1. O στηθόδεσμος.

  2. Η γυναίκα που σε θέλγει με το ακαταμάχητο στήθος της και σε παγιδεύει. Ή, ακόμη πιο συγκεκριμένα, το ίδιο το υπερμέγεθες στήθος μέσα στο οποίο φανταζόμαστε ότι μπορεί να χαθεί ο άντρας ή μετωνυμικώς ο πέοντας. (Όσο να είναι, παίζει και ψυχαναλυτικής υφής φόβος για μητέρα που παγιδεύει τον γιο της, ή πιο ακραία τον έλκει πίσω στην κατάσταση ταύτισης μαζί της).

  3. Εδώ το βρίσκουμε ως απόπειρα μετάφρασης του αγγλικάνικου booby-trap. Το τελευταίο σημαίνει γενικά παγίδα, που συνίσταται συνήθως από εκρηκτικά που σκάνε αιφνιδίως, και όπως βλέπουμε εδώ έχει ισπανική ετυμολογία από τη λέξη bobo που σημαίνει ηλίθιος, απρόσεχτος και άρα επιρρεπής να πέσει σε παγίδα. Όμως η ομοιότητα με τη λέξη boobs για τα βυζιά έχει οδηγήσει και τους Αγγλικάνους σε σχετικά λολοπαίγνια για τα βυζιά ως booby-traps. Για το τελευταίο, λοιπόν, προτείνεται η μετάφραση βυζοπαγίδα, όπως και βυζοναρκοπέδιο, βυζοπέδιο καθώς και το ρήμα εγκλωβύζω.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Αν δε χωράς σε μια βυζοπαγίδα τότε τι κρίμα…
    ΔΕ ΧΩΡΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ! (Εδώ).

  2. α. Βυζοπαγίδα! Τα βυζια της ειναι παγιδα τελικα, τα σκεφτομουνα 2-3 μερες τωρα και δεν μπορεσα να αντισταθω, αν και προχτες ηταν ποιο στρογγυλα, σημερα ηταν ποιο πλατσκουτα (Από μπουρδελοσάιτ)

β. θα γαμησεις κ τις βυζαρες με ρωταει; επιβαλεται της λεω οπου κ χαθηκε ο μικρος τζιμακος για μερικα λεπτα στην βυζοπαγιδα! (Από μπουρδελοσάιτ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψευδογαλλική λέξη για τον νταλικέρη, χρησιμοποιείται στα καλιαρντά, αλλά και εκτός αυτών. Ψευδοαγγλικά αντίστοιχα τα νταλίκερμαν, νταλίκαμαν. Μπορεί να δηλώσει και φαινόμενα τ. νταλικέρης, νταλίκα, χοτέλ νταλικέρ κ.τ.ό.

  1. Πρώτη βραδιά, δέκα πελάτες, καλή κονόμα. Μπουτ λατσά. Με πήγε σε μια πιάτσα όχι πολύ γνωστή, που συχνάζανε, ας πούμε, οι μυημένοι. Το ψωνιστήρι γινότανε στην αλάνα, απέναντι απ’ το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Μόλις σουρούπωνε άλλαζε το σκηνικό και μεταμορφωνόταν. Παρκάρανε εκεί μεγάλα φορτηγά πολλών κυβικών, νταλίκες. Οι νταλικέρ πολύ επιρρεπείς στο κοκό. Κι όχι πάντοτε ενεργητικοί, πολλοί ήτανε μερακλαντάν, απ’ όλα κάνανε. (Από το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου», 2010, εκδ. Άγρα, δες εδώ).

  2. Το ένα τρίτο του Βραβείου Οδικής Ασφάλειας προτείνεται να απονεμηθεί στον ΟΑΣΘ για τις ...ασφαλείς και εξυπηρετικές Στάσεις Λεωφορείων που έχει εγκαταστήσει στον Δήμο.
    Χαρακτηριστικές των νέου τύπου Στάσεις στις φωτογραφίες
    (αν δεν σε φάνε τα ...φίδια, όλο και κάποιος καλός οδηγός, σαν τον κύριο νταλικέρ που ανεβαίνει με 90 χλμ την ώρα την ανηφόρα του Τριλόφου, θα σε παρασύρει). (Εδώ).

  3. Έξω από το καμπινγκ περιμένουμε κάποιον να ανοίξει. Xτυπάμε κουδούνι. Tίποτα. Στα παπάρια τους. Προφανώς άλλο ένα bikers friendly camping. Λίγο πριν υπήρχε χοτελ νταλικέρ στο κυριλέ του. Πόσο; 65. H κούραση αρκετή. Oι αντιστάσι στα βλέμματα των άλλων μικρές. Πάμε δε γαμιέ. Tελικά πέσαμε στα 60. Kαι μετά πέσαμε στα κρεβάτια. (Εδώ).

  4. Ναι, και καλά, πήγαν στην παραλία, έτσι-γιουβέτσι και στο ξεκαύλωτο οι γερμανίδες νταλικέρ τους άρχισαν στα πετραδάκια... (Ο ΜΧΣ διηγείται από δεύτερο χέρι ιστορία που διεδραματίσθη στα ένδοξα Τζιβιτζιλοχώρια)

Νταλικέρ με την καυλή έννοια στο νεορεαλιστικό Ossessione του Luchino Visconti. (από Khan, 13/07/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο κομμουνιστής στα καλιαρντά, ή, όπως εξηγεί ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο, ο κόκκινος δημοκράτης, εκ του ρόζος = κόκκινος (< ροζί < γαλλικό rouge ή ιταλικό rosa = τριαντάφυλλο) και του ροβεσπάκης < Robespierre.

Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο colggate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 08/10/13)(από Khan, 18/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σανίδες η μια καρφωμένη δίπλα στην άλλη, ώστε να φτιάχνουν ξύλινο πλαίσιο, πάνω σε δέντρο, μουριά συνήθως, όπου κοιμούνταν τα καλοκαίρια οι αγρότες για να φυλάνε τη σταφίδα ή τις καλλιέργειές τους από κλέφτες.

Μεταφορικά, το κεφάλι που είναι πλακέ πίσω.

  1. Οι δικοί μου κοιμόνταν στη φρουτζάτα πάνω στη μουριά.

  2. Αυτός έχει ένα κεφάλι φρουτζάτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένας κάπως πιο χαριτωμένος τρόπος να πεις κάποιον/α τσόκαρο, δηλαδή χαζομούνα χαζογκόμενα που σε κάνει λ.χ. ρεζίλι αν βγεις μαζί της, ή φρόκαλο, σούργελο που είναι τελείως ξεφτιλισμένο ακόμη κι αν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Γενικά άνθρωπος χαμηλής κοινωνικής και μορφωτικής προέλευσης, ο οποίος δεν έχει συναίσθηση του γεγονότος αυτού με αποτέλεσμα να γίνεται γελοίος.

Σχετική έκφραση νέας κοπής: Ψωνίστηκαν τα τσόκαρα και μας την είδαν γόβες.

Πάσα (Δ.Π.): perketis.

1. Σημασία έχει ότι από τσοκαρέτο (μα πόσα νούμερα κυκλοφορούν εκεί έξω;) μέχρι ψαγμένος (δήθεν) ποιητής (ανφάν γκατέ), όλοι πιάνονται.

2. Έπαιζε πολύ τσοκαρέτο στο πάρτι: «Μωροοό μου, αγάπη μου! Σμουτς! Σμουτς!» και μόλις γυρίσεις την πλάτη σου «Τι πουτάνα και αυτή! Είδες, στο έλεγα ότι καπνίζει!» και άλλα τέτοια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Σχετικά απαρχαιωμένος πλέον σουρρεαλιστικός όρος, καλαμπουρτζίδικη ημιηχητική μετάφραση της εγγλέζικης λέξης ''fuckable'' (Φάκαμπολ). Συνώνυμο το ''πηδήξιμος/η''.

Απευθύνεται και στα δύο φύλα.

''-Και ειναι ωραία η Καίτη;
-Είναι γαμώμπαλα.''

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βλάκας με περικεφαλαία, ο μπετόβλακας, ο πανίβλακας, ο έχων τον απάνω όροφο ακατοίκητο ή το ρετιρέ ξενοίκιαστο, αυτός που είναι τόσο αργός που και με τον εαυτό του να έτρεχε θα έβγαινε δεύτερος. Και για όποιον καίει μαζούτ, το μαζούτ είναι ένα φθηνό και ρυπογόνο καύσιμο που χρησιμοποιούν τα αργά και φορτωμένα με σκατά βαπόρια.

Βλ. επίσης: καίω κάρβουνο. Σ.ς. το «καίει ντήζελ» είναι έτερον κότερον.

1.
Ο αργοκίνητος μεγαλομέτοχος που καίει μαζούτ, αποφάσισε μετά από δυο τραγικούς αποκλεισμούς, να διώξει τον ανίκανο...

2.
ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΝΙ ΟΙ ΤΡΟΪΚΑΝΟΙ! ΚΑΙΝΕ ΟΜΩΣ ...ΜΑΖΟΥΤ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΙ !!!

3.
Μαζούτ καις, Φαίη;

4.
προεδρε,,,μαζουτ καις; δεν εισαι μονο ασχετος...εισαι και ΑΥΘΑΔΗΣ...

(από σφυρίζων, 01/09/14)(από σφυρίζων, 01/09/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

πόπολο το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ιταλ. λ. popolo = λαός] ο λαός ο μεγάλος αριθμός, το πλήθος προσώπων, ο πολύς λαός.

http://el.wiktionary.org/wiki/πόπολο

Παραδειγμα:
«Μετά την ενοποίηση των σχολών, σκάει της κακομοίρας το πόπολο στις αίθουσες και παρακολουθούμε όρθιοι σαν μ@λ@κ#$, μέχρι και καρέκλες πτυσσόμενες φέρνουνε από το σπίτι, καρφίτσα δεν πέφτει σε λέω!»

Παράδειγμα 2:
«Όποια κυβέρνηση και να ανέβει την εξουσία, το πόπολο θα παραμείναι πάντα πόπολο, ευκολόπιστο, εύπλαστο ζυμάρι στις βουλές του κάθε λαοπλάνου ηγέτη που ξέρει πως να το κουμαντάρει»

Παράδειγμα 3:
Πως να κοροϊδεύετε το πόπολο - Satisfaction Guaranteed. «Σοσιαλιστικές» συνταγές κοινωνικής ειρήνης. (Ελευθεροτυπία: http://bit.ly/cB7GAz )

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του béton armé, του οπλισμένου σκυροδέματος, το οποίο εντάσσεται (μάλλον αδοκίμως προς το παρόν) στο ελληνικό κλιτικό σύστημα ως μπετό, προκύπτει ως αρσενικό ουσιαστικό και το μπετός, ο. Μπορεί να σημάνει το μπετόν γενικά, αλλά κυρίως σημαίνει ό,τι και ο μπετόβλακας, δηλαδή αυτόν που έχει ηλιθιότητα συμπαγή σαν μπετόν, αυτόν που είναι στούρνος, τούβλο.

  1. Ακολουθείς την νύχτα της Ευρώπης. Μην είσαι μπετός. Ξημερώνει Αφρική! (Εδώ).

  2. Αν ο άλλος είναι μπετός, είναι απλά μπετός. (Εδώ).

  3. Για να μην σπαμάρουμε το νημα με βλακειες κοιτα τα pm σου. Γιατι τελικα εισαι μπετος του μπετου. (Εδώ).

Καθώς σημαίνει ό,τι και το μπετόν, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορές. Λ.χ. στο ιδίωμα των μποντιμπιλντεράδων, να σημάνει το μπιλντέρι που έχει πολύ συμπαγές σώμα, ή μία τροφή που δεν έχει καθόλου μα καθόλου σαβούρα ή αλεύρι, ή που δεν έχει καλή διαλυτότητα.

ειδικά η κρεατίνη έχει πολύ καλή διαλυτότητα σε σχέση με κάτι τύπου Gaspari που είναι μπετός. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται σαρκαστικά, οτι δήθεν το υποκείμενο άλλαξε και από λαϊκουριά του κερατά, έγινε ποιοτικός, γουστάρει την πχιόττα, την πχοιότητα.
Έγινε γνωστό από το Σταρόβιο άσμα (του 2011), "έχω πάθει ποιότητα".

Συνώνυμο: παθαίνω μόρφωση.

Χθες είχαμε Πασχαλίδη-Μαχαιρίτσα, κινδύνευσα με ύπνο. Ευτυχώς βγήκε και ο Σταρόβας και έπαθα ποιότηταεδώ
♪♫ Όσο περνάνε τα χρόνια
Αλλάζει ο τρόπος τελείως που σκέφτομαι
Ό,τι αγαπούσα παλιά βρίσκω πλέον αδιάφορο

Κάποτε μου άρεσε ο Κιάμος
Και τώρα ακούω Δρογώση και Φάμελλο
Και προσεγγίζω την τέχνη με υπευθυνότητα

Έχω μεταμορφωθεί
Με απωθεί η απλότητα
Έχω αποκτήσει οντότητα
Έχω πάθει ποιότητα

Έχω εντρυφήσει στην τέχνη
Δεν κυνηγάω πια κορίτσια φιλήδονα
Μελετάω με πάθος τα δικοτυλήδονα

Ακούω Τσακνή, Μαχαιρίτσα, Λαζόπουλο
Το πολεμάω από μέσα το σύστημα
Ανήκω πλέον στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς
♪♫

  1. Άσε μας ρε χρήστο δάντη που έπαθες ποιότητα κ πήγες και στου παπαδόπουλου.

  2. Οταν παθαίνω ποιότητα πόσο μόνη

  3. δε βλέπω κίνηση στα ιντεράξια μου! τί έγινε ρε? μπας κ πάθατε πχιότητα απόψε..? (εδώ)

  4. Από την Μποφίλιου στους Πυξ Λαξ και τούμπαλιν... Απόψε έπαθα πχιότητα! (εδώ)

  5. τελευταια εχουμε παθει πχιοτητα.. Βαλτε εναν τζιμ καρει να ξεστραβωθουμε!! (εδώ)

  6. Η φάση πρωί πρωί είναι "έπαθαπχιότητα" ~ PLATSA PLATSA PLOUTSA: http://youtu.be/8WAS9st_DAE via @youtube (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία