Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δρυμίκλανα, τα (και Δριμίκλανα): Αll time κλάσεικ γεωγραφικός όρος για χωριά του Ελλαδιστάν που βρίσκονται πέρα και από την τρύπα του χάρτη, κάτω από την πινέζα, πίσω από τον ήλιο. Αν φτάσετε στου διαόλου την μάνα, ρωτήστε την, αλλά αμφιβάλλω αν ξέρει να σας πει πού βρίσκονται.

Έτερο μυθικό χωριό της Ελληνικής επαρχίας. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει απρόσιτες συνήθως τοποθεσίες, αλλά κυρίως τόπους καταγωγής ανθρώπων που θεωρούμε ότι είναι χωριάτες, αρκουδέηδες, μπαστουνόβλαχοι, κατσαπλιάδες και κατσικογάμηδοι (φυσικά δεν κοιτάμε ποτέ τα μούτρα μας). Πιθανολογείται ότι ο μισός πληθυσμός της Αθήνας προέρχεται από εκεί.

Εικάζεται ότι ανήκει στον ίδιο νομό με το Λέτσοβο, την Ίφκινθο και την Κωλοπετεινίτσα αλλά υστερεί από αυτά λόγω του ότι ούτε «Ελβετία» είναι, ούτε νησιώτικος προορισμός για εντεχνindie είναι, αλλά ούτε σοβαρά εκπαιδευτικά ιδρύματα έχει.

Η ποδοσφαιρική της ομάδα υπολείπεται από άλλες αντίστοιχες και οι νέοι της, στην πλειοψηφία αγροτινέιτζερ, την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια για σπουδές σε αναγνωρισμένα ιδρύματα του Εσωτερικού (ΤΕΙ Σουβλακοτυλιχτικής Αθηνών), αλλά και του Εξωτερικού (Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ).

Ετυμολογείται πιθανότατα από το δρυμός + κλάνω (ίσως από το «βλέπω τις αρκούδες στο δάσος και κλάνω από τον φόβο μου»), οπότε μιλάμε για χωριό κοντά σε δάσος. Διατίθεται σε διάφορα μεγέθη: Άνω, Κάτω και Πέρα Δρυμίκλανα.

  1. Όχι ρε φίλος, δεν ξαναποντάρω στον Αστέρα, μ' έχει κάψει ουκ ολίγες φορές τα τελευταία 2 χρόνια, δεν ξανασχολούμαι μαζί του που να παίζει και με τα Άνω Δρυμίκλανα και τον ΑΣΠ Στροβικίου!!

  2. - Γάμησέ τα ψηλέ, μαύροχάλι και η Αθήνα, τόσο χρόνια πέρασαν και πολλοί συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν φύγει ποτέ από τα Δρυμίκλανα. Δεν βγαίνω, μάνα μου… Έρχονται, δοκιμάζουν μια φορά, πουλάνε μούρη και δεν ξαναπατάνε… - Καλά ρε αγορίνα μου, και σένα πώς σου ήρθε να ανοίξεις φινλανδικό εστιατόριο στην Βάρη, δίπλα στα φεστιβάλ χοληστερίνης, με μενού τάρανδο τουρσί, ωμή ρέγκα και παντζάρια φλαμπέ; Θα μας τρελάνεις;

Γαμησιανά! (από berkebes, 05/05/10);-) (από MXΣ, 25/08/10)

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πρόσχημα, η δηθενιά, η υπεκφυγή, το καμουφλάζ.

Όταν κάτι δεν είναι αυτό που είναι, αλλά αυτό που φαίνεται. Όταν δηλαδή τα φαινόμενα απατούν και τα ράσα κάνουν τον παπά, εκτός αν είσαι έμπειρος ή μέσα στα πράγματα και ξέρεις να διακρίνεις.

Πολλές ύποπτες επιχειρήσεις έχουν στήσει κάποια επιχείριση (οποιαδήποτε, μπορεί να είναι η παραμικρή εταιρία, αλλά είθισται να χρησιμοποιούνται για βιτρίνες περισσότερο οι καφετέριες, τα μπαράκια, ακόμα και κανα εστιατόριο) για να αποδείξουν στον κοσμάκη ή δεν ξέρω σε ποιον άλλον το αθώο της περίπτωσής τους, ενώ κατά βάθος τα στέκια αυτά είναι το άντρο της παρανομίας και του υπόκοσμου, ο οποίος δεν ασχολείται με τον πελάτη, αλλά με τις άλλες, τις πιο κερδοφόρες μπίζνες του (πλυντήριο, πουτάνες, πρέζες, όπλα, λαμογιές κάθε είδους, κλπ).

Σπανιότερα, βιτρίνα αποκαλείται ακόμα και μια συμπεριφορά που προσπαθεί να κρύψει την πραγματική μας πρόθεση, πχ η υπερευγένεια ενός σήριαλ κίλερ ή ένα ψευδοαριστοκρατικό προφίλ τύπου Τζούλιας που έσκασε με λίμο, ροζ μπονμπόν ταγεράκι και σικ καπελαδούρα στο Υπουργείο Οικονομίας, τέτοια πράγματα.

  1. - Ωραία τυπάκια οι Χ, είδες το μπαράκι τους; Ψαγμένα άτομα!
    - Τι ψαγμένα ρε κολοκύθα, φτύσ' τ' αγκίστρι, βιτρίνα είναι δεν το βλέπεις; Λαμόγιο του κερατά είναι ο ιδιοκτήτης!

  2. «Κύκλωμα πορνείας με βιτρίνα Μη Κυβερνητική Οργάνωση: ο μαστροπός, το βίντεο-ντοκουμέντο με το θύμα που την ώρα του βιασμού μιλούσε στο τηλέφωνο, το Δίκτυο Γυναικών Ευρώπης, τα στριπτιτζάδικα και η σύλληψη με τα ναρκωτικά στη Ρόδο.»
    Από εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μέρος όπου (ή οι συνθήκες κατά τις οποίες) επιτελείται το ξέπλυμα χρημάτων.

  1. «Ξέπλυμα» του Δήμου Ροδίων σε «πλυντήριο» της Μητρόπολης:

Mια νέα κατάσταση πραγμάτων στην πορεία της υπόθεσης των εικονικών επιχορηγήσεων “μαμούθ” -ύψους 1.788.393 ευρώ- προς την Ιερά Μητρόπολη Ρόδου επί θητείας της απελθούσης δημοτικής αρχής δημιουργεί αναμφίβολα η απόφαση του Αντεπίτροπου Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κ. Κωνσταντίνου Τόλη να ζητήσει από το Β’ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου να καταλογίσει το ποσό των 130.229.004 δρχ στους δημόσιους υπόλογους της επίμαχης περιόδου.
από εδώ

  1. Επιχείρηση «πλυντήριο» για ξέπλυμα κερδών από κοκαΐνη.
    Έρευνες αποκάλυψαν καταθέσεις 3.615.000 ευρώ.

4,5 τόνους κοκαΐνης έκρυβαν τα αμπάρια του 'Africa One'. «Πάνω από 3.600.000 ευρώ είχε στο όνομα του σε διάφορες ελληνικές τράπεζες ο επιχειρηματίας Αλ. Αγγελόπουλος, που καταζητείται από τις αρχές. Σε διαθεσιμότητα ο δ/ντης κρατικής τράπεζας στον Πειραιά» από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αρχική χρήση της λέξης «σκυλάδικο» σχετίζεται με αυτά που άκουσα από έναν γνωστό μου με τα εξής:

Την δεκαετία του 30 και έξω από την Αθήνα λειτουργούσαν μαγαζιά που συνήθως αποτελούνταν από δύο δωμάτια. Στο ένα υπήρχε ένα υποτυπώδες φαγητό (αυτός μάλιστα που μου το διηγήθηκε μου είπε συγκεκριμένα: «Υπήρχε ένα τραπέζι όταν έμπαινες και εκεί υπήρχε κάποιο βραστό κοτόπουλο ή κάτι παρεμφερές και έτρωγες»), παράλληλα υπήρχε ένα συνήθως όργανο που έπαιζε, στο δίπλα δωμάτιο υπήρχε γυναίκα και πήγαινες και πηδούσες. Η πληρωμή ήταν για όλο το πακέτο.

Αυτά ήταν τα μαγαζιά. Ο λόγος που τα λέγανε σκυλάδικα ήταν γιατί, για να μην τους ελέγχουν τόσο πολύ, τα στήνανε πολλές φορές έξω από το κέντρο της Αθήνας. Αυτό όμως τότε σήμαινε εξοχή, ερημιά, και βέβαια και σκυλιά τα οποία ουρλιάζανε στις γύρω περιοχές. Έτσι, όταν πήγαινες σε αυτά τα μαγαζιά, πήγαινες στα «σκυλάδικα».

Μια άλλη εκδοχή αναφέρει κάτι παρόμοιο, ότι δηλαδή την δεκαετία του '50 υπήρχαν μαγαζιά τα οποία σερβίρανε μόνο ποτό, το οποίο, εξαιτίας του ότι ήταν σε διατίμηση, είχε συγκεκριμένες χαμηλές τιμές. Αυτό τους ανάγκασε να βάλουν και φαγητό στον κατάλογο, το οποίο όμως ήταν για τα μπάζα -συνήθως κάποιο βραστό κρέας που δεν τρωγόταν με τίποτα. Έτσι, οι θαμώνες τα δίναν στα σκυλιά τα οποία μαζευόντουσαν για να φάνε τα κρέατα που αφήνανε. Σε αυτή την εκδοχή αυτό γινότανε γιατί τα μαγαζιά αυτά ήταν κατά κύριο λόγο καλοκαιρινά και συγκεκριμένα στο τέρμα της Καλλιθέας, δηλαδή στις Τζιτζιφιές. Εκεί τραγουδούσαν πολλά από τα γνωστά τότε ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Τσιτσάνης κ.α.

Μια άλλη εκδοχή που υπάρχει, έχει να κάνει γενικά με την ποιότητα του μαγαζιού και του ήχου: ο τρόπος που τραγουδούσαν και η ποιότητα των τραγουδιστών έφτανε να μοιάζει με γάβγισμα. Αλλά νομίζω ότι οι δύο πρώτες εξηγήσεις είναι κοντύτερα στην αλήθεια.

«Σκυλάδικο», στις δεκαετίες '70 και '80, ονομάστηκε το μαγαζί που έπαιζε λαϊκά τραγούδια και όπου οι τραγουδιστές ήταν δεύτερης κατηγορίας και όχι γνωστά ονόματα, αλλά και τα μαγαζιά τα ίδια ήταν μπασκλασαρίες. «Σκυλάδικα» υπήρχαν και στην επαρχία, όπου εκεί ήταν πιο έντονο η «βίζιτα» να συνδυάζεται με τις τραγουδίστριες.

Σήμερα πολύς κόσμος χαρακτηρίζει «σκυλάδικα» όλες τις μουσικές πίστες που παίζουν λαϊκοπόπ , άσχετα αν σε αυτές είναι πρώτες μούρες ή δευτεράντζες αυτοί που εμφανίζονται.

Σκυλάδικα χαρακτηρίζονται όλα τα «μάπα» τραγούδια, που κινούνται σε κλασικά μουσικά μοτίβα και αποτελούνται από στίχους που «γράφονται στο πόδι».

Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή (απο τον Καρκαγιάνη της Καθημερινής ) και λέει τα παρακάτω:

«Πριν από τον πόλεμο, στην περιοχή Aγίου Διονυσίου Πειραιώς, όπου και η ομώνυμη γέφυρα της σιδηροδρομικής γραμμής, ακριβώς πίσω από τη σημερινή παράταξη ταβερνών και σουβλατζίδικων, υπήρχε μεγάλο και άθλιο οικοδομικό συγκρότημα, με το όνομα Bούρλα. Λίγο μετά την εποχή στην οποία αναφέρεται η αφήγησή μας το συγκρότημα αυτό, καταλλήλως αλλά επιπολαίως μετασκευασμένο, λειτούργησε ως φυλακή, η περίφημη φυλακή των Bούρλων, η οποία έμεινε στην ιστορία γιατί από εκεί, το 1955, διανοίξαντες υπόγειο σήραγγα πενήντα μέτρων, απέδρασαν μέρα-μεσημέρι περίπου τριάντα πολιτικοί κρατούμενοι, στελέχη του τότε παρανόμου KKE.

Tο οικοδομικό συγκρότημα λέγεται ότι ανήκε στην οικογένεια του πρέσβεως και κατόπιν υπουργού Eξωτερικών και πρωθυπουργού, του Παναγιώτη Πιπινέλη, φίλου, συνεργάτη και υποτακτικού της βασιλικής οικογενείας και τελικώς, της χούντας, όταν κατά κει γύρισε ο άνεμος. Tο κτίριο, λοιπόν, αυτό πριν από τον πόλεμο νοικιαζόταν σε ωραίες και λιγότερο ωραίες κυρίες, οι οποίες στα μικρά δωμάτια που κατόπιν έγιναν κελιά φυλακής, ασκούσαν ευδοκίμως το αρχαιότερο των επαγγελμάτων. H περιοχή είχε τότε αίγλη και φήμη, κάθε βράδυ δε, προσήλκυε πλήθος επισκεπτών πάσης τάξεως και ηλικίας, κυρίως ναυτεργάτες, ναύτες και στρατιώτες, αλλά και μεσοαστούς, θλιβερούς εργένηδες, κουρασμένους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους.

Oι εγκατεστημένες στο συγκρότημα Πιπινέλη, δηλαδή στα Bούρλα κυρίες, επειδή ακριβώς διέθεταν τα στοιχειώδη σύνεργα του επαγγέλματος, ήτοι στέγη και κλίνη, δούλευαν με τιμές σχετικώς υψηλές και κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν τη διακεκριμένη τάξη της περιοχής. Υπήρχαν όμως και οι άλλες, εκείνες που με την πάροδο του χρόνου, τον μόχθο και τις άλλες ταλαιπωρίες του επαγγέλματος, είχαν χάσει τα νιάτα και την ομορφιά (αν τα είχαν ποτέ) και αναγκάζονταν να δουλέψουν με τη φτωχή πελατεία σε τιμές τόσο χαμηλές, που δεν επέτρεπαν ενοικίαση στέγης και κλίνης στο συγκρότημα των Bούρλων. Eθεωρούντο δευτέρας και τρίτης κατηγορίας και μαζί με τη φτωχή ανδρική πελατεία περιεφέροντο στα γύρω σοκάκια και χαμαιτυπεία, όπως οι αγέλες των αδέσποτων σκύλων. Γι' αυτό και τους κόλλησαν το προσωνύμιο «σκύλες» και «σκύλους» τους πελάτες. Eίχαν και το προσωνύμιο «λαμαρίνες», επειδή η ερωτική συναλλαγή ολοκληρωνόταν, άνευ στέγης και κλίνης, πίσω από τις λαμαρίνες της γέφυρας του Aγίου Διονυσίου. Eδώ η περιγραφή του Mηνά ήταν πολύ ρεαλιστική και σκληρή και γι' αυτό την παραλείπω.

Πώς όμως από τη γέφυρα του Aγίου Διονυσίου φτάσαμε στα καλλιτεχνικά «σκυλάδικα» της εθνικής οδού και άλλων ευπρεπεστέρων περιοχών, με λαμπερά ονόματα, τα οποία τόσο συχνά εμφανίζονται στις τηλεοπτικές οθόνες, αλλά και τόσο συχνά οι τηλεοπτικοί αστέρες μας και γενικώς η άρχουσα ανωτέρα τάξη εμφανίζονται και λικνίζονται σε αυτά τα «μαγαζιά»; Eδώ είναι που μεσολαβεί η Tρούμπα, αλλά και θεμελιώδεις κανόνες της... γλωσσολογίας και ιδού πώς, κατά την αφήγηση πάντοτε του αξέχαστου Mηνά:

Στην Tρούμπα, μετά τον πόλεμο, άνοιξαν μερικά «καλά μαγαζιά», με καλλιτέχνιδες πρώτης κατηγορίας και δημοφιλείς, το θυμάστε και από τον ελληνικό σινεμά. Tα ονόμαζαν «καμπαρέ», αλλά η ακριβής υπόστασή τους παραμένει αδιευκρίνιστη. Σημασία έχει ότι σε αυτά είχε συγκεντρωθεί η καλή ποιότητα της περιοχής, όπως, λίγα χρόνια πριν, η καλή ποιότητα στην περιοχή Bούρλων, είχε συγκεντρωθεί στο... μέγαρο Πιπινέλη. Έτσι διαμορφώθηκε η πρώτη αναλογική σχέση σημαινομένων μεταξύ Bούρλων και Tρούμπας.

Στην αρχή τα «καλά μαγαζιά» της Tρούμπας δούλευαν με τα παρεπιδημούντα στρατεύματα της Bρετανικής Aυτοκρατορίας, η οποία όμως διήγε περίοδο έσχατης παρακμής και ένδειας. H δουλειά ήταν λίγη και ακόμη λιγότερο το χρήμα. O μεγάλος πλούτος στην οδό Φίλωνος και τις γύρω παρόδους έπεσε λίγο αργότερα με τους Aμερικανούς ναύτες και πεζοναύτες του 6ου Στόλου, ο οποίος κάθε τόσο ναυλοχούσε στα πειραϊκά και φαληρικά ύδατα. O Mηνάς υπήρξε αυτόπτης μάρτυς των ιστορικών γεγονότων εκείνης της νύχτας του 1958, όταν ο πρόεδρος των HΠA Aϊζενχάουερ διέταξε αιφνιδίως τον ναυλοχούντα στα ανοιχτά του Πειραιώς 6ο Στόλο να πλεύσει ολοταχώς προς τον Λίβανο και να αποβιβάσει πεζοναύτες. Tα στρατεύματα όμως είχαν από νωρίς εκείνο το βράδυ διασκορπιστεί στην οδό Φίλωνος και στις γύρω παρόδους και χρειάστηκε η αμερικανική στρατονομία, τις πρωινές ώρες εκείνης της νύχτας, να οργανώσει ολόκληρη επιχείρηση στην Tρούμπα, για να συγκεντρώσει το στράτευμα. Πετούσαν έξω από τα «μαγαζιά» και τα άλλα «σπίτια» τους ημιθανείς από τη νυχτερινή κραιπάλη ναύτες και πεζοναύτες, τους φόρτωναν σαν σάκους με σιτάρι σωρηδόν στα καμιόνια και κατ' ευθείαν... στον Λίβανο. Aξέχαστες εποχές...

Mε τον 6ο Στόλο, στην Tρούμπα έπεσε μεγάλη ζήτηση και πλούτος και για να ικανοποιηθεί η ζήτηση, όπως συμβαίνει πάντα και με όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες, δίπλα στα καλά και ακριβά «μαγαζιά» άνοιξαν και μερικά πολύ δεύτερα και φθηνότερα και ανταγωνιστικά έβγαλαν «κράχτες» στο λιμάνι, εκεί που αποβιβάζονταν οι ναύτες και πεζοναύτες όταν είχαν «έξοδο». Tότε ήταν που διαμορφώθηκε η δεύτερη και κρίσιμη για το θέμα μας αναλογική σχέση «σημαινομένων» μεταξύ Bούρλων και Tρούμπας. Kαι αμέσως ακολούθησε η πάντα πιο σημαντική αναλογική σχέση των «σημαινόντων»: Kατ' αναλογία με τις «σκύλες» και τους «σκύλους» της γέφυρας του Aγίου Διονυσίου τα δεύτερα μαγαζιά της Tρούμπας ονομάσθηκαν «σκυλάδικα» και οι καλλιτέχνες «σκυλούδες».

Aπό την περιπέτεια αυτή «σημαινόντων και σημαινομένων» φαίνεται ότι παρασύρθηκε ο Γιώργος Mπαμπινιώτης και στο Λεξικό του, χαρακτηρίζει «χαμηλής ποιότητας» τη μουσική, τους καλλιτέχνες και τους θαμώνες των σκυλάδικων.»

Πήγαμε με τους κολλητούς χθες σε ένα σκυλάδικο στην Καβάλας και έγινε της πουτάνας το κάγκελο.

(από Vrastaman, 11/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Λεωφόρος» ονομάζεται αποκλειστικώς στην αθλητική σλανγκ το γήπεδο «Απόστολος Νικολαΐδης» επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Το γήπεδο, που αποτελεί την φυσική έδρα του Παναθηναϊκού Α.Ο., είναι ένα στοιχείο αναπόσπαστο του αττικού αστικού ιστού, κεντημένο μέσα στην πυκνή δόμηση του αθηναϊκού κέντρου, δεμένο οξύμωρα με τον μαρμάρινο κυβισμό της ΓΑΔΑ και του Άγριου Πάτου, απέναντι από τις εξ ανατολών αλύτρωτες μνήμες των προσφυγικών εγκαταλελειμμένων.

Η λεωφόρος αποτελεί γέννημα θρέμμα της αστικής τάξης της εποχής των βαλκανικών, που ενισχύθηκε μετά το '22 με τις μετακινήσεις πληθυσμών και τον μετέπειτα υδροκεφαλισμό του κλεινού άστεως των Αθηνών. Η τάξη αυτή έδωσε στον Π.Α.Ο. τον ευρωπαϊκό του προσανατολισμό και προπάντων τον «κουστουμάτο» λαό του, που δεν συνδέεται με το εισόδημα, αλλά με την αστική νοοτροπία του, έναν σχετικό καθωσπρεπισμό και μια πιο αθλητική κουλτούρα παρά οπαδική, πράγματα που βεβαίως εκφυλίστηκαν στα 100 χρόνια διαδρομής.

Η λεωφόρος συναντάται συχνά στη φράση «Έτσι γαμάει η Λεωφόρος» ή «Έτσι αγαπάει η Λεωφόρος» επί το πιο γκομενίστικον.

Στη φράση αυτή συνοψίζεται ουσιαστικά η ιστορία της ποδοσφαιρικής ομάδας του συλλόγου (το μπάσκετ γιγαντώθηκε στην μετά λεωφόρου εποχής άλλωστε), όπου ο Π.Α.Ο. είναι ο loser των εγχώριων διοργανώσεων, υποκύπτοντας σε περιφερειακούς αντιπάλους και συχνότατα στα ίσως πιο σκληρά παιδιά του λιμανιού, που φέρουν και αυτά τη δικιά τους ταξική ταυτότητα. Όμως αποδεικνύεται ουσιαστικά πιστός στην αποστολή του, που είναι η έκφραση του θράσους των πρωταγωνιστών της «Άλλης Ελλάδας» των περασμένων δεκαετιών, που σηκώνουν κεφάλι σε όλες τις ευρωπαϊκές βασιλικές και αυτοκρατορικές δυνάμεις, έτσι γιατί μπορούν.

Το κλουβί.

Το ποδοσφαιρικό γήπεδο, κανονικών διαστάσεων αγωνιστικού χώρου 105x98, σφηνωμένο όμως ανάμεσα σε κερκίδες 20.000 θεατών, σφηνωμένες με τη σειρά τους σε ένα οικοδομικό τετράγωνο. Ιδανικές συνθήκες να κλείσεις τα ευρωπαϊκά θηριά στο κλουβί, είναι να μην υπάρχει θέση άδεια, λόγος για τον οποίο η χωρητικότητα είναι απλά τέλεια. Γιατί ανάμεσα στις ιδιοτροπίες των βάζελων (εκτός από το να αυτοαποκαλούνται βάζελοι), είναι να μην πηγαίνουν τακτικά στο γήπεδο. Μνημειώδες το «οι γαύροι γεμίζουν ασφυκτικά το καραϊσκάκη, οι βάζελοι έχουν και δουλειές».

Ο Τάφος του Ινδού.

Το κλειστό κάτω από τις κερκίδες του ποδοσφαιρικού γηπέδου. Φυσική έδρα των ομάδων βόλλεϋ, με την χαρακτηριστικά κεκλιμένη οροφή να δυσκολεύει το έργο των αντιπάλων (οροφή σήμαινε αλλαγή στους παλιούς κανονισμούς) και έδρα της ομάδας μπάσκετ των ρομαντικών τριών Κ της δεκαετίας του '80, της μαγιάς δηλαδή της αυτοκρατορίας του σήμερα. Αντίθετα με τις δοξασίες για το όνομα, που αναφέρονται εδώ, ονομάστηκε έτσι το 1959 απο την ομώνυμη ταινία του Φριτς Λανγκ με παραλληλισμό στο ασφυκτικά στριμόκωλο της κατάστασης.

- Φίλε, δεν θέλω ούτε βοτανικούς, ούτε τσίπρες ούτε τίποτα. Επιστροφή στη λεωφόρο θέλω, να μην πηδάει κανείς μέσα στο κλουβί!
- Α, έχεις ψυχολογικά προβλήματα μου φαίνεται!
- Βέβαια έχω, σήκωσα μια ευρωπαϊκή κούπα ποτέ; Όχι! - Α καλά, έχεις κόψει άλυσο εσύ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην κυριολεκτική του σημασία το «χάνι (πανδοχείο) του κώλου», δηλαδή το μπουρδέλο με τραβεστί που θέλουν δεν θέλουν, κώλο έχουν, κώλο δίνουν!

(από τη βιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα, «και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου»)
«Πηγαίναμε για το μπάνιο μας στο Φάληρο της Πάτρας, βόλτα στα Ψηλά Αλώνια και βέβαια τι θα κάναμε, πάντα σε κάνα μπουρδέλο καταλήγαμε.
Κυρίως στης Μπέτυς, στης Μπέτυς το μπουρδέλο. Ωραίο μπουρδέλο, είχε καμιά δεκαριά κοπέλες μέσα, αφρόκρεμα. Εκεί είχα μάθει ότι η Πάτρα διατηρούσε 17 κωλοχανεία, δηλαδή σπίτια με τραβεστί, αλλά εμάς δεν μας ενδιέφεραν αυτά και έτσι δεν το επιβεβαιώσαμε, να δούμε αν ισχύει.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.

Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).

Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.

Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.

- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!

Έργα Ισθμού: Σκάβοντας το λάκκο τους... (από HODJAS, 29/01/10)Κουίζ: Ποιά είναι η καλή και ποιά η κακή μεριά? (από HODJAS, 29/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο οίκος ανοχής (οίκος ενοχής ή οίκος αντοχής) κατά συνεκδοχή γένος αντί είδους, η οποία χρησιμοποιείται πολύ στην σλανγκ ως ήπιος ευφημισμός. Έχω την εντύπωση χωρίς να ξέρω από αυτά ότι σπίτι είναι ο κλασικός οίκος ανοχής και διαφέρει από το στούντιο και άλλα ευαγή ιδρύματα. Επομένως είναι αποδομητέες οι εκφράσεις: κορίτσι για σπίτι και παίρνω δουλειά για το σπίτι.

Το σπίτι συναγωνίζεται ούτως σε θαλπωρή την οικογενειακή εστία, σύμφωνα με την σημασία που έχει το σπίτι για τη νεοελληνική ψυχή, καθώς επισημαίνει ο Οπτός Ανήρ εδώ. Ο Δόκτωρ Οικογενειάρχης και ο Κύριος μπουρδελιάρης μοιράζουν την ζωή τους μεταξύ δύο σπιτιών με όρια που αενάως ολισθαίνουν.

Από δώθε:

Της είπαμε ότι θα ξαναπεράσουμε (ου αμέ τρέχοντας) αν δε βρούμε άλλο μπουρδέλο (σόρυ σπίτι) καλύτερο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία