Καυλιάρικο ή καυλιδερό υποκείμενο ή αντικείμενο, προκαλεί άμα τη εμφανίσει στύσεις. Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά, προσφιλής και στον σλανγιωτάτο ποιητή Ανδρέα τον Εμπειρίκο.
Καυλιάρικο ή καυλιδερό υποκείμενο ή αντικείμενο, προκαλεί άμα τη εμφανίσει στύσεις. Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά, προσφιλής και στον σλανγιωτάτο ποιητή Ανδρέα τον Εμπειρίκο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η Μασαχουσέτη στα ελληνοαμερικάνικα και κάνει και ομοιοκαταληξία με τις πούτσες.
Έδωσε ένα σκασμό λεφτά και πήρε ΜΒΑ από ένα Πανεπιστήμιο πούτσες στο Μασατσούτσες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το γλειφτρόνι που φιλάει κατουρημένες ποδιές ή μια κατάσταση που είναι χλίδα και πολύ μέλι.
-Αυτόν τον κωλομεγλειφάτο τον Ταδόπουλο στο παράθυρο να γλείφει τον Χατζηπαπάρα τι τον βάλανε;
-Το πούλησε τελικά το σπίτι να μην πληρώνει και χαράτσια και πήρε ένα αμάξι κωλομεγλειφάτο!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνώνυμοι όροι: το κωλάδικο, το μπουρδέλο.
- Μαλάκα πήγα σε μια κωλαντερί χθες... όλα τα λεφτά δικέ μου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Το μπαρ στο οποίο συχνάζουν λεσβίες. Όχι μόνο φιλικό προς αυτό το κοινό, αλλά προσανατολισμένο κυρίως γι' αυτές. Περαιτέρω, απ' ό,τι διαβάζω, το λεσβιακό φλερτ και οι γνωριμίες για σεξ στο χώρο αυτό είναι μάλλον κοινό φαινόμενο και μέρος της εμπειρίας.
νομίζω πως απλά δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τις out λεσβίες. Έχεις πάει σε μαγαζί λεσβιάδικο;; Αν πάς, θα δείς πως λίγες πλέον λεσβίες αντιπροσωπεύονται σε επίπεδο εμφάνισης και συμπεριφοράς από το πολύ αντρουά στύλ που κάποτε τους έδινε τον χαρακτηρισμό «νταλίκες». Οπότε ίσως έχεις συναντήσει πολλές και απλά δεν το ξέρεις. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και ντουλαπίστριες και καταπιεσμένες λεσβίες.
Γιατί, άλλωστε, να δηλώσει καθαρά lesbian το μαγαζί της η κάθε ιδιοκτήτρια και να μπει στην διαδικασία να εξηγεί στην μαμά, τον μπαμπά και την κουτσομπόλα γειτόνισσα πως απευθύνεται σε οικείο της κοινό~ Αμ κουκλίτσα μου, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους. Ας μην άνοιγες λεσβιάδικο τότε, ας άνοιγες σουβλατζίδικο, πιο φτηνά θα σου 'ρχόταν!!!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Καταρχήν ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο. Κατ' επέκταση, αποτελεί βρισιά για οποιοδήποτε σπίτι, οικογένεια και δη για το γήπεδο της ομάδας αντίπαλου φιλάθλου. Συχνά ενταγμένο σε βρισιές όπως «γαμώ το πουτανόσπιτό σου», «το πουτανόσπιτό σου μέσα» κ.τ.ό.
Καλά τους τρέντηδες που βγαίνουν για φαί- πιοτό στα δηθενάδικα στο Μετάξι δεν τους ενοχλούν τα πουτανόσπιτα που είναι σειρά το ένα μετά το άλλο;
Κοιταξτε εναν που θελει να ειναι και βαζελος το πουτανοσπιτο του μεσα (Εδώ).
να γκρεμισω το πουτανοσπιτο σου ρε κωλοτρυπιδακι; (Εδώ).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ανασυλλαβισμός του μαγαζί.
Προφ αποτελεί όρο της μπουρδελοσλάνγκ και αναφέρεται σε μαγαζί τύπου putzinstitut/ ευαγές ίδρυμα, όπου προσφέρεται σεξ μεταξύ των υπηρεσιών των κορασίδων.
Περαιτέρω, υπάρχουν μερικές λεπτές αποχρώσεις:
Το γαμαζί είναι ο γενικός όρος, το generic term. Μπορεί να αναφερθεί σε όλα, σε μπουρδέλα, στούντιο, κωλόμπαρα, στριπτιτζάδικα κ.ά. Ακόμη κι αν δεν προσφέρουν ακριβώς μπριζόλα, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως γαμαζί, ενώ κυρίως λέγεται αν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας τρέντι γκλαμουριάς που το καθιστά μαγαζί κι όχι ντέλο. Δηλαδή πιο πολύ για strip clubs. Τέλος, το γαμαζί δεν είναι και τόσο υποτιμητικός όρος, είναι κάπως ουδέτερος.
Το μπριζολάδικο λέγεται για γαμαζί που πρσφέρει σεξ χωρίς αυτό να είναι απολύτως επίσημο, αλλά ύστερα από κάποιου είδους συνεννόηση, ύστερα από ευνόητα υπονοούμενα.
Το κρεοπωλείο είναι ένα κλικ πιο υποτιμητικό, δηλαδή πουλάει κρέας (μπριζόλα) ως μη ώφειλε. Αφορά σε παρακμή πρώην πτωχού πλην τίμιου φραπενείου, που πλέον δεν είναι τίμιο. Ενώ το κρεαταγορά εστιάζει περισσότερο στην επίδειξη παρά στην πήδηξη. Αμφότερα είναι πιο πολύ ασθενείς μεταφορές και όχι τεχνικοί όροι.
Τέλος, υπάρχουν οι νεόκοποι όροι:
Πάντως, γουγλικώς, δεν δικαιώνεται η ανάρτηση των σχετικών με την κουρτίνα όρων, καθώς δεν φαίνονται αρκούδως παγιωμένα.
Τέλος, δευτερευόντως, ο όρος γαμαζί μπορεί και να αποτελέσει απλώς βρισιά για οποιοδήποτε μαγαζί.
- απο γνοστους στο γαμαζι σκεπτοντε οι γινεκες να την κανουν.
- χριαζετε ποιοτικι ανανεοσι το γαμαζι
- τα αλλλα θελουν κλισιμο.
(Εδώ).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.
Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.
Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.
Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.
Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).
Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...
α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).
β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έτσι λέγεται η δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία, όπου βρίθουν οι όμορφες και καλοβαλμένες γυναίκες. Δηλαδή ο χώρος, όπου εκδηλώνεται η μουνοθύελλα.
Για παράδειγμα, μπαράκι είναι μια Δ.Ο.Υ. με φρέσκες ασεπατζούδες ή stagiaires, η Ευελπίδων την άνοιξη (οι δικηγορέσσες τα πετάνε όλα όξω), η Φιλοσοφική στου Ζωγράφου (όταν έχει μπαζοαπαγόρευση στο δακτύλιο της Ούλωφ Πάλμε), όλα τα ιδιαίτερα γραφεία πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών, των μεγαλοκαρχαριών (γιατρών-δικηγόρων-οικονομολόγων-μπισνεσμάνων κλπ) καθώς και όλα τα καταστήματα καλλυντικών.
Σε τέτοιες υπηρεσίες, μ’ ένα μικρό σκρίνιο με ποτά, ένα σιφόν στην εταζέρα, απαλή μουσική και ο Μούτσιος να χαμογελά πονηρά «ας πιούμε κάτι» με δυο ποτήρια στο χέρι, η απελευθέρωση του ω(ρ)αρίου δεν θα ήταν κακή ιδέα...
- Με στείλανε να παραδώσω τα απόρρητα σήματα προσωπικά στο ναυαρχούκο κι έπαθα πλάκα!
- Δηλαδή; Έφαγες καμιά καμπάνα;
- Όχι ρε! Καθόμουν και περίμενα στο διαγγελείο μέχρι να με φωνάξουνε και πρέπει να πέρασαν απο μπροστά μου και δέκα μοντέλες πιλαφίνες! Μιλάμε, το ΓΕΝ είναι σκέτο μπαράκι, φίλος!
- Άτιμη ιεραρχία! Εμας περνούν μπροστά μας και του ναυαρχούκου περνάνε απο κάτω του...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πόλη της Μακεδονίας.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε το καβαλητό σεξ, την Καβαλέρια Ρουστικάνα.
Απ' την Καβάλα ο Βρασίδας. Και ξέρει από καλό ελαιόλαδο!
Βλ. σχετικά: Καβαλητός, ο, καβαλάρης, ο
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία