Το αναψυκτικό στα καλιαρντά.

Γκλασόνι είναι το παγωτό.

Αβέλτε μου κάνα γαργαρογκλασόνι, άφρισα η μπλούκρω

"Αβέλτε μου μολ-γαργαρογκλασον, γιατί άφρισα η μπλούγκρω!"= Θέλω να μου φέρετε ένα παγωμένο νερό γιατί έσκασα από τη ζήλια μου η μοχθηρή, στο 1.25. (από Khan, 24/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι η αλυσίδα. Το α' συστατικό καγκελο- είναι κατά τον Ηλία Πετρόπουλο συχνό πρώτο ή και δεύτερο συστατικό στα καλιαρντά και ενέχει την σημασία του μεταλλικού. Εκ του κάγκελο < μεταγενέστερο κάγκελλον < λατινικό cancellum. Οπότε μιλώντας για καγκελοπαρτούζα εννοούμε μια μεταλλική (λ.χ. από χρυσό, ασήμι) ευτυχή οργανωμένη παρτούζα, όπου έκλεισε ο κύκλος και έτσι μπορεί να την φορέσει ένα λατσότεκνο ή ένας γερομπινές στο λαιμό, στο πόδι, ή όπου αλλού ξέρει.

Δικέλω ντικ ένα λατσότεκνο με χρυσό καγκελοκλόκι και χρυσή καγκελοπαρτούζα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι το ρολόι. Εκ του κάγκελο (< μεταγενέστερο κάγκελλον < λατινικό cancellum), που σημαίνει κάτι το μεταλλικό, πρβλ. καγκελοπαρτούζα, και του αγγλικού clock = ρολόι.

Τεκνό τα μπουτ λατσό, χρυσό καγκελοκλόκι και χρυσό τσαρδόγυαλο και στο σλιπολούνι μπόλικη φωτογένεια. (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το διαμάντι στα καλιαρντά. Εκ του λατσός = όμορφος (< lačho = καλός, όμορφος στα Ρομανί, δες) και του λιθάρι.

  1. Ο γκουρπαντος, μια ζωή την έβλεπε λατσολίθαρο της πολιτικής και αυτό δεν είναι μουσαντό. (Αποκατέ).

  2. Μου πήρε όλα μου τα τουλά, τα σκούρα, τα κοκκινολαιμάκια και τα τζαρόμπαλα, πάνε τα μπιρμπίλια και τα χαϊμαλιά, πάει και το μονολατσολίθαρο δαχτυλίδι της μάνας μου κι έμεινα η τζασλή στον άσσο. (Αποκατέ).

(από mafie, 08/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Μουτζαντίβαρα είναι στα καλιαρντά τα βυζιά, επειδή αναδεικνύονται στο γυναικείο σώμα ως αντίβαρο για το μουτζό που είναι το αιδοίο (εδώ η ετυμολογία). Βλ. και το λήμμα κατσικανό για μια πιο καυλοπιπιλάτη ανάλυση.

«Είσαι η πιο λατσή αδερφή, άμα ντυθείς, θα κονομήσεις μπουτ μπερντέ», μου λέει. «Τι να ντυθώ;» ρώτησα, «σάμπως γυμνή είμαι;». Νόμιζα εγώ θα με στείλει να αβέλω ντανιές, να γίνω μασκαράς, καρναβάλι. Δεν πήγε ο νους μου. Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουτζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη! (αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπιχλιμπίδι, το κρεματζόλι, το διακοσμητικό εξάρτημα στα καλιαρντά. Από το ιταλικό arlecchino.

Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουτζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη! (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φέρετρο στα καλιαρντά.

1. Παραλίγο να αβέλει τη γκόντα της στο αδικοκούτι με τις κουρούνες που του βούελε.

  1. - Και δηλαδή θέλετε να μου πείτε, ότι αν ήσασταν γονιοί άνεργοι χωρίς στον ήλιο μοίρα και χωρίς φράγκο σε μια χώρα που ψυχορραγεί πνευματικά και οικονομικά, θα λέγατε στο γιο σας να μη πάει στη σχολή γιατί θα επιβαρύνει τους μη επαναστάτες συνεπιβάτες;
    - Όχι. Θα του πω μπες όπου θες, κάν' τα όλα τάνα, άρπαξε, δείρε (αν σε παίρνει ε ;), και γενικά κάνε όπως καταλαβαίνεις. Και αν, ω μη γένοιτο, πέσεις σε κανένα πιο νταή από εσένα, και σε γυρίσουν μέσα σε αδικοκούτι, θα τραβήξουμε και μια αγωγή (θα τα βρούμε λεφτά τότε) και θα καταδικάζουμε αυτόν που σε έφαγε και δεν έκατσε να τον πηδήξεις, που το 'χες και ανάγκη. Καλύτερα να μείνει εδώ μαζί μου και να κόβουμε χόρτα στους λόγγους. Καλύτερος άνθρωπος θα γίνει, από όποια μόρφωση αποκτήσει πατώντας σε τέτοιες αρχές. Και το λέω ως γονιός. Τραμπούκους δεν επιθυμώ να προσφέρω στην κοινωνία. Όσο σκατένια και να είναι. (Τι γίνεται αν δεν πληρώσεις το πρόστιμο μετρό;).

3. Ζήσε και εσύ τον μύθο σου για όσο διαρκεί, περιτριγυρισμένος από φρεσκοκομμένα λουλούδια μέσα στο αδικοκούτι που σε φιλοξενεί, στον αιώνιο ύπνο σου.

(από Khan, 06/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πάρα πολύ όμορφος στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού θεο- και του λατσός (<lačho = καλός, όμορφος στη ρομανί).

  1. ΕΝΑΣ ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ ΚΑΝΕΙ ΣΑΝ ΤΖΑΣΛΟΣ ΓΙΑ ΜΠΑΡΕΣ ΝΙΑΟΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ web. ΕΧΕΙ ΝΤΕΖΙ. (Από σάιτ για ενήλικες).

  2. ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΠΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΥΛΗΣ ΜΟΥ ΑΛΛΑ ΠΕΡΑΣΑ ΦΙΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ. ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ. (Αποκατέ).

  3. Εισαι θεολατσος και μπεναβεις μεσικ. Τζασε την καθε καλιαρντω, λουγκρα, και ανεμιαρα και αβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσολ. (Από το Νέτι)

(από Khan, 20/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο καναπές στα καλιαρντά εκ του ιταλικού molto (=πολύ) και του κάθομαι.

Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο, κάθησα στη μολτοκαθήστρα και άβελα μαρμαρού. (Από το Μπου).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά σημαίνει το δηλητήριο ή τη φόλα, εκ των τζάζω (=διώχνω) και τιραχό (=παπούτσι), -αμφότερα προερχόμενα από τη ρομανί-, ενώ όλο μαζί τζάζω τα τιραχά σημαίνει πεθαίνω, και το σεκέρι που σημαίνει γλύκισμα από το τουρκικό şeker (=ζάχαρη).

- Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.

- Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω τζαστιραχοσεκέρι.
Τουτέστιν: - Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)

- Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα. (Παράδειγμα Αἴαντος).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία