(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καθ' υπερβολήν, η ζαλάδα που παθαίνει κάποιος στη θέα πολύ ελκυστικού στήθους.

Από το διαδίκτυο:
Η βυζοθολούρα συνεχίστηκε... Εμπρός μου η ξανθιά μιλφάρα Αλίνα με τις απίστευτες βυζάρες της να έχουν ξεχυθεί μέσα στο ολόσωμο ροζ δικτυωτό που φορούσε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

δίνει ... στο στοίχημα

Ένας έμμεσος τρόπος για να πούμε πόσο πιθανό ή απίθανο είναι να συμβεί ένα ενδεχόμενο. Το τι από τα δύο και πόσο ακριβώς εξαρτάται από τον αριθμό που μπαίνει στη θέση των τελειών: όσο μικρότερος είναι, τόσο πιθανότερο είναι να συμβεί, όσο μεγαλύτερος, τόσο λιγότερο πιθανό.

Προέρχεται από την ορολογία του στοιχηματισμού ("Πάμε στοίχημα", "bwin" κλπ), όπου ο αριθμός είναι ο πολλαπλασιαστής απόδοσης για τα λεφτά που ποντάρεις. Όσο πιο πιθανό είναι το ενδεχόμενο, τόσο ο αριθμός πλησιάζει τη μονάδα. Αντίστοιχα όσο πιο απίθανο το ενδεχόμενο, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός.

Θα πρέπει να μιλάμε για ενδεχόμενα που δεν είναι πραγματικά αντικείμενο κουπονιού στοιχήματος, γιατί διαφορετικά το λήμμα γίνεται μάλλον απλή κυριολεξία.

  1. Από εδώ:
    πόσο δίνει στο στοίχημα να πάει ο Μαζιώτης σαν τον παππού που δεν έδωσε φακελάκι;
  2. Από εδώ:
    ...και μετα να τους παραδωσουμε και να πονταρουμε στο οτι σε 1ωρα θα ειναι ελευθεροι (δινει 1,10 στο στοιχημα)...και για το ποιοι θα βγουν να τους υπερασπιστουν δινει 1.001 μονο και μονο να τους μαντεψεις...
  3. Από εδώ:
    - ...με την μόνη διαφορά ότι δεν θα έχω καμία δέσμευση. Μου τόνισε ότι στο τέλος του πρώτου έτους συνεργασίας θα με πάρει το ίδιο άτομο να μου κάνει ακόμα πιο φθηνή προσφορά.
    - Το πρώτο θα είναι παγκόσμια πρώτη αν συμβεί. Οσο για το δεύτερο, και μόνο το να είναι ακόμη εκεί το ίδιο άτομο μετά από ένα χρόνο, πρέπει να δίνει απόδοση 80 στο στοίχημα. Αν κάτι ακούγεται πολύ καλό για να είναι αληθινό, πιθανότατα δεν είναι. Ζήτα τους την προσφορά γραπτώς (κι άμα τη δεις γράψε μου).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προσωρινοί (και μερικές φορές μόνιμοι) τοίχοι αντιστήριξης πρανούς γειτονικού ακινήτου σε θεμελίωση. Από οπλισμένο σκυρόδεμα, αν και υπάρχουν αναφορές ότι γίνονται και από απλό σκυρόδεμα.

Από την όψη που δίνει το καλούπωμά τους: τα ξύλα του καλουπώματος μοιάζουν με ντουλάπια που "ντύνουν" τον "τοίχο" του πρανούς.

Κατ' άλλη έννοια και με μια ορολογική ασάφεια, ντουλάπια λέγεται και η κατασκευή ορυγμάτων κάτω από την υφιστάμενη θεμελίωση και η πλήρωση αυτών με σκυρόδεμα.

Δεν θα ησυχάσω μέχρι να βάλουμε ντουλάπια για το βόρειο γειτονικό. Μέχρι τότε κανείς δεν κατεβαίνει στο σκάμμα χωρίς να είμαι παρών.

Καλούπωμα για ντουλάπια

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανοίγω (γεμάτο και σφραγισμένο) μπουκάλι με ποτό. Αυτό μπορεί να είναι απλώς ένα κόκκινο ουισκάκι ή, κυρίως, ένα πιο σπέσιαλ, είτε σαραντάρι είτε κρασί, κάτι που κρατούσα για περιπτώσεις σαν κι αυτή.

Μάλλον δεν λέγεται όταν ανοίγουμε μπουκάλι σε μαγαζί - το μπουκάλι πρέπει να ανασύρεται από το προσωπικό μας απόθεμα.

Παρεΐστικη χαριτωμενιά που θυμίζει παλαιότερες εποχές: ότι και καλά «σφάζω μια κότα» ή τον μόσχο τον σιτευτό για να το 'φχαριστηθούμε όλοι. Ή καμιά ρέγγα.

- Φίλε δεν αρχίζουμε με κάνα ξίδι σιγά-σιγά; Καμιά μπυρίτσα παίζει;
- Μπυρίτσα λες; Ή να σφάξουμε ένα γκλένφιντιχ δωδεκάρι που έφερε ο κουμπάρος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Πιάνω κάποιον από τον γιακά με άγριες διαθέσεις, τσακώνω, αρπάζω κάποιον, ξεκινάω τσαμπουκά. Συλλαμβάνω και εξουδετερώνω κάποιον που παρανομεί, ιδίως επ' αυτοφόρω ή πριν διαφύγει.

  1. Από εδώ:
    Κάποτε, έπεσε κροτίδα και ΜΕΣΑ στο κτίριο, δέκα μέτρα από το χώρο που εργαζόμουν. Πραγματικά τρόμαξα (τι βάζουν μέσα σ'αυτές τις κροτίδες;; Βγήκα έξω, αλλόφρων, να «γιακαδιάσω» όποιον βρω.

  2. Από εδώ:
    Το θέμα Αντώνη μου είναι οτι προσφερθήκαμε ένα κάρο άτομα να καταθέσουμε ΕΠΩΝΥΜΑ,και πολύ στα τέτοια μου κιόλας..Εδώ τον γιακάδιασα και μας κοιτούσε όλη η Αναγνωσταρά,λες να τον φοβόμουν να του κάνω την καταγγελία,ειδικά όταν προτίθενται κι άλλοι πολλοί;

  3. Από εδώ:
    Σε ποια άραγε εξωθεσμική σκοπιμότητα οφείλεται η δραστήρια παρουσία ενός σκοτεινού ιππότη σε μια μεγαλούπολη, όπου το σύστημα φαίνεται να λειτουργεί ομαλά, καταφέρνοντας αργά ή γρήγορα να «γιακαδιάσει» τους παρανόμους;

  4. Από εδώ:
    [...] από την άλλη βρέθηκε να χρωστάει εκατομμύρια και οι πληροφορίες μου λένε οτι σκέπτεται να αποδράσει απο τη χώρα(πηγαίνοντας στη Νότια Αφρική να δουλέψει στα ορυχεία διαμαντιών). Θα τον παρακαλούσα να μη μας αναγκάσει να τον γιακαδιάσουμε στο αεροδρόμιο [...]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευθύς εξαρχής: Η έκφραση δεν σημαίνει πρήζω τ' αρχίδια κάποιου.

Σημαίνει, αν την παραφράσουμε, διογκώνω τεχνηέντως τον ανδρικό εγωισμό, την υπεροψία, το αίσθημα ανωτερότητας και εξουσίας κάποιου, με σκοπό είτε να τον δουλέψω ψιλό γαζί, είτε να τον χειραγωγήσω σε συμπεριφορά που με συμφέρει. Διότι πιο εύκολα εξουσιάζεται αυτός που διψά για εξουσία.

Αποτελεί λογικά μια παραλλαγή της έκφρασης φουσκώνω τα μυαλά (κάποιου) όπου, αντί για τον επηρεασμό της ευθυκρισίας και του εγωισμού, γενικά, του «θύματος», επικεντρώνουμε ειδικά στις ανασφάλειες που νιώθει αυτός σαν άντρας ή σαν επικεφαλής άλλων ανθρώπων, ώστε να στηριχτεί ψυχολογικά πάνω μας και εμείς να τον κάνουμε ότι θέλουμε.

  1. - Καλά μιλάμε έχεις πολύ σουξέ!
    - Σοβαρά;
    - Τι λες τώρα! Με το που μπήκαμε σε στάμπαραν δυο παστάκια στην είσοδο.
    - Τελικά ωραίους συνδυασμούς κάνω ο πούστης με τα ρούχα...
    - Με την μιλφατζού που σε καρφώνει από απέναντι τώρα τι θα κάνεις;
    - Καλή ε;
    - Πήγαινε μαλάκα! Βουρ! Και μην το παίξεις ευγενικός! Αυτές γουστάρουν τσαμπουκά και αντριλίκια! Τό 'χεις, τό 'χεις!
    - Έφυγα παιδιά, δεν θα κλείσει μπούτι όλη νύχτα, θα της δώσω το μουνί στο χέρι της καριόλας που κοιτάει κιόλας!
    - Καλά ρε, τι του είπες και έφυγε καρφωτός;
    - Κόψε φάση φίλε, θα πέσει το γέλιο της αρκούδας! Του φούσκωσα τ' αρχίδια και τον έστειλα να την πέσει με στυλ γοριλέ στην γυναίκα του αφεντικού!
    - Μπράβο μαλάκα. Θα μας πετάξουν έξω, θα φάμε και ξύλο... Το μυαλό στην κωλότσεπη τό 'χεις...

  2. - Τρίτο γκρουπάκι κι εσύ ρε σειρά; Το κατσίκι στην σκοπιά θα το φάμε ρε γαμώτο...
    - Κάτσε στην άκρη και κοίτα πως θα με πάει ο δίκας στο δεύτερο γκρουπάκι...
    - Για πε!
    - Θα του φουσκώσω τ' αρχίδια με ένα «παρουσιάστε» και δυο-τρεις παπαριές και μετά θα του πετάξω ότι και καλά ο λοχαγός το παίζει χαλίφης στη θέση του χαλίφη και μου άλλαξε το αδειόχαρτο. Αυτόν θα τον σκίσει κι εμένα θα με στείλει συστημένο σπίτι!
    - Μεγάλη λούγκρα είσαι αδερφέ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φαλλικό ομοίωμα που χρησιμοποιείται για πράξεις σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι ένα αντικείμενο από πλαστικό ή άλλο συνθετικό υλικό (παλαιότερα και από ξύλο, ακόμα και από ψωμί στην αρχαιότητα) που μοιάζει με πέος και χρησιμοποιείται ως sex toy, ως σεξουαλικό παιχνίδι δηλαδή. Παρεμπιπτόντως, τα παιχνίδια αυτά λέγονται και σεξουαλικά βοηθήματα, αν και νομίζω ότι ο άγαρμπος αυτός όρος μάλλον υποχωρεί.

Το πόσο το ντίλντο μοιάζει με πέος εξαρτάται. Μπορεί να είναι ανατομικά ακριβές και φωτορεαλιστικό στην όψη και στην αφή, να συμπεριλαμβάνει δηλαδή μέχρι και ανάγλυφες φλέβες. Μπορεί, όμως να είναι και πιο αφαιρετικό ή ακόμα και αλλόκοτου σχήματος και χρώματος, διατηρώντας όμως έναν μακρόστενο κορμό. Αν δονείται, τότε συνήθως δεν λέγεται ντίλντο αλλά δονητής - χωρίς να λείπει ένα κάποιο ορολογικό μπέρδεμα.

Από το αγγλικό dildo, αβέβαιης ετυμολογίας.

  1. Από εδώ:
    Είναι τα κοριτσόπουλα που είναι ναι μεν στρέιτ, αλλά έχουν και μια περιέργεια για τις Κάτω Χώρες άλλων κοριτσόπουλων. Και εκεί μπαίνω εγώ κραδαίνοντας το ντίλντο που δεν έχω, βγάζοντας λεσβιακές ιαχές.

  2. Από εδώ:
    Επίσης, θα μπορούσες να βάλεις ένα ντίλντο ή απλά κάτι μακρόστενο στον κόλπο σου, και καθώς το κατευθύνεις μέσα και έξω από τον κόλπο, να παίζεις με την κλειτορίδα σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεχνική στο ποδόσφαιρο. Σημαίνει: ενώ προχωρώ, προφανώς στην επίθεση, δίνω κοντινή πλάγια πάσα σε συμπαίκτη και συνεχίζω να προχωρώ. Ο συμπαίκτης μου μου επιστρέφει αμέσως την πάσα προωθημένη, παρακάμπτοντας έτσι τον αντίπαλο που με πιέζει.

Από εδώ:
Σε τυφλή απόκρουση των αμυνομένων της Κανδήλας η μπάλλα πήρε ύψος,έφτασε στο κέντρο όπου ο εξαιρετικός μέσος της Αποστολάκης στόπαρε τη μπάλλα με το στήθος άφησε πίσω τον Κατσικοκέρη που δεν διάβασε καλά τη φάση και με φοβερό ένα-δύο με τον δαιμόνιο Κεραμίδα Αθ. βρέθηκε μόνος με τον τερματοφύλακα που πλάσσαρε υποδειγματικά κάνοντας το 1-1.

ΠΑΟΚ - Ντόρτμουντ, 01/10/2015. Στο 0:15 οπτικό παράδειγμα (δεν χρησιμοποιεί το λήμμα ο εκφωνητής).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1. πάω κάποιον γαμιώντας

Ταλαιπωρώ κάποιον, τον τρέχω, τον πάω πίπα-κώλο. Δέρνω κάποιον, τον ξυλοφορτώνω, ιδίως υπό τη μορφή απειλής: "θα σε πάω γαμιώντας".

Βλ. και με πάει γαμιώντας.

  1. Από εδώ:
    μου 'ρχεται ώρες ώρες να τους σπάσω το κεφάλι γιατί έχουν αποθρασυνθεί και αντιμιλούν τα τσόλια ( προς το παρόν πέραν αναφοράς τους περικόπτω και ημερομίσθιο όταν δεν προσέρχονται εγκαίρως 8) ρε θα τους πάω γαμιώντας ,δεν έχουν καταλάβει με ποιον τρελό έχουν μπλέξει) .

  2. Από εδώ (σ.σ. κάντε το σταυρό σας):
    Μην απειλείς ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ γιατί σε δύο ώρες που δίνεις διορία μαλάκα εγώ θα σε πάω γαμιόντας βόλτα όλο το Αιγαίο και θα το απολαύσεις με μπόλικη δόση αλμύρας...

2. πάω γαμιώντας (αμτβ.)

Πάω σφαίρα, τρέχω πολύ, οδηγώ πολύ γρήγορα. Λειτουργώ άψογα.

  1. Από εδώ:
    Επίσης υπάρχουν μόνο δύο επιλογές; Ή πάω σαν ΚΟΤΑ, ή πάω γαμιώντας;! 40 km/h σε αστικό δρόμο με όριο 50 km/h θεωρείται ΚΟΤΑ;! Με στεναχωρεί να διαβάζω τέτοιες απόψεις.

  2. Από εδώ:
    Pros gnosi sou exo kai ego ena passat '90 1800cc 112-115 hp! Exei poli plaka! Paei gamiontas kai stis strofes me fagomena lastixa paei me tis pantes!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία