Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το πιατάκι στο οποίο κατέθεταν οι μερακλήδες τον οβολό τους υπέρ αναξιοπαθούντων μπουζουξήδων που αναγκάζονταν να βγουν με το ζητιανόξυλο στη γύρα από κουτουκίου εις κουτούκιον για τον επιούσιο.

Ετυμολογικώς, ο λημματογράφος εικάζει ότι η εδώ έννοια της λέξης συνδέεται με το σφουγγάρι που το βουτάς στον κουβά, κι όσο νερό κρατήσει.

Ιστορικώς, η σφουγγάρα στην Ελλάδα γνώρισε δόξες στην τριακονταετία 1930-1960, αν και αυτού του είδους η εύσχημη επαιτεία (βλ. παράδειγμα Νο 2 ) ουδέποτε (ευτυχώς) εξέλιπε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Αν και οι πλανόδιοι μουσικοί κάποτε κοσμούσαν με την Τέχνη τους βασιλικές αυλές, οι ρεμπέτες στους οποίους αναφέρεται το λήμμα είχαν μάλλον διαταραγμένες σχέσεις με την εξουσία (βλ. παράδειγμα Νο 1).

Στις μέρες μας, το πάλαι ποτέ πιατάκι έχει αντικατασταθεί από κάποια μπανάνα, ταγάρι, κασκέτο, ή, στην περίπτωση των στατικών και όχι περιφερόμενων μουσικών (βλ. παράδειγμα Νο 4), από την ανοιχτή επί του εδάφους θήκη του οργάνου τους.

Το λήμμα είναι αφιερωμένο σε όλους τους μουσικούς του σάιτ.

  1. [...] Για να ζήσω γύρισα και με το πιατάκι από ταβερνάκι σε ταβερνάκι. Δεν είναι ντροπή. Αλλού μ' αφήνανε αλλού με διώχνανε. Μέχρι που με πιάσανε επί αλητεία. Τ' ακούς ; Με πιάσανε επί αλητεία. Ρε πού καταντήσαμε.

(Γιώργος Μουφλουζέλης, από τη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, εκδ. Πλέθρον).

  1. [...] ο Μαρινάκης, παρέα με τον Ποτοσίδη [...] στις άσχημες στιγμές γυρίσανε με το πιατάκι (το σφουγγάρι όπως το λέγαμε) από κουτούκι σε κουτούκι [...] Όποιος από τους παλιούς έχει πει πως δεν το έκανε αυτό, λέει ψέματα [...] Το έκανα κι εγώ [...] «εύσχημη επαιτεία» [...] το όργανο τότε το λέγαμε ζητιανόξυλο [...]

(Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης, ομοίως).

  1. [...] βγήκα πολλές φορές στο «σφουγγάρι» [...] από ταβέρνα σε ταβέρνα, παίζαμε και τραγουδάγαμε κι ύστερα βγάζαμε πιατάκι, το λεγόμενο σφουγγάρι [...] Ο Μάρκος, ο Γενίτσαρης, ο Κηρομύτης, ο Μπαγιαντέρας, ο Ρούκουνας, ο Χατζηχρήστος [...]

(Μαρίνος Γαβριήλ ή Μαρινάκης, ομοίως).

  1. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι είναι η σφουγγάρα ; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και σου πετάει το κέρμα του.

(Στέλιος Βαμβακάρης, εδώ).

  1. Γυρολόγος μπουζουξής με σφουγγάρα εκεί.

  2. [...] Τρεις άνθρωποι ξεχωρίζω. Ο συγχωρεμένος ο Απόστολος ο Χατζηχρήστος [...], το ίδιο κι ο Παπαϊωάννου [...] λέγανε στους μαγαζάτορες :
    - Όταν έρχεται αυτό το παιδί να βγάζει σφουγγάρα, δεν θα το διώχνετε.
    Το ίδιο κι ο Στράτος [...]
    (παραπέρα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το πολύ κολλητό τζιν παντελόνι. Ήταν πολύ της μόδας στα 80s και συνδέθηκε άρρηκτα με την ενδυματολογική άποψη του heavy metal και ιδιαίτερα του thrash (σε στάνταρ συνδυασμό με αθλητικό μποτάκι). Ακόμα φοριέται από μεταλλάδες νοσταλγούς των χρυσών μέταλ 80s ή ακόμα και από μεταλλάδες πουρέιντζερς που έζησαν οι ίδιοι τα 80s και με κάποιον ανεξήγητο τρόπο έχουν καταφέρει να παγώσουν τον χρόνο πριν την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Γενικότερα πάντως, σωλήνες λέγονται στον χώρο της μόδας τα κολλητά παντελόνια κάθε είδους (ακόμα και τα mainstream και haute couture - τυμβωρυχία και ιεροσυλία!)

  1. (Από εδώ)
    «Στο μεταλλάδικο δεν μπορείς να πάς αν δεν έχεις μακρύ μαλλί και παντελόνι σωλήνα με περασμένη αλυσιδίτσα για τα κλειδιά. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σας ενημερώσω ότι η αλυσίδα δεν αποτελεί εφεντζίδικο γκάτζετ. Χρειάζεται για να τραβάς και να βγάζεις τα κλειδιά από την τσέπη του σωλήνα αφού άπαξ και τα έχωσες εκεί μέσα, δεν παίζει με τίποτα να χωρέσει το χέρι σου για να τα ξαναβγάλεις.»

  2. (Από blog)
    «Ευτυχώς που τελειώνει ο χειμώνας και θα σταματήσει το φαινόμενο «βάζω μπότα μέσα στο παντελόνι, ασχέτως του ότι το παντελόνι είναι baggy και σακκουλιάζει, δεν μπαίνω καν στον κόπο να αγοράσω σωλήνα παντελόνι, δεν μπαίνω άλλωστε μέσα σε σωλήνα παντελόνι επειδή δεν είμαι η Kate Moss, απλώς αγοράζω μπότες ότι να ‘ναι, τις φορώ και κυκλοφορώ όπως τον καουμπόη» (gay ή μη).»

Πολλοί σωλήνες μαζεμένοι... Δισκάρα παραμπιπτόντως το Coma Of Souls!! \m/ (από Cunning Linguist, 29/03/09)(από jesus, 21/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέραν των ζωδιοκτηνοτροφικών περιπτώσεων, πρόκειται για μουσικό όργανο, κιθάρα και δη ηλεκτρική, που λάνσαρε η εταιρεία Gibson το 1961 δίνοντας της τον κωδικό SG, με σχήμα που δικαιολογεί να την αποκαλούν έτσι οι σχετικοί με το αντικείμενο στη χώρα μας, παράγεται ακόμη από τη «μαμά» εταιρεία καθώς και από άλλες του είδους σε διάφορες «βερσιόν»...

Οι φανατικοί των AC/DC έχουν –πιστεύω– μερίδιο ευθύνης...

- Ρε συ θα το πουλήσεις το ταυράκι;
- Ναι... Όταν θα βγάλει ο ήλιος κέρατα...

(από pavleas, 20/01/09)(από vikar, 23/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τεχνικούρα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τεχνικής ορολογίας και επαγγελματικής-τεχνικής ιδιολέκτου αναφορικά με θέματα που ενώ θα μπορούσαν να εξηγηθούν ή να περιγραφούν με πιο απλό και κατανοητό απ' όλους τρόπο, εν τέλει απλά αφήνουν το κοινό με ερωτηματικά πάνω από το κεφάλι τους. Επίσης, η τεχνικούρα χρησιμοποιείται αναφορικά με θέματα που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, τις οποίες και κατέχει ο εκάστοτε ειδικός του τομέα. Τέλος, παρατηρείται η χρήση του όρου ως επιθετικός προσδιορισμός αποκλειστικά αρσενικού γένους για ανθρώπους που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η τεχνικούρα είναι παρεμφερής και εν μέρει συνώνυμη της μπολικούρας, με μία όμως ειδοποιό διαφορά: Η τεχνικούρα είναι εξεζητημένη μεν, αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ (ή μάλλον σχεδόν ποτέ) από το συγκείμενο, οπότε με αυτή την έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανούσια. Αυτό όμως δεν κρύβει τα ενίοτε άκρως ελεεινά κίνητρα του τεχνικούρα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την επίδειξη γνώσεων, την τεχνοκρατική του ποζεριά και εν τέλει το ατελείωτο ψώνιο του.

Βέβαια, υπάρχει και το σπάνιο είδος ανθρώπων οι οποίοι παρουσιάζουν μία εμφανή και ειλικρινή αδυναμία να εκφραστούν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αυτούς τους άδολους τεχνικούρες η κοινωνία θα πρέπει να τους αγκαλιάσει με συμπόνια και κατανόηση... χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνουν πιο δημοφιλείς.

Τελικά, όπως είχε πει και ο τρισμέγιστος Μπουκόφσκι, «μεγαλοφυΐα είναι να λες εξαιρετικά δύσκολα πράγματα με εξαιρετικά απλό τρόπο», δήλωση με την οποία θα συμφωνήσει ο κάθε μαθητής, φοιτητής, αναγνώστης, ερευνητής, και γενικά ο κάθε ένας από εμάς που αναγκάζεται να ζητήσει την βοήθεια ειδικών για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα που προέκυψε...

  1. Πάω που λες να πάρω ένα λάπτοπ και έρχεται ο πωλητής και μ' αρχίζει στις τεχνικούρες... Κάτι επεξεργαστής Intel Menlow Atom Z530 (1.6 GHz) με 512KB L2 cache στα 533 MHz οθόνη 13,4'' WXGA TFT LCD, Glare Type με LED backlight και ανάλυση 1366 x 768 μνήμη 2048MB (1 x 2048MB) DDR2 και σκληρό 250 GB SATA και τα' καψα όλα... Ευτυχώς που μία πελάτισσα τον διέκοψε να τον ρωτήσει κάτι και την έκανα μ' ελαφρά πηδηματάκια...

  2. Ρε συ, τι λέει πάλι εδώ; Δεν βγάζω άκρη με αυτές τις τεχνικούρες. Τ' είναι ο παλινδρομικός αναδευτήρας 4000/356 στα 500 rpm;
    — Εμ αφού πας και ψωνίζεις κινέζικα...

  3. — Πώς τον βλέπεις σαν κιθαρίστα;
    — Καλός είναι μωρέ, αλλά και μπολικούρας και τεχνικούρας. Χίλιες φορές John Lee. Παίζει μία νότα και σε στέλνει καρφί στο μπαρ για ένα ακόμη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που γράφτηκε στα γρήγορα, στην τουαλέτα.

Αναφέρεται σε τραγούδια, στίχους που γράφονται πρόχειρα και μπορεί να τους γράψει ο καθένας πολύ εύκολα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι στίχοι του Φοίβου, της Γερμανού και όλα τα τσιφτετελληνικά καψουροσκούπιδα.

  1. Έγραψα ένα τουαλετίσιο τραγούδι: σου έκανα ένα νεύμα και ήρθες με ένα πνεύμα...!

  2. τουαλετίσιοι στίχοι: υποφέρω, στείλε μήνυμα, τεμαχίζομαι, στέλνω τα νεφρά μου με κούριερ, πίνω για πάρτη σου, αμάν τι μου έκανες πάλι-θα το ρίξω στην κρεπάλη, αρρωσταίνω μόνο που σε σκέφτομαι, κτλ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατηγορία μουσικών οργάνων, συνήθως χείριστης ποιότητας και κατασκευής, παραπλήσια με τα καυσόξυλα.

Σε αντίθεση με τα τελευταία, τα τουριστικά όργανα δεν αφορούν μόνο έγχορδα και/ ή γενικά ξύλινα όργανα, αλλά μουσικά όργανα σχεδόν κάθε τύπου (νυκτά, πνευστά κλπ) που πολλές φορές θεωρούνται χαρακτηριστικά της πολιτιστικής ταυτότητας μίας χώρας ή ενός τόπου (τα λεγόμενα παραδοσιακά μουσικά όργανα), π.χ. μπαγλαμάδες, τζουράδες, μπουζούκια, τουμπερλέκια, ούτια, σάζια κλπ (στην περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου), και ως εκ τούτου μπορεί κανείς να τα δει να πωλούνται πλάι-πλάι σε προϊόντα τύπου κούπες με στάμπα «Ι Love Greece» και διάφορα χαϊμαλιά και σκουριασμένα/ κατασκονισμένα σιδερικά (όπως απομιμήσεις γνήσιων βαλκανικών κατάνα). Η χρήση του επιθέτου τουριστικός αντανακλά τον πραγματικό σκοπό δημιουργίας, αλλά και τον προσδοκώμενο αποδέκτη-αγοραστή των οργάνων αυτών.

Η κάθε χώρα έχει τα δικά της τουριστικά όργανα και τα πουλάει στα αντίστοιχα τουριστικά μαγαζιά, συχνά στοιβαγμένα σε καλάθια (ανάλογα πάντα με το μέγεθος τους). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και αετονύχηδες εισαγωγείς μουσικών οργάνων που σου πουλάνε, ή πάνε να σου πουλήσουν, τουριστικό για χειροποίητο, και αυτό αφορά τόσο μικρά καταστήματα, όσο και μεγάλα και καταξιωμένα μεγαθήρια της εμπορίας μουσικού εξοπλισμού.

Η μοίρα των τουριστικών οργάνων είναι κοινή: Αφού δεν βγάζουν ήχο, τουλάχιστον πάνε ωραία με τον τοίχο.

1.Τέλος της εβδομάδας θα πάω για ένα τετραήμερο στην Πόλη. Σκοπεύω να αγοράσω ένα τσουμπούς. Γνωρίζετε μήπως τι να προσέξω κατά την αγορά; Έχει επισκευτεί κανείς από εσας την Πόλη για αγορά οργάνου, και μήπως ξέρει κανείς κάποιο κατάστημα για να γλυτώσω το τουριστικό όργανο; (Εδώ)

2.Απο σαζια δεν έχω ιδέα (απο μπουζουκια ξέρω) αλλά το όργανο φαίνεται να είναι καλό (δεν μπορει τα κλειδια να ειναι απο εβενο σε τουριστικό όργανο).Το όργανο το αγόρασα κατα τυχη απο ιδιωτη (οχι μαγαζι) που δεν έχει καμια σχεση με το αθλημα οποτε... (Εκεί)

  1. Γνωρίζω ότι έχει 4-5 βοηθούς, υποπτευόμουνα ότι αυτοί τους φτιάχνουν. Αλλά σε κάθε περίπτωση, ακόμα και φοιτητές του ΤΕΙ να είναι, δεν με ενδιαφέρει, το λέω και το εννοώ, εφόσον υπάρχει ο μάστορας ο οποίος θα αναλάβει ευθύνη για οτιδήποτε. Η ουσία είναι ότι δεν είναι «τουριστικά» όργανα, αλλά με καλό ήχο !(Πιο' κει)

  2. ...πρέπει να έχω ένα μπουζούκι (ο θεός να το κάνει) τουριστικό. Αν το θες μπορώ να στο δανείσω για όσο καιρό θες, μέχρι να βρεις δικό σου. (Παρακάτω)

  3. Εγώ έχω ένα μεσομπούζουκο φτιαγμένο από τον Ζ. Καρανδρέα και έναν μπαγλαμά τουριστικό που τον αγόρασα από το μοναστηράκι. (Παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφερόμεθα σε μορφές τέχνης που κλέβουν από την αισθητική των «πρωτόγονων» φυλών τση Αφρικής, τση Ασίας, τση Ν. Αμερική τση και τση Ωκεανίας. Το έθνικ ζου-λουκ παρείσφρησε στην δυτική αισθητική μέσω σχολών μοντερνισμού τ. εξπρεσιονιστέ, κυβιστέ, τιραμισουρεαλιστέ και στην μουσική μέσω τση επιρροής μελαψών αγγλοσαξόνωνε που μάς έδωσαν τα μπλουζ, την γαμοτζάζ και την ροκ.

Ο όρος αναφέρεται κυρίως σε εντεχνindie τατουάζ με «φυλετικά» σύμβολα-ντεμεκιές που φοριούνται πολύ από εθνίκια (και μη) σε ξεκωλόσημα, μανίκια, ταπετσαρίες, και ταλιμπάν. Πέον να σημειωθεί ότι υπάρχουν και τα άλλα εθνίκια, που επικελούνται το όρο ως φερετζέ για τη σβάστικα που έχουν χτυπήσειΜΟΙΝ ΜΕ ΠΑΡΕΞΥΓΗΤΑΙ ΚΗΡΙΕ ΥΣΑΓΚΕΛΕΦ, ΙΝΕ ΠΑΝΑΡΧΕΩ ΖΟΡΡΟΑΣΤΡΙΚΟ ΣΗΜΒΩΛΟ»).

Σπανιότερα, η τραϊμπαλιά περιγράφει είδη μουσικής με έθνικ ρυθμούς: ξέφρενα μπόνκγος, άναρθρες κραυγές, αφρικάνικοι κώλοι που τουερκάρουν, κιέτσ'. Βλ. πιχί την εισαγωγή του Sympathy for teh Devil των Stones.

Εκ του λάτιν tribus (φυλή) και του γαμοσλανγκοτέτοιο -ιά.

1. Η τραϊμπαλιά πάνω απ΄ την κωλοχωρίστρα σου δεν είναι ο νέος Παρθενώνας. Είναι μια διαρκής υπενθύμιση πως κάποιος έβλεπε τον κώλο σου για κάνα δίωρο.

2.
Nαι, η τραϊμπαλιά στη μέση ΓΙΑ ΜΕΝΑ είναι βλαχιά. Τι να κάνω τώρα;

3.
Αυτό που μας απασχολεί είναι ότι μερικές από τις πιο σέξι Ελληνίδες έχουν επιλέξει να βάλουν μελάνι στο δερματάκι τους. Χρύσα Δρακάκη Δεν ξέρω ποια το έκανε πρώτη αλλά Σάσα, Εύα και Χρύσα έχουν τατού στο ίδιο μέρος. Ντεμέκτραϊμπαλιά θα το χαρακτήριζα το συγκεκριμένο, αλλά ποιος είμαι εγώ ο φτωχός για να δώσω χαρακτηρισμό.

4.
Μεγάλος ντράμερ ο Ίγκορ, πολύ μεγάλος, πιστεύω ότι ήταν ο πιο «μουσικός» παίχτης στους σεπουλτουρα από την αρχή, κι ας ήταν ο μικρότερος ηλικιακά. Τρελό γκρουβ όπως ειπώθηκε, η τραϊμπαλιά κυλάει στο αίμα του και μορφάρα πάνω στη σκηνή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φλογέρα, σε ντοπιολαλιές της Πελοποννήσου και της Βόρειας Ελλάδας.

Το άκουσα σε χωριό της Μάνης, και πληροφορούμαι ότι χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Λακωνία. Το επώνυμο Τσαφαράς (παίκτης ή κατασκευαστής φλογέρας) είναι επίσης διαδεδομένο σε χωριά της ορεινής Αρκαδίας (Δημητσάνα, Λαγκάδια, κ.α.), όπου ωστόσο η έννοια τσαφάρι έχει λησμονηθεί.

Πιθανότατα να συγγενεύει με το αραβικό τσαφάρ (صفـير), «κελάιδισμα», και το βουλγάρικο τσαφάρα (цафара), «σφύριγμα». Βλ. εδώ.

- Η παιδική του περιέργεια τον έφερε σε πρώτη επαφή με τον ήχο, και στο σχολικό μάθημα της χειροτεχνίας κατασκεύασε το πρώτο του «τσαφάρι» (φλογέρα) από απομεινάρια καλαμιών.
(από εδώ)

-Έκτος από την πανελληνία ονομασία, φλογέρα, ο λαός χρησιμοποίει και άλλες ονομασίες: Φλοέρα, φλουγιέρα, φλουέρα, φιόρα, (Έλληνες περιοχής Καβακλί, Β. Θράκη) φλιώρος (Νικήσιανη Παγγαίου Καβάλας), φράουρο (Πήλιο), μακροφλογέρα (Κασσάνδρα Χαλκιδικής), καλάμι, τζουρλάς, τσουρλάς, ζουρλάς, σουρλάς (Πελοπόννησος), τζαμάρα, τζουράς, τζουράι, τζιράδι (Ήπειρος), βαρβάγκα (Καρδίτσα, Τρίκαλα), καβάλι, καβάλα (Μακεδονία, Θράκη), γαβαλ (Έλληνες του Πόντου), παγιαύλι (Λέσβος, Χίος), τσαφάρι, τσαφλιάρ(ι) (Β. Ελλάδα, Πελοπόννησος), νάι νέι (παλιά ονομασία που δεν χρησιμοποιείται), νταρβίρα, ντιλιβίρα (Ρούμελη, Πελοπόννησος, Εύβοία), βιρβίρα, σβίρκα, και πίστουλκα (Σέρρες), ντουντούκα, τουτούκιν (Κομοτηνή), σουπέλκα (περιοχή Αρδέας, νομός Πέλλης), βιολί (Δώριον Τρυφιλίας, νομός Μεσσηνίας), λαγούτο (Αμοργός).
(από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως η στερεφωνiα απαιτεί την ύπαρξη δύο καναλιών ήχου, παρόμοια το τσιμπούκι στέρεο (διπλό τσιμπούκι), αφορά την περίπτωση κατά την οποία μια πιπατζού, δέχεται στη στοματική είσοδο της σήμα από δύο μικρόφωνα, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε νοητική χαλάρωση στέρεο (βλ. δυο τελευταίες παραγράφους στο λήμμα «πίπα της ειρήνης»). Θα μπορούσε βεβαίως να οδηγήσει ακόμα και σε στοματίτιδα-στέρεο (ένεκα βακτηριδίων που περιέχονται εντός των γαλακτοκομικών προϊόντων που συσσωρεύονται στο τυροκομιό του μπαργαλάτσου) άμα λάχει ναούμ.

Ο Πέρι ακούει σκυλοτράγουδα στο σπίτι του. Ξάφνου μπαίνει σινάμενη και κουνάμενη η Καυλάουρα που με όλο νόημα λέει:
Καυλάουρα: Πέρι έχεις μουσικό αυτί. Πέρι: Πρώτη φορά μου το λένε.
Καυλάουρα: Λοιπόν. Ξέρεις τι σκέφτηκα;
Πέρι: Τι;
Καυλάουρα: Έλα σπίτι το βράδυ. Εσύ κι ο Μένιος θα ανοίξετε τα μικρόφωνα σας, θα μουσικωθείτε καταλλήλως και εγώ θα σας πάρω τσιμπούκι στέρεο. Θα κάνουμε... την ορχήστρα. Γκαραντί σου λέω. Σαράντα χρόνια στο κλαρί... Ξέρω απ' αυτά.
Πέρι: Το «ορχήστρα» πως γράφεται; Με ήτα ή με ύψιλον;
Καυλάουρα: Είμαι ανορθόγραφη. Δεν ξέρω απ' αυτά. Το σίγουρο είναι πως θα φας καλά. Πέρι(με νόημα): Τι… τι θα φάμε; Καυλάουρα (με νόημα): Σάντουιτς με Καυλάουρα. Σκέφτεσαι τίποτα καλύτερο;
Πέρι (με πονηρό μειδίαμα): Όχι. Όχι. Αρκεί να μη μαθευτεί, γιατί τότε η Λίλιαν θα μας φάει ζωντανούς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τουμπελέκι ετυμολογούμενο εκ του τουρκικού tumbelek είναι ένα κρουστό όργανο χωρίς λαβή που χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή, λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική. Όπως βρίσκω στην Βίκυ «είναι ανοικτό από κάτω και καλυμμένο με τεντωμένο δέρμα από πάνω. [...] Παίζεται με τα χέρια, καθώς το δεξί χέρι »μαρκάρει« τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους ασθενείς και συχνά περιλαμβάνει και κουδουνάκια περιμετρικά κρεμασμένα».

Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στο ότι βρίσκουμε πολλές παραλλαγές του ονόματος, όπως τουμπερλέκι, τσουμπερλέκι, ντουμπελέκι, ντουμπερλέκι. Πολλές φορές το τσουμπερλέκια στον πληθυντικό, που καταχώρισε στο Δ.Π. ο Professor, το βρίσκουμε να σημαίνει όχι μόνο τα κρουστά όργανα, αλλά ευρύτερα ένα είδος απροσδιόριστων αντικειμένων τα οποία βασικά μπορούν να παραγάγουν θόρυβο, σαματά, τζέρτζελο, είναι άβολα και ανοικονόμητα, τα σέρνει κάποιος παρέα με τον κύριο εξοπλισμό του χωρίς να ξέρει σε τι ακριβώς θα του χρησιμεύσουν. Μπορεί επίσης να χαρακτηριστούν έτσι σκεύη ή άλλα φορητά μέρη εξοπλισμού. Γενικότερα, δηλαδή, θαρρώ πως τα τσουμπερλέκια κατέχουν θέση αινικτικού σλανγκικού πράγματος, ένα πράμα όπως τα μπλιμπλίκια, τα καβλιτζέκια, τα ματζαφλάρια και τα κρεμαντζόλια, όλα δηλαδή εκείνα τα τεχνολογικά, τεχνικά, χρηστικά (;) αντικείμενα τα οποία δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι και πρέπει να υπαχθούν σε ένα κοινό σουρεάλ όνομα για να συνεννοούμαστε. Περισσότερα στα παραδείγματα. Το χαρακτηριστικό των τσουμπερλεκίων είναι κυρίως ότι είναι (δυνάμει) φασαριόζικα.

Πάσα (Δ.Π.): Professor.

  1. Έτσι ξαφνικά κανόνισα να πάω στους Stomp (ξέρεις καλέ αυτούς με τα τσουμπερλέκια που μαζεύουν κάθε είδους αντικείμενα και βγάζουν μουσική). (Κοντά στην δόκιμη σημασία εδώ).

2. Όταν σουρούπωνε μαζεύαμε τα τσουμπερλέκια και πέρναμε τον κατήφορο για την δική μας γειτονιά.

  1. Θερμη παρακληση προς τον fisherman να του στειλει πακετο με αγκιστρια βαρυδια και τα υπολοιπα τσουμπερλεκια. (Από σάιτ για ψάρεμα).

  2. σουζες ισχυος σε καθε εξοδο........οχι οπως τωρα που για να δουμε σουζα πρεπει να πεσει η καρο σημαια και να «κοροιδεψουμε» τα ηλεκτρονικα τσουμπερλεκια!!!!!! δειτε τι σημαινει φλερτ με highsiding. (Εδώ με σημασία κοντά στο μπλιμπλίκια).

5. Το ξημερωμα τις Κυριακης βρισκει τους θωρακες, τα κρανη και τα υπολοιπα «τσουμπερλεκια» να λιαζονται ψηλα για να μην τα φτανει η αλεπου.

6. Τελικά την πάτησα νηστική θα μείνω. Έψαχνα τις αποδείξεις από τις κατσαρόλες και τα μίξερ και όλα μου τα τσουμπερλέκια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε