι.Χ.) και όπως είναι φυσικό, στους παρελκόμενους ματάκηδες.

Η παράφραση οφείλεται στις ερωτικές δραστηριότητες στις οποίες αρέσκονται τα εν λόγω ζευγαράκια, εις το πιο λαϊκόν (βλ. σχετικό παράδειγμα στο λήμμα γαμάω) και ουδεμία σχέση υπάρχει επί του προκειμένου με τo εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου (μεγάλη η χάρη του) και τη φράση «Kάβαλα παν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε».

Ένα (περισσότερο) πονηρό μυαλό βεβαίως, θα μπορούσε να συνδυάσει το «...προσκυνάνε» με το σκύψιμο και εντός του αναπτυχθέντος εκκλησιαστικού μοτίβου, να συμπληρώσει με την εξίσου γνωστή παραίνεση:

«Σκύψε Ευλογημένη» (λήμμα το οποίο παρεμπιπτόντως δεν έχει καταχωρηθεί!).

Όπως είναι λογικό, ο Καβαλητός ευρίσκεται στις δόξες του κατά τις νυχτερινές ώρες και ειδικά τα Σαββατοκύριακα. Παρόλο που τα διάφορα ξενοδοχεία «της ώρας» (ουδεμία σχέση με τα κοψίδια), θεωρητικώς θα μείωναν τους επισκέπτες, κάτι η οικονομική συγκυρία, κάτι η πράσινη φύσις, κάτι οι φήμες ότι στα ΧΧΧ σε κινηματογραφούν, διατηρούν τον αριθμό των ζευγαρακίων σε υψηλά επίπεδα.

Το κέφι βέβαια είναι το ζευγαράκι το οποίο είναι μέσα στο γλέντι πάνω στη στροφή, την ώρα που κατεβαίνουν 10.000 αυτοκίνητα στο τέλος συναυλίας και τους κορνάρουν.

Κατεβαίναμε χθες βράδυ από την συναυλία των Banistir-Doolap και κατάλαβα γιατί τον λένε Καβαλητό...

Βλ. σχετικά: καβάλα, καβαλάρης, ο, Καβαλέρια Ρουστικάνα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα σκοτεινά σεπαρέ των κωλόμπαρων που βρίσκονται στο βάθος της αίθουσας ή μικρά δωμάτια 120 x 200 εκατοστών μέσα στα κωλόμπαρα, όπου προσφέρεται βίζιτα «του ποδαριού».

Ο πελάτης: - Έχεις κανένα μωρό να κεράσω και να βγάλει κανένα γούστο;
Ο «μπάρμαν»: - Πήγαινε στην τελευταία καβάντζα στο βάθος και θα σου στείλω ένα ουκρανεζάκι, μούρλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπαράκι, μπυραρία ή γενικότερα βραδινό μαγαζί το οποίο συνδυάζει χαμηλούς φωτισμούς και σένσουαλ /ρομαντική μουσική σε μέτρια ένταση, και το οποίο προτιμάται σχεδόν κατ' εξοχήν από ζευγαράκια σε πρώτα (ή κάποια από τα πρώτα) ραντεβού. Συνδυάζεται με μέτρια κατανάλωση ποτού (απαγορεύονται οι λιώμες), περιοδική επαφή χεριών και λάγνα βλέμματα.

Με αυτόν τον τρόπο, αυτός που επέλεξε το κατάστημα προσπαθεί να επιδείξει ταυτόχρονα καλό γούστο, αλλά και σαφή διάθεση σεξουαλικής περίπτυξης προς τον άλλο.

Ήταν πιο rock το μαγαζί όταν άνοιξε, τώρα έρχονται όλο ζευγαράκια και παίζει μπαλαντούλες λες και είναι προκαταρκτικάδικο.

3.47: Το κατάρτι δεν θέλει πια προκαταρτικά. (από Khan, 08/01/12)

Σύγκρινε με καμακομάγαζο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που ήταν δημοφιλής στις αρχές του 20ου αιώνα και τον διασώζει και ο Ηλίας Πετρόπουλος στο Μπουρδέλο. Σημαίνει την ελευθέριο γυναίκα και κατ' επέκταση την συντηρούμενη ερωμένη ή και την πόρνη.

Ο Νίκος Σαραντάκος εδώ την θεωρεί συντετμημένο τύπο του παξιμαδοκλέφτρα, οπότε μιλάμε για μια πάμφτωχη επισφαλή γυναίκα που έκλεβε παξιμάδια, ή που, έστω, της προσέφερε παξιμάδια ο εραστής της για να έχει κάτι να φάει, και κατ΄επέκταση την φτωχή πόρνη.

(Στον ίδιο ιστότοπο παρατίθενται και υποθέσεις για εναλλακτικές ετυμολογήσεις του όρου παξιμάδα, άσχετες από την παξιμαδοκλέφτρα, όπως λ.χ. ότι παξιμάδι είναι η ψωλή ως ξερή, όπως αναφέρει ο ημέτερος Στέφανος στο ομώνυμο λήμμα, ή το πιο ευφάνταστο ότι η παξιμάδα είναι η οιονεί καβατζογκόμενα κάποιου, όπως το παξιμάδι αποτελεί καβάτζα, όταν κάποιος δεν έχει ψωμί. Ειδικά ο όρος παξιμαδό πάντως φαίνεται να είναι σύντμηση).

Η λέξη έχει απλώς ιστορική / νοσταλγική αξία, εκτός κι αν ξαναζήσουμε παρόμοιες εποχές λόγω κρίσης.

(Από το sarantakos.wordpress.com).

«Κύριε τάδε, είσαι δημόσιος υπάλληλος ή αξιωματικός ή τέλος πάντων γνωστής περιουσίας άνθρωπος με τόσον εισόδημα το μήνα… Πού το ηύρες λοιπόν το αυτοκίνητον, την έπαυλιν εις το Γαλάτσι, το τρίπατον σπίτι εις την οδόν Αχαρνών, τις χιλιάδες που χάνεις απαθέστατα εις την χαρτοπαικτικήν λέσχην του Ακταίου, τα διαμαντικά που χαρίζεις εις την ερίτιμόν σου δέσποιναν ή την τάδε υψηλοτάκουνον και τακερόφθαλμον παξιμάδαν;» (Από άρθρο του Άγγελου Τανάγρα στην εφημερίδα Έθνος το 1924).

(από Khan, 01/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά λέξη, τουλάχιστον από τις αρχές του 20ου αιώνα, που έχει διασωθεί σε ομώνυμο ρεμπέτικο.

Πιο κυριολεκτικά σημαίνει αυτήν που κλέβει παξιμάδια για να ζήσει, άρα μια γυναίκα εξαιρετικά φτωχή και επισφαλή.

Κατ' επέκταση, δηλώνει και πόρνη πολύ χαμηλής στάθμης, φτηνή πουτάνα, κυρίως του τύπου καλντεριμιτζού, δηλαδή που κάνει πιάτσα στο πεζοδρόμιο, ή απλώς μια φτωχή σπιτωμένη- μορόζα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η έμφαση είναι στην ευτέλεια του αντιτίμου με το οποίο μπορεί να ικανοποιηθεί η τοιαύτη ελευθέριος γυνή, ώστε να γυρίσει σχετικά εύκολα ο τροχός.

Πολύ ενδιαφέρουσες αναλύσεις του όρου βρίσκουμε στο ιστολόι του Νίκου Σαραντάκου, όπου συσχετίζεται με τον όρο παξιμάδα. Εδώ βρίσκουμε και δύο γλαφυρές παρατηρήσεις- υποθέσεις για την προέλευση της λέξης. Σύμφωνα με την μία παρατήρηση, παξιμαδοκλέφτης λέγεται ο άγιος Νικόλαος, πιθανόν επειδή «η παρατεταμένη νηνεμία ακινητοποιούσε παλιά το πλοίο κι έτσι αργούσε να φτάσει στο λιμάνι και οι ναύτες αναγκάζονταν να εξαντλήσουν τα αποθέματα των τροφών τους -που βέβαια ήταν κυρίως γαλέτες». Άραγε να υποθέσουμε κάποιον συσχετισμό της παξιμαδοκλέφτρας με τα παξιμάδια των ναυτικών; Η δεύτερη υπόθεση βρίσκεται στο rembetiko.gr και αναφέρεται στις «καλντεριμιτζούδες που διπλαρώνανε στους καφενέδες της Ομόνοιας και πέριξ τους θαμώνες προς άγρα πελάτη ή έστω της αρπαγής του μικρού παξιμαδιού που ήταν στο πιατάκι του καφέ και σερβιριζόταν μαζί». Βεβαίως, παξιμάδια υπάρχουν παντού και όχι μόνο στην Ομόνοια, οπότε δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να ασπαστούμε ειδικά αυτήν την υπόθεση, πάντως, σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια πεινασμένη πόρνη εξαιρετικά επισφαλή.

Σήμερα, η έκφραση είναι άρρηκτα δεμένη με το ομώνυμο ρεμπέτικο, οπότε όταν αναφερόμαστε σε παξιμαδοκλέφτρα εννοούμε μια γυναίκα πολύ ταπεινής προέλευσης που στην συνέχεια μεγαλοπιάστηκε επειδή είχε την τύχη να ανέλθει κοινωνικώς με το σπαθί της.

  1. Kate Μiddleton: Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα. Άστραψε και βρόντηξε η Ελισάβετ στο Buckingham, καθώς η Kate - Catherine την έκανε έξαλλη! Τι έκανε η σύζυγος του πρίγκιπα William; Θέλησε να φωτογραφηθεί για λογαριασμό μεγάλου περιοδικού μόδας!
    Ποιός είδε την βασίλισσα και δεν την φοβήθηκε, λένε τα δημοσιεύματα, σαν έμαθε πως η Δούκισσα σκοπεύει να ποζάρει για λογαριασμό της αμερικανικής «Vogue», δίνοντας έτσι και την πρώτη της συνέντευξη σε γυναικείο περιοδικό. Πίεση ανέβασε η γιαγιά και μόνο μπιέλα δεν έκαψε σου λέει... Δεν φτάνει που την κάνανε Δούκισσα, θέλει και «Vogue» το παλιοκόριτσο; Α πα πα... Ο λόγος της άρνησης, σύμφωνα πάντα με όσα γράφονται, δεν είναι ότι η Ελισάβετ ζήλεψε και ήθελε να φωτογραφηθεί και εκείνη. (Εδώ).

  2. Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα
    Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις σούρτα-φέρτα

Ήσουνα ξυπόλητη και γύρναγες στους δρόμους
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις ιπποκόμους

Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες τους σπόρους
και τώρα που σε πήρα εγώ, ζητάς αεροπόρους (Το κλασικό άσμα).

  1. Ἤσουνα μιὰ μαλλιαρὴ καὶ διάβαζες Δελμοῦζο
    τώρα ποὺ σὲ πῆρα ἐγὼ προπερισπᾷς τὸ οὖζο.

Ἤσουν ῥεπόρτερ τοῦ Καπνᾶ στὴν κόκκινη ἐξορία
τώρα ποὺ σὲ πἦρα ἐγὼ μοῦ βάζεις καὶ βαρεῖα.

Ἤσουν τῆς δημοτικῆς κι ὥξυνες τὸν Τιτᾶνα
τώρα ποὺ σὲ πῆρα ἐγὼ δασύνεις τὴν Ἁβάνα.

Ἤσουν φραγκοχιώτισσα καὶ ἔγραφες στὰ γκρῆκλις
τώρα ποὺ σὲ πήρα ἐγὼ φωνάζεις ὧ Περίκλεις.
(Παραλλαγή εδώ σχετικά με δημοτικές και αρχαϊζουσες).

(από Khan, 12/10/11)(από Khan, 24/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευφημιστικός τεχνικός όρος για εργάτιδα της σεξουαλικής βιομηχανίας. Κυρίως για συνήθη πόρνη, ελάχιστα για τουρίστρια (εκτός αν είναι όντως μοντέλο κυριολεκτικά), μάλλον καθόλου για φραπεδιάρα, ναι για πορνοστάρ. Προς Θεού να μην συγχέεται με τις άλλες σημασίες του όρου!

Τουλάχιστον αυτό μου είπε ο μπατζανάκης του αδερφού της συνυφάδας ενός συμφοιτητή μου στο Εράσμους, που σκοτώθηκε όταν έπεσε πάνω του ογκολίθινο άγαλμα στα νησιά του Πάσχα.

Σε λίγα λεπτά το μοντέλο θα είναι έτοιμο.

το moai που έφαγε το δόλιο το μπατζανάκη (από johnblack, 21/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γκόμενα-σκυλί των μπουζουκιών, της πίστας κ της νύστας. Ο όρος από το συμπαθές τρίποδο.

- Καλά μιλάμε χτες στον Καρρά ήταν τίγκα στο λαμπραντόρ!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπουρδέλο αλλά και ο κάθε άτυπος τόπος συνδιαλλαγής αγοραίου έρωτα (γραφεία συνοικεσίων, κωλόμπαρα, ιεροί ναοί, πεζοδρόμια, κ.α.).

Ο όρος βιζιτάδικο χρησιμοποιείσαι ευρύτατα για πιάτσες όπου τα ΛΟΑΤ κάνουν ψωνιστήρι (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Εκ της βίζιτας.

  1. ... είχε σπιτώσει μια Ουκρανή που την γνώρισε σε βιζιτάδικο, πρόσωπο πονηρούλικο και στρογγυλό με φακίδες και καστανά σγουρά μαλλιά ... (από εδώ)

  2. Τα περισσότερα τρακτέρ στα μπλόκα είναι κλιματιζόμενα. Φτώχεια!!! Όσο για τις επιδοτήσεις τόσα χρόνια ξέρετε που τις έχουν καταθέσει; στα βιζιτάδικα!! Όπου κάμπος ξεφυτρώνουν κι αυτά. (από εδώ)

  3. Ο κατά παραδοχή του στο ακροατήριο ομοφυλόφιλος μάρτυρας, που γνωρίζει καλά, όπως είπε, «τα βιζιτάδικα ου κέντρου της Αθήνας», αφού πληρώνει και ο ίδιος αγόρια για να πηγαίνει μαζί τους, με έντονο ύφος την ώρα που κατέθετε ξεδίπλωσε εικόνες και διαλόγους, και ουσιαστικά συνέθεσε την ανατομία ενός ειδεχθούς εγκλήματος (…) «Στα βιζιτάδικα όλοι είναι πεινασμένοι άνθρωποι. (…) Τον Νίκο (Σεργιανόπουλο) τον είδα πρώτα στο αυτοκίνητο. Ήταν σταθμευμένος. Πήγα και του μίλησα. Μετά είδα τον Γεωργιανό να τον πλησιάζει και να μπαίνει στο αυτοκίνητο, στη γωνία Χέυδεν και Αριστοτέλους…» (από εδώ)

Είναι άδικο. R.I.P. (από Vrastaman, 30/09/09)Εποχούμενο βιζιτάδικο στις ΗΠΑ (από Vrastaman, 30/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αν μιλάμε για εθνική εορτή ή για ορκωμοσία νεοσυλλέκτων, πρόκειται για μια απόλυτα κατανοητή σύνδεση δύο λέξεων, νομίζω.

Ωστόσο, άλλο εννοεί εδώ ο ποιητής.

Είναι συνθηματική έκφραση που περιγράφει στους ενδιαφερόμενους ότι στο πάρτυ παίζουν σνιφαρίσματα των τρένων πάνω στις γραμμές της κοκαΐνης και ότι το όλο σκηνικό μάλλον θα καταλήξει σε μια ωραία παρτούζα, με τα έμπειρα παστάκια, τα πύρκαυλα μιλφέιγ και τους ψωλαράδες κάθε λογής να επιδίδονται σε σχηματισμούς και ακροβατισμούς που φέρνουν κάπως σε παρέλαση, με ή χωρίς συντονιστή.

(από Vrastaman, 08/05/09)(από Vrastaman, 08/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία