1. (Οικονομικά) Η κατάσταση στη χρηματιστηριακή αγορά όπου οι χρηματιστές δείχνουν ξαφνικό ενδιαφέρον για μια συγκεκριμένη μετοχή χωρίς εμφανείς ενδείξεις που να δικαιολογούν αυτό το ενδιαφέρον. Συνήθως χρησιμοποιείται με τη λέξη «μετοχές» αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μόνο του όταν αναφερόμαστε σε εταιρείες.

Ετυμολογία: Σύμμεικτη λέξη αποτελούμενη από το αγγλικό ρήμα bid (προφορά: μπιντ) με το ελληνικό ρηματικό επίθημα -άρω.

  1. (Μη επίσημο) Το ρήμα κατοικώ στην τοπική λαλιά των Κυθήρων, της Κάσου και των Ιονίων νήσων.

Ετυμολογία: Εξελληνισμένη μορφή του ιταλικού ρήματος abitare που σημαίνει «κατοικώ».

Σημασία 1:
Θα συνεχιστεί ή όχι το «μπιτάρισμα» στις Βιοκαρπέτ και FG Europe μια και τα χαρτιά έδωσαν κίνηση τις προηγούμενες ημέρες; Θα εξαερωθεί περαιτέρω η μετοχή της ΕΒΖ ή θα βρει δυνάμεις; Πως θα αντιδράσουν τα «στασινόχαρτα»; Πηγή: Axia Plus

Σημασία 2:
... σχετικά ιταλικές λέξεις {δεφεντεύω, ζυγανεύω, μπιτάρω κ.ά.)2, προδίδει άν-. 1. Βελούδου, Χρονικόν, σελ. ια'. 2. «Ο.π., σελ. η', θ', κδ'. ...
www.byzantinasymmeikta.org/index.php/bz/article/viewFile/722/640
... ενεστώτα μπιτάρω <ιταλ. abitare 'κατοικώ'. Πρβ. Somavera: «ξε- μηιτάρω- σουργουνίζω» (=εξορίζω), και της Κάσου τα πιτέρω 'κατοικώ' ... (Σελ. 8 και 419, εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλη μια κουργιαλοσλανγκιά, η οποία μπορεί να ακουστεί και από τη νεολαία των πόλεων της Κρήτης μέσω της διαδικασίας που σε άλλο λήμμα έχω περιγράψει ως «τ΄ ακούω στο χωριό μου στα Ηρακλειώτικα: χωρζό μου το λέω στο σκολειό μου».

Το ρήμα προέρχεται από τη ζωή του βοσκού, και πρόκειται για την ακινητοποίηση των αρνιών και προβάτων, προκειμένου αυτά να κουρευτούν (συνήθως) ή να σφαγούν (σπανιότερα), που γίνεται «καβαλίκεμα» του οζού και δέσιμο όλων (συνήθως) ή των τριών (σπανιότερα) ποδιών τους (όπως στοtie-down roping του ροντέο, απλά χωρίς το άλογο, τα stetson, το λάσο, το μοσχαράκι, το χρονόμετρο, αλλά με άτυπη τουλάχιστον επιτροπή Κρητών, βλ. παρακάτω). Το τοπίο μιας μάντρας κατά τη διάρκεια μιας κουράς είναι κατάσπαρτο με μπουζιαζμένα οζά που περιμένουν τη σειρά τους για να κουρευτούν, βελάζοντας απελπισμένα.

Το μπούζιαζμα ένας έμπειρος και ικανός βοσκός το ξεπέταει, χωρίς να δίνει σημασία στις διαμαρτυρίες του ζώου, το οποίο μόλις ακινητοποιήσει αφήνει κάτω στο έδαφος τρομαγμένο. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα εκτιμάται από την ομήγυρη των βοσκών (οι κουρές γίνονται από τους βοσκούς του χωριού συλλογικά και εκ περιτροπής) και είναι μια σχεδόν τελετουργική διαβατήρια δοκιμασία για τον νεαρό βοσκό - ο οποίος, όμως, σύντομα θα πρέπει να μάθει και να κουρεύει, που είναι εργασία ακόμα πιο υψηλής σχετικά εξειδίκευσης.

Το μπούζιαζμα δηλώνει απόλυτο έλεγχο επί του ζώου και κατά μια έννοια επιβεβαιώνει κάθε χρόνο την εξουσία του βοσκού πριν τη τελική της επικύρωση, τη σφαγή, όχι ότι αυτή η εξουσία τίθεται εν αμφιβόλω, απλά η εικόνα του άθλιου μπουζιαζμένου αμνού εικάζω ότι λειτουργεί διαπαιδαγωγικά έτσι σε ένα subliminal επίπεδο για τους νέους βοσκόπαιδες, χιλιετίες τώρα.

Το μπούζιαζμα ως απειλή εναντίον ανθρώπων ακούγεται στον προφορικό λόγο συνήθως παιγνιωδώς. Είναι πιο ελαφρύ από άλλες απειλές που ενέχουν τα Θεία ή τα γενετήσια ή αίματα και ο μπουζιαζμένος άνθρωπος είναι αρκετά κωμικός ως εικόνα - δείξτε λίγο κατανόηση για το τι θεωρεί αστείο ο βοσκός. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τους μάτσο όρους που δηλώνουν εντοπιότητα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε σοβαρή απειλή.

Στην Ανατολική Κρήτη συνήθως προφέρεται μπουζάζω.

Η ετυμολογία ενδιαφέρουσα: σύμφωνα με το γλωσσάρι του Ξανθινάκη από το μπούζ(ι)ουνας, που ήταν στα χειρόδετα σακιά η δεσιά στις 4 άκρες τους (λέγεται και η φράση ακόμα «μπούζιαξε τα τσουβάλια»), το οποίο μπούζιουνας < μεσαιωνικό βύζουνας < αρχαίο ρήμα βύω = εξογκούμαι, απ΄ το οποίο και τα βυζιά.

  1. - Θα σε γαμήσω ρε μαλάκα, άσ΄ το κράνος...
    - Άμα σε μπουζιάξω, θα σου πω εγώ ποιο θα γαμήσεις...

  2. - Θα με γράψεις λέει; Γιάε [δες] τονε μωρέ απού γράφει, ίντα μρε θα γράψεις, άμε στο διάολο λείπε με [απάλλαξε με από την ενοχλητική παρουσία σου]...
    - Τρελός είστε κύριε; Είμαι υποχρεωμένος από την υπηρεσία μου...
    - Ίντα ναι μωρέ ετανά τα γίβεντα, δημοτική αστυνομία... Μωρέ ξεφτιλισμένε άσ΄ το μωρέ διάολε το ντεφτέρι να σου πω.. μωρε πούστη γράφεις; Δε με γνοιάζει μωρέ κερατωμένε κερατά να σε βάλω κάτω να σε μπουζιάξω κι ετέ να σου παίζω λαχτές με την αρβύλα ώστε να πεις κυρελέησον...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πολυμέσων που αναρτώνται στην ιστιοσελίδα του slang.gr: το μύδι και το μήδι.

Μύδι αποκαλείται σλανγκιστί το διεστραμμένο δίδυμο του μηδιού και Θρασυμήδης αποκαλείται όποιος έχει το θράσος να αναρτά τέτοια εξεζητημένα και οιoνεί πορνογραφικά πολυμέσα στην ταλαίπωρη slang.gr, η οποία εσχάτως μορφοποιείται αναγραμματικά σε glans.gr.

Γλωσσολογικά, το μύδι –όπως και το ομώνυμο αφροδισιακό μαλάκιο που φέρει φτυστή ομοιότητα με το αιδοίο– ετυμολογείται εκ του μυίδιον, υποκοριστικού του μυός. Συνεπάγεται ότι το μύδι ανεβάζεται με τον ίδιο (μ)ηδυπαθή τρόπο που ο Richard Gere και οι συν αυτώ μετρό παραβιάζουν την φύση με άμοιρα ποντικάκια gerbil, εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Η WWF, αλήθεια, τι κάνει; Αρχίδια-μύδια! Εμείς τουλάστιχον έχουμε τον Κώστα Καφάση που ξέρει από καλό ψάρι. Και την Άννα Βίσση που δεν θα μείνει ποτέ μπουκάλα. Αλλά ξεφεύγουμε από το θέμα μας.

Ο εκφυλισμός λοιπόν του μήδι σε μύδι έχει προκαλέσει τα χρηστά ήθη, και πολλοί κατηγορούν τους υπεύθυνους λημματοδότες για μηδισμό. Ο σκοπός όμως αγιάζει το μήδος, και όσοι διαμαρτύρονται μπορούν να πάνε να γαμηθούν φίδιν μύδιν chez les grecs.

Να σημειωθεί τέλος ότι στην υποσλανγκική, όσα μύδια δεν ανοίγουν, ή έχουν σβήσει, μαραθεί ή κυβερνοστροβιλιστεί, αποκαλούνται μπαγιάτικα μύδια.

Για μήδι βλ. εδώ.

- poniroskylo (30/11/08): Παίδες, κάντε κλικ στο μύδι του βράστα ... - xalikoutis (30/11/08): μηηηηη, μην τα ακούτε ανάποδα αυτά!

(Σχόλια από το λήμμα βλακ μέταλ)

Ποντικάκια δαμαρτύρονται εύλογα για τα uploads του Richard Gere (από Vrastaman, 15/01/09)Αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως μύδι  (από Vrastaman, 04/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κάτοικος κοινότητας επιφορτισμένος με το έργο της διανομής του νερού για πότισμα. Άνοιγε τις βάνες και το νερό έρεε σε αυλάκια και κατέληγε στους κήπους. Τότε ήταν δωρεάν...

Πότε θα ανοίξει ο νεροκράτης το νερό; Ζάρωσε το ντοματάκι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Ταύρος (Δήμος του L.A.) στη γλώσσα της κίτρινης φυλής.

- Το 31 ακούει;
- Ναι ακούω.
- Πού είσαι 31;
- Πάω από Νταύρο προς Καλλιθέα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παμπάλαια αθηναϊκή αργκό (19ος αιώνας, γενιά του ’30) που σήμαινε παιδιά της πιάτσας, τσίφτες, αλάνια, αγυιόπαιδες (εξ ου η μπαμπαδίστικη παραφθορά «αγιόπαιδο») κλπ.

Πιθανόν αρβανίτικης καταγωγής (λόγω κατάληξης;) δεν χρησιμοποιείται πλέον, αλλά παρατίθεται–καταχωρίζεται χάριν καταγραφής.

Η έκφραση σώζεται κυρίως στους:

Ι. Κονδυλάκη, «Οι Άθλιοι των Αθηνών», Αθήνα, εκδ. Ιωάννη Τσορώνη, 1914,
Πάνο Δ. Ταγκόπουλο, «Η ζωή που πέρασε… : Ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1928.

Ήρθες εδώ χάμου να μας κάνης τον κάργα! Καστανάδες μας πέρασες; Εμείς ρε, είμαστε παιδιά της μπάτσικας και κάτι σαν και σένανε τους μασάμε!

Σ.Σ.: Κάργας= μάγκας, νταής, Καστανάς= Κώτσος, βλάχος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θαρρώ ότι ενσωματώθηκε στην ρεμπέτικη φρασεολογία, κατόπιν της πρώτης μεταναστευτικής ορδής εις την Αμερική, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολιτσμάνοι = Police Men, στην ελληνική απόδοση Πολιτσμάνοι.

Θα παραθέσω και εγώ τους γνωστούς στίχους του αείμνηστου Βαμβακάρη:

Εφουμέρναμ' ένα βράδυ, αργιλέ σπαχάνη μαύρη, δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα. Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι, και δεν βρίσκουνε ντουμάνι. Ζούλα όλοι οι αργιλέδες, φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ζαργκόν των οφθαλμίατρων: η πρεσβυωπία, από τα 2 πρώτα γράματα: πρ- . Προφ λογοπαίγνιο και με το πουρό, εφόσον η πρεσβυωπία αφορά ηλικίες άνω των 40.

  2. Κατά τη βίκυ είναι η κόρνα στην κυπριακή διάλεκτο, εξου και η έκφραση «παίζω πουρού», κορνάρω.

  3. Έχω την υποψία, αλλά μπορεί να λέω και κάτι βλακώδες τώρα, ότι «παίζω πουρού» σημαίνει και κάτι άλλο, βλ. παράδειγμα 3. Όποιος γνωρίζει ας το σημειώσει στο σχόλιο και το προσθέτω στον ορισμό. Πιθανόν να έχει σχέση με αυτό εδώ.

  1. Μετά μια άλφα ηλικία αρχίζει σιγά-σιγά και εμφανίζεται η πουρού.

2.α. Βρίζω χυδαία, κτυπώ τα σιέρκα μου στο τιμόνι, παίζω πουρού συνέχεια. Ο λόγος; Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που κάμνουν οι οδηγοί (αλλά τζιαι οι υπόλοιποι χιούμανς) στον δρόμο που τα θεωρώ απαράδεκτα τζιαι με εκνευρίζουν αφάνταστα.

2.β. Παίζω πουρού για να δώ τί θα κάμουν. Κάμνουν διάφορα. Νομίζω έχω βρεί τους διάφορους τύπους οδηγών που 'κάτι έχουν ζαβό'.

  1. Μόλις έπαιξαν «πουρού» έξω από τη Βουλή οι πολύτεκνοι και οι φοιτητές, διαμαρτυρόμενοι για τη μείωση των επιδομάτων και των χορηγιών, οι βουλευτές υπαναχώρησαν από τη συμφωνία του Προέδρου της Δημοκρατίας και των κομμάτων, και δήλωσαν ότι θα επανεξετάσουν το όλο θέμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πουσκαρτάδες αποκαλούνται οι μικροπωλητές που πουλάνε με το καροτσάκι τους κυρίως λουκανικούμπες κι αναψυκτικά στους δρόμους του Μανχάταν και ειδικά στο Central Park. Εκ του push cart.

Τον 19ο αιώνα σχεδόν όλοι οι πουσκαρτάδες ήταν Έλληνες. Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, ξοδεύοντας μόνο 5 σεντς από τον ημερήσιο τζίρο που (στην καλύτερη περίπτωση) ανερχόταν $1 ευελπιστώντας μια μέρα να επαναπατριστούν με την περιουσία τους.

Στον 20ο αιώνα, και μέχρι την δεκαετία του 70, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να μονοπωλούν το επάγγελμα του πουσκαρτά. Μερικοί διεύρυναν την πραμάτεια τους, προσφέροντας παγωτά, κάστανα, ακόμα και φραπέ. Με σάλιο και υπομονή, το οικονομικό και βιοτικό επίπεδό των Ελλήνων πουσκαρτάδων ανέβηκε σηματικά και στα 80ς οι περισσότεροι παρέδωσαν τα καροτσάκια τους σε Πορτορικανούς οι οποίοι με την σειρά τους τα παρέδωσαν σε Ινδούς, Πακιστανούς και Αιθίοπες στα 00ς.

Απομένουν πια ελάστιχοι Έλληνες πουσκαρτάδες στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

Διάλογος με πουσκαρτά:

- Πατριώτη πόσο κάνjει η σαμίτσα;

- Ένα κόρι. Λέρωσε το μέρος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καπνά δευτέρας διαλογής. Τοπικός ιδιωματισμός από Δράμα, λέξη υπαρκτή μέχρι την δεκαετία του '60. Πιθανόν να μην απαντά πλέον.

Προφανώς από το λατινογενές ρήμα refuser.

Μακσούλι (;) λεγόταν τα καπνά πρώτης διαλογής.

Πολύ ρεφούζι είχε η σοδειά φέτος, και δε θα μας μείνει τίποτα στην τσέπη.

Βλ. και μαξούλι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία