Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Λέγεται για άντρα γύρω στα σαράντα περίπου που αρχίζει να κάνει τις πρώτες άσπρες τούφες, ιδίως αν είναι μπροστά. Προφ παρομοιάζεται με τις επιτηδευμένες ανταύγειες που κάνουν οι γυναίκες στα μαλλιά τους. Κακά μαντάτα!

- Τι γίνεσαι ρε Μιχάλη; Καιρό έχουμε να ειδωθούμε! Απ' ό,τι βλέπω κάνεις τα μαλλιά σου ανταύγειες!
- Άσ' τα να πάνε! Πώς να μην ασπρίσω με τόση αγωνία για τα χρέη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.

- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!

- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...

Βλ. και τζιτζιλόνι vs. τζιτζί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βυζί αποκαλείται κουτσαβακιστί και το σκάφος ή ηχείο του μπουζουκιού, λόγω διογκωμένης καμπυλωτής εμφάνισης.

Να σημειωθεί ότι κι άλλα μουσικά όργανα παραπέμπουν στον καυλιδερό γυναικείο αισθησιασμό (βλ. το βιολί του Man Ray, διάφορα πνευστά, κ.α.).

Από το δουπού: Πανκελής.

Σαν τον Σαμουήλ στο Κούγκι
μπαίνω μέσα στο μπουζούκι
με ταξίμια, με φυτίλια
με βυζαντινά καντήλια
Στο βυζί του αμπαρωμένος
θα πετάξω το καπάκι,
κάλλιο να 'μαι πεθαμένος
παρά Αμερικανάκι
(Τζιπάκος, Ρομπέν των Χαζών)

Περί μπουζουκίου (παρα)ετυμολογίαι και πορτοκαλισμοί :

- Πρόθεση: εν + επίθετο :… «βυζός» (διογκωμένος)... + ηχείο…
Όλα αυτά μας κάνουνε το εμβουζούχιον= εμπουζούκιον =μπουζούκι, στα λαϊκά. (Ε, όχι και να χαρίσουμε στους γείτονες τέτοιο οργανάκι!)
(Ρεμπέτικο Φόρουμ)

- Το «βυτίο» επίσης πιθανότατα συγγενεύει με τα ρήματα βύω και βυσνέω που πιθανότατα προέρχονται από την ίδια ρίζα που σημαίνει βουλώνω ταπώνω (πβ. Βύσμα, buzzi/βουτσί, δηλαδή ασκί, αλλά και βυζί, μπουζί με παρόμοια σχήμαι). Συνεπώς πιθανότατα η λέξη μπουζούκι, είναι αντιδάνειο.
(Λάουτα κι ετς)

Ωραία βυζιά (από Vrastaman, 23/01/12)Violon d\'Ingres του Man Ray (από Vrastaman, 23/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρετρό μπαμπαδίστικη προσβόλα για αραιή τριχοφυΐα, κυρίως του προσώπου.

Πέον να καταγραφεί και η παππουδίστικη εκδοχή «διαλελυμένο συλλαλητήριο» (με αύξη) που τείνει να εκλείψει.

(Διάλογος γερομπισμπίκη και γερομπινέ)

- Τι μουστάκι είναι αυτό, σαν διαλελυμένο συλλαλητήριο!
- Ασταδιάλα παλιοφούχταλο που θα πεις εσύ για το μουστάκι μου!
- Το φερετζέ σου θες να πεις μωρή σαψάλω!
- Μου αρέσει όταν μιλάς βρώμικα.
- Your place or mine, big boy;

Στο 2.10. (από Khan, 11/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος τζάκετ, πανωφοριού δηλαδή. Από το flight jacket, που αναφέρεται σε αρκετές παραλλαγές του ενδύματος.

Στα ελληνικά σημαίνει κάτι τέτοιο: Κοντό, με λάστιχο στην μέση, συνθετικό, γυαλιστερό σαν φόδρα μέσα κι έξω, εξωτερικά μαύρο ή λαδί, εσωτερικά φωτεινό πορτοκαλί, με σχεδόν ανύπαρκτο γιακά. Τσέπες με φερμουάρ και θήκες για στυλό (όπου έμπαιναν φυσίγγια, για εφέ) ψηλά στα μανίκια, στο ύψος του μπράτσου και τσέπες χαμηλά για να μην κρυώνουν τα χέρια. Ντουμπλ-φας (φοριέται και το μέσα έξω) και αντιανεμικό, ανάλογα βέβαια με την ποιότητα της κατασκευής.

Κάποτε πολύ της μόδας, μετά υποβιβάστηκε σε πιο καγκούρικη επιλογή, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, αρχές ενενήντα. Έως τα μέσα των 90's, απ' όσο θυμάμαι, είχε περιπέσει πια σε ανυποληψία ή έστω, σε χρήση ως το μπουφάν των μαστόρων πάνω στο γιαπί.

Ξεχωριστή ιστορία έχει το φλάι για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ (π.χ. βλ. εδώ). Στην θύρα 4 όσοι είχαν φλάι το φορούσαν ανάποδα, με το πορτοκαλί του απ' έξω. Ήταν μια περίοδος που στην Βόρεια Ελλάδα το φλάι ανάποδα είχε φτάσει να σημαίνει για τον καυλοπιτσιρικά την στολή της οποιασδήποτε ιδιαίτερης περίστασης με χαρακτήρα καταδρομικής: κατάληψη, πενταήμερη, τσαμπουκάδες με άλλα σχολεία και τέτοια.

  1. Από εδώ:

Δηλωνω δημοσιως οτι μετανιωνω οικτρα για οσες φορες εχω χλευασει τα φλαϊ και αυτους που τα φορανε. Σημερα ειδα το This is it κι ο Μαϊκολ φοραγε ολη την ωρα ενα φλαϊ. Κανονικο. Πορτοκαλι απο μεσα και με τα ολα του.

  1. Από εδώ:

θυμάμαι κερκιδα παοκ να φορανε ολοι fly.. και στα γκολ τα γυρναγανε στα πορτοκαλι ολοι :D

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες μαϊμουνίων:

  • Η μαϊμού, με παράγωγο την μαϊμουνιά, συνώνυμο της μαϊμουδιάς. Φέρεται να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη λέξη στην Κρήτη.Εκ του τουρκοαραβικού maymūn.
  • Τα μαμούνια, ζωύφια, ζούδια. Ενίοτε εκφέρεται εν είδει γουτσισμού για μωράκια, τρυφερά ζωάκια, παστάκια, μπουμπούκους και πάει λέγοντας. Άλλοτε υποδηλώνει κάτι το κακό, πιχί ιό υπολογιστή (τελευταίο παράδειγμα).Υποκοριστικό του μάμμος (οικέτης).

- η ταινία üç maymun (τρεις πίθηκοι) μετράει σκληρά.
(Τζίζας, εδώ)

- Η απογραφή θα γίνει από 10-24 Μαΐου 2011 από την ελληνική στατιστική αρχή Ελστατ (γνωστή για τις μαϊμουνιές-τα λεγόμενα και greek statistics με το προηγούμενο όνομά της: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος
(εκει)

- ΔΕΙΤΕ ΠΟΙΑ ΜΑΙΜΟΥΝΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ!!
(πιο πέρα)

- Κουβεντα δε λεει το μαιμουνι! :silly: μονο μπα-μπα-μπα, ντα-ντα-ντα,γκια-γκια-γκια..
(παραδίπλα)

- Τελικα αυτο το μαιμουνι τα κανει ολα κρυφα για να θορυβηθεις και να πειστεις οτι εχεις προβλημα και να αγορασεις το σωτηριο scanner του
(απ' τις μπάντες)

(από Khan, 29/11/11)(από soulto, 28/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαντάται, μάλλον αποκλειστικά, στην κρητική διάλεκτο -παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μεσαιωνική λέξη- και σημαίνει: μαλλί / μαλλιά, τούφα. Για την ακρίβεια, χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, σκουλιά, που σημαίνει μαλλιά, συνήθως λυτά και πάντως απεριποίητα.

Η ετυμολογία της λέξης (σύμφωνα με το λεξικό της Πάπυρος Larousse): σκουλί < μσν. σκουλλίν < αμάρτυρο τ. *σκολλίον, υποκορ. τού σκόλλυς «τρόπος κουρέματος», με κώφωση τού -ο- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι), ενώ η ίδια η λέξη συνδέεται πιθανώς και με το φυτό «Πράσιον το ξενικόν», aka «σκουλόχορτο», ευρύτερα γνωστό σαν ασπροπρασιά, καλάνθρωπο και μαρμαράκι (για την ετυμολογία και τη σύνδεση με το φυτό, βλ. και εδώ).

Στο ίδιο forum εντόπισα κάποιες επιπλέον έννοιες του όρου τις οποίες δε γνώριζα. Πρόκειται για τις κάτωθι:
1. Δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο.
2. Δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι.
3. Σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο, δεσμίδα.

Πρέπει να σημειωθεί πως το ευρέως διαδεδομένο κρητικό επώνυμο Σκουλάς (συναντάται και το «Σκουλάκης») προέρχεται από αυτή τη λέξη. Σχετική ιστορία για το επώνυμο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Κρητικιά μαμά στον πιτσιρικά της:
Μάζεψε μωρέ τα σκουλιά σου! Πώς μπορείς και διαβάζεις έτσι που πέφτουν στα μάτια σου;
(Για τις υπόλοιπες έννοιες δεν παραθέτω παράδειγμα, γιατί πραγματικά δε γνώριζα καν πως υπάρχουν και τυχόν παραδείγματα να μην αποδίδουν σωστά αυτές τις επιπλέον χρήσεις του όρου).

Marrubium vulgare, aka σκουλόχορτο (από mafie, 11/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκωπτικός και περιπαικτικός χαρακτηρισμός για κλασικά ποδήλατά παλαιού τύπου.

Ευδοκίμησαν τις δεκαετίες '50 και '60, τότε που το ποδήλατο χρειαζόταν άδεια οδήγησης και πινακίδα κυκλοφορίας. Οι παππούδες ξέρουν αρκετά γι' αυτά. Η χρήση τους ήταν κυρίως επαγγελματική καθώς ήταν βασικό όχημα για οικοδόμους, μαρμαράδες, ψαράδες κ.α..

Ξεχώριζαν για την στιβαρή κατασκευή τους μιας και τα περισσότερα διέθεταν σκελετό από ατόφιο χάλυβα, για την άψογη ποιότητα κύλισης τέτοια που στις ευθείες «πηγαίνανε μόνα τους» και την απουσία προβλημάτων αφού τα λίγα κινούμενα μέρη που διέθεταν ήταν όλα προσβάσιμα και επισκευάσιμα.

Χαρακτηριστικά σημεία του ποδηλάτου είναι η δερμάτινη σέλα με ελατήρια, το μπροστινό φως με το δυναμό, τα φρένα που μεταδίδουνε την κίνηση στα παπουτσάκια με μεταλλικές βέργες (και όχι με συρματόσχοινο που είναι σήμερα) και τέλος το γενικότερα μεγάλο του μέγεθος που, σε συνδυασμό με την παλαιότητά του, υποθέτω πως δημιούργησαν το εν λόγω παρατσούκλι.

Μια φορα ειχα παει σε ενα ποδηλαταδικο να παρω κατι σαμπρελες....λεω στο νεαρο τι ηθελα και με ρωταει...«για καραβανα το θελετε ;» τσαντιστηκα!! δεν πηρα τιποτα και δεν ξαναπατεισα. Εχω ακουση να τα λενε ..ματραγκες..καραβανες..αστραχαν ακομα και ...νεκροφορες!! Πολυ ΑΔΙΚΟ για αυτους τους ηρωες, αυτα τα ποδηλατα ειναι σαν τον ελληνικο καφε ..σαν το ουζακι..το τσιπουρακι..αν το σκεφτειτε ειναι κοματι της ιστοριας μας.. (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (από PUNKELISD, 03/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο για το μυρμήγκι, δηλαδή για την αντιασφυξιογόνο μάσκα GP-5, που φοριέται από διαδηλωτές που θέλουν να αποφύγουν τις συνέπειες από την χρήση χημικών από τους αστυνομικούς. Το κάτω μέρος της παρομοιάζεται δηλαδή με την προβοσκίδα του ομώνυμου ζώου.

- Ξέρει κανεις που μπορώ να βρω μασκα στυλ μηρμηγκοφαγου στην Αθήνα;; Έχω φαει όλο τον κόσμο και δεν βρισκω.
(Εδώ).

(από Khan, 01/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε